Χρήστος Μ.Μηλίτσης: ΑΡΧΙΣΕ Ο ΤΡΥΓΟΣ ΣΤΑ ΑΜΠΕΛΟΧΩΡIΑ
Θέρος, τρύγος, πόλεμος είναι αυτά που ξεσηκώνουν τους κατοίκους των αγροτικών χωριών στο πόδι. Ο τρύγος άρχισε στα αμπελοχώρια, αλλάπριν έρθει ο τρύγος μπροστά από πολλές μέρες αρχίζουν οι προετοιμασίες. Πρέπει να πλυθούν καλά οι κάδες και τα βαρέλια. Να τα γεμίσουν ύστερα με νερό, για να φουσκώσουν, ώστε να μην τρέχουν και να είναι έτοιμα να δεχτούν το μούστο. Ο τρύγος πρέπει να γίνει την κατάλληλη εποχή τότε που τα σταφύλια έχουν κανονικό ζάχαρο και κανονικά οξέα. Αυτό το πετυχαίνουμε αν σε ορισμένα χρονικά διαστήματα παίρνουμε ράγες από διάφορα σημεία του αμπελιού, τις συνθλίβουμε και μετρούμε την πυκνότητα. Έτσι τρυγούμε τα σταφύλια όταν έχουν 11,5 έως 12 βαθμούς Μπωμέ, για να έχουμε κρασί με 12-13 οινόπνευμα. Στα χωριά που ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια για να υποδουλώσουν ότι με το τρύγο, πρέπει να βρίσκονται μικροί μεγάλοι νυχτοήμερα στο πόδι, το είπαμε πιο πάνω και το ξαναλέμε (Θέρος- Τρύγος- πόλεμος), είναι εκείνα που ξεσηκώνουν το πληθυσμό στο πόδι. Έτσι πριν χρυσοροδίσει η αυγή, όλοι βρίσκονται στο πόδι οι ξωμάχοι, οι δουλευτές της γης, οι αμπελουργοί οι γεωργοί και γενικά οι αγρότες και δεν έχουν άδικο. Στο έμπα του Φθινοπώρου. Από το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη, ο τρύγος βρίσκεται στο φόρτε του. Κανείς δε μένει τώρα στο χωριό του τις μέρες αυτές. Νέοι, νέες μεσόκοποι και γέροι ακόμα και τα σχολιαρούδια βρίσκονται στους δρόμους. Όλοι στο πόδι οι ξωμάχοι, οι δουλευτές της γης, οι αμπελουργοί οι γεωργοί και γενικά οι αγρότες και δεν έχουν άδικο. Σπίτι δεν βρίσκεται ανοιχτό. Οι πόρτες ερμητικά κλειστές. Κλειστά ακόμη και τα μικρομάγαζα του χωριού. Ένα συνονθύλευμα από ανθρώπους και μεταφορικά ζώα, νέους και νέες, μεσόκοπους και ασπρομάλληδες γέρους, μελισσολόι παντού παίρνουν τους δρόμους για τη δουλειά. Τα αμπελοχώραφα τους περιμένουν να ξαλαφρώσουν τις κληματόβεργες και να τις απαλλάξουν από το βάρος του ευλογημένου καρπού. Ο Σεπτέμβρης είναι ο καλύτερος μήνας των αμπελουργών. Ένας ολόκληρος χρόνος παιδεμάρα, κόποι και ιδρώτας, όσο να’ρθει η ποθητή μέρα του τρυγητού. Ήρθε ο καιρός να συμμαζέψουν τη σοδειά τους, να χαρούν τους κόπους τους. Όταν ο ήλιος σαν σφαίρα αιματόχρωμη σκάσει στο μακρινό ορίζοντα, όλοι βρίσκονται στα πόστα τους. Πιάνουν δουλειά με τα κλαδομάχαιρα στο χέρι, κόβουν σταφύλια και γεμίζουν τα καλάθια τους. Πλημμυρίζουν τα εξοχοτόπια από ανθρώπους κάθε φύλου και ηλικίας. Τα Ισιώματα, οι λόφοι και οι πλαγιές ζωντανεύουν τη μαγευτική αυτή μέρα του Σεπτέμβρη. Παντού ακούγονται χαρούμενες φωνές και τραγούδια.
