Aναστασία Γκανούρη: "Νύφη στον Μεσενικόλα".

Ήταν Σεπτέμβρης του 1976 όταν γνώρισα το σύζυγό μου το Βασίλη.

Μετά από τις πρώτες μας συστάσεις, «πως σε λένε», «πόσων χρονών είσαι» κλπ., η επόμενη ερώτησή μου ήταν, «από πού είσαι…».

Μου απάντησε πολύ διστακτικά, γνωρίζοντας πως θα είχα πλήρη άγνοια, «είμαι από ένα πολύ όμορφο και γραφικό χωριό, κοντά στη λίμνη Πλαστήρα»….

Εκείνη την εποχή , δεν έλεγε τίποτε για μένα η περιοχή, «λίμνη Πλαστήρα»!

Κατάλαβα περίπου το σημείο καταγωγής του Βασίλη, όταν συνέχισε λέγοντάς μου, «….ξέρεις…Θεσσαλία, Καρδίτσα…»

«Χμ, σκέφτηκα είναι πολύ μακρυά…..»

Δεν μπορούσα τότε να φανταστώ, τι θα σήμαινε αργότερα για μένα η Θεσσαλία, η Καρδίτσα, ο Μεσενικόλας……..

Πέρασαν κάποια χρόνια, και έφτασε η στιγμή, να έρθω και να γνωρίσω το Μεσενικόλα, την πεθερά μου, τον πεθερό μου, τους θείους και τις θείες, τη γειτονιά…

Σαν τώρα θυμάμαι την αγωνία του Βασίλη, που προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι, εκεί που θα πάμε δε θα έχει καμία σχέση με αυτά που γνώριζα, με τον τρόπο ζωής που βίωνα, με τις νοοτροπίες που είχα…

«Είναι χωριό εκεί που θα πάμε μου έλεγε, ίσως κάποια πράγματα να σε ενοχλήσουν , ίσως να κουραστείς και να βαρεθείς, μα…θα είναι μόνο για λίγες μέρες., υπομονή!»

Θυμάμαι το πόσο πολύ είχα ζαλιστεί ανεβαίνοντας με το λεωφορείο όλες εκείνες τις στροφές…..

Μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που είχα ξεκινήσει….

«Τι δουλειά έχω εγώ εδώ…» αναρωτιόμουν.

Η πρώτη μου εικόνα στο χωριό, ήταν σχεδόν απογοητευτική.

Οι μυρωδιές από τα γίδια, τα γελάδια και τις κότες σε συνδυασμό με τη ζαλάδα που ένιωθα από το λεωφορείο, μου έφεραν δάκρυα στα μάτια…..

Όχι πως ένιωθα πρωτευουσιάνα, μια επαρχιωτοπούλα ήμουν κι εγώ, μα στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, μέσα στο διαμέρισμα που ζούσα, ε  πώς να το κάνουμε, δεν είχαμε ούτε γίδες ούτε κότες…..

Η γλυκιά μου πεθερά, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να με καλοδεχτεί!
Τι πίτες, τι ζυμωτό ψωμί, τι κατσικάκι κοκκινιστό, τι μπακλαβά…

Μόλις ηρέμησε κάπως το στομάχι μου από την ταλαιπωρία του λεωφορείου, άρχισα να βλέπω με πιο θετική ματιά τα πάντα γύρω μου, και να το διασκεδάζω λιγάκι….

Η Θειά η Καραφέραινα, ήταν από τους πρώτους που με πλησίασαν και ανέλαβαν το ρόλο της ξενάγησής μου στο σπίτι.

«Εδώ νυφαδιά, είναι η κουζίνα».

«Εδώ είναι το χωλ, εδώ το σαλόνι κι εδώ είναι η «καριόλα»!!!!!

Σαν τώρα θυμάμαι τα χίλια χρώματα που άλλαξα!

«Καριόλα;;;;» μα εγώ την ήξερα σαν μία κακή λέξη!!

«Ω Θεέ μου, είπα μέσα μου, τι είναι τούτοι οι άνθρωποι; Πού ήρθα;;;;;»

Ο Βασίλης χαμογέλασε γιατί κατάλαβε τον προβληματισμό μου, και έσπευσε να μου εξηγήσει πως «καριόλα» είναι η κρεβατοκάμαρα και όχι κάτι κακό…

Το δεύτερο σοκ όμως για μένα, ήρθε λίγη ώρα αργότερα όταν η Θειά η Καραφέραινα, γυρνώντας με πολύ ενθουσιασμό στο Βασίλη ,θεώρησε καλό να κάνει κριτική ως προς τη νύφη και να πει : «Που***ρού γυναίκα πήρες Λάκη….»

