Έντγαρ Άλλαν Πόε: Το Βαρελάκι με το Αμοντιγιάδο
Το Βαρελάκι με το Αμοντιγιάδο
Τίτλος του πρωτοτύπου: The Cask of Amontillado
Έντγαρ Άλλαν Πόε  (Edgar Allan Poe)
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Τις χιλιάδες μικροαδικίες του Φορτουνάτο τις υπέμεινα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά όταν αποτόλμησε να με προσβάλει, ορκίστηκα εκδίκηση. Εσύ, που τόσο καλά γνωρίζεις τα μύχια της ψυχής μου, δε θα υποθέσεις, βέβαια, πως εξέφρασα κάποια απειλή. Τελικά θα έπαιρνα την εκδίκησή μου, πράγμα που οριστικά κανονίστηκε, αλλά αυτή η  οριστικοποίηση απέκλειε κάθε ιδέα ρίσκου. Δεν πρέπει μόνο να τιμωρήσω, αλλά να τιμωρήσω χωρίς να τιμωρηθώ. Το άδικο δεν αποκαθίσταται όταν η τιμωρία προλαβαίνει τον τιμωρό. Εξίσου το άδικο δεν αποκαθίσταται όταν αυτός που εκδικείται δε γίνεται κατανοητός σαν τιμωρός σ’ αυτόν που έχει διαπράξει το άδικο.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό το ότι ούτε λεκτικά ούτε έμπρακτα έδωσα στον Φορτουνάτο λαβή να αμφιβάλει για την καλή μου θέληση. Συνέχισα, κατά πώς συνήθιζα, να χαμογελώ αντικρίζοντάς τον κατά πρόσωπο, και αυτός δεν αντιλαμβανόταν ότι τούτο το χαμόγελό μου ήταν το πώς να τον θυσιάσω στο βωμό της εκδίκησης.
Ο εν λόγω Φορτουνάτο είχε ένα αδύνατο σημείο – αν και σ’ άλλους τομείς ήταν άτομο που το σεβόσουν κι ακόμη το φοβόσουν. Καυχιόταν ότι ήταν ειδήμων στα κρασιά. Λίγοι Ιταλοί κατέχουν στην πραγματικότητα το πνεύμα της βαθιάς γνώσης σε κάτι.
Διότι, ως επί το πλείστον, ενστερνίζονται τον ενθουσιασμό τους με το σκοπό να ταιριάξει με το χρόνο και την ευκαιρία στο πώς θα εξαπατήσουν τους Βρετανούς και τους Αυστριακούς εκατομμυριούχους. Στη ζωγραφική και στην κοσμηματολογία ο Φορτουνάτο ήταν ένας τσαρλατάνος, αλλά σε θέματα παλιών κρασιών ήταν αληθινός. Στο θέμα αυτό δεν διέφερα ο ίδιος ουσιαστικά απ’ αυτόν: ήμουν κι εγώ ειδικός στα εκλεκτά Ιταλικά κρασιά, και αγόραζα μεγάλες ποσότητες κάθε φορά που μπορούσα.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει μια μέρα κατά τη διάρκεια της εποχής του θεότρελου καρναβαλιού όταν συνάντησα τον «φίλο μου». Με πλησίασε με υπερβολική θέρμη, γιατί είχε πιει πολύ. Φορούσε μια παρδαλή στολή Αρλεκίνου. Τα ριγωτά ρούχα του ήταν εφαρμοστά και στο κεφάλι του είχε βάλει έναν κωνικό σκούφο με κουδουνάκια. Χάρηκα τόσο πολύ που τον είδα που νόμισα πως δε θα σταματούσα να του σφίγγω το χέρι.
Του είπα: «Αγαπητέ μου Φορτουνάτο, τι τύχη να σε συναντήσω. Εξαιρετικά καλά μου φαίνεσαι σήμερα! Έχω λάβει ένα πεντακοσάλιτρο βουτσί που περνιέται για Αμοντιγιάδο, πλην όμως έχω τις αμφιβολίες μου.»
