Τζακ Λόντον: Η Ιστορία του Κις.

Η Ιστορία του Κις ( τίτλος του πρωτοτύπου: The Story of Keesh)

Τζακ Λόντον – Απόδοση Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Ο Κις ζούσε πριν από πολύν καιρό στις παρυφές της πολικής θάλασσας, ήταν ο αρχηγός του χωριού του για πολλά χρόνια ευημερίας και πέθανε με τιμές και με το όνομά του στα χείλη των ανθρώπων. Και στα τόσο παλιά χρόνια έζησε που μόνο οι γέροι θυμούνται το όνομά του, το όνομά του και την ιστορία του, που τους παραδόθηκε από άλλους γέρους πριν απ’ αυτούς, και που οι μελλοντικοί γέροι με τη σειρά τους θα τη λένε στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους μέχρι το τέλος του χρόνου. Και διαλέγουν το σκοτάδι του χειμώνα, όταν οι θύελλες του βορρά λυσσομανούν πάνω από τον παγετώνα, και ο αέρας είναι γεμάτος από κατάλευκο χιόνι, και κανείς δεν τολμάει να βγει έξω, να διηγούνται πώς ο Κις, από το φτωχότερο ιγκλού του χωριού, απόκτησε δύναμη και εξουσία πάνω τους. Ήταν ένα έξυπνο αγόρι, σύμφωνα με όσα διηγούνται, γεμάτο υγεία και δύναμη, και είχε δει δεκατρείς ήλιους, με τον τρόπο που μετρούσαν τον χρόνο. Και τούτο γιατί ο ήλιος κάθε χειμώνα φεύγει κι αφήνει τη χώρα στο σκοτάδι, και το επόμενο έτος επιστρέφει ένας καινούριος ήλιος για να τους ζεστάνει πάλι και να μπορούν να κοιτάξει ο ένας το πρόσωπο του άλλου στο φως. Ο πατέρας του Κις υπήρξε ένας πολύ γενναίος άντρας, αλλά τον βρήκε ο θάνατος σε μια περίοδο λιμού, όταν πάσχισε να σώσει τη ζωή των ανθρώπων του στην προσπάθειά του να σκοτώσει μια μεγάλη λευκή αρκούδα. Στην παρορμητικότητά του πάλεψε σώμα με σώμα με την αρκούδα κι αυτή του τσάκισε τα κόκαλα. Παρά τον θάνατό του η αρκούδα είχε πολύ κρέας πάνω της και ο λαός του σώθηκε. Ο Κις ήταν ο μοναχογιός του και έκτοτε ζούσε μόνος του με την μητέρα του. Ο κόσμος, όμως, έχει την τάση να ξεχνά, και γρήγορα ξέχασε την ηρωική πράξη του πατέρα του. Κι αυτός όντας ένα παιδί κι η μάνα του μια απλή γυναίκα, ο κόσμος τους ξέχασε γρήγορα κι αυτούς, και σύντομα κατέληξαν να ζουν στο αθλιότερο ιγκλού απ’ όλα.

Μια νύχτα σ’ ένα συμβούλιο στο μεγάλο ιγκλού του αρχηγού, Κλος Κουάν, ο Κις έδειξε το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του και την αντρειοσύνη του αδάμαστου σώματός του. Με τη μεγαλοπρέπεια ενός σοφού άντρα σηκώθηκε και περίμενε να γίνει σιωπή μέσα στη σύγχυση της οχλοβοής.

«Είναι αλήθεια πως σ’ εμένα και στη μητέρα μου δίνετε το απαιτούμενο κρέας από το κυνήγι», είπε, «αλλά συχνά είναι παλιό και σκληρό, και επιπλέον έχει μια ασυνήθιστη ποσότητα από κόκαλα».

