Βασίλη Κ. Μηλίτση: ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ.

ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ


Του Βασίλη Κ. Μηλίτση


Ο πατήρ Παρθένιος, ηγούμενος της μονής Παμμακαρίστου, ήταν εβδομηνταπεντάρης μετρίου αναστήματος, λιγνός με κάτασπρη μακριά γενειάδα. Τα μακριά μαλλιά του, δεμένα σε κότσο και αραιωμένα στο κρανίο, καλύπτονταν από τον καλογερικό σκούφο. Τα μάτια του, ανοιχτόχρωμα γαλανά, ανέδιδαν μια γλυκύτητα που άγγιζε την αγιότητα. Τα ράσα του, πολυφορεμένα, είχαν ξεφτίσει με τον καιρό και είχαν ήδη πάρει ένα γκριζωπό χρώμα. Ανασήκωσε εξεταστικά τα μάτια του προς τον ουρανό και κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι του. Η απριλιάτικη μέρα προμηνυόταν καλή και ζεστή παρόλη την πρωινή υγρασία. Στην ανατολή ζωγραφίζονταν δυο ανακατεμένες λουρίδες από πορτοκαλί, κόκκινα και μενεξελιά χρώματα που φάνταζαν πάνω από τα μακρινά βουνά και που προανάγγελλαν την ανατολή του ήλιου. Τα αστέρια είχαν ήδη χαθεί σ’ έναν γαλακτερό ουρανό αφήνοντας μόνο τον Αυγερινό καρφιτσωμένο σαν διαμάντι στο ανατολικό στερέωμα, ενώ ένα ολόγιομο ωχρό φεγγάρι ήταν έτοιμο να βυθιστεί στα δυτικά βουνά. Αριστερά υψώνονταν επιβλητικά οι δαντελωτοί προμαχώνες του νότιου τείχους του μοναστηριού, όπου στεγάζονταν τα κελιά των μοναχών. Πίσω του ο ηγούμενος έσερνε με το καπίστρι το πεισματάρικο γαϊδουράκι κατηφορίζοντας το κακοτράχαλο μονοπάτι που δεν ήταν κατάλληλο να το κατεβεί καβάλα.


Εκατέρωθεν του μονοπατιού οργίαζε η απριλιάτικη βλάστηση, με ανοιχτό πράσινο χρώμα, αποτελούμενη από βαλανιδιές, κουτσοπιές, καστανιές, μελιούς, και άπειρους φουντωτούς μικρούς θάμνους. Μέσα σ’ αυτή την οργιώδη βλάστηση ακουγόταν ένα πανδαιμόνιο από κελαηδίσματα και τιτιβίσματα πουλιών, κρυμμένων στα δέντρα και τους θάμνους.


Ήθελε ακόμη περίπου ένα εικοσάλεπτο να φτάσει στους πρόποδες του βουνού, οπότε με την ανατολή του ήλιου θα καβαλούσε το υποζύγιό του για να διανύσει με άνεση το επόμενο δίωρο μέχρι τον προορισμό του, το παζάρι της χώρας, που γινόταν κάθε Τετάρτη.

Φτάνοντας στο παζάρι, αναμείχτηκε στο διαφορετικό πλήθος που συνέρρεε όχι μόνο από τα γύρω χωριά του κάμπου, αλλά και από τα βουνίσια χωριά. Όλος αυτός ο κόσμος ερχόταν να πωλήσει ή ν’ αγοράσει ή να ανταλλάξει πραμάτειες, κι αφού θα τελείωνε η δουλειά τους, θα επέστρεφαν το βράδυ στις εστίες τους, καλοί νοικοκυραίοι και ψωμοκουβαλητές.