«Πώς;» είπε. «Αμοντιγιάδο; Ένα πεντακοσάλιτρο; Αδύνατον! Και μάλιστα στη μέση του καρναβαλιού!»
«Έχω τις αμφιβολίες μου,» απάντησα, «και ήμουν αρκετά ανόητος που πλήρωσα ολόκληρη την τιμή για Αμοντιγιάδο χωρίς να σε συμβουλευτώ γι’ αυτό το θέμα. Δε σ’ εύρισκα και φοβόμουν μη χάσω την ευκαιρία.»
«Αμοντιγιάδο!»
«Έχω τις αμφιβολίες μου.»
«Αμοντιγιάδο!»
«Και πρέπει να το διαλευκάνω.»
«Αμοντιγιάδο!»
«Αλλά μια και είσαι απασχολημένος, λέω να πάω στον Λουκέζι. Αν κάποιος ξέρει να κρίνει, είναι αυτός. Θα μου πει –»
«Ο Λουκέζι δεν μπορεί να ξεχωρίσει ένα Αμοντιγιάδο από ένα συνηθισμένο Σέρι.»
«Κι όμως κάποιοι ανόητοι ισχυρίζονται πως η γευσιγνωσία του είναι ίδια με τη δική σου.»
«Έλα, πάμε.»
«Πού;»
«Στην κάβα σου.»
«Φίλε μου, όχι. Δε θέλω να εκμεταλλευτώ την καλή σου διάθεση. Αντιλαμβάνομαι πως έχεις δουλειά. Ο Λουκέζι –»
«Καμιά δουλειά δεν έχω, - έλα.»
«Φίλε μου, δε γίνεται, όχι. Αν δεν πρόκειται για δουλειά, είναι το ότι είσαι βαριά κρυωμένος, όπως αντιλαμβάνομαι. Οι θόλοι της κάβας είναι ανυπόφορα υγροί και έχουν πιάσει μια κρούστα νίτρου.»
«Ας πάμε, μολαταύτα. Το κρυολόγημά μου δεν είναι τίποτε. Αμοντιγιάδο! Σ’ έχουν εξαπατήσει. Και όσο για τον Λουκέζι, αυτός δεν ξέρει να ξεχωρίζει το Σέρι από το Αμοντιγιάδο.»

Μιλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Φορτουνάτο με πήρε αγκαζέ. Φορώντας μια μάσκα από μαύρο μετάξι, και τραβώντας έναν κοντό μανδύα γύρω από το σώμα μου, τον άφησα να με πάει γρήγορα στο παλάτσο μου.
Το υπηρετικό προσωπικό έλειπε από το σπίτι. Την είχαν κοπανίσει για να ξεφαντώσουν τιμώντας την εορταστική περίσταση. Τους είχα πει πως δε θα επέστρεφα μέχρι το πρωί και τους είχα δώσει σαφείς οδηγίες να μην το κουνήσουν ρούπι απ’ το σπίτι. Οι διαταγές αυτές, ήξερα πολύ καλά, αρκούσαν να εξασφαλίσουν την άμεση εξαφάνισή τους, μια και καλή, τη στιγμή που θα γυρνούσα την πλάτη μου.
Έβγαλα δύο πυρσούς από τις θήκες τους, και δίνοντας μία στον Φορτουνάτο, τον κατεύθυνα  σκύβοντας μέσα από έναν λαβύρινθο δωματίων μέχρι την αψιδωτή είσοδο που οδηγούσε στους θόλους της κάβας. Κατεβήκαμε μια μακρά και σπειροειδή σκάλα, και τον παρακάλεσα να είναι προσεχτικός καθώς με ακολουθούσε. Τέλος φτάσαμε στον πάτο της σκάλας και σταθήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλον πάνω στο μουσκεμένο δάπεδο από τις κατακόμβες των Μοντρεσόρ.
Το βήμα του φίλου μου ήταν ασταθές και τα κουδουνάκια της σκούφιας του ηχούσαν καθώς βάδιζε.
«Το βουτσί,» είπε.