Οι κυνηγοί, ψαρομάλληδες και ασπρομάλληδες, καθώς νέοι και θαλεροί, έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Κάτι τέτοιο ήταν πρωτοφανής αναίδεια. Ένα παιδί να μιλάει σαν ενήλικας και να τους λέει κατάμουτρα σκληρές κουβέντες!

Όμως σταθερά και με σοβαρότητα ο Κις συνέχισε: «Επειδή ξέρω πως ο πατέρας μου, ο Μποκ, ήταν μεγάλος κυνηγός, γι’ αυτό σας απευθύνω αυτά τα λόγια. Λένε ότι ο Μποκ έφερνε το διπλάσιο κρέας απ’ ό, τι ο καλύτερος κυνηγός, ότι με τα ίδια του τα χέρια έκανε δίκαια μοιρασιά, ότι με τα ίδια του τα μάτια φρόντιζε ακόμη και η ασήμαντη γριούλα και ο τελευταίος γέρος να πάρει το μερίδιό του.

«Για δες θράσος!» ξεφώνισαν οι άντρες. «Βγάλτε τον μικρό έξω!» «Βάλτε τον να κοιμηθεί!» «Δεν είναι δυνατόν αυτό το νιάνιαρο να μιλάει με άντρες και γκριζογένηδες!»

Αυτός περίμενε ήσυχα να καταλαγιάσει η οχλαγωγία.

«Έχεις γυναίκα, Ουγ-Γκλουκ», είπε, «και γι’ αυτήν μιλάς. Κι εσύ, Μασούκ, και γι’ αυτήν κι εσύ μιλάς. Η δική μου μητέρα δεν έχει κανέναν εκτός από μένα, και γι’ αυτήν μιλάω κι εγώ. Όπως λέω, αν και ο Μποκ δε ζει πλέον επειδή είχε δώσει όλον τον εαυτόν του στο κυνήγι, είναι δίκαιο εγώ, που είμαι ο γιος του, και η Ικίγκα, που είναι η μητέρα μου και η γυναίκα του μακαρίτη, να έχουμε άφθονο και καλό κρέας εφόσον υπάρχει σε αφθονία στη φυλή. Εγώ, ο Κις, ο γιος του Μποκ, μίλησα.

Κάθισε. Τα αυτιά του ήταν τεταμένα στην πλημμύρα των διαμαρτυριών και αγανάκτησης που προκάλεσαν τα λόγια του.

«Για φανταστείτε αυτό το αγόρι να παίρνει τον λόγο στο συμβούλιο!» είπε ο Ουγ-γκλουκ μουρμουρίζοντας.

«Ν’ αφήσουμε να μας λένε τα βυζανιάρικα, εμάς τους άντρες, τι θα κάνουμε;» απαίτησε ο Μασούκ με δυνατή φωνή. «Είμαι κάποιος εγώ που θα με γελοιοποιήσει το κάθε παιδί που κλαψουρίζει για κρέας;»

Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Του είπαν να πάει να κοιμηθεί, απείλησαν να μην του δώσουν καθόλου κρέας, και ότι θα τον μαυρίσουν στο ξύλο για το θράσος του.

Τα μάτια του Κις άστραψαν και οι φλέβες του χτυπούσαν απειλητικά κάτω από το δέρμα του. Μέσα σ’ αυτές τις προσβολές πετάχτηκε απότομα όρθιος και τους φώναξε  θυμωμένος:

 «Ακούστε με, άντρες! Ποτέ πια δε θα ξαναμιλήσω στο συμβούλιο μέχρι να έρθετε εσείς οι ίδιοι και να μου πείτε, ‘είναι δίκαιο, Κις, να έρθεις και να μιλήσεις, είναι δίκαιο κι’ αυτή είναι η επιθυμία μας’. Και τώρα, άντρες, ακούστε την τελευταία μου λέξη. Ο Μποκ, ο πατέρας μου, ήταν ένας σπουδαίος κυνηγός. Κι εγώ, ο γιος του, θα κυνηγώ μόνος μου το κρέας που θα τρώω. Και μάθετέ το τώρα πως η μοιρασιά της λείας θα είναι δίκαιη. Και καμιά χήρα, ή κανένα αδύναμο μωρό δε θα κλαίει τη νύχτα γιατί δε θα έχει κρέας, όταν δυνατοί άντρες θα βογκούν με πόνο στο στομάχι τους επειδή παράφαγαν. Και στις μέρες που θα έρθουν οι δυνατοί άντρες θα ντρέπονται που έφαγαν πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Εγώ, ο Κις, μίλησα!»

