Χρήστος Μηλίτσης: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΝΙΑΛΑΣ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΝIAΛΑΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ

Γράφει ο Χρήστος Μηλίτσης

Το περιστατικό αυτό της τραγωδίας της Νιάλας μας εξιστόρησε ο συγχωριανός μας Αθανάσιος Ζαφείρης. Πριν όμως αναφερθούμε σε όσα μας είπε καλό είναι, να δούμε πως φθάσαμε στο σημείο, ώστε να υπάρχουν ανάμεσα στους αντάρτες του τάγματος Σοφιανού, που έπαθε τη μεγάλη αυτή συμφορά, τόσοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, προερχόμενα από τον άμαχο πληθυσμό. Την άνοιξη του 1945, -αναφέρει- ο Γιάννης Κοσπεντάρης, στέλεχος της Περιοχής- μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον Ε.Λ.Α.Σ άρχισε ο άγριος και εξοντωτικός διωγμός των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, από τις συμμορίες των παρακρατικών και των ταγμάτων Aσφαλείας, που έκαναν επιδρομές στα χωριά. Έπιαναν, βασάνιζαν απάνθρωπα και σκότωναν πολλές φορές επί τόπου πολεμιστές του Ε.Λ.Α.Σ, μέλη του Ε.Α.Μ και άλλων Εθνικοαπελευθερωτικών Oργανώσεων, Ε.Π.O.Ν - Ε.Α κ.λ.π. Την Περιοχή της Θεσσαλίας την λυμαίνονταν οι Σούρληδες και τη Φθιώτιδα οι Βουρλάκηδες. Πολλοί αγωνιστές της Εθνικής  Αντίστασης απ’ όλη τη Θεσσαλία, για να γλιτώσουν απ’ τους Σούρληδες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ζητήσουν καταφύγιο στα βουνά της Δ. Θεσσαλίας, στα Άγραφα και στην Πίνδο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τον Απρίλιο του 1947, βρέθηκαν στη Νιάλα μερικές εκατοντάδες Θεσσαλών που έμειναν σε βλάχικες καλύβες, σε υψόμετρο 2.000 μέτρα και πάνω, χωρίς τρόφιμα, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς θέρμανση. Τη νύχτα στις 12 τ’ Απρίλη χιόνισε και έκανε μεγάλη παγωνιά. Πολλοί ξεπάγιασαν και πέθαναν. Το πρωί στις 13 τ’ Απρίλη, ο στρατός με τη χωροφυλακή και τους παρακρατικούς έκαναν επιδρομή. Λίγοι που άντεξαν στη παγωνιά μπόρεσαν και διέφυγαν. Άλλοι σκοτώθηκαν επί τόπου, και μερικοί πιάστηκαν ζωντανοί. Ο αείμνηστος Τεταγιώτης αγωνιστής Μενέλαος Μούστος,  που έζησε όλες τις συγκλονιστικές στιγμές που πέρασε η φάλαγγα των μαχητών του Τάγματος Σοφιανού, μάρτυρας και ο ίδιος της τραγωδίας της Νιάλας, όπως γράφει στο βιβλίο του, «Αντάρτες στ' Άγραφα» σελ 94 ο Τάκης Ψημένος, στο αφήγημα του Νιάλα περιγράφει πολύ παραστατικά την καρτερικότητα, την αυτοθυσία, το ψυχικό μεγαλείο των αγωνιστών, που μπορεί να νοιώσει ακόμα και εκείνος που ποτέ δεν έζησε παρόμοιες συγκλονιστικές καταστάσεις. Μερικά αποσπάσματα αυτού του αφηγήματος που ακολουθούν, νομίζω ότι θα κατατοπίσουν