Γιώργος Κρανιάς: Ο Γεωπόνος Δημοσθένης Κρανιάς.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (ΔΗΜΟΣ) ΚΡΑΝΙΑΣ.

Ο Μεσενικολίτης γεωπόνος που πέθανε και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές στην Τασκένδη.
Για την ύπαρξη του ανθρώπου αυτού πρωτοάκουσα από τον συγχωριανό μας Βασίλη Αγορίτσα. Την μεγάλη περιπέτεια της ζωής του όμως μου την είχε διηγηθεί με λεπτομέρειες ο αείμνηστος γιατρός Γιάννης Γακιόπουλος.
Αλλά τελικά την αφορμή για το γράψιμο του σημειώματος αυτού μου την έδωσε μια τυχαία συνάντηση και γνωριμία στο κέντρο των Τρικάλων με τον ενενηνταπεντάχρονο πλέον Αναστάση Διαμαντή, παλαίμαχο αγωνιστή της αριστεράς και πολιτικό πρόσφυγα στη συνέχεια στην Τασκένδη. Μόλις μας σύστησε ο κοινός μας φίλος Βαγγέλης Τσίτρας απ' το Νεοχώρι, και άκουσε το επώνυμό μου τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και με ρώτησε αμέσως:
-Τον Δήμο Κρανιά τι τον είχες; Και άρχισε αμέσως να διηγείται:
"Τον γνώριζα απ' την Καρδίτσα προπολεμικά, τον ξανασυνάντησα στον Γράμμο. Ήμουν στην κηδεία του στην Τασκένδη. Εκεί να δεις. Χιλιάδες άνθρωποι, όλη πόλη, οι επίσημοι και η μπάντα με 80 ... θες 100 μουσικούς. Εμένα για την κηδεία με ειδοποίησε ο Λευτέρης ο Κατσάκος. Τότε έμενα σε μιαν άλλη πολιτεία. Ο Δήμος ήταν σπουδαίος άνθρωπος και επιστήμονας. Οι Ουζμπέκοι τον λάτρευαν γιατί τους είχε βοηθήσει πολύ στην ανάπτυξη της καλλιέργειας του βαμβακιού. Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Πέθανε μέσα στο πανεπιστήμιο. Εκεί κοιμόταν κάνοντας διαρκώς έρευνες και πειράματα. Βρέθηκε νεκρός ένα πρωί. Πρέπει να ήταν το 1955. Βρήκε κι ο φύλακας τον μπελά του γιατί τον άφηνε να κοιμάται εκεί. Ο Λευτέρης έλεγε ότι πέθανε από τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούσε στα πειράματά του"
Αλλά ποιος ήταν τέλος πάντων ο Δημοσθένης Κρανιάς; Τα υπόλοιπα μου τα είχε διηγηθεί ήδη ο αείμνηστος πια Γιάννης Γακιόπουλος.
Ο Δημοσθένης ήταν ο ένας από τους τρεις γιους του παντοπώλη Δημήτρη Κρανιά που διατηρούσε κατάστημα στην Καρδίτσα. Τα άλλα δύο του αδέρφια ήταν ο γυμνασιάρχης φιλόλογος Απόστολος Κρανιάς και ο δικηγόρος Τηλέμαχος Κρανιάς.
Τρία παιδιά, έλεγε ο Γιάννης, όλα σπούδασαν.
Ο Δήμος έγινε γεωπόνος και διορίστηκε στην γεωργική υπηρεσία Αγρινίου. Εκεί στην κατοχή ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή δράση και ήταν στέλεχος του ΚΚΕ. Μετά την κατοχή διώχθηκε και καταδικάστηκε από στρατοδικείο ερήμην σε θάνατο. Κατάφερε όμως να δραπετεύσει από το Αγρίνιο στην Αθήνα, αφού οι καπνεργάτες τον "έχτισαν" μέσα σε ένα φορτηγό ανάμεσα σε μπάλες καπνού. Στην Αθήνα μη έχοντας κατάλυμα, βρήκε τον φοιτητή Γιάννη Γακιόπουλο, του εξήγησε την κατάστασή του και τον κίνδυνο που διέτρεχε και τον παρακάλεσε να τον κρύψει στη σοφίτα όπου έμεινε για τις σπουδές του μαζί με τον επίσης σπουδαστή της γεωπονικής και πρώτο ξάδερφο του Δήμου τον Νίκο Κρανιά. Οι δύο νεαροί φοιτητές με μεγάλο κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής για επτά περίπου μήνες έκρυψαν τον Δημοσθένη. Εκεί να δεις λαχτάρες, έλεγε ο Γιάννης. Κάθε φορά που γινόταν έρευνα στη γειτονιά, μου κοβόταν η ανάσα. Αν μας ανακάλυπταν θα μας έστηναν κι εμάς στον τοίχο με το Γ' ψήφισμα. Μια μέρα ήρθε ένας αστυνομικός. -Πόσοι μένετε εδώ; ρώτησε αυστηρά. Δύο απάντησα και το βλέμμα μου πάγωσε πάνω στα τρία πιάτα, τα τρία ποτήρια και τα τρία πηρούνια που είχαμε στο τραπέζι. Αυτό ήταν είπα μέσα μου μας έπιασε. -Καλά απάντησε και έφυγε. Τώρα τι να σου πω. Δεν κατάλαβε ή απλά έκανε πώς δεν κατάλαβε.
Μετά από επτά περίπου μήνες ήρθε το χαρτί να πάει φαντάρος ο Γιάννης. Ο Δημοσθένης αποφάσισε να φύγει κι αυτός. Τα κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στο αποκορύφωμα του εμφυλίου από την Αθήνα με μια πλαστή ταυτότητα με τα στοιχεία του ξαδέρφου του, και να φτάσει τελικά στο βουνό.
Εκεί λοιπόν στη σχολή αξιωματικών τον συνάντησε ο παλιός του φίλος ο Αναστάσης. "Τρέχω λέει στον διοικητή και του λέω: Αυτός είναι επιστήμονας. Είναι και μεγάλος πια στην ηλικία, δεν κάνει για λοχαγός. Να τον βάλετε σε άλλη υπηρεσία. Κι έτσι τελικά έγινε. Τι να σου πω παιδί μου. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Κάποια στιγμή στην Τασκένδη που με συνάντησε με ρώτησε: -Τι κάνει Αναστάση η Αρετή;
-Ποια Αρετή του λέω, τώρα η Αρετή... χωρίσαμε.
Και τρώω έναν κατακέφαλο ξεγυρισμένο πριν καταλάβει πως αστειευόμουνα. -Αυτή ρε σε στήριξε σε τόσες και τόσες δυσκολίες...
Αυτός ήταν ο Δήμος. Άντε τώρα να πάω για το σπίτι, πρέπει να μαγειρέψω. Η Αρετή ξέρεις τώρα είναι με το πι και δεν μπορεί πια..."