Χλευασμοί και περιφρονητικά γέλια τον ακολούθησαν καθώς έβγαινε από το ιγκλού, αλλά με σφιγμένο από αποφασιστικότητα σαγόνι προχώρησε χωρίς να ρίξει το βλέμμα του ούτε δεξιά ούτε αριστερά.

Την επόμενη μέρα βγήκε να κυνηγήσει κατά μήκος της ακτογραμμής όπου σμίγουν η στεριά και ο πάγος. Όσοι τον είδαν παρατήρησαν πως κρατούσε το τόξο του, και μια αρκετά μεγάλη προμήθεια από βέλη με κοκάλινες μύτες, και περασμένο στον ώμο του το μεγάλο κυνηγητικό δόρυ του πατέρα του. Και τούτο το περιστατικό προκάλεσε πολύ γέλιο και συζητήσεις. Ήταν ένα πρωτοφανές συμβάν. Ποτέ μέχρι τότε αγόρια της τρυφερής του ηλικίας δεν είχαν βγει για κυνήγι, και μάλιστα ολομόναχα. Όσοι τον έβλεπαν όλο και κουνούσαν το κεφάλι τους και μουρμούριζαν δυσοίωνα, και οι γυναίκες κοίταζαν με οίκτο την Ικίγκα, που το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό και θλιμμένο.

«Θα γυρίσει σύντομα», της έλεγαν ενθαρρυντικά.

«Ας τον να πάει. Θα του γίνει μάθημα», έλεγαν οι κυνηγοί. «Και θα γυρίσει σύντομα, και θα είναι πράος και γλυκομίλητος στις μέρες που θ’ ακολουθήσουν».

Πέρασε, όμως, μια μέρα, και μια άλλη, και την τρίτη ξέσπασε μια άγρια θύελλα, και πουθενά ο Κις. Η Ικίγκα τραβούσε τα μαλλιά της και μουτζούρωνε το πρόσωπό της με την κάπνα από το λίπος φώκιας του έκαιγε στο λυχνάρι σε ένδειξη της θλίψης της, και οι  γυναίκες μάλωναν τους άντρες τους με πικρά λόγια που κακομεταχειρίστηκαν το παιδί και το έστειλαν στα δόντια του χάρου. Και οι άντρες δεν έδιναν καμιά απάντηση, ενώ ετοιμάζονταν να ψάξουν για το πτώμα του όταν θα κόπαζε η καταιγίδα.

Νωρίς το άλλο πρωί, όμως, ο Κις μπήκε στο χωριό με μεγάλες δρασκελιές και αγέρωχο ύφος. Πάνω στους ώμους κουβαλούσε ένα φορτίο κρέας ζώου που μόλις είχε σκοτώσει. Και υπήρχε μια μεγαλοπρέπεια στο βήμα του και υπερηφάνεια στα λόγια του.

«Ακολουθήστε, άντρες, με στα σκυλιά και τα έλκηθρα τα ίχνη μου για το περισσότερο διάστημα της πορείας μιας μέρας», είπε. «Εκεί θα βρείτε πολύ κρέας πάνω στον πάγο – μια αρκούδα με τα δυο μικρά της». Η Ικίγκα είχε τρελαθεί από τη χαρά της, αλλά ο γιος της ανταποκρίθηκε στις εκδηλώσεις της με ανδροπρεπή τρόπο, λέγοντας: «Έλα, Ικίγκα, μανά μου, ας φάμε τώρα. Και μετά θα κοιμηθώ γιατί είμαι κουρασμένος».