πληρέστερα τον Αναγνώστη. Ήταν 12 τ' Απρίλη. Βραδιάζει. Στον ουρανό κυλάνε βιαστικά κάτι μολυβένια, βαριά σύννεφα, κατεβαίνουν χαμηλά. Στις κορφές των βουνών πέφτει ομίχλη που σιγά-σιγά σκορπάει παντού. Τα κοράκια πετούν φοβισμένα εδώ και εκεί και τρέχουν να κρυφτούν στις φωλιές τους, αφήνοντας ένα ασυνήθιστο κρώξιμο και η φάλαγγα συντεταγμένη ξεκινάει για τη Νιάλα. Η Νιάλα είναι μια όμορφη βουνοκορφή των Αγράφων, άγριο βουνό, γεμάτο μεγαλείο, θαρρείς πως δεν είναι φυσικό το φτιάξιμο  του. Μοιάζει σαν κάποιος ξακουστός γλύπτης να το τόρνεψε. Θαυμάσιες πέτρινες κορφές, απότομες πλαγιές και γκρεμούρια, θεόρατα βράχια κολλημένα πάνω στο χώμα κι αυχένες για αναγκαστικό πέρασμα. Πόσοι θρύλοι έχουν γίνει για τη Νιάλα! για δράκοντες και για μυθικές Νεράιδες, που θρονιάζουν στις απότομες πλαγιές της Νιάλας και βγαίνουν τα καλοκαίρια και συντροφεύουν τους τσομπάνηδες τα νυχτοβόσκια. Τα καλοκαίρια γεμίζει απ' τους γλυκούς ήχους των κουδουνιών κι απ' τα βελάσματα των αρνιών, απ' τις φλογέρες και τα τραγούδια των τσομπάνηδων και το χειμώνα στέκεται βουβή και ατάραχη μπρος στις μπόρες και τις καταιγίδες. Μονάχα τα κοράκια, τ' αγριοπούλια και τα αγριοζούλαπα τη συντροφεύουν στη βαριά μοναξιά της. Η Νιάλα είναι ο Βασιλιάς των Αγράφων. Στη τουρκοκρατία, ο λαός είχε πλάσει ένα μύθο για τη Νιάλα, που του θέρμαινε τη ψυχή στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Λέγανε, τάχα, πως στη Νιάλα υπάρχει μια πελώρια σπηλιά, απάτητη από άνθρωπο, όπου μέσα εκεί κατοικεί ένας δράκος. Ο Δράκος μισούσε τους Τούρκους και όταν έπαιρναν το δρόμο να ανεβούνε κατά τ' Άγραφα τους κύλαγε μεγάλα κοτρόνια και τους ανάγκαζε να γυρνάνε πίσω. Κι οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πατήσουν στη Νιάλα. Έτσι λοιπόν ορθώνεται γυμνόστηθη η Νιάλα στο κέντρο των Αγραφιώτικων  βουνών κι απλώνεται ανάσκελα ανάμεσα στις βουνοκορφές Σβόνι, Φτέρη-Ντελιδίμ και Πλάκα, αγκαλιασμένη απ' το περήφανο Φλιτζάνι. Άγρια και ακάλυπτη τη δέρνουν το χειμώνα οι βοριάδες οι αγέρηδες και τα χιόνια και το καλοκαίρι ολόγυμνη όπως είναι ψήνεται στο λιοπύρι. Αυτό το βουνό που τις 12 τ' Απρίλη του 1947 χάθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι, έμεινε από τότε στην ιστορία γνωστό ως «τραγωδία της Νιάλας». Το 1947 η περιοχή Αγράφων κατακλύζεται από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Έτσι ο ένοπλος Δημοκρατικός στρατός περικυκλωμένος από παντού πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω στα χωριά της Νεβρόπολης. Επειδή όμως όλα τα σταυροδρόμια ήταν πιασμένα αποφάσισε να περάσει απ' το βουνό