Τότε δεν άντεξε ο Βασίλης και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, εξηγώντας μου αμέσως (για να αποφύγει τη λιποθυμία μου) ότι ούτε και αυτή η λέξη θεωρείται κακή ή πονηρή, στο χωριό!

Το αντίθετο μάλιστα, είναι ένα κοπλιμέντο…..

Οι πρώτες μου μέρες στο χωριό περνούσαν, με καλό φαγητό, με κρασάκι ντόπιο, με αστεία και τρυφερές ιστορίες του πεθερού μου Σωτήρη από τα παλιά, καθώς και με διάφορες επισκέψεις στους γνωστούς και συγγενείς στο χωριό.

Δε θα ξεχάσω την πρώτη μου επαφή με το εκκλησίασμα την Κυριακή, όταν μου είπε ο Βασίλης, «εσύ θα πας από εκεί που είναι οι γυναίκες, και εγώ από δεξιά με τους άντρες….»

Δεν το είχα πολυκαταλάβει αυτό, αλλά δεν είχα και το χρόνο να το καλοσκεφτώ.

Κάποιοι ψίθυροι από γύρω μου, δεν με ενόχλησαν , τους θεώρησα φυσιολογικούς…..

Ούτε και οι ερωτήσεις από δύο γλυκές κυρίες που ήταν δίπλα μου :

«Τίνος είσαι εσύ μάνα μ; Δεν σε ξαναείδαμε στο χωριό μας….»

«Είμαι η αρραβωνιαστικιά του Βασίλη , η νύφη του Σωτήρη και της Λευκοθέας…είπα με καμάρι!»

«Αααα γιε μ΄ είσι η Βασίλαινα!! Μπράβο κορίτσι μ! Να΄σαι καλά και να ζήσετε» απάντησαν οι γλυκές κυρίες….(δεν αναφέρω ονόματα για ευνόητους λόγους)

Όλα πολύ καλά λοιπόν μέχρι εδώ.

Το μόνο μου μικρό πρόβλημα ήταν ότι εκείνη την εποχή, η πεθερά μου η Λευκοθέα, είχε τις γίδες και τις κότες αρκετά κοντά στο σπίτι, με αποτέλεσμα, όταν ήθελε κάποιος να πάει στην τουαλέτα, να προσέχει τα βήματά του, γιατί κινδύνευε να πατήσει στις «κουτσουλιές» και τις «κακαράτζες» από τα ζώα…

Την ίδια προσοχή βέβαια έπρεπε να έχεις και σε όλους τους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού, αφού από εκεί περνούσαν τα ζώα για τη βοσκή.

Ούτε και αυτά με ενοχλούσαν πολύ όμως..

Σε χωριό βρισκόμουν άλλωστε, και μάλιστα σε ένα από τα ομορφότερα χωριά που είχα γνωρίσει ποτέ…

Θυμάμαι με πόση αγωνία (επιτρέψτε μου τον όρο) περίμενα να γυρίσουν οι γίδες από τη βοσκή, και μαζί με την πεθερά μου να τις περιμένουμε με τα χέρια γεμάτα «μπουκουσιές», να τις ταΐσουμε για να μπουν στο μαντρί.

Πρώτα παρήλαυνε το Λύκειο θηλέων που ήταν οι αγελάδες.

Κατόπιν ακολουθούσε το Γυμνάσιο θηλέων, οι γίδες, όπου ήταν και τα δικά μας κορίτσια…

Η Σιούτα, η Παρδάλω και η Κανούτα ήταν οι αγαπημένες μου!

Άσχετα αν ποτέ δεν μπόρεσα να τις ξεχωρίσω και αν η καημένη η κυρα-Λευκοθέα , πάντα με καλή διάθεση μου επαναλάμβανε τα ονόματά τους και μου τις σύστηνε και μου τις ξανασύστηνε…

«Αυτή είναι η Σιούτα, αυτή η Κανούτα κι αυτή η Παρδάλω……»

Παρότι ποτέ μου δεν τις έμαθα, ήταν για μένα συμπαθέστατες υπάρξεις και υπέροχα γλυκά ζωάκια!

