Ισαάκ Ασίμωφ: Επάγγελμα. (1ο μέρος)

Ισαάκ Ασίμοφ

Επάγγελμα

Απόδοση από τα Αγγλικά: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Ο Τζορτζ Πλάτεν δεν μπορούσε να κρύψει τη λαχτάρα στη φωνή του. Με το ζόρι συγκρατιόταν. Είπε, «αύριο είναι 1 Μαΐου, οι Ολυμπιακοί!»

Γύρισε μπρούμυτα και κοίταξε πάνω από το κάγκελο του κρεβατιού τον συγκάτοικό του. Δεν το ένιωθε κι αυτός; Δεν του έκανε καθόλου εντύπωση;

Το πρόσωπο του Τζορτζ ήταν λεπτό και είχε αδυνατίσει πιο πολύ στον ένα περίπου χρόνο που βρισκόταν στο ίδρυμα, κατ’ ευφημισμό Οίκο. Ήταν μικρόσωμος αλλά το βλέμμα των γαλάζιων ματιών του ήταν τόσο έντονο όσο ήταν πάντοτε, και ακριβώς τώρα υπήρχε μια παγιδευμένη έκφραση στον τρόπο που τα δάχτυλά του είχαν κουλουριαστεί σφιχτά στο κάλυμμα του κρεβατιού.

Ο συγκάτοικος του Τζορτζ σήκωσε για λίγο τα μάτια του από το βιβλίο που διάβαζε και με την ευκαιρία ρύθμισε τη δέσμη του φωτιστικού του κοντά στο κάθισμά του. Τον έλεγαν Χάλι Ομάνι και η καταγωγή του ήταν από τη Νιγηρία. Το σκούρο του, καφετί δέρμα και τα ογκώδη χαρακτηριστικά έδιναν μια εντύπωση ηρεμίας, και η αναφορά των Ολυμπιακών δεν τον συγκίνησε.

«Το ξέρω, Τζορτζ.»

Ο Τζορτζ όφειλε πολλά στην υπομονή και καλοσύνη του Χάλι όταν του ήταν αναγκαίος, αλλά ακόμη στην υπομονή και την καλοσύνη ο Χάλι καμιά φορά το παράκανε. Ήταν τώρα η στιγμή να κάθεται σαν ξόανο καμωμένο από κάποιο σκούρο, μαύρο ξύλο;

Ο Τζορτζ αναρωτήθηκε αν κι ο ίδιος θα γινόταν έτσι μετά από δέκα χρόνια και απόρριψε βίαια μια τέτοια εξέλιξη. Όχι!

Είπε προκλητικά, «Ξεχνάς τι σημαίνει Μάιος;»

Ο άλλος απάντησε, «Θυμάμαι πολύ καλά τι σημαίνει. Δε σημαίνει τίποτε! Εσύ είσαι εκείνος που το έχει ξεχάσει. Ο Μάιος δε σημαίνει τίποτε για σένα, Τζορτζ Πλάτεν, και», πρόσθεσε με απαλή φωνή. «Ούτε για μένα, τον Χάλι Ομάνι, σημαίνει κάτι».

Ο Τζορτζ συνέχισε, «Τα διαστημόπλοια έρχονται για νεοσύλλεκτους. Μέχρι τον Ιούνιο, χιλιάδες θα φεύγουν φορτωμένα με εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες και κατευθυνόμενα σε κάθε κατοικημένο πλανήτη, και όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε για σένα;»

«Λιγότερο κι από το τίποτε. Τέλος πάντων, τι θέλεις να κάνω γι’ αυτό;» ο Ομάνι έτρεξε με το δάχτυλό του μια δύσκολη παράγραφο στο βιβλίο που διάβαζε ενώ τα χείλη του κουνιόνταν σιωπηλά. Ο Τζορτζ τον κοίταζε. Να πάρει! Σκέφτηκε, τουλάχιστο, φώναξε, ούρλιαξε. Ρίξε μου μια κλοτσιά, κάνε κάτι!

Αυτό που ήθελε ήταν να μην είναι μόνος του στο θυμό του, να μην είναι ο μόνος στην πικρία του, να μην είναι ο μόνος που να πεθαίνει με αργό θάνατο.

Ένιωθε καλύτερα εκείνες τις πρώτες βδομάδες όταν το Σύμπαν ένα μικρό κέλυφος αμυδρού φωτός πριν κάνει την εμφάνισή του ο Ομάνι και τον ξαναφέρει σε μια ζωή ανάξια να τη ζει.

Ο Ομάνι! Ήταν γέρος! Ήταν τουλάχιστον τριαντάρης. Ο Τζορτζ σκέφτηκε: θα γίνω κι εγώ σαν κι αυτόν στα τριάντα μου; Θα γίνω κι εγώ έτσι σε δώδεκα χρόνια; Και επειδή φοβότανε ότι έτσι θα γινόταν, έμπηξε μια άγρια φωνή στον Ομάνι. «Δε σταματάς, λέω εγώ, να διαβάζεις αυτό το χαζοβιβλίο;»

Ο Ομάνι γύρισε μια σελίδα και διάβασε μερικές λέξεις. Κατόπιν σήκωσε το κεφάλι του με τα κατάσγουρα μαλλιά και είπε, «Τι;»

«Και τι καλό σου κάνει να διαβάζεις το βιβλίο;» έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος και ρουθούνισε κοροϊδευτικά. «Κι άλλα ηλεκτρονικά» και με την παλάμη του το έριξε κάτω από τα χέρια του Ομάνι. Ο Ομάνι σηκώθηκε αργά και μάζεψε το βιβλίο. Έσιαξε μια σελίδα που τσαλακώθηκε και χωρίς φανερή μνησικακία είπε: «Πες πως ικανοποιώ την περιέργειά μου. Λίγο μαθαίνω σήμερα, λίγο περισσότερο αύριο, κι αυτό είναι μια νίκη, κατά κάποιον τρόπο».

«Νίκη. Τι σόι νίκη; Αυτό σου γεμίζει τη ζωή; Να φτάσεις να μάθεις μόνο ένα τέταρτο απ’ όσα ξέρει ένας Πιστοποιημένος Ηλεκτρονικός μέχρι να φτάσεις στα εξήντα πέντε σου;»

«Ίσως μέχρι να φτάσω στα τριάντα πέντε μου.»

«Και τότε ποιος θα σε θέλει; Ποιος θα σου δώσει δουλειά; Πού θα πας;»

«Κανείς. Κανείς. Πουθενά. Θα μείνω εδώ και θα διαβάσω κι άλλα βιβλία».

«Κι αυτό σε ικανοποιεί; Πες μου! Με το ζόρι με πήγες στην τάξη. Μ’ έβαλες να διαβάζω και να αποστηθίζω. Για το τι; Δεν υπάρχει τίποτε που να με ικανοποιεί».

«Και τι καλό σου κάνει να στερείς τον εαυτό σου τη χαρά της ικανοποίησης;»

«Το καλό που θα μου κάνει να αφήσω όλη αυτή την κωμωδία. Να κάνω ότι σχεδίασα στην αρχή πριν με πάρεις με το καλό και με κολακείες και με αποτρέψεις. Θα τους αναγκάσω να – να –»

Ο Ομάνι ακούμπησε κάτω το βιβλίο του. Άφησε τον Τζορτζ να ξεθυμάνει και είπε: «Να τους αναγκάσεις σε τι, Τζορτζ;»

Να διορθώσουν μια κακοδικία. Μια πλεκτάνη. Θα αναγκάσω τον Αντονέλι να παραδεχτεί ότι –»

Ο Ομάνι κούνησε το κεφάλι του. «Όλοι που έρχονται εδώ επιμένουν πως έγινε λάθος. Πίστεψα πως έχεις ξεπεράσει αυτό το στάδιο».

«Μην το λες στάδιο,» ξέσπασε ο Τζορτζ. «Στην περίπτωσή μου είναι αλήθεια. Σου έχω πει –»

«Μου έχεις πει, αλλά κατά βάθος ξέρεις ότι κανείς δεν έκανε κανένα λάθος στην περίπτωσή σου».

«Γιατί μήπως κανείς δε θέλει να το παραδεχτεί; Νομίζεις ότι κάποιος απ’ αυτούς θα παραδεχόταν πως έκανε λάθος αν δεν αναγκαζόταν; - Ε, εγώ θα τους αναγκάσω».

Ήταν ο Μάιος που στενοχωρούσε τόσο τον Τζορτζ: ήταν ο μήνας των Ολυμπιακών. Ένιωθε να ξυπνά ο παλιός του ζήλος και δεν ήθελε να τον αγνοήσει, γιατί αλλιώς κινδύνευε να τον ξεχάσει.

«Ήταν να γίνω προγραμματιστής Η/Υ και μπορώ ακόμη να τα καταφέρω. Σήμερα θα ήμουν ένας, άσχετα τι ισχυρίζονται το τι λέει η ανάλυση», είπε και κοπάνισε το στρώμα με τις γροθιές του. «Έχουν κάνει λάθος. Πρέπει να έχουν».

«Οι αναλυτές ποτέ δεν κάνουν λάθος».

«Εγώ επιμένω ότι κάνουν. Αμφισβητείς την ευφυΐα μου;»

«Η ευφυΐα δεν έχει καμιά σχέση. Δεν το έχεις καταλάβει; Δεν το έχεις χωνέψει ακόμη;»

Ο Τζορτζ γύρισε ανάσκελα και βάλθηκε να κοιτάζει μελαγχολικά το ταβάνι.

«Εσύ τι ήθελες να γίνεις, Χάλι;»

«Δεν είχα κατασταλαγμένα σχέδια. Υποθέτω υδροβιολόγος ή υδρογεωκαλλιεργητής θα μου ταίριαζε καλύτερα».

«Πίστευες ότι θα γινόσουν;»

«Δεν ήμουν σίγουρος».

Ο Τζορτζ ποτέ πριν δεν είχε ρωτήσει τον Ομάνι για τα προσωπικά του. Του φαινόταν πολύ περίεργο, σχεδόν αφύσικο, να έχουν κι άλλοι άνθρωποι φιλοδοξίες που τελείωναν εδώ. Υδροκαλλιεργητής!

«Πίστευες πως θα κατέληγες εδώ;» ρώτησε.

«Όχι, αλλά, παρόλα αυτά, εδώ είμαι».

«Και είσαι ευχαριστημένος; Στ’ αλήθεια ευχαριστημένος; Ευτυχισμένος; Σ’ αρέσει εδώ, δε θα ήθελες να είσαι πουθενά αλλού;».

Αργά ο Ομάνι σηκώθηκε όρθιος και άρχισε προσεχτικά να ξεστρώνει το κρεβάτι του. «Τζορτζ», είπε, «είσαι δύσκολη περίπτωση. Ταλανίζεις άδικα τον εαυτό σου γιατί δεν εννοείς να δεις την αλήθεια για τον εαυτό σου. Τζορτζ, βρίσκεσαι εδώ, σ’ αυτό που κατ’ ευφημισμό λένε Οίκο, και ποτέ δε σ’ άκουσα να το λες και συ με το πραγματικό του όνομα. Πες το, Τζορτζ, πες το και μετά πέσε να κοιμηθείς και να το ξεπεράσεις».

Ο Τζορτζ του έτριξε τα δόντια και είπε με πνιγμένη φωνή: «Όχι!»

«Τότε εγώ θα κοιμηθώ», είπε τονίζοντας προσεχτικά τις συλλαβές μία- μία.

Ο Τζορτζ αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή ακούγοντάς τον. Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη.

***

Για το περισσότερο διάστημα των πρώτων δεκαοχτώ χρόνων της ζωής του, ο Τζορτζ Πλάτεν είχε ένα σταθερό σκοπό: να γίνει Πιστοποιημένος Προγραμματιστής Η/Υ. Υπήρχαν κι εκείνοι της ηλικίας του που μιλούσαν με σοβαρότητα για Κοσμοναυτική, Ψυκτική Τεχνολογία, ακόμη και Διακυβέρνηση. Ο Τζορτζ όμως παρέμεινε σταθερός. Υποστήριζε τις σχετικές αξίες με την ίδια σθεναρότητα όπως κι εκείνοι, και γιατί όχι; Η Ημέρα της Παιδείας φάνταζε μπροστά τους και ήταν το μεγαλειώδες γεγονός της ύπαρξής τους. Ερχόταν σταθερά, κανονισμένη και σίγουρη όπως το ημερολόγιο – η πρώτη μέρα του Νοεμβρίου αμέσως μετά από τα δεκαοχτώ γενέθλια κάποιου. Ύστερα από εκείνη τη μέρα, υπήρχαν άλλα θέματα στις καθημερινές τους συζητήσεις. Συζητούσαν μεταξύ τους κάποια λεπτομέρεια του επαγγέλματός τους, τις αρετές των συζύγων και των παιδιών τους, την τύχη της ομάδας τους του πόλο, ή τις εμπειρίες τους στους Ολυμπιακούς. Πριν όμως από την Ημέρα της Παιδείας υπήρχε ένα και μοναδικό θέμα που κρατούσε αδιάλειπτα και ακούραστα το ενδιαφέρον του καθενός: η Ημέρα της Παιδείας.

«Εσύ τι θα δηλώσεις; Λες να τα καταφέρεις; Διάβολε, αυτό δε σε συμφέρει. Για κοίταξε τους καταλόγους, έχουν κόψει την ποσόστωση. Όμως η Λογιστική – ή η Υπερμηχανική – ή οι Επικοινωνίες – ή Βαρυτική, ιδιαίτερα η Βαρυτική τον καιρό αυτό. Ο καθένας μιλούσε για τη Βαρυτική λίγα χρόνια πριν από την Ημέρας της Παιδείας του Τζορτζ λόγω της εξέλιξης της βαρυτικής μηχανής ισχύος.

Κάθε τυχόν κόσμος εντός της εμβέλειας δέκα ετών φωτός από ένα άστρο νάνο θα έδινε τα πάντα για να αποκτήσει κάθε ειδικότητας Πιστοποιημένο Μηχανικό Βαρυτικής. Μια τέτοια σκέψη ποτέ δεν απασχόλησε τον Τζορτζ Πλάτεν και βέβαια αυτός ο κόσμος θα έδινε τα πάντα με κάθε κόστος. Αλλά ο Τζορτζ είχε επίσης ακούσει τι είχε συμβεί πριν με μια πρόσφατα αναπτυγμένη τεχνική. Μια εκλογίκευση και απλοποίηση οδήγησαν σε καταποντισμό. Καινούρια μοντέλα κάθε χρόνο, καινούριοι τύποι βαρυτικών μηχανών, καινούριες αρχές. Και τότε όλα τα προσόντα αυτά θα θεωρούνταν απηρχαιωμένα και οι κάτοχοί τους θα είχαν παραγκωνιστεί από κατοπινά μοντέλα και κατοπινές εκπαιδεύσεις. Η αρχική ομάδα θα έπρεπε να συμβιβαστεί με ανειδίκευτη εργασία ή να αποσταλεί σε κάποιον οπισθοδρομικό πλανήτη που δεν είχε εξελιχθεί ακόμη.

Από την άλλη μεριά οι προγραμματιστές Η/Υ είχαν σταθερή ζήτηση, χρόνο με χρόνο, αιώνα με αιώνα. Η ζήτηση βέβαια δεν έφθανε ποτέ σε υπερβολικές αιχμές, δεν υπήρξε ποτέ μια κραυγαλέα αγορά προγραμματιστών. Η ζήτηση όμως ανέβαινε σταθερά καθώς καινούριοι κόσμοι δημιουργούνταν ενώ οι παλιοί γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκοι.

Με τον Στάμπι Τρεβέλιαν έκαναν ομηρικούς καβγάδες επιχειρηματολογώντας, και τα επιχειρήματά τους, αν και συνεχή και πικρόχολα, δεν έπειθαν ούτε τον έναν ούτε τον άλλο.