Νιάλα. Ξεκίνησε νύχτα να περάσει τα καταράχια της Νιάλας, την άγρια φύση, που με καλές προϋποθέσεις, μέρα μεσημέρι τον άνθρωπο τον δημιουργεί φόβο, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια και κατσικόδρομους, ανηφόρα, να βλέπεις  κάτω τις ρεματιές να σε δημιουργείται ίλιγγος και να σέρνουν μαζί τους ζώα φορτωμένα. Πολλά παραπατούσαν και γκρεμοτσακίζονταν κατρακυλώντας στο βάραθρο. Άρχιζε να βρέχει με το τουλούμι όπως λέει και ο λαός. Όσο η νύχτα προχωρούσε, τόσο δυνάμωνε το ψύχος. Η βροχή μετατράπηκε σε χιόνι. Ξέσπασε φοβερή χιονοθύελλα. Ο κυβερνητικός στρατός βαδίζοντας απ' τη πλευρά του Αχελώου, έσφιξε τον κλοιό των ανταρτών στην περιοχή που βρίσκονταν το τάγμα του Σοφιανού, που αναγκάστηκε ξεκινώντας απ' το χωριό Βραγκιανά με κατεύθυνση Σιάϊκα- Καροπλέσι- Βουργάρα, να περάσει στα μετόπισθεν του στρατού. Είχε φτάσει στις κορφές της Νιάλας, ύστερα από σκληρή ταλαιπωρία μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, μέσα στη φοβερή παγωμένη και Θεοσκότεινη νύχτα. Ας ακούσουμε μερικά αποσπάσματα από αφηγήσεις ανταρτών που βρέθηκαν στη μαρτυρική αυτή πορεία. Ήταν Απρίλης μήνας, κι αυτός στο τέλος του, το 1947. Ο διχασμένος λαός μας χωρισμένος στα δυο, έδινε μια απ' τις αδελφοκτόνες μάχες. Οι δυο παρατάξεις - γράφει στο βιβλίο του, «Πως έζησα και τι είδα στα 70 μου χρόνια σελ 71». Ο. Κ. Σδρόλιας, αγωνιζότανε εδώ στο μικρό οροπέδιο της Νιάλας. Ο ήλιος βασίλευε. Το σκοτάδι έπεφτε βαρύ. Ο καιρός χαλούσε απότομα, τα στοιχειά της φύσης αγρίεψαν. Χιόνι-χιόνι, πρωτάκουστο και αναπάντυχο για την εποχή εκείνη. Τους βρήκε ταμπουρουμένους, απ' τη μια μεριά ο στρατός κι απ' την άλλη οι αντάρτες. Το ψύχος όλο και δυνάμωνε, ίσως και 40 βαθμούς κάτω απ' το μηδέν. Τα όπλα έγιναν μπαστούνια. Στρατός και αντάρτες έγιναν ένα. Ανακατωμένοι μπροστά στο μεγάλο και αδυσώπητο αυτό κίνδυνο προσπαθούσαν να σωθούν ψάχνοντας να βρουν καλύβες απ' τους τσοπαναραίους. Μάταια όμως. Η χιονοθύελλα όλο και μεγάλωνε. Η ψύξη όλο και κατέβαινε. Ο αέρας φύσαγε δαιμονισμένα. Η ανάσα τους πάγωνε. το σώμα τους δεν το αισθάνονταν. Τώρα δεν υπάρχουν παρατάξεις, παλεύουν η φύση και ο άνθρωπος. Πολλοί γκρεμίστηκαν στα βάραθρα και άλλοι παγωμένοι, αγκαλιασμένοι στρατιώτες και αντάρτες μαζί. Μια διλοχία στρατού και άλλοι τόσοι αντάρτες βρήκαν οικτρό θάνατο. Πέθαναν σαν αδέρφια αγκαλιασμένοι μέσα στη βρώμικη αυτή κατάρα του εμφυλίου σπαραγμού. Ο Νικόλαος Μούστος συνεχίζοντας την αφήγηση λέει. Προχωρούμε προσηλωμένοι στο σκοπό μας. Το φιδωτό σχήμα της φάλαγγας συχνά αλλάζει. Ένας πολίτης με κοντοζυγώνει και με χτυπάει στον ώμο.