Ο ηγούμενος ξεπέζεψε μπροστά στο χάνι αφήνοντας στον ιδιοκτήτη του τη φροντίδα του ζώου και έσπευσε να κάνει τις απαραίτητες βδομαδιάτικες προμήθειες του μοναστηριού του. Μαζί με τις αγορές που θα έκανε, πρόσβλεπε με προσμονή και στη συνάντηση του φίλου του, του πατρός Αρσενίου, που ήταν κι αυτός ηγούμενος σ’ ένα μοναστήρι νότια της χώρας. Εδώ και πολύν καιρό βλεπόντουσαν και τα λέγανε. Αφού τελείωσε τα ψώνια, κατευθύνθηκε στο ταβερνάκι του Θωμά, όπου θα συναντιόταν με το φίλο του Αρσένιο να φάνε το λιτό τους γεύμα και να συζητήσουν με την ηρεμία τους.

Ο πατήρ Αρσένιος ήταν ήδη εκεί, καθισμένος στη συνηθισμένη του γωνιά και σκούπιζε με το μαντήλι του το ιδρωμένο πρόσωπό του. Είχε ήδη κι αυτός κάνει τις αγορές του και περίμενε το φίλο του να φάνε. Σε αντίθεση με τον γέροντα Παρθένιο, ο πατήρ Αρσένιος ήταν ένας ψηλός και στιβαρός νέος άντρας, γύρω στα σαράντα πέντε, με κορακίσια γένια και μαλλιά, ριγμένα στους ώμους. Τα μαύρα του μάτια είχαν ένα διαπεραστικό άγριο βλέμμα που προκαλούσε φόβο. Φορούσε κατάμαυρα ράσα και καλυμμαύχι, πολύ καλής ποιότητας, λες κι ήταν από μετάξι.

  • Την ευχή σου, γέροντα, τον χαιρέτησε ο ηγούμενος.

  • Του Κυρίου, ανταπέδωσε ο Αρσένιος.

Παρήγγειλαν, ο Παρθένιος έκανε το σταυρό του, μη δίνοντας σημασία στο ότι ο Αρσένιος δεν έκανε το ίδιο, και άρχισαν να τρώνε ενώ παράλληλα κουβέντιαζαν.

  • Τα νέα σου, γέροντα Αρσένιε, πώς πάει το μοναστήρι; Πολύ θα ήθελα να σας επισκεφτώ, να συλλειτουργήσουμε.

  • Τον καιρό αυτό κάνουμε επισκευές και ανακατατάξεις και δε θα είναι βολικό για την αγάπη σου να μας επισκεφτείς.

  • Τότε θα ήθελα να σε προσκαλέσω εγώ στο δικό μου μοναστήρι να περάσουμε με ηρεμία και προσευχή λίγο καιρό.

  • Μετά χαράς, γέροντα. Ας το κανονίσουμε από τώρα για την ερχομένη Τετάρτη, μετά το παζάρι.

Αφού κανονίστηκε η επίσκεψη του πατρός Αρσενίου, ο καθένας πήρε το δρόμο επιστροφής για το μοναστήρι του.

***

Είχε ήδη περάσει η Μεσοσαρακοστή και σε λιγότερο από τρεις βδομάδες θα ερχόταν το Πάσχα. Όπως είχε κανονιστεί, μετά από το παζάρι της Τετάρτης στην πόλη, οι δυο γέροντες – Παρθένιος και Αρσένιος – πήραν το δρόμο για το μοναστήρι του Παρθένιου. Μπροστά πήγαινε ο Παρθένιος καβάλα στο γαϊδουράκι του και πίσω του ακολουθούσε ο Αρσένιος πάνω στο μεγαλόσωμο μουλάρι του. Ο καιρός είχε ήδη ανοίξει και ήταν χαρά Θεού. Σ’ έναν καταγάλανο ουρανό έλαμπε ένας ολόλαμπρος και ζεστός ήλιος. Η μέρα έμοιαζε περισσότερο καλοκαιρινή και λιγότερο ανοιξιάτικη. Κι όμως στο διάβα της παρέας κάτι δεν πήγαινε καλά: απ’ όπου περνούσαν επικρατούσε μια βαριά και απόκοσμη ατμόσφαιρα, κάτι σαν να σκοτείνιαζε μέσα στην τόση λαμπρότητα, και τα πουλιά ξαφνικά βουβαίνονταν, για να ξαναρχίσουν να κελαηδούν μετά το πέρασμα της «πομπής». Και τα υποζύγια έδειχναν μια ανησυχία, σαν να φοβούνταν από κάτι.