Αλλά ο Τρεβέλιαν είχε έναν πατέρα που ήταν Πιστοποιημένος Μεταλλουργός και είχε μάλιστα υπηρετήσει σ’ έναν από τους εξωτερικούς κόσμους. Κι ο παππούς του υπήρξε Πιστοποιημένος Μεταλλουργός. Κι ο ίδιος είχε σκοπό να γίνει Πιστοποιημένος Μεταλλουργός και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, γι’ αυτό όποιο άλλο επάγγελμα ήταν κάθε άλλο παρά αξιοπρεπές.

«Πάντα θα υπάρχουν μέταλλα», έλεγε, «και πάντα θα υπάρχουν επιτεύγματα στη μείξη κραμάτων σύμφωνα με τις προδιαγραφές και με την παρακολούθηση της ανέγερσης οικοδομών. Τώρα τι κάνει ένας Προγραμματιστής; Κάθεται μπροστά από μια οθόνη όλη μέρα και τροφοδοτεί με δεδομένα μια ηλίθια μηχανή, χιλιόμετρα μακριά».

Ακόμη και στα δεκάξι του, ο Τζορτζ είχε μάθει να είναι ρεαλιστής. Απλά είπε, « θα υπάρχουν ένα εκατομμύρια Μεταλλουργοί μαζί με σένα». «Επειδή είναι ένα καλό επάγγελμα. Το καλύτερο. «Αλλά θα είστε κορεσμένοι, Στάμπι. Θα βρίσκεσαι στο τέλος της σειράς για να απασχοληθείς κάπου. Κάθε κόσμος μπορεί να εμφυτεύσει γνώσεις μεταλλουργού σε δικά του άτομα, και η αγορά για προχωρημένα πρότυπα που εμφυτεύονται στη Γη είναι τόσο μεγάλη. Ως επί το πλείστον είναι οι μικροί που χρειάζονται μεταλλουργούς. Και ξέρεις τι ποσοστό από Πιστοποιημένους Μεταλλουργούς εγκρίνονται για κόσμους με βαθμολογία Α. Το έψαξα. Είναι μόλις 13, 3 τοις εκατό. Μ’ άλλα λόγια, έχεις εφτά στις οχτώ πιθανότητες να κολλήσεις σ’ έναν κόσμο που μετά δυσκολίας θα βρίσκεις τρεχούμενο νερό. Άσε που μπορεί να μη φύγεις ποτέ από τη Γη. 2,3 τοις εκατό μένουν εδώ». Ο Τρεβέλιαν απάντησε με επιθετικότητα. «Δεν είναι ντροπή να μένει κανείς στη Γη. Και η Γη χρειάζεται τεχνικούς, και μάλιστα καλούς». Ο παππούς του ήταν μεταλλουργός που δεν είχε φύγει από τη Γη, και ο Τρεβέλιαν έβαλε το δάχτυλό του στο πάνω χείλος χαϊδεύοντας ένα έως τώρα ανύπαρκτο μουστάκι.

Ο Τζόρτζ γνώριζε για τον παππού του Τρεβάλιαν και, λαμβάνοντας υπόψη και τη δικούς του Γήινους προγόνους, δεν είχε καμιά διάθεση για χλευασμό. Είπε διπλωματικά, «Καμιά ντροπή από πνευματικής απόψεως. Και βέβαια όχι. Αλλά είναι ωραίο να πας σ’ έναν κόσμο με βαθμολογία Α, δεν είναι; Τώρα για κοίτα τους προγραμματιστές. Μόνο οι κόσμοι της τάξης Α έχουν το είδος των υπολογιστών που χρειάζονται πρώτης τάξεως προγραμματιστές, γι’ αυτό οι προγραμματιστές είναι περιζήτητοι στην αγορά. Και τα προγράμματα είναι πολύπλοκα, γι’ αυτό δεν παίρνουν όποιον κι όποιον. Χρειάζονται περισσότερους προγραμματιστές απ’ ό, τι μπορεί να δώσει ο πληθυσμός τους. Είναι θέμα στατιστικής. Υπάρχει ένας πρώτης τάξεως προγραμματιστής στο εκατομμύριο. Ένας κόσμος χρειάζεται είκοσι και ο πληθυσμός του είναι δέκα εκατομμύρια, άρα πρέπει να ζητήσουν από τη Γη πέντε στους δεκαπέντε προγραμματιστές, σωστά; Και ξέρεις πόσοι Πιστοποιημένοι Προγραμματιστές πήγαν σε Α τάξης πλανήτες πέρυσι; Να σου πω εγώ. Κάθε τελευταίος. Αν είσαι προγραμματιστής, πάει τελείωσε, σε πήραν. Μάλιστα, κύριε».

Ο Τρεβέλιαν κατσούφιασε. «Εάν μόνο ένας στο εκατομμύριο τα καταφέρνει, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις κι εσύ;» Ο Τζορτζ απάντησε επιφυλακτικά, «θα τα καταφέρω». Ποτέ δεν τόλμησε να πει σε κανέναν, ούτε στον Τρεβέλιαν, ούτε ακόμη στους γονείς του τι ακριβώς μαγείρευε που τον έκανε τόσο σίγουρο. Αλλά δεν ανησυχούσε. Απλά ήταν σίγουρος (κι αυτή ήταν η χειρότερη ανάμνηση που διατηρούσε στις απελπισμένες μέρες αργότερα). Ήταν μακάρια πεπεισμένος όπως ένα συνηθισμένο οχτάχρονο παιδάκι προσμένοντας τη Μέρα Ανάγνωσης – μια πρόγευση της Ημέρας Παιδείας. Φυσικά η Ημέρα Ανάγνωσης είχε υπάρξει διαφορετική. Ένα οχτάχρονο αγόρι κάνει πολλά εκπληκτικά πράγματα μ’ ένα δρασκέλισμα. Τη μια μέρα δεν ξέρεις να διαβάζεις και την άλλη ξέρεις. Απλά έτσι είναι τα πράγματα. Όπως λάμπει ο ήλιος. Αλλά και τότε δεν εξαρτιόνταν τόσα πολλά από την Ημέρα Ανάγνωσης. Δεν υπήρχαν νεοσύλλεκτοι να σκουντιούνται περιμένοντας για τις λίστες και τη βαθμολογία προσμένοντας τους επικείμενους Ολυμπιακούς. Ένα αγόρι ή κορίτσι που υφίσταται την Ημέρα Ανάγνωσης είναι απλά ένα άτομο που έχει μπροστά του άλλα δέκα μονότονα χρόνια πάνω στη Γη μέχρι την Ημέρα Παιδείας. Είναι απλά κάποιος που γυρίζει σπίτι του με καινούρια δεξιότητα.

Μέχρι να έρθει η Ημέρα Παιδείας, δέκα χρόνια μετά, ο Τζορτζ δεν ήταν καν σίγουρος για τις περισσότερες λεπτομέρειες της δικής του Ημέρας Ανάγνωσης. Αυτό που θυμάται εντελώς καθαρά ήταν μια μουντή Σεπτεμβριάτικη μέρα που έβρεχε μονότονα. Ο Σεπτέμβριος ήταν για την Ημέρα Ανάγνωσης, ο Νοέμβριος για την Ημέρα Παιδείας, κι Μάιος για τους Ολυμπιακούς. Έκαναν ακόμη και στιχάκια:

Ανάγνωση το Σεπτέμβρη

Παιδεία το Νοέμβρη

Ολυμπιακοί το Μάη.

Ο Τζορτζ ντύθηκε στο φως των εντοιχισμένων λαμπτήρων, με τους γονείς του να έχουν μεγαλύτερη αγωνία από αυτόν. Ο πατέρας του ήταν ένας Πιστοποιημένος Εφαρμοστής Σωληνώσεων και είχε βρει απασχόληση στη Γη. Τούτο υπήρξε πάντα πηγή ταπείνωσης γι’ αυτόν, αν και, φυσικά, όπως μπορούσε να δει κανείς καθαρά, τα περισσότερα άτομα κάθε γενιάς πρέπει φυσιολογικά να μείνουν στη Γη.

Η Γη χρειαζόταν από γεωργούς και μεταλλωρύχους μέχρι και τεχνίτες. Μόνο τα υψηλής ειδικότητας επαγγέλματα ήσαν σε ζήτηση στους εξωτερικούς κόσμους, και μόνο λίγα εκατομμύρια το χρόνο από τα οχτώ δισεκατομμύρια κατοίκους της Γης μπορούσαν να εξαχθούν. Κάθε άντρας και γυναίκα δεν ήταν δυνατόν να συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα εξαγωγής.

Όμως, κάθε άντρας και γυναίκα μπορούσε να ελπίζει ότι τουλάχιστον ένα από τα παιδιά του θα μπορούσε να είναι ο εκλεκτός, και ο Πλάτεν ο Πρεσβύτερος, δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση. Ήταν φανερό τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ άλλους ότι ο Τζορτζ ήταν εξαιρετικά ευφυής και οξύνους. Έμελλε να τα πάει καλά, και θα τα πήγαινε, καθώς ήταν μοναχοπαίδι. Αν ο Τζορτζ δεν τα κατάφερνε να πάει σ’ έναν από τους εξωτερικούς κόσμους, θα έπρεπε να περιμένουν να το κάνουν τα εγγόνια τους πριν βρεθεί μια επόμενη ευκαιρία στο μακρινό μέλλον, γεγονός που δεν ήταν και τόσο παρήγορο.

Η Ημέρα Ανάγνωσης δε θα αποδείκνυε πολλά, φυσικά, αλλά θα ήταν ή μόνη ένδειξη που θα είχαν πριν έρθει η πραγματική μεγάλη μέρα. Κάθε γονιός στον πλανήτη θα άκουγε την ποιότητα της ανάγνωσης όταν το παιδί τους θα επέστρεφε σπίτι με τη δεξιότητα εμφυτευμένη στον εγκέφαλό του. Θα αφουγκράζονταν για όποια ιδιαίτερα εύκολη ροή λέξεων και θα ερμήνευαν τούτο ως βέβαιους μελλοντικούς οιωνούς. Δεν υπήρχαν πολλές οικογένειες που δεν είχαν τουλάχιστον έναν εύελπι ο οποίος, από την Ημέρα Ανάγνωσης και εξής, αποτελούσε τη μεγάλη προσμονή με τον τρόπο που χειριζόταν τις τρισύλλαβες λέξεις του.

Ο Τζορτζ είχε αμυδρά συνειδητοποιήσει την αιτία στην ένταση των γονιών του, και αν ένιωθε κάποια ανησυχία στην παιδική του καρδιά εκείνο το βροχερό πρωινό, ήταν μόνο ο φόβος μήπως η ελπιδοφόρα έκφραση του πατέρα του θα έσβηνε στην απογοήτευση όταν θα επέστρεφε σπίτι με τη νεοαποκτηθείσα δεξιότητα ανάγνωσης.

Τα παιδιά συναντήθηκαν στην ευρύχωρη εκπαιδευτική αίθουσα συγκέντρωσης του Δημαρχείου. Σ’ όλα τα μέρη της γης, σ’ εκατομμύρια τοπικά δημαρχεία κατά τη διάρκεια εκείνου του μήνα παρόμοιες ομάδες παιδιών θα συναντιόνταν. Ο Τζορτζ αισθάνθηκε μια κατάθλιψη από τη μουντάδα της αίθουσας καθώς κι από τα υπόλοιπα παιδιά, που έδειχναν νευρικά ντυμένα με ασυνήθιστα ωραία ρούχα.

Αυτόματα ο Τζορτζ έκανε ό, τι έκαναν και τα υπόλοιπα παιδιά. Πήγε και βρήκε τη μικρή κλίκα που αντιπροσώπευε τα παιδιά του ορόφου της πολυκατοικίας όπου ήταν το διαμέρισμά του.

Ο Τρεβέλιαν, ο οποίος έμενε ακριβώς στο διπλανό διαμέρισμα, εξακολουθούσε να έχει τα μαλλιά του μακριά σαν παιδάκι και φυσικά απείχε πολύ από την ηλικία να τρέφει φαβορίτες και ένα λεπτό κοκκινωπό μουστάκι, μόλις θα ήταν ηλικιακά ώριμος.

Ο Τρεβέλιαν (που φώναζε τον Τζορτζ Τζόοτζι) είπε: «Πάω στοίχημα πως φοβάσαι». «Δε φοβάμαι», είπε ο Τζορτζ. Κατόπιν του είπε εμπιστευτικά: «Οι δικοί μου έχουν κολλήσει στο κομοδίνο μου μια μεγάλη κόλλα χαρτί και όταν γυρίσω σπίτι, περιμένουν να τους το διαβάσω». (Το μεγάλο βάσανο του Τζορτζ τη στιγμή εκείνη ήταν στο γεγονός ότι δεν ήξερε που ακριβώς να βάλει τα χέρια του. Τον προειδοποίησαν να μην ξύνει το κεφάλι του ή να τρίβει τα αυτιά του ή να πειράζει τη μύτη του ή να βάζει τα χέρια του στις τσέπες. Και τούτο δεν του άφηνε κανένα περιθώριο).

Ο Τρεβέλιαν έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και είπε: «Ο πατέρας μου δεν ανησυχεί». Ο Τρεβέλιαν, ο Πρεσβύτερος, ήταν μεταλλουργός στον πλανήτη Διπόρια για περίπου εφτά χρόνια, πράγμα που του προσέδιδε μια ανώτερη κοινωνική θέση στη γειτονιά του, παρόλο που συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στη Γη. Η Γη αποθάρρυνε έναν τέτοιο επαναπατρισμό λόγω προβλημάτων υπερπληθυσμού, αλλά ένα μικρό ποσοστό πάντα επέστρεφε. Αφενός το κόστος ζωής ήταν χαμηλότερο στη γη, και αφετέρου η μικρή σύνταξη που παρείχαν στη Διπόρια αποτελούσε ένα άνετο εισόδημα στη γη. Εξάλλου, πάντα υπήρχαν άνθρωποι που εύρισκαν ικανοποίηση να επιδεικνύουν την επιτυχία τους πιο πολύ στους παιδικούς τους φίλους παρά στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Τρεβέλιαν Πρεσβύτερος επί πλέον εξηγούσε πως αν έμενε στη Διπόρια, θα έπρεπε να μείνουν και τα παιδιά του, η δε Διπόρια δεν ήταν παρά ένας κόσμος ενός μόνο διαστημοπλοίου. Στη Γη όμως τα παιδιά του θα είχαν την ευκαιρία να πάνε οπουδήποτε, ακόμη και στη Νόβια.

Ο Στάμπι Τρεβέλιαν το αντιλήφθηκε πολύ νωρίς. Ακόμη πριν από την Ημέρα Ανάγνωσης, οι συζητήσεις του βασίζονταν στο ανέμελα εννοούμενο γεγονός ότι η τελευταία του πατρίδα θα ήταν η Νόβια.

Ο Τζορτζ, ενοχλημένος από τις σκέψεις της μελλοντικής σπουδαιότητας του φίλου του και από τη δική του ασήμαντη αντίθεση, έπαιρνε αμέσως μια εχθρική θέση άμυνας.

«Ούτε ο δικός μου πατέρας ανησυχεί. Απλά θέλει να μ’ ακούσει να διαβάζω γιατί ξέρει ότι θα είμαι καλός. Υποθέτω πως ο δικός σου θα προτιμούσε να μη σ’ ακούσει διόλου γιατί ξέρει ότι θα τα θαλασσώσεις».

«Δε θα τα θαλασσώσω καθόλου. Το να διαβάζεις είναι παιχνιδάκι. Στη Νόβια θα πληρώνω ανθρώπους να μου διαβάζουν».

«Επειδή δε θα μπορείς να διαβάζεις ο ίδιος, επειδή είσαι βλάκας!»

«Τότε πώς γίνεται να είμαι στη Νόβια;»

Τότε ο Τζορτζ, τσιγκλημένος, έκανε την μεγάλη άρνηση, «Και ποιος σου είπε πως θα πας στη Νόβια; Εγώ στοιχηματίζω πως δε θα πας πουθενά».