      -Γεια σου συναγωνιστή

      -Γεια σου του αποκρίνομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι.

      -Τι λες θα περάσουμε;

      -Ούτε ρώτημα. Αμφιβάλλεις;

 Με προσπέρασε. Πιο μπροστά άκουσα να λέει σε άλλον. Κουράγιο σύντροφε, δεν αργούμε. Απ' την ουρά της Φάλαγγας έρχεται αυθόρμητα ένα τραγούδι, που μεταδίδεται ως την κορφή κι ανάβει σ' ολόκληρη τη φάλαγγα.

Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιόνα/ Μουγκρίζουν τ' Άγραφα, σειέται η στεριά./

Στ' άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα/για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Αντιβουίζουν οι λαγκαδιές και τα φαράγγια. Και -παίρνει ο αγέρας το τραγούδι της λεβεντιάς και το σηκώνει ψηλά στον ουρανό και το πάει μακριά- μήνυμα σ' όλη την Ελλάδα. Να ξέρει πως οι γιοι της την υπηρετούν πιστά αψηφώντας τα πάντα. Σταματήστε παιδιά, ακούγεται από μπροστά η φωνή του Διοικητή. Το λέτε όταν περάσουμε τον αυχένα και θα είμαστε σίγουροι. Δεν έχουμε χαμπάρι τι γίνεται κει πάνω, το τραγούδι απότομα σταμάτησε. Σταμάτησαν και οι κουβέντες. Πλησιάζουμε στον αυχένα της Νιάλας. Πάλι κόπηκε η φάλαγγα. Μια απεγνωσμένη κραυγή και ύστερα το κατρακύλισμα στο γκρεμό. Κάποιος γλίστρησε και χάθηκε. Κόπηκαν τα ύπατα. Τρέμουν τα πόδια. Κι αν γλιστρήσω μ' αυτά τα Διαβολοτσάρουχα; Καλύτερα με τις κάλτσες. Τα βγάζω και τα πετάω.

-     Κρατηθείτε σύντροφοι Προχωρήστε. Ακούεται η φωνή του Διοικητή.

  -  Θα βγούμε οπωσδήποτε και η φωνή του αντιλαλεί στις ερημικές πλαγιές της Νιάλας. Προχωρούμε. Ένας έπεσε ξερός. Ο διπλανός κάνει μια προσπάθεια να τον σηκώσει και μένει και κείνος κόκκαλο. Θα πεθάνουμε σκέφτηκα απ' το κρύο. Τα βλέφαρα, τα μαλλιά, οι χλαίνες έπιασαν κρύσταλλο. Κόλλησαν τα μουστάκια και τα γένια στο δέρμα. Κοκκίνισαν τ' αυτιά και οι μύτες. Προχωράμε σαν μεθυσμένοι, χωρίς να σταματάμε ούτε στιγμή. Κι άλλος έπεσε. Παγώνει η ύπαρξη σου. Ξύλιασαν και χέρια και πόδια. Βαδίζαμε σχεδόν μηχανικά. Όχι γιατί ήθελες να προχωρήσεις. Κείνη την ώρα μέσα σ' αυτή την πρωτοείδοτη μπόρα, στην πρωτοφανέρωτη παγωνιά και στην απίστευτη κούραση, ήταν πιο γλυκός ο Θάνατος, παρά ένα βήμα μπροστά. Τώρα είναι καιρός να κάνουμε και εμείς αντεπίθεση, σε πείσμα όλων των στοιχείων που επιστράτευσε η φύση να μας καταπιεί.

- Να τραγουδήσουμε, σύντροφε ταγματάρχη;