Αμέσως μπήκε στο Ιγκλού τους, έφαγε και κόρεσε την πείνα του και μετά κοιμήθηκε για είκοσι συνεχείς ώρες.

Στην αρχή υπήρξαν πολλές αμφιβολίες, και έγιναν πολλές συζητήσεις. Το να σκοτώσεις μια λευκή αρκούδα είναι πολύ επικίνδυνο εγχείρημα, αλλά είναι τρεις φορές πιο επικίνδυνο να σκοτώσεις μια θηλυκή, και ακόμη εννιά φορές πιο πολύ επικίνδυνο να σκοτώσεις μια μητέρα αρκούδα με τα μικρά της. Οι άντρες δεν μπορούσαν να το χωνέψουν ότι ο Κις, το αγόρι, ολομόναχος, είχε πραγματοποιήσει ένα τόσο μεγάλο θαύμα. Αλλά οι γυναίκες μιλούσαν για φρέσκο κρέας που έφερε ο Κις στους ώμους του, και τούτο ήταν ένα συντριπτικό  επιχείρημα απέναντι στη δυσπιστία των αντρών. Κι έτσι οι άντρες αναχώρησαν δυνατά παραπονούμενοι πως, αν κατά πάσα πιθανότητα έτσι είχαν τα πράγματα, ο Κις αμέλησε να τεμαχίσει τη λεία. Τώρα, στο βορρά είναι αναγκαίο ο τεμαχισμός να γίνει σύντομα μετά το σκότωμα του θηράματος. Αν δε γίνει αυτό, το κρέας θα παγώσει τόσο στέρεα που θα λυγίσει και η λεπίδα που πιο κοφτερού μαχαιριού, και μια αρκούδα εκατόν πενήντα κιλών, κατεψυγμένη, δεν είναι εύκολο πράγμα να τη βάλεις πάνω σ’ ένα έλκηθρο και να τη σύρεις πάνω στον πάγο. Φτάνοντας, όμως, στο σημείο που τους υπέδειξε ο Κις, οι άντρες δεν βρήκαν μόνο τη λεία, για την οποία αμφέβαλλαν, αλλά κι ότι ο Κις είχε τεμαχίσει τα πτώματα σαν έμπειρος κυνηγός και αφαίρεσε τα εντόσθια.

Έτσι ξεκίνησε το μυστήριο του Κις, ένα μυστήριο που όλο και μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου. Στο ακριβώς επόμενο κυνήγι σκότωσε μια νεαρή αρκούδα, σχεδόν μεγαλωμένη, και στο μεθεπόμενο, μια μεγάλη αρκούδα με το ταίρι της. Συνήθως έλειπε τρεις με τέσσερις μέρες αν και δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να εξαφανίζεται μια βδομάδα τη φορά πάνω στον παγετώνα.

Πάντα αρνιόταν συντροφιά σ’ αυτές του τις εξορμήσεις, κι ο κόσμος απορούσε. «Πώς τα καταφέρνει;» ρωτούσε ο έναν τον άλλο. «Ποτέ δεν παίρνει σκυλί μαζί του, και τα σκυλιά είναι μια τόσο μεγάλη βοήθεια». 

«Γιατί κυνηγάς μόνο αρκούδες;» Ο Κλος-Κουάν τόλμησε κάποτε να τον ρωτήσει. «Όλοι το ξέρουν πως η αρκούδα έχει περισσότερο κρέας», του έδωσε πληρωμένη απάντηση.