Ο Στάμπι Τρεβέλιαν έγινε κατακόκκινος από το θυμό του. «Δε θα γίνω όμως Εφαρμοστής Σωληνώσεων όπως ο γέρος σου».

«Για παρ’ το πίσω, παλιόβλακα».

«Εσύ να το πάρεις πίσω».

Στήθηκαν μύτη με μύτη, μη θέλοντας όμως να πιαστούν στα χέρια, αλλά και ανακουφισμένοι που είχαν να κάνουν κάτι γνώριμο σ’ αυτόν τον άγνωστο χώρο. Προσέτι, τώρα που ο Τζορτζ είχε σφίξει τα χέρια του σε γροθιές και τις σήκωνε μπροστά στο πρόσωπό του, το πρόβλημα με το πού να βάλει τα χέρια του ήταν, τουλάχιστο προσωρινά, λυμένο. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν μαζευτεί γύρω τους με χαιρέκακη προσμονή.

Αλλά ξαφνικά το θέμα έληξε όταν μια γυναικεία φωνή ακούστηκε δυνατά από τα μεγάφωνα. Για μια στιγμή έπεσε σιωπή παντού. Ο Τζορτζ άφησε τα χέρια του να πέσουν και ξέχασε τον Τρεβέλιαν.

«Παιδιά,» είπε η φωνή, «θα φωνάξουμε τα ονόματά σας. Καθώς κάθε παιδί θα ακούει το όνομά του, θα κατευθύνεται προς τα άτομα που θα περιμένουν κατά μήκος των πλαϊνών τοίχων. Τους βλέπετε; Φορούν κόκκινες στολές ώστε να εντοπίζονται εύκολα. Τα κορίτσια θα πάνε προς τα δεξιά. Τα αγόρια αριστερά. Τώρα κοιτάξτε γύρω σας και προσέξτε ποιο άτομο στα κόκκινα είναι πιο κοντά σε σας –»

Ο Τζορτζ βρήκε αμέσως τον άνθρωπό του και περίμενε να φωνάξουν το όνομά του. Δεν είχε μυηθεί προηγουμένως στην τεχνική του αλφαβήτου και η διάρκεια του χρόνου που χρειαζόταν να έρθει το γράμμα του ονόματός του ήταν γι’ αυτόν πολύ ενοχλητική.

Το πλήθος των παιδιών αραίωνε. Οι μικρές ουρές έβρισκαν η καθεμιά το δρόμο τους στον κατάλληλο ερυθροντυμένο οδηγό.

Όταν τελικά φώναξαν «Τζορτζ Πλάτεν», το αίσθημα ανακούφισης υποσκελίσθηκε μόνο από το αίσθημα γνήσιας χαράς για το γεγονός ότι ο Στάμπι Τρεβέλιαν ακόμη παρέμεινε στη θέση του χωρίς να το έχουν φωνάξει ακόμη.

Ο Τζορτζ γύρισε και του φώναξε καθώς έφευγε: «Έι Στάμπι, μάλλον εσένα δε σε θέλουν».

Η στιγμή εκείνη της ευφορίας χάθηκε αμέσως. Τον έμπασαν σ’ ένα μπουλούκι παρέα με άλλα άγνωστα παιδιά, που τους κατεύθυναν σε διάφορους διαδρόμους. Όλα τους αλληλοκοιτάζονταν ανήσυχα με ορθάνοιχτα μάτια, και εκτός από κανένα περιστασιακό «μη με σπρώχνεις» και «Έι πρόσεχε», που λεγόταν μέσα από τη μύτη, δεν γινόταν καμιά άλλη κουβέντα.

Τους έδωσαν κάτι μικρά χαρτάκια και τους είπαν να τα κρατήσουν.

Ο Τζορτζ κοίταξε το δικό του με περιέργεια. Το χαρτάκι ήταν γεμάτο από μαύρα σημαδάκια με διαφορετικά σχήματα. Ήξερε ότι επρόκειτο για τυπωμένες λέξεις, αλλά αναρωτιόταν πώς μπορούσε κάποιος να βγάλει λέξη από αυτά.

Του είπαν να γδυθεί. Ο ίδιος και άλλα τέσσερα αγόρια ήταν τα μόνα που απέμειναν. Έβγαλαν όλα τους τα ρούχα και τέσσερα οχτάχρονα αγοράκια, γυμνά και μικρούλια, έτρεμαν περισσότερο από ντροπή παρά από το κρύο. Μετά πέρασαν από παραϊατρικό προσωπικό, που τους εξέτασαν, τους πασπάτεψαν και τους τρύπησαν με βελόνα για να πάρουν αίμα. Το κάθε άτομο έκανε επιπρόσθετα σημαδάκια πάνω στα χαρτάκια τους, γρήγορα και ευθυγραμμισμένα, μ’ ένα μικρό μαύρο ραβδάκι. Ο Τζορτζ κοίταξε περίεργα τα καινούρια σημαδάκια, αλλά του ήσαν το ίδιο ακατανόητα με τα προηγούμενα. Μετά είπαν στα παιδιά να βάλουν πάλι τα ρούχα τους.

Κάθισαν τότε σε ξεχωριστές μικρές καρέκλες και περίμεναν ξανά. Φώναξαν πάλι ονόματα και Τζορτζ Πλάτεν ήρθε τρίτο. Κατευθύνθηκε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο τρομακτικά όργανα με κουμπιά και γυάλινες κονσόλες στο μπροστινό μέρος. Υπήρχε ένα γραφείο ακριβώς στο κέντρο και πίσω του καθόταν ένας άντρας, κοιτάζοντας μια στοίβα χαρτιά μπροστά του. «Ο Τζορτζ Πλάτεν;» ρώτησε.

«Μάλιστα, κύριε,» είπε ο Τζορτζ, με ψιθυριστή τρεμάμενη φωνή. Όλη αυτή η αναμονή και όλο αυτό το πήγαινε- έλα τον έκαναν να έχει μια νευρικότητα. Ευχήθηκε να τελειώσει όλη αυτή η ιστορία γρήγορα.

Ο άντρας πίσω από το γραφείο είπε, «Είμαι ο Δρ Λόυντ, Τζορτζ. Τι κάνεις;»

Ο γιατρός δεν σήκωσε τα μάτια καθώς μιλούσε. Ήταν σαν να επαναλάμβανε αυτές τις λέξεις ξανά και ξανά και δεν ήταν υποχρεωμένος να σηκώνει να μάτια του πια.

«Εντάξει είμαι».

«Φοβάσαι, Τζορτζ;»

«Ό – όχι, κύριε,» είπε ο Τζορτζ, ακούγοντας τον εαυτό του φοβισμένο ακόμη και με τα ίδια του αυτιά.

«Ωραία,» είπε ο γιατρός, «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να φοβάσαι, ξέρεις. Για να δούμε, Τζορτζ. Εδώ λέει η κάρτα σου πως τον πατέρα σου τον λένε Πίτερ και είναι Πιστοποιημένος Εφαρμοστής Σωληνώσεων. Τη μητέρα σου την λένε Έιμι και είναι Πιστοποιημένη Οικιακή Τεχνικός. Σωστά;»

«Μ – μάλιστα, κύριε.»

«Και είσαι γεννημένος στις 13 Φεβρουαρίου, κι είχες περάσει ωτίτιδα πριν περίπου ένα χρόνο. Σωστά;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Γνωρίζεις πώς τα ξέρω όλα αυτά;»

«Είναι γραμμένα στην κάρτα νομίζω, κύριε.»

«Ακριβώς». Ο γιατρός σήκωσε τα μάτια κοιτώντας για πρώτη φορά τον Τζορτζ και χαμογέλασε. Είχε όμορφα δόντια κι έδειχνε νεότερος από τον πατέρα του. Του Τζορτζ του έφυγε λίγη από τη νευρικότητα του. Ο γιατρός έδωσε πίσω στον Τζορτζ την κάρτα. «Ξέρεις, Τζορτζ, τι σημαίνουν όλα αυτά τα πράγματα στην κάρτα;» αν και ο Τζορτζ γνώριζε ότι δεν ήξερε, ξαφνιάστηκε από την ξαφνική απαίτηση να κοιτάξει στην κάρτα σαν να μπορούσε δια μαγείας να καταλάβει. Όμως αυτά που ήταν εκεί, ήταν απλά σημαδάκια, γι’ αυτό ξανάδωσε την κάρτα στο γιατρό. «Όχι, κύριε.»

«Γιατί δεν μπορείς;»

Ο Τζορτζ ένιωσε ένα ξαφνικό τσίμπημα υποψίας για την διανοητική υγεία του εν λόγω γιατρού. Δεν ήξερε γιατί όχι;

Ο Τζορτζ είπε, «Δεν ξέρω να διαβάζω, κύριε.»

«Θα ήθελες να ξέρεις;»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Γιατί, Τζορτζ;»

Ο Τζορτζ τον κοίταξε εμβρόντητος. Κανείς ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει κάτι τέτοιο. Δεν είχε απάντηση. Αποκρίθηκε διστακτικά, «δεν ξέρω, κύριε.»

«Η έντυπη πληροφόρηση θα σε κατευθύνει σ’ όλη σου τη ζωή. Και υπάρχουν τόσα πολλά που θα πρέπει να μάθεις ακόμη και μετά την Ημέρα της Παιδείας. Κάρτες σαν κι αυτή θα σου πουν. Βιβλία θα σου πουν. Τηλεοπτικές οθόνες θα σου πουν. Έντυπα θα σου πουν τόσο χρήσιμα και τόσο ενδιαφέροντα πράγματα που αν δεν ξέρεις ανάγνωση, θα είσαι σαν τυφλός. Καταλαβαίνεις τώρα;»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Φοβάσαι, Τζορτζ;»

«Όχι, κύριε.»

«Ωραία. Τώρα θα σου πω ακριβώς τι θα κάνουμε πρώτα. Θα βάλω αυτά τα ηλεκτρόδια στο μέτωπό σου ακριβώς πάνω από τις γωνίες των ματιών σου. Θα κολλήσουν εκεί αλλά δε θα σε πονέσουν καθόλου. Κατόπιν, θα ανοίξω κάτι που θα κάνει ένα βούισμα. Θα είναι ένας παράξενος ήχος και μπορεί να γαργαλιέσαι, αλλά δε θα πονέσεις. Όμως αν νιώσεις πόνο, να μου το πεις, κι εγώ θα το κλείσω αμέσως. Μα δε θα πονέσεις. Εντάξει;»

Ο Τζορτζ ένευσε ξεροκαταπίνοντας.

«Έτοιμος;»

Ο Τζορτζ ένευσε ξανά. Έκλεισε τα μάτια του καθώς ο γιατρός απασχολούταν. Οι γονείς του τού το είχαν εξηγήσει. Κι οι ίδιοι είχαν πει πως δε θα πονούσε αλλά πάντα υπήρχαν τα μεγαλύτερα παιδιά. Υπήρχαν τα δεκάχρονα και δωδεκάχρονα που φώναζαν φοβίζοντας τα οχτάχρονα που περίμεναν την Ημέρα Ανάγνωσης, «να φυλάγεστε από τη βελόνα.» Υπήρχαν κι άλλοι που σου έπαιρναν κατά μέρος δήθεν εμπιστευτικά και σου έλεγαν, «θα σου ανοίξουν το κεφάλι μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι τόσο μεγάλο που έχει κι έναν γάντζο,» κι άλλα παρόμοια με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Ο Τζορτζ ποτέ δεν τα είχε πιστέψει όλα αυτά, αλλά του προκαλούσαν εφιάλτες, και τώρα κλείνοντας τα μάτια του ένιωθε καθαρό τρόμο.

Δεν αισθάνθηκε τα ηλεκτρόδια στους κροτάφους του. Το βούισμα ήταν κάτι μακρινό, και το μόνο που άκουγε ήταν το αίμα του που ηχούσε στ’ αυτιά του υπόκωφα σαν να βρισκόταν σ’ ένα μεγάλο σπήλαιο. Αργά αποτόλμησε ν’ ανοίξει τα μάτια του.

Ο γιατρός του είχε γυρισμένη την πλάτη. Από ένα μηχάνημα ξετυλιγόταν μια ταινία χαρτιού που πάνω της γραφόταν μια λεπτή, κυματιστή πορφυρή γραμμή. Ο γιατρός έκοβε κομμάτια και τα έβαζε σε μια σχισμή μιας άλλης μηχανής. Κι αυτό το έκανε ξανά και ξανά. Κάθε φορά έβγαινε ένα κομμάτι μεμβράνης που ο γιατρός το κοίταζε. Τελικά γύρισε προς τον Τζορτζ μ’ ένα περίεργο κατσούφιασμα ανάμεσα στα μάτια του.

Το βούισμα σταμάτησε.

Ο Τζορτζ είπε κοντανασαίνοντας, «Τέλειωσε;»

Ο γιατρός είπε, «Ναι,» αλλά συνέχισε να κατσουφιάζει. «Μπορώ να διαβάζω τώρα;» ρώτησε ο Τζορτζ. Δεν ένιωθε διαφορετικός.

Ο γιατρός είπε, «Τι;» σύντομα κατόπιν χαμογέλασε ξαφνικά. «Λειτουργεί θαυμάσια, Τζορτζ,» είπε «σε δεκαπέντε λεπτά θα μπορείς να διαβάζεις. Και τώρα θα χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο μηχάνημα και τη φορά αυτή θ’ αργήσουμε περισσότερο. Θα σου καλύψω ολόκληρο το κεφάλι και όταν θα θέσω σε λειτουργία τη μηχανή, εσύ δε θα μπορείς ούτε να βλέπεις ούτε να ακούς τίποτε για λίγο, αλλά δε θα πονέσεις. Μόνο για σιγουριά θα σου δώσω να κρατάς στο χέρι σου ένα μικρό διακόπτη. Αν κάτι σε πονέσει, θα πατήσεις το κουμπάκι και θα κλείσουν όλα. Εντάξει;»

Στα χρόνια που πέρασαν, ο Τζορτζ πληροφορήθηκε πως ο μικρός διακόπτης ήταν απλά ψεύτικος. Τον είχαν βάλει για ενίσχυση της αυτοπεποίθησης. Ποτέ όμως δεν έμαθε με σιγουριά γιατί δεν πάτησε το κουμπί.

Ένα μεγάλο κράνος με λείες καμπύλες και λαστιχένια εσωτερική επένδυση τοποθετήθηκε στο κεφάλι του και προσαρμόστηκε εκεί.

Τρία με τέσσερα γρομπαλάκια φαίνονταν να γραπώνουν και να δαγκώνουν το κρανίο του προξενώντας μόνο μια μικρή ανώδυνη πίεση που σταδιακά υποχώρησε.

Η φωνή του γιατρού ακούστηκε αμυδρά. «Όλα εντάξει, Τζορτζ;»

Και κατόπιν, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ένα στρώμα παχιάς γούνας τον περιέβαλε από παντού. Ένιωσε να αποχωρίζεται από το σώμα του, δεν ένιωθε τίποτε, δεν υπήρχε γι’ αυτόν σύμπαν, μόνο αυτός ο ίδιος κι ένα απόμακρο μουρμουρητό στα έσχατα του πουθενά να του λέει κάτι – να του λέει – να του λέει –

Ζοριζόταν ν’ ακούσει και να καταλάβει αλλά έμπαινε εκείνη η παχιά γούνα ανάμεσα.

Τελικά έβγαλαν το κράνος από το κεφάλι του, και το φως που αντίκρισε ήταν τόσο δυνατό που πονούσαν τα μάτια του ενώ η φωνή του γιατρού ηχούσε σαν τύμπανο στ’ αυτιά του.

Ο γιατρός του είπε. «Πάρε την κάρτα σου, Τζορτζ, και πες τι λέει;»

Ο Τζορτζ κοίταξε την κάρτα ξανά και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Τα σημαδάκια δεν ήταν πια απλά σημαδάκια. Σχημάτιζαν λέξεις. Ήταν λέξεις τόσο καθαρές σαν κάτι να του τις ψιθύριζε στ’ αυτιά. Τις άκουγε να του τις ψιθυρίζουν ενώ τις κοιτούσε.