-Τραγουδήστε ορρέ! αποκρίθηκε η φωνή του Ταγματάρχη γαλήνια, και οι αντάρτες συνεπάρθηκαν απ' τον ενθουσιασμό και το βρόντηξαν.Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι,/στη Γκιόνα πέφτουν κεραυνοί./Σειούνται στεριές και τα πελάγη,/ όπλων ακούγεται κλαγγή.Και το τραγούδι αντιβουίζει στις πλαγιές, τις σκεπασμένες με χιόνι που τις έδερνε λυσσιασμένος ο Αγραφιώτικος άνεμος. Μια γυναίκα και μια κοπέλα άφησαν αλλόκοτη κραυγή και έπεσαν ξερές. Άλλοι πεθαίνουν και άλλοι τραγουδούν. Τραγουδούν ακριβώς γι' αυτούς που πέφτουν σ' αυτή τη παράξενη μάχη. Μα τι είναι τούτο πάλι; Σίφουνας. Ένας λυσσασμένος αέρας μας κλείνει τα μάτια, μας κόβει την αναπνοή. Σταματάμε. Άλλοι δυο πέφτουν την ίδια στιγμή απ' τον πάγο. Η πιο δύσκολη στιγμή. Μπροστά μας ο αυχένας. Το κρύο αβάσταχτο. Παγώνει το σάλιο. Παγώνει η ανάσα. τα πάντα. Κι’ άλλοι πέφτουν ξυλιασμένοι την τελευταία στιγμή. Τώρα ακριβώς χρειάζονταν η πιο μεγάλη αντοχή η υπερένταση. Σφιχτήκαμε. Προχωράμε αμίλητοι και σκυφτοί. Ολόγυρα καταιγίδα. Είμαστε μέσα σε σίφουνα. O Βασίλης Φυτσιλής στο βιβλίο του «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα»- γράφει για την τραγωδία αυτή. «Βαδίζαμε -λέει- κρατώντας ο ένας τον άλλον απ' τη χλαίνη, απ' το σακάκι, απ' τα χέρια. Μια ανθρώπινη αλυσίδα που πάλευε με πείσμα να νικήσει αυτή τη ξαφνική νύχτα τ' Απρίλη. Είδα δίπλα μου αντάρτες και πολίτες να πέφτουν και να πεθαίνουν σε ένα λεπτό. Έβγαζαν από τα ρουθούνια τους λίγο αίμα, τρεμόπαιζαν για μια στιγμή τα βλέφαρα, και σε λίγο ήταν νεκροί. Πρέπει απ’ τον παγωμένο αέρα που αναπνέαμε να πάθαιναν κάποια ψύξη στο στήθος και να έσπαγαν τα πνευμόνια τους. Είδα μια οικογένεια ολόκληρη, μια μάνα με τα δυο παιδιά της, μια κοπελίτσα μέχρι 15 ετών κι ένα αγοράκι ακόμα πιο μικρό, να κάθονται και οι τρεις αγκαλιασμένοι μέσα στο χιόνι, δίπλα στο μονοπάτι. Δεν μπορούσες να σταθείς, δεν μπορούσες να σκύψεις στον πεσμένο και να του δώσεις βοήθεια. Προχωρείτε- προχωρείτε, μην κόβετε τη φάλαγγα, ούρλιαζε άγρια κάθε τόσο μια φωνή πίσω μας. Να φτάσουμε κάπου, όσοι μπορέσουμε. Να γλιτώσουμε, όσοι καταφέρουμε να περάσουμε αυτόν τον αυχένα. Αυτή την παγωμένη ασπριδερή κόλαση. Πολλοί απ’ τους επικεφαλείς, καθώς κι’ οι ντόπιοι σύνδεσμοι, οι οδηγοί, είχαν πεθάνει ή είχαν χαθεί. Η φάλαγγα κόπηκε, και η πορεία συνεχίζονταν ακέφαλη σχεδόν, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, χωρίς καμιά δυνατότητα προσανατολισμού. Δεν Ξέραμε αν πηγαίναμε Δυτικά ή Ανατολικά. Δεν ξέραμε αν θα βρίσκαμε μπροστά μας στρατό δικό μας ή τους άλλους. Σαν από ένστικτο τρέχαμε κυνηγημένοι από τη Χιονοθύελλα, μυρμήγκια ανυπεράσπιστα, μπροστά στη δύναμη μιας ανελέητης σκούπας, που σάρωνε τα πάντα. Και ο Θανάσης Ζαφείρης Συμπληρώνει: Στα χωριά Άγραφα, στο Τρουβάτου και Κραβασαρά, ήταν ένα τάγμα αντάρτες του Σοφιανού. Ένας Λόχος πυροβολικού. Ένας Λόχος τηλεγραφητών και περίπου 3.000 καταδιωκόμενοι απ όλη τη Θεσσαλία. Όσοι είχαν αδέρφια αντάρτες, αριστεροί, που τους κυνηγούσαν οι παρακρατικές οργανώσεις, Μαϊμάνηδες, Σούρληδες, Βουρλάκηδες κ.