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μετά από μεγάλη πίεση της πεθεράς μου, να βγούμε από το σπίτι για να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα, αποφασίσαμε μαζί με το Βασίλη να κάνουμε μία βραδινή έξοδο για διασκέδαση.

Θα πάμε στο καφενείο του Αντωνούλα μου είπε.

Ε δεν υπήρχε και κάτι άλλο εκείνη την εποχή το 1979-80…

Μπήκαμε λοιπόν στο καφενείο.

Η ώρα ήταν 7-8 το βραδάκι, ίσως και λίγο νωρίτερα.

4-5 ηλικιωμένοι κύριοι, μαζί με αυτούς και ο πεθερός μου, ήταν μαζεμένοι γύρω από τη μεγάλη ξυλόσομπα και έλεγαν τα δικά τους.

Όταν μπήκαμε εμείς, δημιουργήθηκε μία μικρή ταραχή!

Ένας κύριος σηκώθηκε από την καρέκλα του για να την παραχωρήσει σε μένα.

Κάποιοι άλλοι τραβήξανε τις καρέκλες τους για να βολευτούμε κι εμείς.

Ένιωσα πως όλοι τους είχαν την ίδια αμηχανία με μένα

Ε δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο εκείνη την εποχή, να μπαίνει μία νέα κοπέλα και μάλιστα μη χωριανή, στο καφενείο όπου ήταν χώρος μάζωξης των αντρών……

Ήταν όμως τόσο ευγενέστατοι όλοι τους!

Με δήθεν άνεση, καθίσαμε κι εμείς κοντά τους γύρω από τη σόμπα.

Ήρθε ο κύριος Γιώργος και μας ρώτησε τι θα πάρουμε.

Η αλήθεια είναι πως ένιωσα μεγάλη αμηχανία, γιατί δεν το είχαμε συζητήσει αυτό και δεν ήξερα τι άλλο προσέφερε το κατάστημα εκτός από το γνωστό ελληνικό καφεδάκι και τα αναψυκτικά…

«Πάρε ότι θελεις» μου είπε ο Βασίλης.

Αμηχανία και πάλι, εγώ….

Δεν έχασε χρόνο και παρήγγειλε εκείνος.

«Δύο ουίσκυ είπε…τι ουίσκυ έχεις;»

«Να σας τα δείξω» μας απάντησε ο Γιώργος.

Αφού παραγγείλαμε λοιπόν και ήρθαν τα δύο ουισκάκια, μαζί με τα στραγάλια στο πιατάκι του καφέ, διαπίστωσα πως ο πεθερός μου με κοιτούσε με ένα ύφος που δεν μπορούσα να εξηγήσω.

Ήταν γεμάτο απορία από τη μια, δισταγμό από την άλλη, ίσως και ένα χαμόγελο που δήλωνε το πόσο πολύ άβολα ένιωθε…..

«Τι είναι αυτό που πίνεις;» με ρώτησε.

«Ουίσκυ μπαμπά, θέλεις να το δοκιμάσεις;»

Και αυθόρμητα έκανα την κίνηση πλησιάζοντας το ποτήρι μου στο στόμα του.

Δοκίμασε λιγάκι και με ένα ύφος γεμάτο αηδία μου απάντησε : « πως το πίνετε αυτό το πράγμα….»

Εκείνη η κίνηση μου όμως, έκανε μεγάλη εντύπωση σε κάποιους από τους κυρίους που ήταν παρόντες, και σχολιαζόταν ευμενώς για πολλά χρόνια στο μέλλον….

« Η νύφη έδωσε στον πεθερό να δοκιμάσει από το ποτήρι της….μπράβο της!»

Δεν σας κρύβω πως ένιωθα πάντα καμάρι όταν αυτό σχολιαζόταν μπροστά μου, παρότι ήταν για μένα μία αυθόρμητη και χωρίς υστεροβουλία, κίνηση…

Θα ήθελα τόσα πολλά να σας διηγηθώ από τις πρώτες μου ημέρες στο Μεσενικόλα, αλλά και από τη μεταγενέστερη γνωριμία και παραμονή μου στο χωριό.

Δε θέλω όμως να σας κουράσω.

Είναι οι Μεσενικολίτες τόσο υπέροχοι και γλυκείς άνθρωποι!