«Είναι πιο πέρα,» είπα, «αλλά για κοίτα τους ιστούς αράχνης πώς λαμποκοπούν πάνω στους τοίχους του υπογείου.»
Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε μέσα στα μάτια με τα γεμάτα τσίμπλες δικά του, που έσταζαν την καταρροή της μέθης του.
«Νίτρο;» ρώτησε τελικά.
«Νίτρο,» αποκρίθηκα. «Πόσον καιρό έχεις αυτόν το βήχα;»
«Γκουχ! γκουχ! γκουχ! γκουχ! γκουχ! γκουχ!»


Ο καημένος ο «φίλος μου» για αρκετά λεπτά ήταν αδύνατο να απαντήσει.
«Δεν είναι τίποτα,» είπε επιτέλους.
«Έλα,» είπα αποφασιστικά, «ας γυρίσουμε πίσω. Η υγεία σου είναι πολύτιμη. Είσαι πλούσιος, αξιοσέβαστος, αξιοθαύμαστος και σ’ αγαπούν. Είσαι ευτυχισμένος, όπως ήμουν κι εγώ κάποτε. Και είσαι άτομο που θα λείψει. Εγώ δεν μετράω. Γυρίζουμε, θα αρρωστήσεις και δε θέλω να φέρω εγώ την ευθύνη. Εξάλλου, είναι και ο Λουκέζι – »
«Αρκετά,» είπε, «είναι απλά ένας βήχας. Δε θα πεθάνω, κιόλας από ένα βηχαλάκι.»
«Εντάξει, εντάξει,» απάντησα, «και, στ’ αλήθεια, δεν είχα καμιά πρόθεση να σε πανικοβάλω χωρίς λόγο – αλλά οφείλεις να πάρεις κάθε δέουσα προφύλαξη. Μια γουλιά από αυτό το Μέντοκ θα μας δυναμώσει ενάντια στην υγρασία.»
Κι αμέσως έβγαλα το πώμα από ένα μπουκάλι τραβώντας το από τους συντρόφους του που κείτονταν πάνω στη μούχλα του ραφιού.
«Έλα, πιες,» είπα προσφέροντάς του το κρασί.
Το έφερε στα χείλη του και με στραβοκοίταξε με κακεντρέχεια. Στάθηκε προς στιγμή και ένευσε με οικειότητα, ενώ τα κουδουνάκια χτυπούσαν.
«Πίνω είπε,» είπε, «στους θαμμένους που αναπαύονται γύρω μας.»
«Κι εγώ πίνω στη μακροζωία σου.»
«Με πήρε ξανά αγκαζέ και προχωρήσαμε.
«Τούτοι εδώ οι θόλοι,» είπε, « είναι εκτεταμένοι.»
«Οι Μοντρεσόρ,» αποκρίθηκα, «υπήρξαν μια σπουδαία και πολυάριθμη οικογένεια.»
«Δε θυμάμαι το οικόσημό σας.»
«Ένα τεράστιο ανθρώπινο πόδι από χρυσό, σ’ ένα κυανό φόντο. Το πόδι συνθλίβει ένα φίδι που μπήγει με μανία τα δόντια του στη φτέρνα.»
«Και το ρητό;»
"Nemo me impune lacessit." (Κανείς δεν με προκαλεί χωρίς να τιμωρηθεί).
«Ωραία!» είπε.
Το κρασί λαμπύριζε στα μάτια του και τα κουδουνάκια χτυπούσαν. Το Μέντοκ ζέστανε τη φαντασία μου. Είχαμε περάσει μέσα από τοίχους στοιβαγμένων οστών, ενώ βαρελάκια και καδιά στέκονταν ανάκατα στις ενδότατες κόγχες από τις κατακόμβες. Κοντοστάθηκα, ξανά, και τη φορά αυτή με θάρρος έπιασα τον Φορτουνάτο από το μπράτσο λίγο πιο πάνω απ’ τον αγκώνα.
«Το νίτρο!» είπα, «δες, έχει αυξηθεί. Κρέμεται σαν λειχήνες πάνω στους θόλους. Βρισκόμαστε κάτω από την κοίτη του ποταμού. Η υγρασία σταλάζει ανάμεσα στα κόκαλα. Άντε, να γυρίσουμε πίσω πριν είναι πολύ αργά. Για το βήχα σου».
