Έθιμα-παραδόσεις

Ο ΑΝΑΦΑΝΟΣ


Ο αναφανός είναι ένα αγαπημένο έθιμο των Μεσενικολιτών που συνδέεται με τη λειτουργία της Ανάστασης το Πάσχα. Όλοι έχουν ωραίες αναμνήσεις απ’ τα παιδικά τους χρόνια που συνδέονται με το έθιμο αυτό.

Παλιότερα, τότε που στο χωριό μας μεγάλωναν πολλά παιδιά η διαδικασία της κατασκευής του αναφανού ήταν μια πραγματική γιορτή που διαρκούσε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Οι μεγαλύτεροι απ’ τα αγόρια αναλάμβαναν το κόψιμο μικρών βελονοειδών θάμνων που ονομάζονται «προυτσάλια».

Τα μικρότερα παιδιά έσερναν τα «προυτσάλια» στο σημείο που κατασκευάζεται ο αναφανός στην κορυφή του χωριού.

Εκεί φτιάχναμε μια μεγάλη θυμωνιά που έφτανε ή και ξεπερνούσε το ύψος των δέκα μέτρων. Στον άξονά της η θυμωνιά αυτή στηρίζονταν σε ένα κατακόρυφο ίσιο δρύινο ξύλο το «τεμπλάρι». Όλη η δουλειά είχε τελειώσει το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου και όλοι πια καμάρωναν για τη συμβολή τους στην κατασκευή του αναφανού.

Με το σουρούπωμα όλα τα παιδιά μαζευόμαστε στον αναφανό για να τον φυλάξουμε, μην έρθουν και μας τον κάψουν πριν την ώρα του οι …Βουνεσιώτες. Αυτή μάλλον ήταν μια καλή δικαιολογία για να περάσουμε τη νύχτα στο ύπαιθρο.

Τότε στα χωριά μας η Ανάσταση έβγαινε στις τέσσερις το πρωί. Ανάβαμε λοιπόν φωτιές για να ζεσταινόμαστε και η ώρα πέρναγε χαρούμενα με καλαμπούρια, τραγούδια, ανέκδοτα και πολλά πειράγματα. Τα χιλιάδες φώτα του κάμπου ενώνονταν με τα αστρανάματα του ουρανού και έφτιαχναν μια μαγική εικόνα.

Στις δώδεκα ακριβώς βλέπαμε τα βεγγαλικά στην πόλη της Καρδίτσας. Εμείς όμως έπρεπε να περιμένουμε άλλες τέσσερις ώρες.

Όταν τέλειωναν τα ξύλα που είχαμε για να ζεσταινόμαστε εξορμούσαμε στα κοντινά σπίτια. Αλίμονο σε όποιον είχε στην αυλή του σωρό από ξύλα. Στην ανάγκη ξηλώναμε και κανα ξύλινο φράχτη και έτσι οι ανάγκες για θέρμανση καλύπτονταν και με το παραπάνω.

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα πέρναγε η ώρα και πλησίαζε η στιγμή της Ανάστασης. Από ψηλά βλέπαμε τους Μεσενικολίτες με τις λαμπάδες στα χέρια να βαδίζουν βιαστικά προς την εκκλησία.

Μόλις αντικρίζαμε τις πρώτες αναμμένες λαμπάδες με το αναστάσιμο φως να βγαίνουν απ’ το ναό, βάζαμε φωτιά στον αναφανό απ’ όλες τις μεριές και η νύχτα γίνονταν μέρα.

Το Χριστός Ανέστη ακούγονταν ταυτόχρονα από τον ιερέα και τους ψάλτες στο χωριό και απ’ τα παιδιά πού ήταν όλα πάνω στον αναφανό. Πραγματικά κατανυκτική ατμόσφαιρα.

Και σήμερα το έθιμο διατηρείται και όλοι, όταν έρχεται το Πάσχα, θέλουμε να είμαστε στο χωριό μας

για να μη χάσουμε τον αναφανό που τόσα πολλά μας θυμίζει.

Φωτο

Φωτο



Τα Λουκαντζάρια (Ροκαντζάρια)

Τις Παραμονές των Φώτων το χωριό μας γεμίζει απ’ τα τραγούδια και τα χρώματα των Λουκαντζαραίων. Το έθιμο αυτό έχει αρχαίες παγανιστικές ρίζες και συμβολίζει το διώξιμο των κακών πνευμάτων από το Άγιο φως.