Μπαίνω μεσ΄στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά/Να κι’ ο νοικοκύρης πούρχεται κοντά. Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε /ροζακιά σταφύλια να πατήσουμε, όμορφα κορίτσια να φιλήσουμε /Κάδους και βαρέλια να γεμίσουμε. Και γλυκό κρασί να πιούμε να μεθύσουμε//Κι όλο το χειμώνα να γλεντήσουμε.Δίνουν και παίρνουν τα πειράγματα, τα πικαστά. Οι κοπελιές που πρωτοστατούν σ’ αυτή τη πανδαισία, δεν παραλείπουν να πούνε και το τραγούδι του αμπελιού Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο
Για δεν ανθείς, για δεν καρπείς ,σταφύλια για δεν κάνεις;
Έννοια σου βρε παλιάμπελο εγώ θα σε πουλήσω.
Μη με πουλάς αφέντη μου κι εγώ σε ξεχρεώνω.
Για βάλε νιους και σκάψε με ,γέρους και κλαδεψέ με.
Βάλε γριές μεσόκομες να με κορφολογήσουν.
Τότε ανθώ, τότε καρπώ πολλά σταφύλια βγάζω.
Κάνω σταφύλια κόκκινα και το κρασί μοσχάτο
Τα καλαθάκια γεμίζουν και ξαναγεμίζουν από τα γρήγορα χέρια των νεανίδων και οι αμούστακοι νεαροί με χαρά τα περιλαβαίνουν και το μεταφέρουν στο χώρο της μεταφοράς που γίνεται τώρα με τα αγροτικά αυτοκίνητα. Πριν γίνουν οι αγροτικοί αμαξόδρομοι και δεν υπήρχαν τα αγροτικά αυτοκίνητα, τα σταφύλια τα πατούσαν στο αμπέλι. Τα έριχναν μέσα στο πατητήρι που ήταν τοποθετημένο πάνω σε μια μικρή ξύλινη κάδη τη τρυγόκαδη και τα πατούσαν με τα πόδια. Όταν γέμιζε η κάδη τα έβαζαν μέσα σε ειδικούς σάκους (τουλούμια) που τα ‘έφτιαναν ειδικοί τεχνίτες από δέρματα γίδας ( προβιές) τα μετέφεραν με τα ζώα στο σπίτι και τα έριχναν μέσα στη μεγάλη κάδη. Στο πάνω μέρος αυτής της κάδης, που ήταν ανοιχτή έβαζαν ένα φαρδύ σανίδι πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τις προβιές για να τις αδειάζουν εύκολα και το χρησιμοποιούσαν και για να πιάνονται όταν πατούσαν με τα πόδια το περιεχόμενο της κάδης για να ανακατεύονται τα στέμφυλα, να έρχονται σε επαφή με τον αέρα. Έτσι διευκολύνονταν η ζύμωση και μεταβάλλονταν ο μούστος σε κρασί. Πριν λίγα χρόνια ο τρύγος κρατούσε πολύ καιρό. Περνούσε μήνας και βάλε να φθάσουν στον τελειωμό. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Τα σταφύλια μεταφέρονται στο σπίτι με τα αμάξια. Υπάρχουν μηχανήματα που τα συνθλίβουν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Γίνεται η ζύμωση, ξεχωρίζουν το κρασί από τα στέμφυλα. Το αφήνουν εκεί μερικές μέρες να κατακαθίσει η λάσπη έπειτα το μεταγγίζουν και το μεταφέρουν σε άλλα μεγάλα βαρέλια τους ποδαράδες. Έτσι γίνεται το ευλογημένο κρασάκι που το πίνουν και ευφραίνονται οι περισσότεροι άνθρωποι και προ παντός οι μπεκρήδες και οι γλεντζέδες, που όταν πιούνε πλέον του δέοντος, έρχεται άθελα στα χείλη τους το τραγούδι:
Να ’ταν η θάλασσα κρασί/ και τα βουνά μεζέδες / κι οι βάρκες κρασοπότηρα / να πίνουν οι γλεντζέδες. Όλοι εργάζονται συντροφικά, συντροφιές, άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, γνωστοί, συγγενείς και φίλοι. Χαρές και γέλια, τραγούδια και ξεφαντώματα ακούγονται παντού. Παλαιότερα υπήρχαν αγροφύλακες (δραγάτες) που φύλαγαν τα αμπέλια, γιατί πολλές φορές ξένοι περαστικοί έκλεβαν τα σταφύλια από το αμπέλι. Ο δραγάτης διορίζονταν απ’ το Κοινοτικό Συμβούλιο και ήταν για την εποχή του περιζήτητο επάγγελμα. « Να ‘μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης» γράφει σε ένα ποίημα του ο Κρυστάλλης. Τότε γίνονταν σχεδόν όλα τα φρούτα και τα καλύτερα τα γνώριζε και πολλές φορές τα ξάφριζε ο δραγάτης. Σήμερα δεν υπάρχουν, το κράτος έχει καταργήσει αυτόν το θεσμό. Έμειναν όμως οι δραγασιές σαν τοπωνύμια, κάτι σαν πρόχειρα τσαρδάκια που ήταν κατασκευασμένα σε μέρη περίοπτα για να ελέγχει καλύτερα ο δραγάτης τα κτήματα. Η λαϊκή μούσα κι’ αυτούς όπως και το σταφύλι δεν τους αγνόησε. Το σταφύλι, ο βασιλιάς των φρούτων, που είναι ένα από τα γευστικότερα και εκλεκτότερα αγαθά που χάρισε η φύση στον άνθρωπο το έδωσε τόση μεγάλη αξία, που οι κοπέλες έδιναν στο δραγάτι, ότι πολυτιμότερο είχαν για να το αποκτήσουν. Αυτό τουλάχιστον μας λέει το παρακάτω δίστιχο,
Νάτες, νάτες που’ ρχονται τρεις μαυρομάτες, κοντούλες και γιομάτες.