«Δεν είναι τίποτε,» είπε, «ας προχωρήσουμε. Αλλά πρώτα μια γουλιά από το Μέντοκ.»

«Άνοιξα και του έδωσα μια φλάσκα Ντε Γκραβ. Την άδειασε μονορούφι. Τα μάτια του άστραψαν αγριεμένα. Γέλασε και πέταξε τη φλάσκα προς τα πάνω με μια χειρονομία που δεν κατάλαβα.

Τον κοίταξα έκπληκτος. Επανάλαβε την κίνηση – μια αλλόκοτη κίνηση.
«Δεν το κατάλαβες;» είπε.
«Όχι,» απάντησα.
«Τότε δεν ανήκεις στην αδελφότητα.»
«Τι πράγμα;»
«Δεν ανήκεις στους τέκτονες.»
«Πώς, πώς,» είπα «και βέβαια.»
«Εσύ, τέκτονας! Αδύνατον!»
«Κι όμως τέκτονας,» απάντησα.
«Ένα σημάδι,» είπε, «ένα σημάδι.»
«Να το σημάδι,» απάντησα, βγάζοντας ένα μυστρί κάτω από τις πτυχές του μανδύα μου.
«Θα αστειεύεσαι,» ξεφώνισε, κάνοντας πίσω λίγα βήματα. «Αλλά ας συνεχίσουμε για το Αμοντιγιάδο.»
«Όπως επιθυμείς,» είπα, ξαναβάζοντας το εργαλείο κάτω από το μανδύα και ξανά προτείνοντάς του το μπράτσο μου. Αυτός ακούμπησε πάνω του ρίχνοντας όλο το βάρος του. Περάσαμε μια σειρά από χαμηλές καμάρες, κατεβήκαμε, προχωρήσαμε, ξανακατεβήκαμε, φτάνοντας σε μια βαθιά κρύπτη, όπου ο μολυσμένος αέρας έκανε τη φλόγα των πυρσών να κοκκινίζει παρά να φέγγει.
Στο ενδότερο άκρο της κρύπτης υπήρχε μια άλλη λιγότερο ευρύχωρη. Τα τοιχώματά της ήταν καλυμμένα με ανθρώπινα λείψανα, στοιβαγμένα μέχρι πάνω στο θόλο, όπως στις μεγάλες κατακόμβες του Παρισιού. Οι τρεις πλευρές αυτής της εσωτερικής κρύπτης ήταν διακοσμημένες κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Από την τέταρτη πλευρά τα οστά είχαν ριχτεί στο έδαφος σε μια ασύδοτη ανακατωσούρα, σχηματίζοντας σ’ ένα σημείο έναν ευμεγέθη λοφίσκο. Μέσα στον τοίχο που φάνηκε από την απομάκρυνση των οστών, διακρίναμε μια ακόμη εσωτερική κόγχη, με βάθος περίπου ενάμισι μέτρο, πλάτος ενός μέτρου και ύψος δύο με δυόμισι. Φαίνεται πως δεν κτίστηκε για καμιά ειδική χρήση. Απλά σχημάτιζε το άνοιγμα μεταξύ δύο κολοσσιαίων υποστηριγμάτων της οροφής από τις κατακόμβες και  όπου κατέληγαν οι αψιδωτοί τοίχοι τους, καμωμένοι από ατόφιο γρανίτη.
Του κάκου ο Φορτουνάτο, σηκώνοντας το θαμπό πυρσό του, προσπάθησε να ερευνήσει το βάθος της κόγχης. Το αδύναμο φως του πυρσού δεν του επέτρεπε να δει τι ήταν στο βάθος.