λ.π. Ο στρατός έρχονταν κυκλωτικά από όλα τα μέρη. O Σοφιανός έστειλε συνδέσμους, να δει ποιες διαβάσεις ήταν αφύλακτες να περάσει. Ένας απ’ τους συνδέσμους αυτούς, ήταν και ο χωριανός μας Βασίλης Καπερώνης. Ψύχραιμος και θαρραλέος αγωνιστής. Γύρισαν οι σύνδεσμοι και ανέφεραν στο Σοφιανό, ότι όλες οι διαβάσεις ήταν πιασμένες απ’ το στρατό και μόνο μια διάβαση της Νιάλας ήταν ανοιχτή. Ξεκινήσαμε το σούρουπο μέσα σε κατακλυσμό βροχής, πιασμένοι χέρι με χέρι να ανεβούμε ένα στενό μονοπάτι, κατσικόδρομο. Όταν πήρε να φέξει, άρχισε να φυσάει ένας αέρας κρύος και δυνατός. Έκανε παγωνιά. Ένα κοριτσάκι από τον Παλαμά, πάγωσε στον ώμο ενός αντάρτη, Ράγια λέγονταν. Όσοι είχαν πέδιλα από καουτσούκ και ήταν πολλοί αυτοί, γλιστρούσαν, έπεφταν και δεν ξανασηκώνονταν. Πάγωναν στη στιγμή. Εκεί πάγωσε και ο Παυσανίας Τσούλας από το Βουνέσι. O Λοχαγός απεγνωσμένα φώναζε. Παιδιά προχωρείτε-προχωρείτε, κάντε γρήγορα, χάνω το Λόχο μου. O Γιάννης, ο δικός μου, βάδιζε ανάμεσα σε δύο άλλους μπροστά από μένα. Κάποια στιγμή που γύρισε, είδα τα μάτια του μαυρισμένα. Ήταν φοβερό. Βοήθεια δεν μπορούσε να προσφέρει κανένας. Εμείς ήμασταν οι τελευταίοι. Εγώ, ο Αντώνης Στυλογιάννης, ο Θωμάς Μπαλάφας, και μερικοί άλλοι, κάναμε προς τα πάνω στη ράχη για τα καλύβια του Μαλαμούλη. Oι άλλοι προχωρούσαν. Μια τρομερή χιονοθύελλα σηκώνεται έξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δεν φαίνεται. Μουγκρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ότι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει λες, απ’ τη γη. Μα εμείς πατάμε στέρεα. Ο δρόμος δεν διακρίνεται καθόλου, ούτε η κορυφή. Πάγωσε όμως ο σύνδεσμος, δεν γύρισε και οι αντάρτες πέσανε πάνω στο στρατό. Πιάστηκαν ζωντανοί ο Βασίλης Τσιρώνης απ’ την Καρδίτσα, ο Κώστας Xαλκιάς και μερικοί άλλοι. Ταλαντεύεται η φάλαγγα, γράφει ο Μενέλαος Μούστος, μια τρομερή χιονοθύελλα σηκώνεται έξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δεν φαίνεται. Μουγκρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ότι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει λες, απ’ τη γη. Μα εμείς πατάμε στέρεα. Ο δρόμος δεν διακρίνεται καθόλου, ούτε η κορυφή. Ξαφνικά απ’ την κορυφή της Νιάλας έφτασε ο ήχος ντουφεκιών. Τι είχε συμβεί; Ο λόχος του Ερμή βάδιζε στη οπισθοφυλακή της φάλαγγας. Στον αυχένα σκούντησε πάνω σ’ έναν παγωμένο. Η φάλαγγα είχε κοπεί. Δρασκέλισε ο Ερμής πάνω από το παγωμένο σώμα του συντρόφου του και πέρασε στην άλλη πλαγιά. Παράξενο πράγμα. Βλέπουν αντίσκηνα και σκορπάνε μέσα σ’ αυτά. Αλλά τι να δουν; Φαντάροι που περίμεναν μοιρολατρικά το θάνατο. Ξυλιασμένοι