που στο το δραγάτη φώναζαν,/δώσ’ μας σταφύλια και φίλα μας τα χείλια».
Και ο δραγάτης μιας και δεν ήταν δικό του το αμπέλι, απαντά
Τα’ αμπέλι σεις το ξέρετε, μπείτε και πάρτε κανέναν μη ρωτάτε.
Με το ηλιόγερμα τέλειωνε το μάζεμα. Τα μεταφέρουν με τα ζώα ή τα αυτοκίνητα στο χωριό και τα συνθλίβουν με πιεστήρια και βγάζανε το μούστο. Κρατούσαν απ’ αυτόν ένα ποσό με το οποίον οι γυναίκες έκαναν αργότερα μουστοκούλουρα, πετιμέζι, μουστόπιτες, σταφυλαρμιά και τα περίφημα ρετζέλια. Το μούστο τον βάζουν στα βαρέλια για να βράσει και κάνουν το κρασί. Πατίκι, κοκκινέλι ή ρετσίνα. Αν θέλουν να κάνουν μαύρο κρασί τα ρίχνουν σε μεγάλες κάδες, ανοιχτές στο πάνω μέρος μαζί με τα τσίπουρα, βράζουν έτσι και τραβάνε το κρασί όταν συντελεστεί η ζύμωση, ύστερα από 20εως 30 μέρες περίπου. Όταν τελείωνε η ζύμωση, άνοιγαν τον πύρο, (τύλο) που ήταν στο κάτω μέρος της κάδης και το κρασί χυνότανε σε ένα μεγάλο καζάνι. Από κει το μετρούσανε με τα γκιούμνια και το μετέφεραν στους ποδαράδες, (μεγάλα βαρέλια). Το γκιούμι περιελάμβανε 12 οκάδες, και κάθε ένα που έριχναν μέσα στο βαρέλι τραβούσαν και μια γραμμή με κιμωλία στο στεφάνι του Βαρελιού και έτσι όταν τέλειωνε αυτή η εργασία γνώριζε την ποσότητα του κρασιού που έκανε τη χρονιά αυτή. Ένα φόρτωμα κρασιού, αυτό ήταν το μέτρο, ήταν 8 γκιούμια δηλαδή 96 οκάδες. Έτσι υπολόγιζαν τη σοδειά, και έτσι την πωλούσαν στους εμπόρους. Το κρασί, το νέκταρ των Ολυμπίων θεών, αυτό που το ευλόγησε ο Χριστός στο Γάμο της Κανά και που με τη θεία μετάληψη κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων «εις άφεσιν αμαρτιών». Αυτό το ευλογημένο ποτό που κατά την λαϊκή παροιμία κάνει τον γέροντα παλικάρι, αποτελεί το ελιξίριο στο βίωμα της ζωής μας από τη γέννηση ως το Θάνατο. Μεταλαβαίνει το μωρό μετά τη Βάπτιση του για να απαλλαγεί απ’ το προπατορικό αμάρτημα. Μεταλαβαίνουν οι μελλόνυμφοι την ώρα του στεφανώματος και με κρασί ραντίζεται ο νεκρός στη τελευταία του κατοικία με το ψαλμό «ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι» Όταν τελείωνε το τράβηγμα του κρασιού, στις κάδες έμειναν τα τσίπουρα. Τον Oκτώβριο, μετέφεραν τα τσίπουρα στα αποστακτήρα, (Καζαναριά). Εκεί έβγαζαν με τη μέθοδο της απόσταξης το τσίπουρο το οποίο, ήταν και είναι αρκετά φημισμένο και πωλείται πολύ ακριβά. Τα χρήματα από το κρασί και το τσίπουρο, ήταν τα βασικά έσοδα κάθε οικογένειας στο χωριό μου το Μεσενικόλα.