Κυκλοφόρησαν επίσης στο χωριό φήμες για μάγια. «Κυνηγάει με τη συνέργεια κακών πνευμάτων», υποστήριζαν κάποιοι, «να γιατί το κυνήγι του ανταμείβεται. Πώς αλλιώς μπορεί να είναι παρεκτός ότι κυνηγάει με κακοποιά πνεύματα;»

«Πιθανόν τα πνεύματα να μην είναι κακά, αλλά καλά», έλεγαν άλλοι. «Είναι γνωστό πως ο πατέρας του ήταν ένας ικανότατος κυνηγός. Μήπως ο πατέρας του κυνηγάει μαζί του για να γίνει και ο γιος του άριστος με υπομονή και κατανόηση; Ποιος ξέρει;»

Μολαταύτα, ο Κις συνέχιζε να έχει επιτυχίες και οι λιγότερο επιδέξιοι κυνηγοί συχνά απασχολούνταν με το να σέρνουν  με το έλκηθρο το κρέας του. Και στη μοιρασιά του ήταν δίκαιος. Όπως ο πατέρας του είχε κάνει πριν απ’ αυτόν, φρόντιζε και η πιο ασήμαντη γριούλα και ο τελευταίος γεροντάκος να παίρνει το δίκαιο μερίδιό του, μη κρατώντας ο Κις περισσότερο απ’ όσο απαιτούσαν η ανάγκες του. Τόσο για τη δικαιοσύνη του όσο και για την αξία του σαν κυνηγός, άρχισε η φυλή του να τον βλέπει με σεβασμό και δέος. Και συζητούσαν να τον κάνουν αρχηγό τους μετά τον θάνατο του Κλος-Κουάν. Χάρη στα κατορθώματά του, τον καλούσαν  να εμφανιστεί ξανά στο συμβούλιο, αλλά αυτός δεν πήγαινε ποτέ, κι αυτοί ντρέπονταν να τον  ρωτήσουν.

 «Έχω στον νου μου να κτίσω ένα ιγκλού», είπε μια μέρα στον Κλος-Κουάν και σε μερικούς άλλους κυνηγούς. «Θα είναι ένα μεγάλο ιγκλού όπου η Ικίγκα κι εγώ θα ζούμε άνετα».

«Ναι, πρέπει», κούνησαν το κεφάλι με σοβαρότητα.

«Εγώ όμως δεν ευκαιρώ. Η δουλειά είναι το κυνήγι και αυτό απασχολεί όλο μου τον χρόνο. Άρα είναι δίκαιο οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού που τρώνε το κρέας μου οφείλουν να μου κτίσουν το καινούριο μου ιγκλού».

Και το ιγκλού κτίστηκε όπως το ήθελε, γενναιόδωρα μεγάλο που ξεπερνούσε ακόμη και εκείνο του Κλος-Κουάν. Ο Κις και η μητέρα του μετακόμισαν σ’ αυτό, και ήταν η πρώτη φορά που η Ικίγκα ζούσε σε άνεση μετά τον θάνατο του Μποκ. Και δεν ήταν μόνο η υλική ευημερία που απόλαυε, αλλά χάρη στον ονομαστό γιο της και τη θέση που της προσέδωσε, τη θεωρούσαν την πρώτη γυναίκα του χωριού. Κατά συνέπεια οι άλλες γυναίκες συνήθιζαν να την επισκέπτονται, να ζητούν τη γνώμη της, και ν’ αναφέρουν ως παράδειγμα τα σοφά της λόγια όταν ξεσπούσαν γκρίνιες ανάμεσά τους ή με τους άντρες τους. Αλλά ήταν το μυστήριο του καταπληκτικού τρόπου που κυνηγούσε ο Κις που κυρίως απασχολούσε το μυαλό των αντρών. Και κάποια μέρα ο Ουγ-Γκλουκ τον κατηγόρησε κατά πρόσωπο πως έκανε μάγια.

«Σε κατηγορούν», είπε ο Ουγ-Γκλουκ  απειλητικά, «ότι συνεργάζεσαι με κακά πνεύματα, και γι’ αυτό το κυνήγι σου ανταμείβεται».