και κείνοι, πουντιασμένοι και οι δικοί μας. Ούτε μιλούνε, ούτε τους πυροβολούνε. Ούτε οι δικοί μας ανοίγουν τα όπλα τους. Τα όπλα συμφώνησαν αυτή την ώρα, κάτω απ’ τη βία της φύσης να μη μιλήσουν για θάνατο. Πάγωσαν κι' αυτά, δεν λειτουργούσε τίποτε. Βουβή ανακωχή! Σαστισμένοι οι φαντάροι βλέπουν τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και να αποθέτουν τα όπλα τους, σαν νά 'ναι παλιοί γνώριμοι οι οικοκυράδες στις σκηνές. Παίρνουν κι’ αυτοί θάρρος και ξεκουμπώνονται. -Είμαστε αδέρφια λένε, μην μας πειράζετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.  -Αδέρφια, αδέρφια απαντούνε και οι δικοί μας. Καθίστε απόψε να περάσει αυτό το κακό και το πρωί σαν καλοσυνέψει ο καιρός φεύγετε. Αγκαλιάστηκαν σαν πραγματικά αδέρφια που είχαν χρόνια να ανταμωθούν. Τέτοιο πράγμα δεν ματαγνώρισε η ιστορία. Την άλλη μέρα έφτασε άλλη στρατιωτική δύναμη και συνέλαβε αρκετούς τους έστειλαν στη Λαμία. Καταδικάστηκαν από έκτακτο Στρατοδικείο και εκτελέστηκαν αντιμετωπίζοντας το θάνατο με αφάνταστο ηρωισμό. Χόρεψαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, με πρώτη την Κουσιάντζα που έσυρε το χορό τραγουδώντας.Στη στεριά δεν ζει το Ψάρι,/  ούτε ανθός στην αμμουδιά/.Κι’ οι αντάρτες μας δεν ζούνεΔίχως την ελευτεριά. Ήταν πολύ τραγικό. Η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα ήταν ακούραστο στέλεχος και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στον αγώνα. Εγώ έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να αρθρώσω λέξη -συνεχίζει- ο Θανάσης. Έχασα το ένα πέδιλο και πέταξα και το άλλο. Τα χέρια μου τα είχα από μέσα από την κουβέρτα και ήταν ξυλιασμένα. Την άλλη μέρα πήγα να βρω το πέδιλο και βρήκα τη ρεματιά γεμάτη από παγωμένους αντάρτες. Ήταν κάτι παλικάρια! Στη Νιάλα ξεπάγιασε και ο Κώστας Θοδωρής από την Κερασιά και έμεινε εκεί ο πατέρας του και τον φύλαγε. Είχε κάπα πάνω του και αυτή τον έσωσε. Τη νύχτα αυτή τα θύματα της τραγωδίας αυτής υπολογίζονται σε 150 πεθαμένοι από την παγωνιά, εκτελεσμένοι επί τόπου, καταδικασμένοι σε θάνατο και εκτελεσμένοι στη Λαμία. Ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνεται και ο Βαγγέλης Ταγκούλης, ο Σούλας Τσαμανής από τον Αρμυρό με τη γυναίκα του, ο Γ. Καλαντζής από την Καρδίτσα και η Ελένη Μπουλτσή από την Καστανιά Καρδίτσης. Τι κακό πράγμα ο εμφύλιος πόλεμος;  Θεέ μου, τι φρικτό και απίστευτο που είναι το γεγονός αυτό, ΕΣΥ Θεέ μου, που δημιούργησες τον άνθρωπο και έχεις όλη τη δύναμη να το κάνεις, δώσε φώτιση σ’ αυτούς που κρατούν τη τύχη της ανθρωπότητας στα χέρια τους να μη θέλουν, αλλά και να μην μπορούν να καταστρέψουν ό,τι η Μεγαλοσύνη σου δημιούργησε  και κάνε να παγώσουν τα όπλα όλου του κόσμου και να αχρηστευθούν όπως την τραγική εκείνη νύχτα στη Νιάλα για να βασιλέψει παντού στην οικουμένη η αγάπη, η ησυχία και η διαρκή ειρήνη.