«Τι γράφει, Τζορτζ;»

«Λέει – λέει – Πλάτεν Τζορτζ. Ημερομηνία γέννησης 13 Φεβρουαρίου 6492 του Πίτερ και της Έιμι Πλάτεν…» Σταμάτησε.

«Μπορείς και διαβάζεις, Τζορτζ,» είπε ο γιατρός. «Πάει, τέλειωσε.»

«Για πάντα; Δε θα ξεχάσω;»

«Και βέβαια όχι» ο γιατρός έσκυψε προς το μέρος του και έσφιξαν τα χέρια με σοβαρότητα. «Τώρα θα σε πάνε σπίτι.»

Πέρασαν μέρες μέχρι να συνηθίσει ο Τζορτζ αυτό το καινούριο και θαυμάσιο ταλέντο του. Διάβασε μπροστά στο πατέρα του με τέτοια ευκολία που ο Πλάτεν ο Πρεσβύτερος έκλαψε και κάλεσε τους συγγενείς να τους αναγγείλει τα καλά νέα.

Όταν ο Τζορτζ περπατούσε στους δρόμους, διάβαζε κάθε τι που έβρισκε γραμμένο και απορούσε πώς ήταν δυνατόν απ’ όλα αυτά που διάβαζε να μην έβγαζε καμιά έννοια πριν. Πάσχιζε να θυμηθεί πώς ήταν να μην μπορεί να διαβάσει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένιωθε πως από πάντα μπορούσε να διαβάζει. Πάντα.

Στα δεκαοχτώ του ο Τζορτζ ήταν μάλλον μελαχρινός, μετρίου αναστήματος, αλλά αρκετά λεπτός ώστε να φαίνεται ψηλότερος.

Ο Τρεβέλιαν, που ήταν μόλις δυο πόντους κοντότερος, είχε κοντόχοντρο σκαρί που το όνομα Στάμπι (ζουμπάς) ήταν περισσότερο ταιριαστό από ποτέ. Τον τελευταίο καιρό όμως είχε αποκτήσει μια αυτοεπίγνωση γι’ αυτό.

Το παρατσούκλι του δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί χωρίς αντίποινα. Και αφού ο Τρεβέλιαν αποδοκίμαζε το κανονικό του μικρό όνομα – Αρμάντ – ακόμη εντονότερα, τον φώναζαν Τρεβέλιαν ή κάθε κόσμια εκδοχή αυτού. Και σαν να αποδείξει την ανδροπρέπειά του ακόμη περισσότερο, άφηνε επίμονα φαβορίτες και ένα αγκαθωτό μουστακάκι.

Τον είχε πιάσει ιδρώτας και νευρικότητα τώρα, και ο Τζορτζ, που είχε ξεπεράσει το απαλό χαϊδευτικό Τζόρ-τζι υιοθετώντας το υπερωικό απότομο μονοσύλλαβο Τζορτζ, διασκέδαζε μ’ αυτό.

Βρίσκονταν στην ίδια ευρύχωρη αίθουσα που είχαν βρεθεί δέκα χρόνια πριν (και όχι έκτοτε). Έμοιαζε σαν ένα αμυδρό όνειρο του παρελθόντος να έχει γίνει ξαφνικά πραγματικότητα. Στα πρώτα λίγα λεπτά ο Τζορτζ εξεπλάγη που βρήκε ότι όλα εκεί έδειχναν τώρα μικρότερα και περισσότερο συνωστισμένα από ότι μπορούσε να θυμηθεί, και κατόπιν διαπίστωσε ότι είχε κι ο ίδιος μεγαλώσει.

Το πλήθος ήταν μικρότερο απ’ ό, τι ήταν όταν ήταν παιδί, και τη φορά αυτή ήταν όλοι τους αγόρια.

Για τα κορίτσια είχε καθοριστεί μια άλλη μέρα.

Ο Τρεβέλιαν έσκυψε και του είπε, «Δεν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που μας κάνουν να περιμένουμε.»

«Γραφειοκρατία,» είπε ο Τζορτζ. «Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.»

Ο Τρεβέλιαν είπε, «πώς διάολο είσαι τόσο ανεκτικός και αδιάφορος μ’ αυτό;»

«Δε μου λείπει τίποτε για να στενοχωριέμαι.»

«Ω, διάβολε, με αηδιάζεις. Ελπίζω να καταλήξεις ένας Πιστοποιημένος Κοπριστής, έτσι για να βλέπω το πρόσωπό σου όταν θα το κάνεις.» Τα μελαγχολικά του μάτια σάρωσαν το πλήθος μ’ ανησυχία.

Ο Τζορτζ κοίταξε κι αυτό γύρω του. Δεν ήταν ακριβώς η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν στα παιδιά. Τα πράγματα πήγαιναν με πιο αργό ρυθμό και οι οδηγίες διανεμήθηκαν από την αρχή γραπτώς (ένα πλεονέκτημα έναντι στους μη γνώστες ανάγνωσης). Τα ονόματα Πλάτεν και Τρεβέλιαν ήταν ακόμη πολύ πιο κάτω στην αλφαβητική λίστα, και τη φορά τούτη το ήξεραν κι οι δυο τους.

Σκυθρωποί νεαροί έβγαιναν από τις αίθουσες εκπαίδευσης, νιώθοντας άβολα, μάζευαν τα ρούχα τους και τα προσωπικά τους είδη, κατόπιν πήγαιναν να τους αναλύσουν κι ύστερα για να μάθουν τα αποτελέσματα.

Κάθε ένας που έβγαινε, περιτριγυριζόταν από ένα τσούρμο του πλήθους που όλο και αραίωνε. «Πώς ήταν;» «Πώς αισθάνθηκες;» «Πώς τα πήγες;» «Νιώθεις καθόλου διαφορετικός;»

Οι απαντήσεις ήταν ασαφείς και επιφυλακτικές.

Ο Τζορτζ πίεσε τον εαυτό του να μείνει έξω από αυτό το τσούρμο. Το μόνο που κατόρθωνες ήταν να σου ανεβάζει την πίεσή σου. Όλοι έλεγαν πως το καλύτερο ήταν να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Ακόμη κι έτσι, ένιωθες τις παλάμες σου να μουσκεύουν από κρύο ιδρώτα. Παράξενο που πρωτόγνωρες αγωνίες σε συνόδευαν καθώς μεγάλωνες.

Για παράδειγμα, επαγγελματίες υψηλής ειδικότητας που προορίζονταν για έναν εξωτερικό κόσμο συνοδευόταν από μια σύζυγο (ή έναν σύζυγο). Είχε μεγάλη σημασία να διατηρηθεί η αναλογία του φύλου σε καλή ισορροπία σ’ όλους τους κόσμους. Κι αν προοριζόσουν για έναν κόσμο Α Βαθμού, ποια κοπέλα δε θα ήθελε να έρθει μαζί σου;

Ο Τζορτζ δεν είχε ακόμη κανένα συγκεκριμένο κορίτσι στο μυαλό του. Δεν ήθελε κανένα. Όχι τώρα. Άπαξ και γινόταν Προγραμματιστής, άπαξ κι έπαιρνε τον τίτλο δίπλα στ’ όνομά του Πιστοποιημένος Προγραμματιστής Η/Υ, θα μπορούσε να διαλέξει σαν σουλτάνος στο χαρέμι του. Η σκέψη τον αναστάτωσε και προσπάθησε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Πρέπει να μείνει ψύχραιμος.

Ο Τρεβέλιαν μουρμούρισε, «Τι στην ευχή γίνεται; Πρώτα σου λένε ότι λειτουργείς καλύτερα αν είσαι χαλαρωμένος και ανέμελος. Κατόπιν σου βάζουν σ’ όλο αυτό το λούκι και σου είναι αδύνατο να χαλαρώσεις και να αισθανθείς άνετα.»

«Ίσως να το σχεδίασαν επίτηδες. Για να ξεχωρίσουν τους άντρες απ’ τα αγόρια, πρώτα απ’ όλα. Με το μαλακό, Τρεβ.»

«Άντε σκάσε!»

Ήρθε η σειρά του Τζορτζ. Τη φορά αυτή δε φώναξαν το όνομά του. Φάνηκε με φωτεινά γράμματα πάνω στον πίνακα ανακοινώσεων. Ένευσε στον Τρεβέλιαν. «Μην αγχώνεσαι. Να μη σε πάρει από κάτω».

Ένιωθε χαρούμενος μπαίνοντας στο εξεταστήριο. Πραγματικά ευτυχισμένος.

Ο άντρας πίσω από το γραφείο ρώτησε: «Τζορτζ Πλάτεν;»

Για μια φευγαλέα στιγμή σχηματίστηκε στο μυαλό του Τζορτζ μια ευκρινέστατη εικόνα ενός άλλου άντρα πριν από δέκα χρόνια, ο οποίος του έκανε την ίδια ερώτηση σαν να ήταν σχεδόν το ίδιο άτομο και σαν ο Τζορτζ να είχε πατήσει τα οκτώ πάλι καθώς περνούσε το κατώφλι.

Αλλά ο άντρας ανασήκωσε τα μάτια του και φυσικά το πρόσωπό του δεν ταίριαζε καθόλου μ’ εκείνο που ξαφνικά θυμήθηκε. Ο άνθρωπος τούτος είχε μια μύτη σαν βολβό, τα μαλλιά του ήταν σαν κλωστές και από το πηγούνι του κρεμόταν ένα προγούλι σαν το άτομο αυτό να ήταν κάποτε πολύ υπέρβαρο και να είχε τώρα αδυνατίσει.

Ο άνθρωπος πίσω από το γραφείο έδειχνε ενοχλημένος. «Λοιπόν;»

Ο Τζορτζ προσγειώθηκε απότομα. «Είμαι ο Τζορτζ Πλάτεν, κύριε.»

«Γιατί δεν το λες, τότε; Είμαι ο δόκτωρ Ζαχαρίας Αντονέλι, και σε λίγο θα γνωριστούμε πιο στενά».

Κοιτούσε προσεχτικά κάτι μικροφίλμ μ’ ένα βλέμμα κουκουβάγιας, κρατώντας τα ψηλά στο φως.

Ο Τζορτζ έκανε έναν μορφασμό από μέσα του. Πολύ αμυδρά, θυμότανε ότι ο άλλος γιατρός (δε θυμόταν το όνομά του) κοιτούσε κι αυτός παρόμοια μικροφίλμ. Θα μπορούσαν να είναι τα ίδια; Ο άλλος γιατρός είχε κατσουφιάσει κι ετούτος δω τα κοίταζε λες κι ήταν θυμωμένος. Η χαρά του Τζορτζ είχε κιόλας μόλις χαθεί. Ο Δρ. Αντονέλι άπλωσε τις σελίδες ενός χοντρούτσικου φακέλου μπροστά του τώρα παραμερίζοντας προσεκτικά τα φιλμ. «Εδώ γράφει ότι θέλεις να γίνεις Προγραμματιστής Η/Υ».

«Μάλιστα, γιατρέ».

«Το θέλεις ακόμη;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Είναι μια υπεύθυνη και απαιτητική δουλειά. Αισθάνεσαι πως είσαι ικανός για τέτοια θέση;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Οι περισσότεροι από τους προεκπαιδευμένους δε δηλώνουν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Πιστεύω πως φοβούνται μήπως τα θαλασσώσουν».

«Νομίζω πως έχετε δίκιο, κύριε».

«Εσύ δε φοβάσαι;»

«Για να είμαι ειλικρινής, κύριε».

Ο Δρ Αντονέλι κούνησε το κεφάλι του, χωρίς καμιά αισθητή έκφραση ενθάρρυνσης. «Γιατί θέλεις να γίνεις Προγραμματιστής;»

«Είναι μια υπεύθυνη και απαιτητική θέση όπως είπατε, κύριε. Είναι μια σπουδαία και συναρπαστική δουλειά. Μ’ αρέσει και νομίζω πως μπορώ να την κάνω».

Ο Δρ Αντονέλι τακτοποίησε τα χαρτιά και κοίταξε τον Τζορτζ βλοσυρά. Κατόπιν είπε, «πώς ξέρεις ότι σ’ αρέσει; Μήπως επειδή θα σε διεκδικήσει κάποιος πλανήτης Πρώτου Βαθμού;»

Ο Τζορτζ σκέφτηκε ανήσυχος: προσπαθεί να σε μπερδέψει. Κράτησε την ηρεμία σου και να είσαι ειλικρινής.

Είπε, «νομίζω ένας Προγραμματιστής έχει καλές ευκαιρίες, κύριε, ακόμη κι αν μείνω στη Γη, είμαι σίγουρος πως θα μ’ αρέσει». (Πράγμα που αληθεύει. Δε λέω ψέματα, σκέφτηκε ο Τζορτζ.)

«Ωραία, αλλά πώς το ξέρεις;»

Τον ρώτησε σαν να ήξερε ότι δεν υπήρχε πρέπουσα απάντηση και ο Τζορτζ σχεδόν χαμογέλασε. Είχε μια.

Είπε, «εδώ και καιρό μελετώ σχετικά με τον προγραμματισμό, κύριε».

«Κάνεις τι;» τώρα ο γιατρός τον κοίταξε με πραγματική κατάπληξη, πράγμα που έκανε τον Τζορτζ να χαρεί.

«Διαβάζω σχετικά με το αντικείμενο, κύριε. Αγόρασα ένα βιβλίο επί του θέματος και το μελετώ».

«Ένα βιβλίο για Πιστοποιημένους Προγραμματιστές;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Μα πώς μπορούσες να το καταλάβεις;»

«Στην αρχή δυσκολεύτηκα. Αγόρασα κι άλλα βιβλία για μαθηματικά και ηλεκτρονική. Κατάλαβα όσα μπορούσα. Ακόμη δεν ξέρω πολλά, αλλά γνωρίζω αρκετά για να βεβαιωθώ πως μ’ αρέσει και ξέρω πως μπορώ να τα καταφέρω».

(Ακόμη κι οι γονείς του ποτέ δε βρήκαν εκείνη τη μυστική κρυψώνα για τα βιβλία ούτε ήξεραν γιατί περνούσε τόσο πολύν χρόνο στο δωμάτιό του ούτε ακριβώς τι συνέβαινε στον ύπνο που έχανε).


Ο γιατρός τράβηξε το προγούλι του.

«Τι έννοια είχε να το κάνεις αυτό, γιε μου;»

«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι μ’ ενδιέφερε κύριε».

«Γνωρίζεις βέβαια ότι το να δείχνεις ενδιαφέρον δεν έχει καμιά σημασία. Θα μπορούσε να σε ενθουσιάσει ένα θέμα αλλά εάν η φυσική σύνθεση του εγκεφάλου σου είναι πιο δεκτική για κάτι άλλο, θα γίνεις αυτό το κάτι άλλο. Το γνωρίζεις αυτό βέβαια;»

«Μου το έχουν πει», απάντησε ο Τζορτζ επιφυλακτικά.

«Λοιπόν, να το πιστέψεις, γιατί αληθεύει».

Ο Τζορτζ έμεινε σιωπηλός.

Ο Δρ Αντονέλι συνέχισε: «Ή μήπως πιστεύεις πως με το να μελετάς ένα αντικείμενο θα στρέψει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα προς αυτήν την κατεύθυνση – σαν την άλλη θεωρία που λέει ότι μια έγκυος το μόνο που χρειάζεται για να γίνει το παιδί της συνθέτης είναι ν’ ακούει συνεχώς σπουδαία μουσική – εσύ το πιστεύεις αυτό;»

Ο Τζορτζ κοκκίνισε. Αυτό ακριβώς είχε στο μυαλό του. Δηλαδή, με το να αναγκάζει τη διάνοιά του συνεχώς προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αισθανόταν βέβαιος πως θα έκανε μια καλή αρχή. Η περισσότερη αυτοπεποίθησή του βασιζόταν ακριβώς σ’ αυτό το σημείο.