«Προχώρα,» είπα, «εδώ μέσα είναι το Αμοντιγιάδο. Όσο για τον Λουκέζι –»
«Αυτός είναι άσχετος,» διέκοψε ο φίλος μου καθώς προχώρησε με ασταθή βήματα προς τα εμπρός, ενώ εγώ τον ακολουθούσα ακριβώς από πίσω. Γρήγορα έφτασε στο έσχατο άκρο της κόγχης, και βρίσκοντας ότι η πορεία του σταματούσε εκεί εξαιτίας του βραχώδους τοίχου, στάθηκε σαν χαζός, έχοντάς τα χαμένα. Πάνω στον τοίχο υπήρχαν στερεωμένοι δύο σιδερένιοι τετράγωνοι κρίκοι, ο ένας στο ίδιο ύψος με τον άλλο, σε απόσταση μεταξύ τους περίπου μισό μέτρο. Από τον ένα κρεμόταν μια κοντή αλυσίδα, από τον άλλο μια κλειδαριά. Ρίχνοντας την αλυσίδα γύρω από τη μέση του και κλειδώνοντάς την ήταν ζήτημα μόνο λίγων δευτερολέπτων. Αυτός έμεινε τόσο εμβρόντητος που δεν αντιστάθηκε καθόλου. Βγάζοντας το κλειδί, έκανα δυο βήματα πίσω από την εσοχή.
«Βάλε το χέρι σου στον τοίχο,» είπα, «δεν μπορείς παρά να αισθανθείς το νίτρο. Πράγματι έχει πολλή υγρασία. Για μια φορά ακόμη σε ικετεύω να φύγουμε πίσω. Όχι; Τότε οπωσδήποτε θα σ’ αφήσω. Αλλά πρώτα πρέπει να σου προσφέρω κάθε μικρή περιποίηση που περνάει από το χέρι μου.»
«Το Αμοντιγιάδο!» αναφώνησε ο φίλος μου, χωρίς ακόμη να συνέλθει από την κατάπληξή του.
«Βέβαια,» αποκρίθηκα, «το Αμοντιγιάδο.»
Λέγοντας αυτές τις λέξεις καταπιάστηκα με ασχολίες ανάμεσα στο σωρό των οστών για τον οποίο μίλησα προηγουμένως. Ρίχνοντας τα οστά προς τη μια μεριά, γρήγορα ξεσκέπασα μια ποσότητα δομικών υλικών, πέτρες και ασβέστη. Με τα υλικά αυτά και με τη βοήθεια του μυστριού, άρχισα εσπευσμένα να χτίζω έναν τοίχο φράζοντας την είσοδο της κόγχης.
Δεν είχα καλά-καλά βάλει την πρώτη σειρά της τοιχοποιίας όταν ανακάλυψα ότι η μέθη του Φορτουνάτο είχε ξεθυμάνει σε μεγάλο βαθμό. Η αρχική ένδειξη που είχα ήταν μια κραυγή αδύναμου βογκητού που βγήκε από το βάθος της κόγχης. Δεν ήταν η κραυγή ενός μεθυσμένου ανθρώπου. Κατόπιν ακολούθησε μια μακρά και επίμονη σιωπή. Έβαλα τη δεύτερη σειρά, και την τρίτη, και την τέταρτη. Και κατόπιν άκουσα τους μανιώδεις κραδασμούς της αλυσίδας. Ο θόρυβος διήρκεσε για αρκετά λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων, σταμάτησα να δουλεύω και κάθισα πάνω στα οστά για ν’ ακούσω με ικανοποίηση το θόρυβο. Όταν τελικά οι κλαγγές καταλάγιασαν, ξαναπήρα το μυστρί και τελείωσα χωρίς διακοπή την πέμπτη, την έκτη και την έβδομη σειρά. Ο τοίχος τώρα είχε φτάσει στο ύψος του στήθους μου. Έκανα πάλι μια μικρή παύση και κρατώντας τον πυρσό πάνω από την τοιχοποιία, έκανα να φέξουν λίγες αμυδρές ακτίνες πάνω στη μορφή που ήταν από μέσα.