Ο διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών ήταν ολιγόλογος και στις ερωτήσεις του Παρθένιου ο Αρσένιος απαντούσε κοφτά και μονολεκτικά, λες και βαριόταν να απαντήσει. Ο καλοκάγαθος Παρθένιος απέδιδε αυτήν την παράξενη συμπεριφορά του συνταξιδιώτη του σε πιθανή κούραση.

Είχαν κιόλας φτάσει στους πρόποδες του βουνού διανύοντας το μισό της διαδρομής τους. Τώρα έπρεπε να πάρουν την ανηφόρα και μετά από ένα δίωρο θα έφταναν επιτέλους στη μονή της Παμμακαρίστου. Τα άσπρα κτήρια της μονής καθώς και ο τρούλος του καθολικού φάνταζαν σαν ζωγραφιά στην απότομη πλαγιά, όπου το μοναστήρι κούρνιαζε σαν σε αετοφωλιά.

Το μοναστήρι, κτισμένο τον 12ο αιώνα, απαρτιζόταν από ένα τετράγωνο συγκρότημα οικοδομών περιβαλλόμενο από ένα εξωτερικό τείχος στην κορυφή του οποίου υπήρχαν πυργίσκοι και επάλξεις. Το νότιο μέρος του συγκροτήματος στέγαζε τα κελιά των μοναχών, ενώ στο βόρειο ήσαν οι αποθήκες, η τράπεζα, το κελάρι καθώς και οι αχερώνες. Το ανατολικό μέρος αποτελούσε τον εξώστη πάνω από έναν απρόσιτο γκρεμό. Η κύρια είσοδος της μονής βρισκόταν στο δυτικό τμήμα του συγκροτήματος και δεσποζόταν από ένα τεράστιο καμπαναριό. Μετά την είσοδο και δεξιά της, καθώς έμπαινες, υπήρχε το αρχονταρίκι, όπου ο προσκυνητής γινόταν φιλόξενα δεκτός. Το καθολικό της μονής, κτισμένο σε σταυροειδή βυζαντινό ρυθμό, έπιανε ακριβώς το κέντρο του συγκροτήματος. Ήταν ένας μολυβοσκέπαστος ναός με δυο μικρά καμπαναριά και έναν κεντρικό τρούλο με το σταυρό στην κορυφή του, στον οποίο ήταν προσαρμοσμένο ένα αλεξικέραυνο. Εσωτερικά ήταν διακοσμημένο με σπάνιες αγιογραφίες και εικόνες, ενώ το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ήταν ένα σπανιότατο έργο τέχνης.

Επιτέλους μετά από επίπονο αγκομαχητό έφτασαν στο εξωτερικό προαύλιο της μονής. Ο καιρός, όμως, είχε αλλάξει. Βαριά μαύρα σύννεφα προμήνυαν καταιγίδα, ενώ σηκώθηκε ένας ψυχρός αέρας που προκαλούσε ένα δυσάρεστο τουρτούρισμα στο σώμα. Ο στατικός ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα έκανε να ορθώνονται οι τρίχες του δέρματος. Τέτοιο φαινόμενο δεν είχε ποτέ πριν πέσει στην αντίληψη του γέροντα Παρθένιου, ο οποίος καταλήφθηκε από έναν παράξενο φόβο. Όταν έγινε γνωστή η άφιξή τους, έγιναν αποδεκτοί με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες προς τιμήν του επιφανούς καλεσμένου. Ξαφνικά εκεί που τραβούσε το σχοινί της καμπάνας ο αρμόδιος μοναχός, η καμπάνα ράγισε και με απαίσιο θόρυβο, σαν να γκρεμίστηκε ολόκληρο το καμπαναριό, έπεσε στο πλακόστρωτο και σκόρπισε σε χίλια κομμάτια. Την ίδια στιγμή μια αστραπή έσκισε τον αέρα πριν ακουστεί σχεδόν ταυτόχρονα ο ορυμαγδός της βροντής. Έντρομος ο αγαθός Παρθένιος σταυροκοπήθηκε πέφτοντας στα γόνατα, ενώ ο Αρσένιος ατάραχος πάνω στο μουλάρι του μ΄ ένα σαρκαστικό μειδίαμα, απευθύνθηκε στο γέροντα.