«Ποτέ εγώ – » άρχισε να λέει, αλλά δε βρήκε τρόπο να τελειώσει την πρόταση.

«Λοιπόν, δεν ισχύει. Για το Θεό, νεαρέ μου, το καλούπι του εγκεφάλου σου είναι προκαθορισμένο εκ γενετής. Μπορεί όμως ν’ αλλάξει μ’ ένα χτύπημα αρκετά σφοδρό για να προκαλέσει ζημιά στα εγκεφαλικά κύτταρα ή μ’ ένα διαρρηγμένο αγγείο ή μ’ έναν όγκο ή με μια σοβαρή μόλυνση – κάθε φορά, φυσικά, προς το χειρότερο. Όμως στα σίγουρα δεν μπορεί να επηρεαστεί με το να κάνεις συγκεκριμένες σκέψεις». Κοίταξε τον Τζορτζ στοχαστικά και κατόπιν είπε: «Ποιος σου είπε να κάνεις κάτι τέτοιο;»

Ο Τζορτζ τώρα για τα καλά ταραγμένος, ξεροκατάπιε και είπε: «Κανείς, γιατρέ. Η ιδέα ήταν καθαρά δική μου».

«Ποιος έμαθε γι’ αυτό που κάνεις από τότε που το άρχισες;»

«Κανείς. Γιατρέ, δεν σκόπευα να κάνω κάτι που δεν έπρεπε».

«Ποιος είπε ότι έκανες κάτι άσχημο; Εγώ θα το έλεγα άσκοπο. Γιατί το κρατούσες μυστικό;»

«Να, σκέφτηκα πως θα με κορόιδευαν». (Του ήρθε στο μυαλό ξαφνικά ένας πρόσφατος διάλογος με τον Τρεβέλιαν. Ο Τζορτζ πολύ επιφυλακτικά έθιξε το θέμα σαν κάτι που απλά και αμυδρά βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού του σχετικά με τη δυνατότητα να μάθει κάποιος κάτι με το να γεμίζει το νου του γνώση με δόσεις, δηλαδή κομμάτι – κομμάτι. Ο Τρεβέλιαν τον είχε γιουχαΐσει, ‘Τζορτζ, μετά θα κατεργάζεσαι δέρμα για τα παπούτσια σου και θα υφαίνεις τα πουκάμισά σου’. Και ευγνωμονούσε τον εαυτό του τότε για την πολιτική μυστικότητας).

Ο Δρ Αντονέλι έσπρωξε στις θέσεις τους τα μικροφίλμ που κοίταζε με δύσθυμες σκέψεις. Κατόπιν είπε, «Για να σε περάσουμε από ανάλυση. Το θέμα δεν οδηγεί πουθενά».

Ηλεκτρόδια τοποθετήθηκαν στους κροτάφους του Τζορτζ. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός βόμβος. Και πάλι του ήρθε στο νου του έντονα η ανάμνηση πριν από δέκα χρόνια.

Αισθανόταν τα χέρια του γλοιώδη από τον ιδρώτα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Δεν έπρεπε να αποκαλύψει στον γιατρό τη μυστική του μελέτη. Ήταν η καταραμένη ματαιοδοξία του που τον ανάγκασε, είπε από μέσα του. Ήθελε να δείξει πόσο ρηξικέλευθος ήταν και τι πρωτοβουλία έδειχνε. Αντί τούτων φάνηκε προληπτικός και αδαής προκαλώντας την εχθρικότητα του γιατρού. (Μπορούσε να διακρίνει πως ο γιατρός έδειξε την απέχθειά του για το ότι άρχισε ο Τζορτζ να κάνει τον εξυπνάκια).

Και τώρα έφερε τον εαυτό του σε τέτοια κατάσταση νευρικότητας που ήταν βέβαιος πως ο αναλυτής δε θα έδειχνε κάτι που να βγάζεις άκρη. Δεν αντιλήφθηκε τα ηλεκτρόδια να απομακρύνονται από τους κροτάφους του. Η θέα του γιατρού που τον κοίταζε σκεφτικά τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως όλα τέλειωσαν. Τα ηλεκτρόδια απομακρύνθηκαν και ο Τζορτζ με μεγάλο κόπο σηκώθηκε. Παραιτήθηκε εντελώς από την φιλοδοξία του να γίνει προγραμματιστής. Στο χρονικό διάστημα των δέκα λεπτών, είχαν όλα χαθεί.

Ρώτησε μελαγχολικά: «Υποθέτω πως είναι όχι;»

«Όχι τι;»

«Δεν κάνω για Προγραμματιστής;»

Ο γιατρός έξυσε τη μύτη του και είπε, «μάζεψε τα ρούχα σου και τα προσωπικά σου αντικείμενα και πήγαινε στο δωμάτιο 15-Γ. Εκεί θα βρίσκεται ο φάκελός σου και η αναφορά μου».

Ο Τζορτζ ρώτησε με κατάπληξη, «έχω κιόλας πιστοποιηθεί; Είχα την εντύπωση ότι όλο αυτό απλά ήταν – ». Ο Δρ Αντονέλι έριξε το βλέμμα του στο γραφείο του. «Θα σου τα εξηγήσουν όλα. Εσύ κάνε αυτό που σου λέω». Ο Τζορτζ αισθάνθηκε κάτι σαν πανικό. Τι ήταν αυτό που ο γιατρός δεν του έλεγε; Μήπως δεν ήταν κατάλληλος για τίποτε παρά μόνο για να γίνει Πιστοποιημένος Εργάτης; Επρόκειτο να τον προετοιμάσουν για κάτι τέτοιο ώστε να προσαρμοστεί.

Και ξαφνικά αισθάνθηκε τόσο σίγουρος γι’ αυτό που μετά βίας κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Επέστρεψε σκουντουφλώντας στην αίθουσα αναμονής. Ο Τρεβέλιαν δεν ήταν εκεί, πράγμα για το οποίο θα έπρεπε να είναι ευγνώμων εάν είχε την αυτοκυριαρχία να είναι ενήμερος για το πού βρισκόταν. Σχεδόν όλοι είχαν φύγει και οι λίγοι που είχαν μείνει να δείχνουν κάποια περιέργεια ήταν πολύ καταβεβλημένοι από την πολύωρη αλφαβητική αναμονή για να αντιμετωπίσουν το φλογερό βλέμμα θυμού και μίσους που τους έριξε.

Γιατί αυτοί να έχουν το δικαίωμα να γίνουν τεχνικοί όταν αυτός ο ίδιος θα ήταν ένας Εργάτης; Για φαντάσου, Εργάτης! Ήταν πια σίγουρος!

Τον οδήγησε ένας συνοδός με κόκκινη φόρμα κατά μήκος διαδρόμων γεμάτων δραστηριότητα, με ξεχωριστά δωμάτια εκατέρωθεν, που το καθένα είχε το προσωπικό του, δυο εδώ, πέντε εκεί: Τους Τεχνικούς Αυτοκινήτων, τους Μηχανικούς Κατασκευών, τους Αγρονόμους – υπήρχαν εκατοντάδες ειδικευμένων επαγγελμάτων και τα περισσότερα απ’ αυτά θα αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτή τη μικρή πόλη έτσι κι αλλιώς από κάνα δυο επαγγελματίες.

Και τότε απλά τους μίσησε όλους: τους Στατιστικολόγους, τους Λογιστές, τα χαμηλά και τα υψηλά επαγγέλματα. Τους μίσησε επειδή κιόλας τώρα ήταν κάτοχοι της σίγουρης γνώσης τους, γνώριζαν το πεπρωμένο τους, ενώ ο ίδιος, ακόμη άδειος, έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ακόμη παραπέρα γραφειοκρατική διαδικασία. Έφτασε στο δωμάτιο 15-Γ, τον έμπασαν μέσα και τον άφησαν σ’ ένα άδειο δωμάτιο. Για μια στιγμή το ηθικό του αναπτερώθηκε. Σίγουρα, εάν αυτό ήταν το δωμάτιο για την πιστοποίηση εργατών, θα υπήρχαν δεκάδες παρόντες από νεαρούς. Μια πόρτα άνοιξε αυτόματα σ’ ένα διαχωριστικό ψηλό μέχρι τη μέση ενός ανθρώπου και βγήκε ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης. Χαμογέλασε φανερώνοντας ίσια και κομψά δόντια που προφανώς ήταν ψεύτικη οδοντοστοιχία, αλλά το πρόσωπό του ήταν ακόμη ροδαλό και αρυτίδωτο, και ή φωνή του γεμάτη σφρίγος.

«Καλημέρα, Τζορτζ», άρχισε να λέει. «Όπως βλέπω, ο δικός μας τομέας τη φορά αυτή έχει μόνο ένα άτομο, εσένα».

«Μόνο ένα;» έκανε ο Τζορτζ ανέκφραστα.

«Σ’ όλη τη γη χιλιάδες, φυσικά. Χιλιάδες. Δεν είσαι μόνος».

Ο Τζορτζ ένιωσε οργισμένος. «Δεν καταλαβαίνω, κύριε», είπε. «Ποια είναι η πιστοποίησή μου; τι συμβαίνει;»

«Ήρεμα, γιε μου. Εντάξει είσαι. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Άπλωσε το χέρι του και ο Τζορτζ το πήρε μηχανικά. Έσφιξε το χέρι του Τζορτζ με δύναμη και θέρμη. «Κάθισε, γιε μου. Με λένε Σαμ Ελενφορντ».

Ο Τζορτζ ένευσε ανυπόμονα. «Θέλω να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει, κύριε».

«Φυσικά. Αρχικά, δεν μπορείς να γίνεις Προγραμματιστής Η/Υ, Τζορτζ. Τούτο, πιστεύω, το έχεις μαντέψει».

«Ναι, το μάντεψα», είπε ο Τζορτζ πικρόχολα. «Τι θα γίνω λοιπόν;»

«Εδώ είναι η δυσκολία να σου εξηγήσω, Τζορτζ». Κοντοστάθηκε, και κατόπιν συνέχισε με προσεκτική ευκρίνεια, «Τίποτε».

«Τι!»

«Τίποτε!»

«Τι θέλετε να πείτε; Γιατί δεν μπορείτε να μου αναθέσετε ένα επάγγελμα;»

«Δεν έχουμε καμιά επιλογή επί του θέματος, Τζορτζ. Είναι η δομή του εγκεφάλου σου που το κρίνει».

Ο Τζορτζ έγινε κίτρινος σαν λεμόνι. Τα μάτια του γούρλωσαν. «Έχει κάποιο ελάττωμα εγκέφαλός μου;»

«Υπάρχει κάποιο ελάττωμα. Από επαγγελματικής κατάταξης, υποθέτω, μπορείς να το πεις ελάττωμα».

«Μα γιατί;»

Ο Έλενφορντ σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Είμαι βέβαιος πως γνωρίζεις τον τρόπο που ο πλανήτης Γη λειτουργεί το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, Τζορτζ. Στην πράξη κάθε ανθρώπινο ον μπορεί ν’ αφομοιώσει κάθε είδος γνώσης, αλλά κάθε ανθρώπινος εγκέφαλος είναι καλύτερα κατάλληλος να δεχθεί κάποιο συγκεκριμένο είδος γνώσης από άλλα. Εμείς προσπαθούμε να ταιριάξουμε νου με γνώση με τον καλύτερο τρόπο εντός των ορίων των ποσοστώσεων για κάθε επάγγελμα».

Ο Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, το ξέρω».

«Κάθε λίγο και λιγάκι, Τζορτζ, συναντούμε έναν νεαρό που το μυαλό του δεν είναι κατάλληλο να δεχθεί όποιο είδος γνώσης θα του εμφυτευθεί».

«Εννοείτε δεν μπορώ να Εκπαιδευτώ;»

«Ακριβώς αυτό εννοώ»

«Μα τούτο είναι τρελό. Είμαι έξυπνος. Μπορώ να καταλαβαίνω –», κοίταξε γύρω του ανήμπορος σαν να πάσχιζε να βρει κάποιο τρόπο να αποδείξει ότι είχε μυαλό που λειτουργούσε κανονικότατα.

«Μη με παρανοείς, σε παρακαλώ», είπε ο Έλενφορντ με σοβαρότητα. «Είσαι ευφυής. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Η ευφυΐα σου μάλιστα είναι πάνω του μετρίου. Δυστυχώς όμως τούτο δεν έχει καμιά σχέση με το γεγονός εάν ή όχι το μυαλό σου δεν μπορεί να δεχθεί την εμφυτευόμενη γνώση. Και μάλιστα, είναι σχεδόν πάντα το ευφυές άτομο που έρχεται εδώ».

«Δηλαδή ούτε Πιστοποιημένος Εργάτης δεν μπορώ να γίνω;» ξεστόμισε μπερδεύοντας τα λόγια του ο Τζορτζ. Ξαφνικά ακόμη κι αυτό το επάγγελμα ήταν καλύτερο από το κενό που είχε ν’ αντιμετωπίσει. «Τι ιδιαίτερη γνώση πρέπει να έχεις για να γίνεις εργάτης;»

«Μην υποτιμάς τον Εργάτη, νεαρέ μου. Υπάρχουν δεκάδες υποκατηγορίες και κάθε ποικιλία έχει το δικό της σώμα μιας αρκετά λεπτομερούς γνώσης. Νομίζεις πως δεν θέλει καθόλου ειδικευμένη γνώση όσον αφορά τον σωστό τρόπο να σηκώσεις ένα βάρος. Εξάλλου, για εργάτες πρέπει να επιλέγουμε όχι μόνο κατάλληλα μυαλά αλλά και κατάλληλα σώματα. Εσύ, Τζορτζ, δεν έχεις το κατάλληλο σωματότυπο για ν’ αντέξεις για πολύ σαν Εργάτης».

Ο Τζορτζ είχε πλήρη επίγνωση του μικροκαμωμένου σώματός του. «Όμως δεν έχω ποτέ ακούσει για κάποιον χωρίς επάγγελμα».

«Δεν είναι και πολλοί», παραδέχτηκε ο Έλενφορντ. «Γι’ αυτό τους φροντίζουμε».

«Τους φροντίζετε;» Ο Τζορτζ άρχισε να νιώθει σύγχυση και τρόμο να μεγαλώνουν μέσα του.

«Είστε προστατευμένοι του πλανήτη, Τζορτζ. Από την ώρα που θα μπείτε εδώ απ’ αυτήν την πόρτα, είμαστε υπεύθυνοι για σας», είπε χαμογελώντας.

Ήταν ένα στοργικό χαμόγελο. Του Τζορτζ του φάνηκε χαμόγελο ιδιοκτησίας. Το χαμόγελο ενός μεγάλου σ’ ένα ανήμπορο παιδί.

«Δηλαδή θα είμαι φυλακισμένος;» ρώτησε.

«Φυσικά και όχι. Απλά θα είσαι μ’ άλλους σαν κι εσένα».

Σαν κι εσένα. Οι λέξεις χτύπησαν το αυτί του Τζορτζ σαν κεραυνός. Ο Έλενφορντ συνέχισε, «χρειάζεστε ειδική μεταχείριση. Εμείς θα σας φροντίσουμε».

Προς φρίκη του, ο Τζορτζ αναλύθηκε σε δάκρυα. Ο Έλενφορντ κατευθύνθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου και κοίταζε αλλού σαν να είχε πέσει σε βαθιά σκέψη. Ο Τζορτζ αγωνιζόταν να περιορίσει το εναγώνιο κλάμα του σε λυγμούς και τελικά να καταπνίξει κι αυτούς. Σκέφτηκε τον πατέρα του και τη μητέρα του, τους φίλους του, τον Τρεβέλιαν, την ντροπή του – και ξέσπασε αντιδρώντας, «έμαθα να διαβάζω». «Όλοι με υγιές μυαλό μπορούν να διαβάζουν», είπε ο Έλενφορντ. «Ποτέ δεν συναντήσαμε εξαιρέσεις. Είναι στο παρόν στάδιο που ανακαλύπτουμε – εξαιρέσεις. Κι ακόμη και τότε που έμαθες να διαβάζεις, Τζορτζ, ενδιαφερθήκαμε για το καλούπι του μυαλού σου. Ορισμένες ιδιαιτερότητες αναφέρθηκαν και τότε από τον υπεύθυνο γιατρό».