Μια διαδοχή από δυνατά τσιρίγματα, ξεσπώντας ξαφνικά από το λαρύγγι της αλυσοδεμένης μορφής, φάνηκε να με σπρώχνει βίαια προς τα πίσω. Για μια σύντομη στιγμή δίστασα – άρχισα να τρέμω. Τραβώντας το λεπτό ξίφος μου από τη θήκη του, άρχισα να  το μπήγω στα τυφλά εδώ κι εκεί μέσα στην κόχη, αλλά μια στιγμιαία σκέψη με καθησύχασε. Έβαλα το χέρι μου πάνω στη στερεή δομή από τις κατακόμβες, και αισθάνθηκα ικανοποιημένος. Ξαναπλησίασα τον τοίχο. Αποκρίθηκα στις κραυγές αυτού που ούρλιαζε από μέσα. Μιμούμουν, υποβοηθούσα, ξεπερνούσα σε ένταση και δύναμη τα ουρλιαχτά του. Κάνοντας τούτο, οι κραυγές του σταμάτησαν απότομα.
Ήταν πια μεσάνυχτα όταν το έργο μου έβαινε προς το τέλος. Είχα περατώσει την όγδοη, την ένατη και τη δέκατη σειρά. Είχα τελειώσει και το τμήμα της ενδέκατης, της τελευταίας, και δεν έμενε παρά να τοποθετήσω μια μόνο πέτρα και να την κλείσω με λάσπη. Κόπιασα με το βάρος της. Σχεδόν την είχα βάλει στην καθορισμένη θέση της. Και τότε ακούστηκε μέσα από την εσοχή ένα πνιχτό γέλιο που έκανε να σηκωθούν οι τρίχες της κεφαλής μου. Το γέλιο το διαδέχτηκε μια θλιβερή φωνή, που δυσκολεύτηκα ν’ αναγνωρίσω πως ήταν εκείνη του ευγενούς Φορτουνάτο. Η φωνή έλεγε –
«Χα! χα! χε! χε! – πολύ καλό αστείο – πράγματι – άριστο. Τα γέλια που θα κάνουμε στο παλάτσο – χε! χε! χε! – πίνοντας το κρασί μας – χε! χε! χε!»
«Το Αμοντιγιάδο!» είπα.
«Χε! χε! χε! - χε! χε! χε! – ναι, το Αμοντιγιάδο. Όμως, δεν είναι πια αργά; Δε θα μας περιμένουν στο παλάτσο, η Σινιόρα Φορτουνάτο αι οι άλλοι; Άντε, ας ξεκινήσουμε.»
«Ναι,» είπα, «ας ξεκινήσουμε.»
«Για το Θεό, Μοντρεσόρ!»
«Ναι,» είπα, «για το Θεό!»
Αλλά στις λέξεις αυτές του κάκου περίμενα απόκριση. Άρχισα να χάνω την υπομονή μου. Φώναξα δυνατά –
«Φορτουνάτο!»
Καμιά απάντηση. Ξαναφώναξα –
«Φορτουνάτο!»
Πάλι καμιά απάντηση. Έχωσα τον πυρσό μέσα από το άνοιγμα που απέμεινε και τον έριξα μέσα. Δεν ακούστηκε καμιά απάντηση παρά μόνο ο ήχος από τα κουδουνάκια. Μου ήρθε αναγούλα από την υγρασία στις κατακόμβες.
Έσπευσα να αποτελειώσω την εργασία μου. Έσπρωξα με κόπο την τελευταία πέτρα στη θέση της, τη στερέωσα με λάσπη. Πάνω στον καινούριο τοίχο ανόρθωσα το σωρό με τα κόκαλα. Για μισό αιώνα τώρα κανείς θνητός δεν τα τάραξε. In pace requiescat! (Ας αναπαύεται εν ειρήνη!)

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού.
Γέννηση: 19 Ιανουαρίου 1809, Βοστώνη, Μασαχουσέτη, ΗΠΑ
Απεβίωσε: 7 Οκτωβρίου 1849, Βαλτιμόρη, Μέριλαντ, ΗΠΑ
Κηδεύτηκε: 9 Οκτωβρίου 1849
Ταινίες: Stonehearst Asylum, Το κοράκι, Στον ίλιγγο της ακολασίας. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε: Βικιπέδια.