Άνθρωποι με ευγένεια και καλλιέργεια ψυχής !

Δε θέλω βεβαίως να εξιδανικεύσω τίποτε, αφού όπως σε κάθε τόπο έτσι και στο χωριό μας, υπήρχε και υπάρχει, η ποικιλία αλλά και η διαφορετικότητα στους χαρακτήρες των ανθρώπων…

Τα χρόνια πέρασαν.

Από χρόνο σε χρόνο έβλεπα το Μεσενικόλα να αλλάζει, να εξελίσσεται, να βελτιώνεται, να ομορφαίνει!

Νέα μαγαζιά ανοίξανε και πλέον υπάρχουν και για εμάς τους νεότερους κάποια μέρη για να νιώσουμε πιο άνετα, χωρίς να νιώθουμε ότι παραβιάζουμε τους χώρους συγκέντρωσης των μόνιμων κατοίκων του χωριού, μιας κάποιας ηλικίας.

Υπάρχουν πια τρόποι μικρής εκτόνωσης και διασκέδασης, για όλους μας!

Έχει γίνει για μένα ο Μεσενικόλας, το χωριό μου!

Το δικό μου χωριό!

Ο τόπος που κάθε Αύγουστο (και όχι μόνο), θα αποφορτίσω τις κουρασμένες μπαταρίες μου και θα τις επαναφορτίσω για το υπόλοιπο της χρονιάς μου…

Ο τόπος που μήνες πριν, ονειρεύομαι να βρεθώ!

Έγινε για μένα ο Μεσενικόλας, σημείο αναφοράς, «ιερός» σκοπός….(και δεν υπερβάλλω).

Χαίρομαι κάθε χρόνο όταν τον βλέπω όλο και πιο όμορφο, όλο και πιο ζωντανό, με όλο και περισσότερους επισκέπτες….

Λυπάμαι και προβληματίζομαι, όταν βλέπω τους νέους του χωριού, να απομακρύνονται και να γίνονται ακόμη και εσωτερικοί μετανάστες, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές, προοπτικές, διέξοδοι στα προβλήματα και τις αναζητήσεις τους…

Πικραίνομαι και πληγώνομαι, όταν μικρά καθημερινά προβλήματα των κατοίκων δεν βρίσκουν λύσεις…

Λυπάμαι όταν βλέπω να μειώνεται ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων του χωριού, είτε γιατί κάποιοι λόγω ηλικίας απεβίωσαν, είτε γιατί άλλοι κουράστηκαν από τη δύσκολη επιβίωσή τους το χειμώνα και αναγκάστηκαν να φύγουν για τις μεγάλες πόλεις….

Θέλω να βλέπω το Μεσενικόλα κάθε χρόνο όλο και πιο γεμάτο, όλο και πιο όμορφο και πιο ζωντανό……

Φίλες και φίλοι Μεσενικολίτες, αλλά κι εσείς που απλά αγαπάτε αυτό τον ευλογημένο τόπο, ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας κι ας βοηθήσει όπως μπορεί ο καθείς, ώστε να γίνει γνωστό το χωριό μας σε περισσότερους Έλληνες και όχι μόνο.

Ας βοηθήσουμε με όποιο τρόπο μπορούμε ώστε να προσελκύσουμε όσους περισσότερους τουρίστες μπορούμε, για να αναπτυχθεί το χωριό μας….

Εμείς που ασχολούμαστε με το διαδίκτυο, ας κάνουμε μία προσπάθεια να κάνουμε γνωστό το site που ο συγχωριανός μας Γιώργος Κρανιάς, έχει δημιουργήσει. Είναι μία πολύ καλή προσπάθεια που αξίζει να την αγκαλιάσουμε με μεγάλη αγάπη!

Νομίζω πως το χωριό μας το αξίζει……

Βέβαια γνωρίζω πολύ καλά , πως οι Μεσενικολίτες, δεν χρειάζονται τη δική μου ώθηση, ούτε τη δική μου έκκληση, ούτε και τη δική μου συμβουλή, για να κάνουν τα αυτονόητα.

Επιτρέψτε όμως και σε μένα, μία νύφη Μεσενικολίτισσα, που αγάπησε και αγαπά αυτόν τον τόπο, να βάλει ένα μικρό λιθαράκι, σε όλη αυτή την προσπάθεια….

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!