Χρήστος Μηλίτσης: ΒΟΛΟΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ |
ΜΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΛΟ ΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Γράφει ο Χρήστος Μηλιτσης Ώρα 11 πρωινή της Μ. Πέμπτης. Στο δρόμο από το Βόλο για τη πόλη των ονείρων μας. Ο ουρανός είναι βουρκωμένος. Κάπου-κάπου καμιά σταλαματιά γλιστρά στο μπαμπρίζ του Λεωφορείου. Προμήνυμα βροχής, όμως κάτι μας λέει μέσα μας, πως ο καιρός θα καλυτερεύσει. Η απόσταση είναι τόσο μακρινή, όμως δεν μας τρομάζει. Τα λάστιχα σφυρίζουν στην άσφαλτο, το αυτοκίνητο σχίζει σαν βέλος τον αέρα και τα χιλιόμετρα διαδέχονται το ένα το άλλο. Φθάνουμε στα Τέμπη. Ω1 τι μαγευτικό θέαμα! Ο Πηνειός κυλά ήσυχα-ήσυχα, σαν λάδι τα νερά του, κάτω απ’ τις αψίδες που σχηματίζουν τα φυλλώματα της μοσχοϊτιάς, και του νεροπλάτανου. Μοσχοβολούν οι αγράμπελες και τα μελισσόχορτα. Αριστερά μας υψώνεται περήφανος, επιβλητικός ο Όλυμπος με τις χιονισμένες κορυφές του. Δεξιά φαντάζει ο Κίσαβος με τις απότομες πλαγιές του. Αχόρταγα το μάτι μας στρέφεται ολόγυρα σαν περισκόπιο. Θέλει να δει, να γνωρίσει, να συγκρατήσει όσο μπορέσει πιο πολλά απ' το μαγευτικό αυτό τοπίο. Η μηχανή όμως δεν συγκινείται από τίποτε. Τρέχει-τρέχει σαν δαίμονας. Φθάνουμε στον Πλαταμώνα και προχωρούμε λίγα χιλιόμετρα από τη θάλασσα, παράλληλα από το Θερμαϊκό κόλπο. Αφήνουμε αριστερά μας τη Λεπτοκαρυά και το Λιτόχωρο. Στο βάθος δεξιά φαντάζουν οι χιονοσκέπαστες Ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Σε λίγο φθάνουμε στη πρωτεύουσα της Πιερίας, την Κατερίνη. Πλησιάζουμε και πάλι κοντά στη θάλασσα. Περνούμε το Αιγίνιο και φθάνουμε στη μεγάλη γέφυρα του Αλιάκμονα. Εδώ τα σύννεφα αραιώνουν. Οι ηλιαχτίδες σπαθίζουν ανάμεσα τους, σπάζουν στα νερά του ποταμού και σκορπούν περίγυρα χίλιες δυο αποχρώσεις και αναλαμπές. Ξανοίγει ο καιρός. Ανοίγουν οι καρδιές μας. Τραγούδι, γέλια και χαρές. Περνούμε ανάμεσα από τα γραφικά χωριά, Πλάτανος, Πύργος και φθάνουμε στη Θεσσαλονίκη, την ωραία νύφη του Θερμαϊκού. Λίγη ώρα για φαγητό. Στο αυτοκίνητο και πάλι δρόμο. Αφήνουμε αριστερά μας τη λίμνη Κορώνεια και δεξιά μας το Χορτιάτη. Περνούμε ανάμεσα από τη Λίμνη Βόλβη και τον Χολομώντα και φθάνουμε στο χωριό Ασπροβάλτα. Αριστερά μας υψώνονται καταπράσινα τα Κερδύλλια όρη και δεξιά μας απλώνεται αστραφτερός, δαρμένος απ' τις ηλιαχτίδες ο Στρυμωνικός κόλπος. Πιο πάνω μια ταμπέλα προς Αμφίπολη μας θυμίζει μια παλιά ιστορία. Περνούμε το Ποδοχώρι, την Ελευθερούπολη και φθάνουμε στην ωραία Καβάλα. Αφήνουμε δεξιά μας τη Χρυσούπολη και σε λίγο φθάνουμε στο ποταμό Νέστο, που χωρίζει τη Μακεδονία από τη Δυτική Θράκη. Φθάνουμε στη Ξάνθη και αντικρίζουμε τους Τούρκικους Μιναρέδες. Σε λίγο η νύχτα φτάνει. Σκορπίζει τα μαύρα πλοκάμια της και κρύβει τα πάντα από τα μάτια μας. Μόλις προλάβαμε να δούμε τη λίμνη Βιστωνίδα και το Πόρτο-Λάγο. Ύστερα πισσοσκόταδο και βροχή. Φθάνουμε στη Κομοτηνή και σε λίγο στη πόλη Σάππαι. Κατεβαίνουμε προς το Θρακικό Πέλαγος και μπαίνουμε αργά το βράδυ στην Αλεξανδρούπολη, κατάκοποι από το ολοήμερο ταξίδι και καταλύομε στο τουριστικό ξενοδοχείο «Εγνατία.» Την άλλη μέρα Μ. Παρασκευή. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Είναι μια ωραία ηλιόλουστη μέρα. Κάνουμε μια επίσκεψη στο ναό του Αγίου-Νικολάου και μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τη πόλη. Η Αλεξανδρούπολη είναι μια ωραία πόλη. Το πολεοδομικό της σχέδιο εξεπόνησαν Ρώσοι μηχανικοί. Έχει καλίγαμμα κτίρια, πλατείες τεράστιες και πολύ καλούς δρόμους. Ελευθερώθηκε στις 13 Ιουλίου το 1913 από τον Ελληνικό στόλο. Κτίστηκε το 1876. Οι Τούρκοι την ονόμαζαν Δεδεαγάτς, δηλαδή καλογερόδεντρο και τούτο, γιατί εκεί ζούσε ένα σοφός Δερβίσης, κάτω από ένα δέντρο, όπου και τον έθαψαν. Η σημερινή ονομασία της προέρχεται από μια αρχαία πόλη, στην οποία δόθηκε αυτό το όνομα όταν Ο Μ. Αλέξανδρος επέκτεινε το Μακεδονικό Βασίλειο ως τη χώρα των Θρακών. Η παράδοση λέει, ότι εκεί κοντά σε ένα λόφο πευκόφυτο, υπάρχει η σπηλιά του Κύκλωπα της Οδύσσειας. Σε λίγο στο λεωφορείο μας και πάλι δρόμο. Περνούμε τη Κωμόπολη Φεραί και φτάνουμε στο τελευταίο Ελληνικό φυλάκιο Κήπο. Μοιράζουμε λίγα δωράκια και τσιγάρα στους ηρωικούς ακρίτες των συνόρων μας, περνάμε την μεγάλη γέφυρα του Έβρου και σταματούμε για κοντρόλ στο Τούρκικο τελωνείο. Περιμένουμε με συγκρατημένη την αναπνοή μας. Ένας αετονύχης μας πλησιάζει και λέει στον οδηγό. « Δώστε τους ένα μικρό μπαξίσι, γιατί διαφορετικά θα σας καθυστερήσουν αρκετά. Μερικά τσιγάρα και ένα κουτί ασπιρίνη που είναι περιζήτητη στη Τουρκία έκαναν το θαύμα τους. Το κοντρόλ έγινε τυπικά για λίγο και ριχτήκαμε στο δρόμο μας. Παρατηρούμε αχόρταγα γύρω μας. Βλέπουμε τα πλούσια και ωραία μέρη της Ανατολικής Θράκης και αναστενάζομε από βάθους καρδιάς, αναλογιζόμενοι τι χάσαμε απ’ τον εγωισμό μας την φιλοπρωτία μας και τη στενοκεφαλιά μερικών πολιτικών μας, αλλά και τις επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων. Ο δρόμος πολύ καλός και ευθειασμένος. Χωράφια απέραντα απλώνονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Συναντούμε τους πρώτους αραμπάδες. Βλέπουμε δυο-δυο τις χανούμισσες να οργώνουν τα χωράφια τους, περπατώντας πίσω από το ζευγάρι με τα βόδια. Μεγάλες αφίσες στημένες κατά διαστήματα σε μέρη ξάγναντα διαφημίζουν τις τράπεζες της Τουρκίας. Περνούμε μερικά Τούρκικα χωριά και φθάνουμε λίγα χιλιόμετρα έξω από τη πόλη. Η Αγωνία μας κορυφώνεται. Η επιθυμία να γνωρίσουμε τη πόλη των ονείρων μας , την πόλη των πόλεων, τη Βασιλεύουσα επτάλοφο, γίνεται πιο μεγάλη. Δεξιά μας βλέπουμε τα νερά του Βοσπόρου. Επισημαίνουμε τη τοποθεσία Αιγός- Ποταμοί και έρχεται στο νου μας η παλιά εκείνη ιστορία της διαμάχης μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης. Εκεί ο Λύσανδρος, Βασιλιάς των Σπαρτιατών κατέλαβε αμαχητί και κατέστρεψε τον Αθηναϊκό στόλο, υπό το Ναύαρχο Κόνωνα και κατέλυσε την Αθηναϊκή κυριαρχία. Από ένα αντέρεισμα τη βλέπουμε να