  • Τόσο λιπόψυχος είσαι, άγιε ηγούμενε, να φοβάσαι ένα καιρικό φαινόμενο;

  • Μα γέροντα, δεν είδες και την καμπάνα; Πώς το ερμηνεύεις αυτό;

  • Απλά, μια σύμπτωση. Όλα τα πράγματα κάποτε χαλάνε και σπάζουν.

Μετά από αυτά τα γεγονότα μπήκαν στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού, όπου ο αρχοντάρης με τους λοιπούς μοναχούς υποδέχτηκαν φιλόξενα τον επισκέπτη τους και προθυμοποιήθηκαν να τον κεράσουν κάτι στο αρχονταρίκι. Ο Αρσένιος όμως προφασιζόμενος κούραση από την επίπονη διαδρομή, ζήτησε να τον οδηγήσουν αμέσως στο κελί του.

  • Η τράπεζα, γέροντα, θα είναι έτοιμη σε λίγο. Αφού φρεσκαριστείς κι είσαι έτοιμος, θα σε περιμένουμε στο κοινόβιο.

  • Μη με περιμένετε εμένα, θα ήθελα να δειπνήσω μόνος μου στο κελί. Είμαι κατάκοπος, γι’ αυτό μετά το φαγητό, θα κατακλιθώ. Πείτε μόνο στο μάγειρα να μου φέρει λίγο τυρί, ψωμί και κρέας, αν υπάρχει.

  • Αλλά, γέροντα, ξεχνάς πως διανύουμε περίοδο νηστείας λόγω Σαρακοστής;

  • Η υγεία μου, πάτερ Παρθένιε, δεν μου επιτρέπει την πολυτέλεια της νηστείας. Έπειτα δεν ξέρεις την έκφραση ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει;

Όχι μόνο παραξενεύτηκε αλλά και πολύ στενοχωρήθηκε ο Παρθένιος από τη συμπεριφορά του φίλου του. Δεν είπε όμως τίποτε. Έδωσε τις απαιτούμενες οδηγίες σ’ έναν εμβρόντητο από κατάπληξη μάγειρα και αποσύρθηκε για τα περαιτέρω.

Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει μια φοβερή καταιγίδα, με δυνατή βροχή και χαλάζι, ενώ αλλεπάλληλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό, και εκκωφαντικές βροντές τάραζαν τα πάντα. Οι κεραυνοί έπλητταν ασταμάτητα το μοναστήρι, το οποίο ευτυχώς προστατευόταν από το πρόσφατα εγκατεστημένο αλεξικέραυνο, αλλιώς θα είχε γίνει στάχτη.

Μετά την τράπεζα, από την οποία έλειπε ο υψηλός φιλοξενούμενος, οι μοναχοί ένας – ένας αποσύρθηκαν ήσυχα στα κελιά τους να κοιμηθούν μέχρι την ώρα του όρθρου. Ο ηγούμενος Παρθένιος, κατευθυνόμενος στο δικό του ησυχαστήριο, πέρασε από κελί του Αρσένιου με σκοπό να δει τι κάνει ο επισκέπτης τους. Έφτασε στην πόρτα και ήταν έτοιμος να χτυπήσει, αλλά κάτι το ανεξήγητο τον εμπόδισε. Από το κελί αναδυόταν μια βαριά μυρωδιά ροδέλαιου ανακατεμένη με οσμή ξιδιού και πίσσας, ενώ ένα ρεύμα παγερού αέρα έβγαινε από τις χαραμάδες. ‘Ας μην τον ενοχλήσω’, σκέφτηκε ο ηγούμενος, ‘πρέπει να είναι πολύ κουρασμένος, ας κοιμηθεί μέχρι τον όρθρο’. Απέδωσε τις μυρωδιές σε τυχόν αλοιφές που ενδεχομένως να άλειψε το σώμα του ο Αρσένιος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ το κρύο σε ανοιχτό παράθυρο του κελιού.