«Δεν μπορείτε να μ’ εκπαιδεύσετε; Δεν έχετε καν δοκιμάσει. Είμαι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψω».

«Ο νόμος μας το απαγορεύει, Τζορτζ. Αλλά άκου, δε θα είναι και άσχημα. Εμείς θα εξηγήσουμε την περίπτωση στους γονείς σου για να μην πληγωθούν. Στο μέρος που θα πας, θα έχεις προνόμια. Θα σου παράσχουμε βιβλία για να μάθεις ό, τι θελήσεις».

«Ν’ αλείφεις τη γνώση με το χέρι, σαν το βούτυρο στο ψωμί», είπε ο Τζορτζ με πικρία. «Κομμάτι, κομμάτι. Και μετά, όταν θα είμαι στα πρόθυρα του θανάτου, θα μάθω αρκετά για να γίνω Πιστοποιημένος Κατώτερος Υπάλληλος Γραφείου, Τμήμα Συνδετήρων».

«Κι όμως ξέρω διάβαζες κιόλας βιβλία».

Ο Τζορτζ πάγωσε. Κεραυνοβολήθηκε από μια ξαφνική συνειδητοποίηση, που τον συνέτριψε. «Αυτό είναι».

«Τι πράγμα;»

«Εκείνος ο τύπος, ο Αντονέλι. Μου την έφερε πισώπλατα».

«Όχι, Τζορτζ. Έχεις άδικο».

«Εμένα μου λες!» Ο Τζορτζ βρισκόταν σε μια έκσταση μανίας. «Εκείνος ο παλιομπάσταρδος με ξεπούλησε γιατί νόμισε πως του έκανα τον έξυπνο. Διάβαζα βιβλία και προσπαθούσα να κάνω μια καλή αρχή για να γίνω προγραμματιστής. Λοιπόν, τι θέλετε τώρα για να το τακτοποιήσουμε; Λεφτά; Δεκάρα τσακιστή δε θα πάρετε. Θα φύγω από δω και όταν τελειώσω την καταγγελία μου – ». Ούρλιαζε τώρα.

Ο Έλενφορντ κούνησε το κεφάλι του και πίεσε έναν διακόπτη. Δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο ακροποδητί και στάθηκαν εκατέρωθεν του Τζορτζ. Ακινητοποίησαν τα χέρια του στα πλευρά του. Ο ένας τον ψέκασε μ’ ένα υποδερμικό σπρέι στο κοίλο μέρος του αγκώνα και μπαίνοντας το υπνωτικό στη φλέβα του έδρασε αμέσως. Τα ουρλιαχτά του σταμάτησαν και το κεφάλι του έγειρε χαλαρό προς τα μπρος. Τα γόνατά του διπλώθηκαν στα δυο και μόνο οι άντρες τον κρατούσαν όρθιο ενώ αυτός κοιμόταν.


Φρόντισαν πράγματι τον Τζορτζ σύμφωνα με την υπόσχεσή τους. Του φερθήκαν καλά και πάντοτε στοργικά – με τον τρόπο, σκεφτόταν ο Τζορτζ, που κι ο ίδιος θα έδειχνε οίκτο σ’ ένα άρρωστο γατάκι. Του έλεγαν πως έπρεπε να σταθεί στα πόδια του και να δείξει ενδιαφέρον για τη ζωή. Κατόπιν του έλεγαν ότι οι περισσότεροι που έρχονταν εδώ ήταν το ίδιο απελπισμένοι στην αρχή, και γρήγορα θα έβγαινε απ’ αυτήν την κατάσταση. Αυτός ούτε καν τους άκουγε.

Ο ίδιος ο Δρ Έλενφορντ τον επισκέφτηκε να του πει πως οι γονείς του πληροφορήθηκαν ότι ο ίδιος έλλειπε σε ειδική αποστολή.

Ο Τζορτζ μουρμούρισε, «Ξέρουν πως –»

Ο Έλενφορντ τον καθησύχασε αμέσως. «Δε δώσαμε καμιά λεπτομέρεια».

Στην αρχή ο Τζορτζ αρνιόταν να τρώει. Τον τάιζαν ενδοφλέβια. Έκρυβαν όλα τα αιχμηρά αντικείμενα και τον φρουρούσαν. Ο Χάλι Ομάνι έγινε ο συγκάτοικός του και η απάθειά του επέδρασε καταπραϋντικά πάνω στον Τζορτζ.

Μια μέρα, εξαιτίας σκέτης και απελπιστικής ανίας, ο Τζορτζ ζήτησε ένα βιβλίο. Ο Ομάνι, ο οποίος διάβαζε βιβλία διαρκώς, σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε πλατιά. Ο Τζορτζ παραλίγο ν’ ακυρώσει το αίτημά του εκεί και τότε προτιμώντας τίποτε παρά να τους δώσει την ικανοποίηση πως χρειάζεται κάτι, αλλά σκέφτηκε: και τι με νοιάζει; Δεν είπε ακριβώς τι βιβλίο ήθελε κι ο Ομάνι του έφερε ένα σχετικά με χημεία. Τα γράμματα ήταν μεγάλα, οι λέξεις σύντομες και είχε πολλές εικονογραφήσεις. Ήταν βιβλίο για εφήβους. Το πέταξε βίαια πάνω στον τοίχο.

Να τι θα ήταν πάντα. Όλη του τη ζωή ένας έφηβος. Ένας προ-Εκπαιδευμένος για πάντα για τον οποίο θα γράφονταν ειδικά βιβλία. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σιγοβράζοντας από θυμό και λύπη και ατενίζοντας το ταβάνι. Μετά από μια ώρα σηκώθηκε βλοσυρός, σήκωσε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει.

Χρειάστηκε μια βδομάδα να το τελειώσει και κατόπιν ζήτησε άλλο.

«Θέλεις να πάω το άλλο που τελείωσες πίσω;» ρώτησε ο Ομάνι. Ο Τζορτζ συνοφρυώθηκε. Υπήρχαν πράγματα στο βιβλίο που δεν καταλάβαινε, αλλά από ντροπή δεν ήθελε να ρωτήσει. Ο Ομάνι όμως είπε, «εδώ που τα λέμε, καλύτερα να το κρατήσεις. Τα βιβλία γράφτηκαν να διαβάζονται και να ξαναδιαβάζονται».

Και την ίδια μέρα τελικά δέχτηκε την πρόσκληση του Ομάνι να περιηγηθούν το μέρος. Ακολουθούσε πεισματικά τον Νιγηριανό και εξέταζε τον περιβάλλοντα χώρο με εχθρικό μάτι. Πράγματι ο χώρος κάθε άλλο παρά φυλακή ήταν. Δεν υπήρχαν ούτε τείχη, ούτε κλειδωμένες πόρτες, ούτε φρουροί. Αποτελούσε όμως μια φυλακή για το λόγο ότι οι τρόφιμοι δεν είχαν που να πάνε αν ήθελαν να δραπετεύσουν.

Κάπως ένιωσε καλύτερα που είδε δεκάδες κι άλλους σαν κι αυτόν. Μέχρι τώρα νόμιζε πως ήταν ο μοναδικός στον κόσμο – σακάτης. «Πόσοι βρίσκονται εδώ τέλος πάντων;» είπε μουρμουρίζοντας.

«Διακόσιοι πέντε, Τζορτζ, και τούτο δεν είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο. Υπάρχουν χιλιάδες». Κόσμος γύριζε και τον κοίταζε καθώς περνούσε, όπου κι αν πήγαινε, στο γυμναστήριο, στα γήπεδα του τένις, στη βιβλιοθήκη (ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανταστεί να υπάρχουν τόσα πολυάριθμα βιβλία. Ήταν τακτοποιημένα, πράγματι με τάξη, πάνω σε ράφια, σε μακρές σειρές ραφιών). Τον κοίταζαν με περιέργεια προκαλώντας τον να τους επιστρέφει το βλέμμα του αγριωπά. Στο κάτω-κάτω οι ίδιοι δεν ήταν καλύτεροι απ’ αυτόν. Δεν είχαν το δικαίωμα να τον κοιτάζουν σαν να ήταν κάτι το αξιοπερίεργο.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν πατήσει τα είκοσι. «Τι γίνεται με τους μεγαλύτερους;» ρώτησε ξαφνικά ο Τζορτζ. «Ο χώρος τούτος ειδικεύεται με τους ηλικιακά νεότερους», απάντησε ο Ομάνι. Ύστερα, σαν να κατάλαβε τον υπαινιγμό της ερώτησης του Τζορτζ που δεν είχε πιάσει στην αρχή, κούνησε το κεφάλι του και είπε με σοβαρότητα. «Δεν τους ξεκάνουν, αν είναι αυτό που εννοείς. Υπάρχουν ιδρύματα για μεγαλύτερους». «Ποιος νοιάζεται;» μουρμούρισε ο Τζορτζ, που ένιωσε ότι έδειχνε υπερβολικό ενδιαφέρον κι έτσι κινδύνευε να γίνει υποχωρητικός. «Καθώς μεγαλώνεις μπορεί να βρεθείς σ’ ένα ίδρυμα με τροφίμους κι απ’ τα δυο φύλα». Τούτο εξέπληξε κάπως τον Τζορτζ. «Και οι γυναίκες το παθαίνουν;» «Και βέβαια. Τι νομίζεις; Ότι οι γυναίκες είναι απρόσβλητες σ’ αυτό;» Ο Τζορτζ δέχτηκε αυτήν την παρατήρηση στο μυαλό του με περισσότερο ενδιαφέρον και έξαψη απ’ οτιδήποτε είχε νιώσει από την ημέρα που – έδιωξε γρήγορα τη σκέψη από το νου του.

Ο Ομάνι σταμάτησε στο κατώφλι ενός δωματίου που περιείχε μια μικρή καλωδιακή τηλεόραση και έναν επιτραπέζιο υπολογιστή. Πέντε με έξη νεαροί κάθονταν γύρω από την τηλεόραση. «Αυτή είναι μια αίθουσα διδασκαλίας», είπε ο Ομάνι. «Και τι κάνουν;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Εκπαιδεύονται. Όχι, με την κανονική μέθοδο», πρόσθεσε γρήγορα.

«Δηλαδή, στοιβάζουν ό, τι μαθαίνουν κομμάτι-κομμάτι στο μυαλό τους;»

«Ακριβώς. Μ’ αυτόν τον τρόπο μάθαιναν στην αρχαιότητα».

Τούτο συνέχιζαν να του λένε από τη μέρα που ήρθε στο ίδρυμα αλλά τι έβγαινε; Πες πως υπήρξε μια μέρα όταν η ανθρωπότητα δε γνώριζε τον διαθερμικό φούρνο. Τούτο πάει να πει πως έπρεπε να είναι ευχαριστημένος να τρώει το κρέας του ωμό ενώ οι άλλοι τώρα το τρώνε μαγειρεμένο;

«Γιατί υφίστανται όλα αυτά με το να μαθαίνουν με τόση αργοπορία;» ρώτησε.

«Για να σκοτώνουν την ώρα τους, κι επειδή έχουν την περιέργεια».

«Και σε τι τους ωφελεί αυτό;»

«Τους κάνει πιο χαρούμενους».

Ο Τζορτζ κλωθογύρισε τη σκέψη αυτή στο νου του μέχρι την ώρα του ύπνου.

Το επόμενο πρωί ρώτησε τον Ομάνι απότομα: «Μπορείς να μου βάλεις σε μια τάξη όπου μπορώ να βρω κάτι για προγραμματισμό;»

«Και βέβαια», ανταποκρίθηκε ο Ομάνι με θέρμη.

Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και ο Τζορτζ την απεχθανόταν. Γιατί θα έπρεπε κάποιος να του εξηγεί κάτι ξανά και ξανά; Γιατί θα έπρεπε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει μια παράγραφο, και να κατόπιν να κοιτάζει προσεκτικά μια μαθηματική εξίσωση και να μην την καταλαβαίνει αμέσως; Δεν ήταν αυτός ο τρόπος που πορεύονταν οι κανονικοί άνθρωποι. Ξανά και ξανά παραιτούταν. Κάποτε δεν πήγε να παρακολουθήσει μαθήματα για μια βδομάδα. Αλλά πάντοτε επέστρεφε. Ο λειτουργός, που ήταν υπεύθυνος για την ανάθεση μελέτης, και τους έκανε τηλεοπτικές επιδείξεις, και επιπλέον τους εξηγούσε δύσκολες παραγράφους και δυσκολονόητες έννοιες, ποτέ δεν του έκανε παρατήρηση για την απουσία του.

Τελικά ανάθεσαν στον Τζορτζ μια τακτική εργασία στους κήπους και σε ποικίλες εργασίες στα μάγειρα και στην καθαριότητα. Τούτο παρουσιαζόταν ως μια προαγωγή, αλλά δεν το έχαφτε. Ο χώρος θα μπορούσε να είναι πιο μηχανικά εξοπλισμένος από όσο ήταν, αλλά σκόπιμα εξασφάλιζαν χειρονακτική απασχόληση για τους νεαρούς για να τους κάνουν να πιστέψουν ότι έκαναν κάτι άξιο και χρήσιμο. Ο Τζορτζ όμως δεν ξεγελιόταν. Έπαιρναν επίσης κι ένα μικρό ποσό χρημάτων με το οποίο θα μπορούσαν να αγοράσουν είδη της προτίμησής τους ή να το βάλουν στην μπάντα για μια προβληματική χρήση σε προβληματικά γηρατειά. Ο Τζορτζ έβαζε τα χρήματά του σ’ ένα ανοιχτό γυάλινο βάζο που το φύλαγε στο ράφι ενός ντουλαπιού. Ιδέα δεν είχε πόσα είχε μαζέψει. Ούτε που τον ένοιαζε.

Δεν έκανε πραγματικούς φίλους αν και έφτασε στο στάδιο να περνάει μια πολιτισμένη μέρα με παρέα. Ακόμη σταμάτησε (σχεδόν σταμάτησε) να συλλογίζεται για την αδικία που τον έριξε εδώ. Βδομάδες περνούσαν χωρίς να ονειρευτεί τον Αντονέλι, τη χοντρή του μύτη και τον προγουλιασμένο λαιμό του, το λοξό του βλέμμα που έριξε τον Τζορτζ σε μια καυτή κινούμενη άμμο κρατώντας τον αποκάτω μέχρι που ξυπνούσε με τον Ομάνι να σκύβει ανησυχητικά από πάνω του.

Μια χιονισμένη μέρα του Φλεβάρη ο Ομάνι του είπε: «Είναι καταπληκτικό με το πώς προσαρμόζεσαι». Αλλά εκείνη η μέρα ήταν ακριβώς δεκατρείς Φεβρουαρίου, τα δέκατα ένατα γενέθλιά του. Ήρθε ο Μάρτης, μετά ο Απρίλης και με την έλευση του Μάη συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προσαρμοστεί καθόλου. Ο προηγούμενος Μάης είχε περάσει απαρατήρητος, επειδή ο Τζορτζ ήταν κλινήρης, μαραζωμένος και χωρίς καμιά προσμονή. Τούτος ο Μάης ήταν διαφορετικός.

Σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, ο Τζορτζ γνώριζε, θα γίνονταν οι Ολυμπιακοί και οι νεαροί θα ανταγωνίζονταν αντιπαραβάλλοντας τις δεξιότητές τους μ’ εκείνες των άλλων αγωνιζόμενοι να εξασφαλίσουν μια θέση σ’ έναν νέο κόσμο. Θα επικρατούσε μια εορταστική ατμόσφαιρα, ενθουσιασμός, δελτία ειδήσεων, οι ανεξάρτητοι πράκτορες στρατολόγησης από μακρινούς πλανήτες, η δόξα της νίκης ή η παρηγοριά της ήττας.