φαντάζει μακριά λουσμένη στα νερά του Βοσπόρου και του Κερατίου κόλπου. Ρίγη από συγκίνηση καταλαμβάνουν όλους μας και για μια στιγμή, το αίμα παγώνει στις φλέβες μας. Η καρδιά μας κτυπά δυνατά, πάει να σπάσει απ΄τον καημό της. Πλησιάζουμε στη πόλη.. Φθάσαμε! Έξω από τη πόλη. Ω τι μαγευτικό θέαμα ήταν εκείνο! Διακρίνουμε τώρα πεντακάθαρα τα τείχη του Θεοδοσίου. Τα Θεοδοσιανά τείχη, όπως τα έλεγαν οι Βυζαντινοί κτίστηκαν το 313 μ.X και περιέβαλαν την πόλη. Την επιστασία των τειχών είχε αναλάβει ο Έπαρχος του Πραιτορίου Ανθέμιος. Καταστράφηκαν όμως από σεισμό το 449 μ.X για να ξανακτιστούν υπό την επιστασία του Υπάρχου της πόλεως Κύρου του Φλώρου. Τούτο μαρτυρεί επιγραφή που υπάρχει στη σημερινή πύλη Μαβλεδή -Χάνε-Γενί-Καπού.Τα τείχη άρχιζαν από τη παραλία της Προποντίδας σε διπλή σειρά και έφθαναν μέχρι του Παλατίου του Εβδόμου. Είχαν μήκος 4.958 μ. και περιελάμβανα 94 μεγάλους πύργους, 80 πυργίσκους και έξω απ’ αυτά υπήρχε μεγάλη τάφρος, που ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς ( Σούδα). Από το έξω μέρος της τάφρου υπήρχε περιτείχιον πλάτους 17,2ο μέτρων και πιο έξω υπήρχε ο Βυζαντινός περίβολος πλάτους 17,80 μέτρων. Στα δυο τείχη υπήρχαν πύργοι, άλλοι τετράγωνοι, άλλοι στρογγυλοί και άλλοι πολυγωνικοί. Το εξωτερικό προς τη πεδιάδα τείχος έφερε οδοντωτές επάλξεις, μερικές απ' αυτές διατηρούνται ακόμη και σήμερα. Περνούμε τα τείχη και μπαίνουμε στη πόλη. Όπως κατηφορίζουμε, βλέπουμε να αστράφτει από τις ηλιαχτίδες ο κόλπος του Χρυσού Κέρατος, ο Κεράτιος Κόλπος. Δυο μεγάλες γέφυρες, απ΄ τις οποίες μεγαλύτερη κίνηση και εμφάνιση παρουσιάζει η γέφυρα του Γαλατά, ενώνουν τις συνοικίες Γαλατά και Πέραν. Στη γέφυρα του Γαλατά υπάρχουν οι αποβάθρες των γραμμών Βοσπόρου και Πρικγηπονήσσων. Περνούμε τη γέφυρα με μεγάλη δυσκολία, γιατί υπάρχει μεγάλη κίνηση και καταλήγουμε στο ξενοδοχείο OTEL_HYZOYR ( Οτελ- Χοζουρ), που βρίσκεται στη πάροδο Οσμαλί- Μενσίτ, της κεντρικής λεωφόρου Σιτικά-Κοντεσί. Λίγη ώρα είναι αρκετή να τακτοποιήσουμε τις αποσκευές μας και ξεκινούμε να παρακολουθήσουμε τη περιφορά του Επιταφίου στην εκκλησία Παναγία του Πέραν. Ανεβαίνουμε μια φαρδιά πέτρινη σκάλα μαρμάρινη και βρισκόμαστε στον περίβολο της Εκκλησίας. Μέσα και έξω από την Εκκλησία συνωστίζεται το εκκλησίασμα. Δεν υπάρχει χώρος να σταθούμε, ούτε έξω από την εκκλησία. Πιστοί με βαθιά χαραγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα οι Έλληνες της πόλης, μας υποδέχονται με εγκαρδιότητα και δάκρυα χαράς. Ο ξεναγός μας έρχεται σε επαφή με τον ιεροργούντα Επίσκοπο, Κύριλλο- Χαλδίας ,απόφοιτο της Σχολής Χάλκης και μας μπάζει στην εκκλησία από μια διπλανή πόρτα. Χαιρετούμε τον περίτεχνα στολισμένο Επιτάφιο και παρακολουθούμε τα εγκώμια, που ψάλλει με βυζαντινή κατάνυξη η χορωδία της Εκκλησίας. Παράλληλα θαυμάζουμε το πλούσιο διάκοσμο του Ναού και κάποια στιγμή μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τον Πρόξενο μας που έτυχε να εκκλησιάζεται στο ναό. |