«Το κρέας άραγε δεν είναι καλό;» έδωσε ο Κις την απάντηση. «Αρρώστησε κανείς στο χωριό τρώγοντάς το; Πώς το ξέρεις ότι εμπλέκεται η δύναμη της μαγείας; Ή μήπως τα βγάζεις από το μυαλό σου στα σκοτεινά, μόνο και μόνο επειδή σε κατατρώει ο φθόνος;»

Και ο Ουγ-Γκλούκ αποσύρθηκε αμήχανος, ενώ οι γυναίκες γελούσαν μαζί του καθώς έφευγε. Αλλά στο συμβούλιο μια νύχτα, μετά από πολλή σκέψη, αποφασίστηκε να βάλουν κατασκόπους να τον ακολουθούσαν όταν θα έβγαινε για κυνήγι κι έτσι θα μάθαιναν τη μέθοδο που εφάρμοζε. Ακολούθως, στην επόμενη εξόρμησή του, ο Μπιμ και ο Μπον, δύο νεαροί άντρες, τον ακολούθησαν, φροντίζοντας προσεκτικά να μην τους δει. Πέντε μέρες αργότερα επέστρεψαν με γουρλωμένα μάτια και με τρεμάμενη φωνή ζήτησαν να πουν τι είχαν δει. Το συμβούλιο συγκλήθηκε εσπευσμένα στην κατοικία του Κλος-Κουάν και ο Μπιμ άρχισε την αναφορά του.

«Αδέρφια! Όπως μας διατάξατε, ακολουθήσαμε τα ίχνη του Κις, και το κάναμε πολύ επιδέξια για να μη μας καταλάβει. Στα μισά του δρόμου της πρώτης μέρας εντόπισε τα ίχνη μιας μεγάλης αρσενικής αρκούδας».

«Δεν υπάρχει άλλη μεγαλύτερη», επιβεβαίωσε ο Μπον, και πήρε αυτός τώρα τον λόγο. «Κι όμως η αρκούδα δεν έδειχνε πως είχε διάθεση να επιτεθεί, γιατί γύρισε και με αργά βήματα απομακρύνθηκε πάνω στον πάγο. Τούτο το είδαμε κρυμμένοι πίσω από τους βράχους της ακτής, και η αρκούδα ερχόταν προς το μέρος μας και την ακολουθούσε ο Κις εντελώς άφοβος. Της πετούσε βρισιές και κουνούσε τα χέρια του κάνοντας μεγάλο σαματά. Κατόπιν η αρκούδα άρχισε να θυμώνει και σηκώθηκε όρθια γρυλλίζοντας. Όμως ο Κις  πήγε κατευθείαν προς το μέρος της αρκούδας».

«Πράγματι», είπε ο Μπιμ και συνέχισε αυτός τώρα την αφήγηση. «Ακριβώς τράβηξε καταπάνω της. Και η αρκούδα πήρε να τον κυνηγάει κι ο Κις άρχισε να τρέχει. Αλλά καθώς έτρεχε έριξε μια μικρή μπάλα πάνω στον πάγο. Και η αρκούδα σταμάτησε, τη μύρισε και κατόπιν την κατάπιε. Και ο Κις συνέχισε να τρέχει και να ρίχνει μικρές μπάλες πίσω του, και η αρκούδα όλο και τις κατάπινε».

Ακούστηκαν επιφωνήματα και κραυγές αμφιβολίας, και ο Ουγ-Γκλουκ εξέφρασε ανοιχτά τη δυσπιστία του.

«Τα είδαμε όλα με τα μάτια μας», διαβεβαίωσε ο Μπιμ.