Πόση φαντασία υπήρχε σ’ αυτά τα μοτίβα, πόση παιδική του έξαψη ακολουθούσε τα δρώμενα των Ολυμπιακών από χρόνο σε χρόνο, πόσα σχέδιά του – ο Τζορτζ Πλάτεν δεν μπορούσε να συγκρατήσει την νοσταλγία στη φωνή του. Ήταν αδύνατον να καταπιεστεί άλλο. «Αύριο είναι Πρωτομαγιά. Ολυμπιακοί!»

Και με τη λέξη Ολυμπιακοί ακολούθησε το περιστατικό που πυροδότησε τον πρώτο καβγά με τον Ομάνι, ο οποίος πρόφερε το ακριβές όνομα του ιδρύματος όπου βρέθηκε ο Τζορτζ. Ο Ομάνι κοίταξε επίμονα τον Τζορτζ και είπε με ευκρίνεια: «Ένα Ίδρυμα για τους διανοητικά καθυστερημένους». Ο Τζορτζ Πλάτεν αναψοκοκκίνησε. Άκου διανοητικά καθυστερημένος! Το απέρριπτε μετά βδελυγμίας. «Φεύγω», είπε μονότονα. Το είπε σε μια στιγμή αυθορμητισμού.

Ο νους του το συνειδητοποίησε αμέσως από τη δήλωση που έκανε. Ο Ομάνι, ο οποίος είχε ξαναπάρει το βιβλίο του, ανασήκωσε το βλέμμα του. «Τι;»

Ο Τζορτζ τώρα ήξερε τι ήθελε και είπε με άγρια φωνή. «Φεύγω».

«Μη λες βλακείες. Κάτσε κάτω, Τζορτζ, ηρέμησε».

«Όχι, όχι. Βρίσκομαι εδώ γιατί μου την έχουν στήσει, σου λέω. Εκείνος ο γιατρός, ο Αντονέλι, δεν με χώνεψε, εξαιτίας της αίσθησης δυνάμεως που έχουν αυτοί οι τιποτένιοι γραφειοκράτες. Τους πας λίγο κόντρα και σου σβήνουν τη ζωή από το φάκελό σου με μια γραφίδα».

«Πάλι το ίδιο βιολί;»

«Πάλι και θα μείνω μέχρι να διευθετηθούν τα πράγματα. Θα τον ξετρυπώσω τον Αντονέλι κατά κάποιο τρόπο, θα τον τσακίσω και θα τον κάνω να πει την αλήθεια». Ο Τζορτζ ανέπνεε βαριά και έδειχνε αναστατωμένος. Ο μήνας των Ολυμπιακών έφτασε και δε θα τον άφηνε να περάσει ανεκμετάλλευτο. Εάν εγκατέλειπε, τούτο θα ήταν η τελευταία παράδοση και θα τα έχανε όλα μια για πάντα.

Ο Ομάνι πήδησε από τη μια μεριά του κρεβατιού και στάθηκε όρθιος. Ήταν περίπου ένα ογδόντα πέντε και η έκφραση του προσώπου του τον έκανε να φαίνεται σαν ένα προστατευτικό σκυλί του Αγίου Βερνάρδου. Έβαλε το χέρι του γύρω από τον ώμο του Τζορτζ, «αν σε πλήγωσα –», ο Τζορτζ το απομάκρυνε μ’ ένα κούνημα. «Είπες αυτό που πιστεύεις πως είναι αλήθεια, κι εγώ θα αποδείξω πως δεν είναι έτσι, αυτό είναι όλο. Γιατί όχι; Η πόρτα είναι ανοιχτή. Δεν υπάρχουν κλειδαριές. Κανείς δεν είπε ότι δεν μπορώ να φύγω. Απλά θα βγω έξω».

«Εντάξει, αλλά που θα πας;»

«Στον κοντινότερο αεροσταθμό και μετά στο κοντινότερο Ολυμπιακό κέντρο. Λεφτά έχω». Άρπαξε το ανοιχτό βάζο και έπιασε στα χέρια του τα μεροκάματα που είχε βάλει στην μπάντα. Μερικά κέρματα έπεσαν στο πάτωμα κουδουνίζοντας.

«Αυτά θα σου φτάσουν για μια βδομάδα ίσως, και μετά;»

«Μέχρι τότε θα έχουν όλα τακτοποιηθεί».

«Μέχρι τότε θα έχεις γυρίσει πίσω έρποντας», είπε ο Ομάνι σοβαρά, «και κρίμα στην πρόοδο που έχεις κάνει να πρέπει ν’ αρχίσεις πάλι από την αρχή. Είσαι τρελός, Τζορτζ».

«Καθυστερημένος είναι ο όρος που χρησιμοποίησες πριν».

«Λυπάμαι, στ’ αλήθεια, που το είπα. Μείνε σε παρακαλώ».

«Τι θα κάνεις; Θα με σταματήσεις;»

Ο Ομάνι έσφιξε τα παχιά του χείλη. «Όχι, δε θα το κάνω. Δικό σου θέμα είναι. Εάν ο μόνος τρόπος να μάθεις είναι να τα βάλεις μ’ όλον τον κόσμο και να επιστρέψεις αφού θα έχεις φάει τα μούτρα σου, προχώρα – άντε, λοιπόν, προχώρα».

Ο Τζορτζ έφτασε στο κατώφλι και γύρισε να κοιτάξει πίσω από την πλάτη του. «Φεύγω» - και γύρισε πίσω να πάρει με το πάσο του το νεσεσέρ του – «Ελπίζω να μην έχεις αντίρρηση να πάρω μερικά προσωπικά μου αντικείμενα»

Ο Ομάνι ανασήκωσε τον ώμο του. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι και άρχισε να διαβάζει αδιάφορα. Ο Τζορτζ κοντοστάθηκε ξανά στην πόρτα, αλλά ο Ομάνι δε σήκωσε τα μάτια του να τον κοιτάξει. ο Τζορτζ έτριξε τα δόντια του, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε γρήγορα κατά μήκος του άδειου διαδρόμου βγαίνοντας στις βυθισμένες στο νυχτερινό σκοτάδι αυλές. Περίμενε πως θα τον σταματούσαν πριν βγει από τους χώρους. Δεν τον σταμάτησαν όμως. Σταμάτησε σ’ ένα διανυκτερεύον εστιατόριο να ζητήσει οδηγίες για τον αεροσταθμό και περίμενε ο ιδιοκτήτης να καλέσει την αστυνομία. Ούτε και τούτο συνέβη. Κάλεσε ένα αεροταξί να τον πάει στο αεροδρόμιο κι ούτε ο οδηγός του έκανε καμιά ερώτηση.


Κι όμως δεν αναπτερώθηκε καθόλου το ηθικό του. Έφτασε στο αεροδρόμιο τελείως αποκαρδιωμένος. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πώς θα ήταν ο έξω κόσμος. Περιτριγυριζόταν από επαγγελματίες. Ο εστιάτορας είχε αναρτήσει το όνομά του γραμμένο σε πλαστική πινακίδα δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Έτσι κι έτσι, Πιστοποιημένος Μάγειρας. Ο οδηγός του αεροταξί είχε κι αυτός την άδειά του σε εμφανές μέρος, Πιστοποιημένος Σοφέρ. Ο Τζορτζ διαπίστωσε τη γυμνότητα του ονόματός του κι ένιωσε μια τέτοια γύμνια που του φάνηκε χειρότερη από γδάρσιμο. Κανείς όμως δεν τον ενόχλησε. Ούτε κανείς τον κοίταξε με υποψία και ούτε του ζήτησε κάποιο αποδεικτικό επαγγελματικής κατάταξης. Ο Τζορτζ σκέφτηκε πικρόχολα: Ποιος θα φανταζόταν ένα άτομο χωρίς τέτοια αποδεικτικά; Αγόρασε εισιτήριο για το Σαν Φρανσίσκο με το αεροπλάνο των 3:00 πμ. Δεν υπήρχε καμιά άλλη πτήση πριν από το πρωί για ένα σημαντικό Ολυμπιακό κέντρο και ήθελε να περιμένει όσο το δυνατό το λιγότερο. Παράλληλα, καθώς καθόταν μαζεμένος στην αίθουσα αναμονής, είχε τα μάτια του ανοιχτά μήπως τον έψαχνε η αστυνομία. Δεν ήρθε όμως. Έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο πριν το μεσημέρι και η οχλοβοή της πόλης τον χτύπησε κατακέφαλα. Ήταν η μεγαλύτερη πόλη που είχε δει ποτέ σε αντίθεση με την ησυχία και ηρεμία που είχε συνηθίσει ενάμισι χρόνο τώρα. Και επιπλέον ήταν κι Ολυμπιακοί. Παρά λίγο να ξεχάσει το δικό του χάλι μέσα στην ξαφνική διαπίστωση πως ο θόρυβος, η έξαψη και όλο αυτό το κομφούζιο οφείλονταν σ’ αυτούς.

Οι γιγαντιαίοι πίνακες ανακοινώσεων των Ολυμπιακών είχαν αναρτηθεί σ’ όλο το αεροδρόμιο για την εξυπηρέτηση των εισερχόμενων ταξιδιωτών, και πλήθος ανθρώπων συνωστίζονταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον γύρω από τον καθένα. Κάθε επάγγελμα είχε τον δικό του πίνακα. Ο καθένας έδειχνε ένα κατάλογο με οδηγίες προς την Ολυμπιακή Αίθουσα όπου θα δινόταν ο αγώνας εκείνης της μέρας για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Ανακοίνωνε επίσης τα ονόματα και τη γενέτειρα των διαγωνιζομένων καθώς και διαφήμιζε τον εξωδιαστημικό ανάδοχο (αν υπήρχε).

Ήταν μια εντελώς στυλιζαρισμένη διαδικασία. Ο Τζορτζ είχε διαβάσει αρκετά συχνά περιγραφές και είχε δει τηλεοπτικές ταινίες τέτοιων αγώνων. Είχε ακόμη δει ζωντανά μικρούς Ολυμπιακούς για την ανάδειξη Πιστοποιημένων Εκδοροσφαγέων στην έδρα της περιοχής τους. Ακόμη και αυτοί οι αγώνες, που δεν είχαν κανένα ενδεχόμενο γαλαξιακό αντίκτυπο (φυσικά δεν υπήρχαν εξωδιαστημικοί θεατές), παρουσίαζαν αρκετό ενθουσιασμό. Εν μέρει, ο ενθουσιασμός αυτός οφειλόταν στον ίδιο τον ανταγωνισμό, εν μέρει είχαν έναυσμα την τοπική έπαρση (όταν έπαιρνε μέρος κανένα πατριωτάκι για να το επευφημήσουν αν και δεν το ήξεραν καθόλου σε προσωπική βάση), και φυσικά το κύριο κίνητρο ήταν τα στοιχήματα. Το τελευταίο δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσεις.

Ο Τζορτζ μετά δυσκολίας πλησίασε τον πίνακα. Βρέθηκε να παρατηρεί με άλλο μάτι τους αναστατωμένους θεατές να κοιτάζουν άπληστα τον πίνακα. Πρέπει κι αυτοί κάποτε να είχαν συμμετάσχει κι οι ίδιοι στους Ολυμπιακούς. Τι είχαν άραγε καταφέρει; Τίποτε!

Εάν υπήρξαν νικητές, θα έπρεπε να βρίσκονται κάπου μακριά στο Γαλαξία, και όχι κολλημένοι εδώ στη Γη. Ό, τι και να ήταν, τα επαγγέλματά τους από την αρχή τους δελέασαν να έρθουν και να μείνουν στη Γη, ή αλλιώς παγιδεύτηκαν στη Γη εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους σε οποιαδήποτε απαιτητικά επαγγέλματα είχαν ειδικευτεί.


Τώρα αυτοί οι αποτυχημένοι στέκονταν εκεί και τζόγαραν στα νέα φυντάνια. Γύπες! Πόσο θα ήθελε να τζόγαραν και στον ίδιο.

Άσκοπα περπάτησε κατά μήκος της σειράς με τους πίνακες, προσκολλημένος στην άκρη των ομάδων γύρω του. Είχε φάει πρωινό στο αεροπλάνο στρατοσφαιρικής πτήσης και δεν πεινούσε. Φοβόταν, όμως. Βρισκόταν σε μια μεγαλούπολη μέσα στη σύγχυση εν όψει της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Σίγουρα αυτό αποτελούσε κάποια προστασία. Η πόλη ήταν γεμάτη ξένους. Κανείς δε θα ρωτούσε για τον Τζορτζ. Κανείς δε θα ενδιαφερόταν γι’ αυτόν. Ούτε καν το Ίδρυμα, σκέφτηκε με πικρία ο Τζορτζ. Τον φρόντισαν σαν ένα άρρωστο γατάκι, κι όταν αυτό περιπλανήθηκε και χάθηκε, τόσο το χειρότερο γι’ αυτό, αλλά τι να κάνεις;

Και τώρα που ήταν στο Σαν Φρανσίσκο, τι έκανε; Οι σκέψεις του προσέκρουαν χωρίς νόημα πάνω σ’ έναν τοίχο. Να δει κάποιον; Ποιον; Πώς; Πού θα μείνει; Τα χρήματα που του έμειναν ήταν για κλάματα. Η πρώτη επονείδιστη σκέψη του ήταν να γυρίσει πίσω. Θα μπορούσε να αποταθεί στην αστυνομία – κούνησε το κεφάλι του βίαια σαν να αντιμετώπιζε έναν χειροπιαστό εχθρό.

Το μάτι του πήρε μια λέξη σ’ έναν φωτεινό πίνακα εκεί γύρω: Μεταλλουργοί. Με μικρότερα γράμματα, χωρίς ειδίκευση σε σίδηρο. Από κάτω ακολουθούσε μια μακρά λίστα ονομάτων, γραμμένα με καλλιγραφικά, υποστηριζόμενα από τη Νόβια.

Του έφερε στο νου του οδυνηρές αναμνήσεις: τις φιλονικίες του με τον Τρεβέλιαν, τόσο σίγουρος πως ένας Προγραμματιστής ήταν ανώτερος από έναν μεταλλουργό, τόσο βέβαιος πως ο ίδιος ακολουθούσε το σωστό δρόμο, τόσο σίγουρος ότι ήταν έξυπνος – τόσο έξυπνος που κόμπασε σ’ εκείνον τον μικρόμυαλο, εκδικητικό Αντονέλι. Ήταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του τη στιγμή εκείνη που τον είχαν καλέσει αφήνοντας έναν φοβισμένο Τρεβέλιαν να στέκεται και να περιμένει τη σειρά του, τόσο βέβαιος του κερατά! Ο Τζορτζ έβγαλε μια σύντομη, ασυνάρτητη τσιριχτή κραυγή. Κάποιος γύρισε και τον κοίταξε, αλλά μετά έσπευσε να συνεχίσει την πορεία του. Ο κόσμος περνούσε δίπλα του ξύνοντας και σπρώχνοντάς τον εδώ κι εκεί. Παρέμεινε στη θέση του κοιτάζοντας τον πίνακα με ανοιχτό το στόμα, λες κι ο πίνακας ανταποκρίθηκε στη σκέψη του. Σκεφτόταν τον Τρεβέλιαν τόσο έντονα που για μια στιγμή του φάνηκε πως ήταν φυσικό ο πίνακας να του ανταπέδιδε τη λέξη Τρεβέλιαν.

Όμως στ’ αλήθεια το όνομα Τρεβέλιαν ήταν γραμμένο εκεί πάνω. Αρμάντ Τρεβέλιαν, μάλιστα, (του Στάμπι το μικρό του, που το μισούσε: εκεί πάνω φωτεινό για το βλέπουν όλοι) και η πόλη που γεννήθηκε. Αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Τρεβ ήθελε να πάει στη Νόβια, στόχευε τη Νόβια, επέμενε για τη Νόβια, και ο αγώνας αυτός υποστηριζόταν από τη Νόβια.