Στη μία η ώρα τη νύχτα σήμανε το σήμαντρο για τον όρθρο και οι μοναχοί άρχισαν να προσέρχονται για τη λειτουργία του όρθρου, εκτός από τον μοναχό Ιερεμία, ο οποίος επιφορτισμένος με τη φύλαξη της μονής, έπρεπε να κάνει τις απαιτούμενες νυχτερινές περιπολίες. Και πάλι ο Αρσένιος προκάλεσε κατάπληξη στον ηγούμενο και τους μοναχούς με την απουσία του. ‘Θα τον πλάκωσε το πάπλωμα’, σκέφτηκε ειρωνικά ο πατήρ Παρθένιος. Εν τω μεταξύ, η μπόρα είχε σταματήσει, η νύχτα όμως ήταν σκοτεινή σαν πίσσα, καθώς μαύρα, απειλιτικά σύννεφα συνέχιζαν να καλύπτουν τον ουρανό.

Μετά το τέλος της λειτουργίας και αφού έφαγαν την πρώτη τράπεζα, βγήκαν στον αυλόγυρο και κατευθύνθηκε ο καθένας στα καθήκοντά του. Ο ηγούμενος πήγε να εκτιμήσει τις ζημιές της νυχτερινής καταιγίδας. Το χαλάζι ρήμαξε όλα τα οπωρικά, απογυμνώνοντας τα δέντρα από τα φύλλα και τους καρπούς. Μέσα στην άνοιξη το τοπίο φάνταζε χειμωνιάτικο με τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Οι ορνιθώνες είχαν καταστραφεί με τα πτώματα των ορνίθων να κείτονται εδώ και κει. Οι λίγες κότες που είχαν επιζήσει καθόντουσαν κουρνιασμένες στις γωνιές του ορνιθώνα που είχαν μείνει απείραχτες. Ο γέροντας Ιωήλ ήρθε τρέχοντας και λαχανιασμένος να αναγγείλει ότι η καλύτερη αγελάδα βρέθηκε νεκρή, χτυπημένη πιθανόν από κεραυνό ενώ έβοσκε. Την ώρα εκείνη έρχεται ασθμαίνοντας ο μοναχός Ιερεμίας, με άγρια και κατακόκκινα μάτια, τρέμοντας από έναν ανείπωτο φόβο, κραδαίνοντας ένα κουζινομάχαιρο.

  • Άγιε πατέρα, την ευχή σου. Πρέπει να εξορκίσουμε το κακό που μπάσαμε άθελά μας στο μοναστήρι. Χθες τη νύχτα κατά την περιπολία μου, τον είδα … το τέρας ήταν εκεί στο ανατολικό μέρος, ψηλός και κατάμαυρος μέσα στο ράσο του, με τα μαλλιά του ξέπλεκα και με κάτι αυτιά μυτερά. Είχε την πλάτη του γυρισμένη, αλλά με αντιλήφθηκε. Γύρισε, το πρόσωπό του κατάχλωμο, και με μάτια που πέταγαν αστραπές με κοίταξε με μίσος και σαρκασμό, ενώ έβγαλε από το στόμα του ένα απόκοσμο γέλιο. Ο αέρας γύρω του είχε μια βαριά, απαίσια μυρωδιά αρώματος ανακατεμένη με κατράμι. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας κι από την τρομάρα μου δεν μπορούσα ούτε να προσευχηθώ. Έτρεξα αμέσως στο μαγειρείο και άρπαξα ετούτο δω το μαχαίρι. Βγήκα τρέχοντας και τη φορά αυτή τον είδα να στέκεται με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μου στην κύρια είσοδο. Όρμισα να τον καρφώσω το μαχαίρι στην πλάτη, μα το μαχαίρι διαπέρασε το κορμί του λες κι ήταν αέρας. Ο Θεός να μας φυλάει, άγιε ηγούμενε!