Μετά πήρε το λόγο πάλι ο Μπον: «Ω, ναι, με τα μάτια μας. Και τούτο συνεχίστηκε μέχρι που η αρκούδα στάθηκε πάλι όρθια,  ούρλιαξε με πόνο, τινάζοντας τρελά εδώ κι εκεί τα μπροστινά της πόδια. Και ο Κις συνέχισε να τρέχει πάνω στον πάγο σε ασφαλή απόσταση. Αλλά η αρκούδα δεν τον πρόσεχε, γιατί την απασχολούσε ο πόνος που της προκαλούσαν οι μικρές μπάλες μέσα στο στομάχι της».

«Ναι, μέσα στο στομάχι της», διέκοψε ο Μπιμ. «Γιατί άρχισε να σκίζεται με τα νύχια της και να χοροπηδάει πάνω κάτω στον πάγο σαν ένα παιχνιδιάρικο αρκουδάκι, εκτός από τον τρόπο που γρύλλιζε και έσκουζε ήταν σαφές πως δεν έπαιζε αλλά πονούσε. Ποτέ δεν αντίκρισα ένα τέτοιο θέαμα!»

«Όχι, ποτέ δεν υπήρξε ένα τέτοιο θέαμα», παρενέβη εκ νέου ο Μπον. «Και επιπλέον, η αρκούδα ήταν τεράστια».

«Μάγια», έκανε ο Ουγ-Γκλουκ.

«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Μπον. «Το μόνο που σας λέω είναι ό, τι αντίκρισαν τα μάτια μου. Και μετά από λίγο η αρκούδα άρχισε να χάνει τη δύναμή της και να κουράζεται, γιατί ήταν πολύ βαριά κι από τον πόνο της χοροπηδούσε εδώ κι εκεί με υπερβολική σφοδρότητα, και βάδιζε πάνω στον πάγο της ακτής, κουνώντας αργά το κεφάλι της πέρα δώθε, ενώ όλο και πιο συχνά καθόταν κάτω σκούζοντας και ουρλιάζοντας. Και ο Κις ακολουθούσε ξωπίσω της, τόσο όλη εκείνη τη μέρα όσο και τις άλλες τρεις. Η αρκούδα όλο και εξασθένιζε ολοένα ουρλιάζοντας από τον πόνο».

«Ήταν ξόρκι!» αναφώνησε ο Ουγ-Γκλουκ. «Πράγματι ξόρκι ήταν!»

«Θα μπορούσε κάλλιστα».

Και ο Μπιμ αντικατέστησε τον Μπον: «Η αρκούδα περιπλανήθηκε, πότε εδώ και πότε εκεί, πηγαίνοντας μπρος πίσω ή κάνοντας κύκλους έτσι που τελικά πλησίασε το μέρος όπου την είχε συναντήσει ο Κις. Αλλά τώρα η αρκούδα ήταν εντελώς εξασθενημένη μη μπορώντας να συρθεί άλλο, κι έτσι ο Κις ήρθε κοντά της και τη σκότωσε με το δόρυ του».

«Και μετά;» ρώτησε ο Κλος-Κουάν.

«Και μετά αφήσαμε τον Κις να γδέρνει την αρκούδα και ήρθαμε τρέχοντας να σας πούμε τα μαντάτα».

Και το απόγευμα εκείνης της μέρας οι γυναίκες έσυραν στο χωριό το κρέας της αρκούδας ενώ οι άντρες συγκεντρώθηκαν να συσκεφτούν. Όταν έφτασε ο Κις στο χωριό, του έστειλαν έναν αγγελιοφόρο, ζητώντας τον να παρουσιαστεί στο συμβούλιο. Αυτός όμως ως απάντηση τους έστειλε μήνυμα, λέγοντας πως είναι κουρασμένος και πεινασμένος. Τους μήνυε επίσης πως το ιγκλού του ήταν ευρύχωρο και άνετο, και χωρούσε πολύν κόσμο.