Αναμφίβολα το όνομα ανήκε στον Τρεβ, στον παλιόφιλό του. Χωρίς να το σκεφτεί καλά-καλά σημείωσε τις οδηγίες για να πάει στο χώρο του αγώνα και μπήκε στην ουρά για ένα αεροταξί.

Κατόπιν έκανε τη μελαγχολική σκέψη: ο Τρεβ τα κατάφερε! Μεταλλουργός ήθελε, έγινε! Ο Τζορτζ ένιωσε πιο άχαρα, αισθάνθηκε πιο μόνος από ποτέ. Υπήρχε μια ουρά που περίμενε να μπει στην αίθουσα. Προφανώς, οι Ολυμπιακοί Μεταλλουργίας ήταν συναρπαστικοί και οι συμμετέχοντες έπρεπε να ανταγωνιστούν σκληρά. Τουλάχιστον, αυτό έδειχνε ο φωτισμένος ουρανός πάνω από τον θόλο, και το ίδιο πίστευε όλο εκείνο το συνωστισμένο πλήθος.

Η μέρα θα ήταν βροχερή, σκέφτηκε ο Τζορτζ, κρίνοντας από το χρώμα του ουρανού, αλλά το Σαν Φρανσίσκο είχε κατεβάσει τη θολωτή ασπίδα καλύπτοντας ολόκληρη την πόλη από τον κόλπο μέχρι τον ωκεανό. Αυτό ήταν μεγάλη δαπάνη, φυσικά, αλλά κάθε κόστος άξιζε όσον αφορούσε την άνεση των Εξωδιαστημικών. Θα βρίσκονταν στην πόλη για τους Ολυμπιακούς. Άφηναν πολλά λεφτά. Και για κάθε νεοσύλλεκτο, θα εισπραττόταν ένα τέλος, τόσο για τη Γη όσο και για τον ανάδοχο πλανήτη. Άξιζε λοιπόν τον κόπο γιατί οι Εξωδιαστημικοί θα είχαν στο νου τους πάντα μια συγκεκριμένη πόλη όπου πέρασαν ευχάριστα τη διαμονή τους κατά τους Ολυμπιακούς. Το Σαν Φρανσίσκο ήξερε καλά τι έκανε.

Ο Τζορτζ, χαμένος στις σκέψεις του, ένιωσε ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο του και κάποιον να του λέει, «περιμένεις στην ουρά, νεαρέ μου;» Η ουρά είχε προχωρήσει χωρίς να καταλάβει ο Τζορτζ ότι είχε αφήσει μπροστά του ένα κενό. Προχώρησε βιαστικά προς τα μπρος και μουρμούρισε, «συγγνώμη, κύριε». Ένιωσε το άγγιγμα από δυο δάχτυλα στον αγκώνα του σακακιού του και γύρισε ρίχνοντας ένα φευγαλέο βλέμμα.

Ο άντρας από πίσω του κούνησε το κεφάλι του χαρούμενα. Είχε ψαρά μαλλιά, και κάτω από το σακάκι του φορούσε ένα παλιομοδίτικο πλεχτό που κούμπωνε στο μπροστινό μέρος. «Δεν ήθελα να φανώ σαρκαστικός», είπε.

«Δε με πείραξε».

«Εντάξει τότε». Έδειχνε ευχάριστα ομιλητικός. «Έλεγα ότι απλά στεκόσουν εδώ, μπλεγμένος, ούτως ειπείν, μέσα στην ουρά μόνο κατά λάθος. Σκέφτηκα πως θα ήσουν –»

«Θα ήμουν τι;» αντέδρασε ο Τζορτζ απότομα. «Μα, ένας αγωνιζόμενος, φυσικά. Φαίνεσαι νέος», απάντησε ο ηλικιωμένος. Ο Τζορτζ γύρισε αλλού. Δεν αισθανόταν ούτε ευχάριστος ούτε ομιλητικός, και γρήγορα έχανε την υπομονή του με τους περίεργους.

Μια σκέψη του ήρθε στο νου. Μήπως εξεδόθη καμιά επείγουσα ανακοίνωση γι’ αυτόν; Μήπως είχε δοθεί η περιγραφή του και κυκλοφόρησε η φωτογραφία του; Μήπως ο ψαρομάλλης προσπαθούσε να δει προσεκτικά το πρόσωπό του;

Δεν είδε καθόλου τις ειδήσεις. Τέντωσε τον λαιμό του να δει την κινούμενη γραμμή των τίτλων ειδήσεων που προβαλλόταν σε μια επιφάνεια της θολωτής ασπίδας. Τα γράμματα φαίνονταν σχετικά θαμπά στο φόντο του γκρίζου, συννεφιασμένου ουρανού. Δεν ωφελούσε. Τα παράτησε αμέσως. Οι τίτλοι ποτέ δε θα αναφέρονταν στον ίδιο. Ο χρόνος ήταν αφιερωμένος στους Ολυμπιακούς και οι μόνες ειδήσεις που άξιζαν να βγουν σε τίτλους ήταν τα συγκριτικά αποτελέσματα των νικητών και τα έπαθλα που κέρδιζαν, οι ήπειροι, τα έθνη και οι πόλεις. Τούτο θα συνεχιζόταν για βδομάδες, με αποτελέσματα υπολογισμένα σε μια κατά κεφαλήν βάση και κάθε πόλη να βρίσκει κάποιον τρόπο να υπολογίζει τον εαυτό της σε μια τιμητική θέση. Η γενέτειρά του είχε πιάσει κάποτε την τρίτη θέση στους Ολυμπιακούς στον τομέα των Τεχνικών Καλωδίωσης. Τρίτη σ’ όλη την Πολιτεία!

Διατηρούσαν ακόμη την τιμητική πλακέτα στο Δημαρχείο. Ο Τζορτζ βάδισε καμπουριάζοντας με το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους και έχωσε τα χέρια του στις τσέπες, αλλά έκρινε ότι αυτό τον έκανε περισσότερο αξιοπρόσεκτο. Χαλάρωσε και προσπάθησε να το παίξει αδιάφορος, πράγμα που τον έκανε να νιώσει ασφαλέστερος. Είχε μπει στον προθάλαμο τώρα, αλλά κανένα χέρι της εξουσίας δεν έπεσε βαρύ στον ώμο του. Προχώρησε μέσα στην αίθουσα και πήγε να καθίσει όσο πιο μπροστά μπορούσε. Ένιωσε μια δυσάρεστη έκπληξη παρατηρώντας ότι ο ψαρομάλλης κάθισε κι αυτός δίπλα του. Απόστρεψε γρήγορα το βλέμμα του και προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση. Στο κάτω-κάτω ο άνθρωπος ήταν ακριβώς πίσω του στην ουρά.

Ο ψαρομάλλης, πέρα από ένα σύντομο και διστακτικό χαμόγελο, δεν του έδωσε άλλη σημασία και εξάλλου οι Ολυμπιακοί ήταν έτοιμοι ν’ αρχίσουν. Ο Τζορτζ στάθηκε όρθιος στη θέση του για να δει αν μπορούσε να διακρίνει τη θέση που ανατέθηκε στον Τρεβέλιαν και τη στιγμή εκείνη ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε.

Η αίθουσα ήταν μετρίων διαστάσεων με σχήμα κλασικό, μακρύ ωοειδές με τους θεατές να καταλαμβάνουν τους δύο εξώστες καθ’ όλο το μήκος του χείλους ενώ οι διαγωνιζόμενοι βρίσκονταν σε μια ευθύγραμμη τάφρο κάτω στο κέντρο. Τα μηχανήματα ετοιμάστηκαν, οι πίνακες προόδου πάνω από κάθε πάγκο ήταν κενοί εκτός από το όνομα και τον αριθμό κάθε αγωνιζομένου. Οι διαγωνιζόμενοι βρίσκονταν πάνω στο βάθρο διαβάζοντας ή συνομιλώντας. Ένας εξ αυτών εξέταζε με λεπτομέρεια τα νύχια των χεριών του. (Δεν ήταν σωστό οι διαγωνιζόμενοι να δίνουν σημασία στο πρόβλημα που είχαν να χειριστούν μέχρι να δοθεί το εναρκτήριο σύνθημα).

Ο Τζορτζ διάβασε το φύλλο του προγράμματος που έβγαλε από την ειδική σχισμή του μπράτσου της θέσης και βρήκε το όνομα του Τρεβέλιαν. Ήταν το νούμερο δώδεκα και προς απογοήτευση του Τζορτζ ήταν σε λάθος μέρος της αίθουσας. Μπορούσε με δυσκολία να διακρίνει τη μορφή του Διαγωνιζόμενου Δώδεκα να στέκεται με τα χέρια του στις τσέπες, με την πλάτη στο μηχάνημα και να ατενίζει το ακροατήριο λες και μετρούσε πόσοι ήταν. Ο Τζορτζ δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του Τρεβέλιαν. Κι όμως εκείνος ήταν ο Τρεβ. Ο Τζορτζ κάθισε αναπαυτικά πίσω στη θέση του. Αναρωτήθηκε αν ο Τρεβ θα τα πήγαινε καλά. Ήλπιζε, θεωρώντας το καθήκον του, να τα πάει καλά, κι όμως υπήρχε κάτι μέσα του που αποδεικνυόταν επαναστατικά ζηλόφθονο. Από τη μια μεριά, ο Τζορτζ, ανεπάγγελτος, να παρακολουθεί. Κι απ’ την άλλη, ο Τρεβέλιαν, Πιστοποιημένος Μεταλλουργός, να βρίσκεται εκεί και να διαγωνίζεται.

Ο Τζορτζ αναρωτήθηκε πάλι εάν ο Τρεβέλιαν είχε διαγωνιστεί στο πρώτο του έτος. Ενίοτε κάποιοι διαγωνίζονταν εάν ένιωθαν ιδιαίτερα σίγουροι για τον εαυτό τους – ή επίσπευδαν. Τούτο ενείχε κάποιο ρίσκο. Όσο και αποτελεσματική κι αν ήταν η εκπαιδευτική διαδικασία, ένα προκαταρκτικό έτος στη Γη (λάδωμα της σκουριασμένης γνώσης, σύμφωνα με την έκφραση) εξασφάλιζε ένα υψηλότερο αποτέλεσμα. Εάν ο Τρεβέλιαν διαγωνιζόταν εκ νέου, ίσως δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Ο Τζορτζ ντράπηκε που μια τέτοια σκέψη τον ευχαριστούσε κάπως. Κοίταξε γύρω του. Η κερκίδα είχε σχεδόν γεμίσει. Προμηνυόταν ότι οι Ολυμπιακοί αυτοί θα είχαν υψηλή θέαση, πράγμα που σήμαινε μεγαλύτερο άγχος στους διαγωνιζόμενους – ή μεγαλύτερο κίνητρο, αναλόγως με το άτομο.

«Γιατί λέγονται Ολυμπιακοί;» σκέφτηκε ξαφνικά. Ποτέ δεν έμαθε. Γιατί το ψωμί το λένε ψωμί; Κάποτε ρώτησε τον πατέρα του: «Γιατί τους λένε Ολυμπιακούς, μπαμπά;» και ο πατέρας του απάντησε: «Ολυμπιακοί σημαίνει ανταγωνισμός». Τότε ο Τζορτζ ρώτησε: «Όταν μαλώνουμε εγώ κι ο Στάμπι, είναι κι αυτό Ολυμπιακοί, μπαμπά;» Ο Πλάτεν, ο πρεσβύτερος, είχε πει: «Όχι. Οι Ολυμπιακοί είναι μια ιδιαίτερη μορφή ανταγωνισμού, και σταμάτα να κάνεις ανόητες ερωτήσεις. Θα μάθεις όσα πρέπει όταν Εκπαιδευτείς».

Ο Τζορτζ τώρα πίσω στο παρόν, αναστέναξε και κουλουριάστηκε στη θέση του. «Όσα πρέπει να μάθεις!» Περίεργο που εκείνη η ανάμνηση να είναι τόσο σαφής τώρα. «Όταν Εκπαιδευτείς». Κανείς ποτέ δεν είπε, «Αν ποτέ Εκπαιδευτείς».

Πάντοτε συνήθιζε να κάνει ανόητες ερωτήσεις – έτσι φαινόταν τώρα – λες και μέσα το νου του προϋπήρχε κάποια ενστικτώδης γνώση για την ανικανότητά του να Εκπαιδευτεί και γι’ αυτό συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις για να αποκτά σπαράγματα γνώσης εδώ κι εκεί όσο καλύτερα μπορούσε.

Και στον Οίκο τον ενθάρρυναν σ’ αυτό επειδή συμφωνούσαν με το νοητικό του ένστικτο. Ήταν ο μόνος τρόπος.

Ανακάθισε ξαφνικά. Τι στον διάβολο σκεφτόταν; Παρασυρόταν σ’ εκείνο το ψέμα; Γινόταν αυτό επειδή ο Τρεβέλιαν ήταν εκεί μπροστά του, ένας Εκπαιδευμένος, διαγωνιζόμενος στους Ολυμπιακούς και ο ίδιος να παραδίδεται στη μοίρα του! Δεν ήταν διανοητικά καθυστερημένος! Όχι! Και ή κραυγή μέσα στο νου του συνοδεύτηκε από τον σαματά του πλήθους καθώς όλοι στάθηκαν όρθιοι. Το θεωρείο στο κέντρο της αίθουσας καταλήφθηκε από μια κουστωδία φέροντας τα χρώματα της Νόβια και η λέξη Νόβια εμφανίστηκε από πάνω τους στον κυρίως πίνακα.

Η Νόβια ήταν ένας κόσμος Βαθμού Α, μ’ έναν μεγάλο πληθυσμό κι έναν πλήρως αναπτυγμένο πολιτισμό, ίσως τον καλύτερο στον Γαλαξία. Ήταν εκείνος ο κόσμος που κάθε Γήινος ήθελε να ζήσει μια μέρα, αν όχι ο ίδιος, τουλάχιστον να δει τα παιδιά του εκεί. (Ο Τζορτζ θυμήθηκε την επιμονή του Τρεβέλιαν να θέσει στόχο τη Νόβια – και να που τώρα διαγωνιζόταν γι’ αυτόν).

Τα φώτα σ’ εκείνον τον τομέα της οροφής πάνω από τους θεατές έσβησαν όπως και τα φώτα του τοίχου. Η κεντρική τάφρος, όπου περίμεναν οι διαγωνιζόμενοι, πλημμύρισε στα φώτα. Ξανά ο Τζορτζ προσπάθησε να διακρίνει τον Τρεβέλιαν, αλλά ήταν πολύ μακριά.

Η καθαρή, καλλιεργημένη φωνή του εκφωνητή ακούστηκε να λέει: «Διακεκριμένοι ανάδοχοι της Νόβια. Κυρίες και κύριοι. Ο Ολυμπιακός διαγωνισμός για τον Μεταλλουργό, μη ειδικευμένο στο σίδηρο, είναι έτοιμος να ξεκινήσει. Οι διαγωνιζόμενοι είναι –»

Προσεκτικά και συνειδητά διάβασε ολόκληρη τη λίστα του προγράμματος. Ονόματα. Πόλεις καταγωγής. Έτη εκπαίδευσης. Κάθε όνομα συνοδευόταν από ζητωκραυγές, και εκείνα με καταγωγή το Σαν Φρανσίσκο έλαβαν τις πιο δυνατές επευφημίες. Όταν ακούστηκε το όνομα του Τρεβέλιαν, ο Τζορτζ εξεπλάγη που ο ίδιος φώναζε και κουνούσε τα χέρια του σαν τρελός. Πιο πολύ όμως εξεπλάγη όταν ο ψαρομάλλης δίπλα του ζητωκραύγασε κι αυτός.