Και καθώς μιλούσε έκοβε με το κουζινομάχαιρο πέρα-δώθε τον αέρα.

Ο ηγούμενος σταυροκοπήθηκε και έστειλε τον Ιερεμία να φωνάξει τους υπόλοιπους μοναχούς να συγκεντρωθούν αμέσως στην τράπεζα.

***

Αδελφοί μου,’ άρχισε ο ηγούμενος απευθυνόμενος στους μοναχούς,’ όπως έχετε αντιληφθεί, ο Θεός θέλησε να μας βάλει σε πειρασμό και δοκιμασία. Έχουμε ανάμεσά μας το κακό, κι όπως θα έχετε καταλάβει αυτό βρίσκεται στο πρόσωπο του καλεσμένου μας. Έχουμε άμεση γνώση γι΄αυτό, τόσο εγώ, όσο κι ο αδελφός Ιερεμίας. Πρέπει λοιπόν να εξορκίσουμε το δαίμονα. Πρώτα απ’ όλα θα σφραγίσουμε τις πύλες εξόδου με αγιασμό και σταυρούς για να τον εγκλωβίσουμε για να μη φύγει. Κατόπιν θα προχωρήσουμε με τον ορθόδοξο τρόπο στις ευχές του εξορκισμού και μετά θα τελέσουμε τη θεία λειτουργία’.

***

Αφού σφραγίστηκαν οι πύλες, ο ηγούμενος με τους μοναχούς άρχισαν με κατάνυξη την τελετουργία του εξορκισμού: ‘Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…’ την ώρα εκείνη ο Αρσένιος, τρομοκρατημένος, επιχειρούσε να βγει από το μοναστήρι. Μια ανεξήγητη δύναμη τον απωθούσε από τις εξόδους, προκαλώντας του παράλληλα ανείπωτο φόβο. Μέσα στην εκκλησία συνεχιζόταν η τελετουργία. Από έξω ο Αρσένιος άρχισε να δυσφορεί και να αλλάζει παράξενα το σώμα του. Άρχισε σταδιακά να πρήζεται και να κοκκινίζει το πρόσωπό του. Καθώς προχωρούσε η λειτουργία το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει ένα απαίσιο μπλάβο χρώμα ενώ το σώμα του μεγάλωνε όλο και περισσότερο σαν μια φούσκα. Από το ναό τότε ακούστηκε: ‘Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, … ‘όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας πάταγος, σαν κάτι να σκάζει. Έντρομοι οι μοναχοί, αφήνοντας τον ηγούμενο και τους ψάλτες να περατώσουν τη λειτουργία, πετάχτηκαν έξω και είδαν τον Αρσένιο να γίνεται χίλια κομμάτια, τα οποία σκόρπισαν στις πλάκες τις αυλής, άλλα να καπνίζουν κι άλλα να φλέγονται ακόμη. Στο τέλος έγιναν στάχτη και μια ελαφριά και ευχάριστη αύρα τα παρέσυρε και τα απομάκρυνε από τον αυλόγυρο. Αμέσως ο ουρανός καθάρισε μονομιάς και έλαμψε ξανά χαρωπός και ζεστός ο ήλιος.

Τότε οι μοναχοί απελευθερωμένοι από το κακό, επανήλθαν στο ναό και με το πέρας της λειτουργίας, τέλεσαν ευχαριστήρια δοξολογία.

Σε λίγο καιρό θα έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα και με μια ευχάριστη προσμονή θα περίμεναν την Ανάσταση του Κυρίου.