Και οι άντρες είχαν τόσο μεγάλη περιέργεια που ολόκληρο το συμβούλιο, με πρώτο και καλύτερο τον Κλος-Κουάν, σηκώθηκαν και πήγαν στο ιγκλού του Κις. Αυτός έτρωγε, αλλά τους υποδέχτηκε με σεβασμό και τους έβαλε να καθίσουν σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση. Η Ικίγκα ήταν άλλοτε περήφανη κι άλλοτε ένιωθε άβολα, αλλά ο Κις ήταν εντελώς ήρεμος.

Ο Κλος-Κουάν επανέλαβε την πληροφορία που έφερε ο Μπιμ και ο Μπον και στο τέλος είπε με αυστηρή φωνή: «Θέλουμε εξηγήσεις, ω Κις, για τον τρόπο που κυνηγάς. Υπάρχει μήπως μαγική δύναμη σ’ αυτό;»

Ο Κις σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε. «Όχι, ω Κλος-Κουάν. Ένα αγόρι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει σχετικά με μάγισσες, και γι’ αυτές εγώ δεν ξέρω τίποτε. Έχω όμως επινοήσει ένα μέσο με το οποίο μπορώ εύκολα να σκοτώσω μια πολική αρκούδα – αυτό είναι όλο. Είναι δύναμη μυαλού και όχι δύναμη μαγείας».

«Και μπορεί ο καθένας να το κάνει;»

«Ο καθένας».

Επικράτησε μακρά σιωπή. Οι άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν, και ο Κις συνέχισε το φαγητό του.

«Και … και … και δε θα μας το πεις, ω Κις;» Ρώτησε τελικά με τρεμάμενη φωνή ο Κλος-Κουάν.

«Και βέβαια θα σας πω». Ο Κις τελείωσε το γεύμα του ρουφώντας το μεδούλι από ένα κόκαλο και σηκώθηκε όρθιος. «Είναι πολύ απλό. Κοιτάξτε!»

Σήκωσε μια λεπτή μπαλένα και τους την έδειξε. Τα άκρα της ήταν μυτερά σαν βελόνες. Τη μπαλένα την κουλούριασε προσεκτικά μέχρι να εξαφανιστεί μέσα στην παλάμη του. Ύστερα ανοίγοντας το χέρι του η μπαλένα ίσιωσε σαν ελατήριο. Πήρε ένα κομμάτι λίπος. «Να», είπε, «παίρνεις ένα κομμάτι λίπος, έτσι κι έτσι, και το κάνεις κούφιο από μέσα. Μετά τοποθετείς μέσα του τη μπαλένα, να έτσι, σφιχτά κουλουριασμένη και προσαρμόζεις στο άνοιγμα πάνω από τη μπαλένα ένα άλλο κομματάκι λίπους. Κατόπιν το αφήνεις έξω να παγώσει και να γίνει μια μικρή μπάλα. Η αρκούδα καταπίνει τη μπάλα, το λίπος λιώνει, η μπαλένα με τις μυτερές άκρες τινάζεται και ισιώνει, η αρκούδα αδιαθετεί, και όταν την εγκαταλείψουν οι δυνάμεις της, τη σκοτώνεις μ’ ένα δόρυ. Είναι πολύ απλό».

Και ο Ουγ-Γκλουκ είπε «Ω!» και ο Κλος-Κουάν έκανε «Α!» και ο καθένας είπε κάτι με το δικό του τρόπο και όλοι κατάλαβαν.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία του Κις, που έζησε πριν από πολύν καιρό στην άκρη της πολικής θάλασσας. Επειδή εξάσκησε τη δύναμη του νου και όχι τη δύναμη της μαγείας, ανήλθε από το πιο άθλιο ιγκλού για να γίνει ο αρχηγός του χωριού του, και κατά τη διάρκεια όλης του της ζωής, λέγεται, η φυλή του ευημερούσε, και ούτε χήρα, ούτε αδύναμο μωρό έκλαιγε δυνατά τις νύχτες επειδή δεν είχε να φάει.