Κάθε παρέα λουκαντζαραίων έχει τον αρχηγό της που κουβαλάει στο κεφάλι του ένα κωνικό χαρτονένιο καπέλο ύψους περίπου δύο μέτρων, το σούιλο, που τον κρατάει όρθιο με τη βοήθεια μιας λεπτής ξύλινης βέργας. Στην κορυφή του σούιλου είναι δεμένα πολύχρωμα μπαλόνια. Στη μέση του ο αρχηγός έχει δεμένα μεγάλα κουδούνια. Κουδούνια έχουν δεμένα στη μέση τους και όλοι οι άλλοι της παρέας, τα οποία δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο χαρούμενων θορύβων. Όλοι είναι μεταμφιεσμένοι με πολύχρωμα ρούχα. Υπάρχει απαραίτητα ένα ζευγάρι γαμπρού και νύφης (μεταμφιεσμένο αγόρι), ένας γιατρός με ακουστικά, ο αρκουδιάρης με το αρκουδάκι (μεταμφιεσμένο μικρό παιδί), ένας παπάς, φουστανελοφόροι κ.λ.π.

Η κάθε παρέα επισκέπτεται ένα-ένα όλα τα σπίτια του χωριού και τραγουδάει κάθε φορά τραγούδι ανάλογα με το σπίτι.

Αν στο σπίτι υπάρχει παιδί που πάει στο σχολείο: «Γραμματικέ-γραμματικέ και ψάλτη κι αναγνώστη…»

Αν έχουν κορίτσι της παντρειάς: «Εδώ στα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροχτισμένα. εδώ έχουν κόρη για παντρειά και θεν να την παντρέψουν…»

Αν έχουν αγόρι της παντρειάς: «Παληκαράκι νιούτσικο με το στριφτό μουστάκι…»

Αν η οικογένεια έχει μετανάστη: «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο…»

Για όλες τις άλλες περιπτώσεις: « Για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου, να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσεις, ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο…»

Οι νοικοκυραίοι κερνούν τους λουκαντζαραίους. Αν κάποιος τσιγκούνης δεν εμφανίζεται τότε ακούγεται το σκωπτικό: «Εσένα πρέπει αφέντη μου τροβάς και δεκανίκι να σε τραβάνε τα σκυλιά και δεκαπέντε λύκοι…».

Παλιότερα οι λουκαντζαραίοι τραγουδούσαν δύο μέρες. Στις 4 του Γενάρη οι Μεσενικολίτες τραγουδούσαν στο Βλάσδο (Μοσχάτο) ενώ στον Μεσενικόλα έρχονταν οι Βουνεσιώτες. Στις 5 του Γενάρη τραγουδούσαν όλοι στο χωριό τους.

Το έθιμο συνεχίζεται ως τις μέρες μας παρά τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού.

Φωτο

Τους στίχους των τραγουδιών που ακολουθούν μας τους έστειλε ο συγχωριανός μας Ταξιάρχης Πουλιάρης.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΜΟΥ

Για την υγειά σου αφέντη μου,για την καλή χρονιά σου

Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους απεράσεις

Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο,σαν τ’άσπρο περιστέρι

Κέρνα τα αφέντη μ’ κέρνα τα,τα λασποκουμπισμένα

Λύσε αφέντη μ’,λύσε τη,την αργυρή σακούλα

Αν έχεις γρόσια δώς τα μας,φλούρια μην τα λυπάσαι

Κι αν έχεις και μισόγροσα,κέρνα τα παληκάρια.

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ

Ένα μικρό μικρούτσικο του βασιλιά τ’ αγγόνι

Τρουΐρου –ίρου έφερνε,βάσιλικό μαζώνει

Βασίλικο και βάλσαμο μούσκο και καραφύλι

Χεριά παέν’ τη μάνα του

Χεριά την αδερφή του

Χεριά την αξαδέρφη του να πλέξει το γα’ι’τάνι.

ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ

Ξενήτεμενο μου πουλί και παραπονεμένο

Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγω εχω τον καημό σου

Να στείλω μήλο σέπεται,κυδώνι μαραγκιάζει

Να στείλω τα δακράκια μου,σ’ένα χρυσό μαντήλι

Μα τα δακράκια ήταν αψιά και κάψαν το μαντήλι.

ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙ ΝΙΟΥΤΣΙΚΟ

Παλήκαράκι νιούτσικο, με το στριφτό μουστάκι

Εσένα πρέπουν τα’άρματα,έσενα τα τσαπράκια

Εσένα κι άλογο καλό για να καβαλικεύεις

Καβάλικεύεις κι έρχεσαι πεζεύεις καμαρώνεις

Και στα καπούλια απ’ τα’άλογο τρείς φραγκοπούλες παίζουν

Η μια παίζει τον τάμπουρα κι άλλη το μπουζούκι

Κι η Τρίτη η ομορφότερη παίζει με τον αφέντη.

ΣΕ ΤΟΥΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΑ ΨΗΛΑ

Σε τούτα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα

Εδώ έχουν κόρη για παντρειά

Και θε να την παντρέψουν

Την τάζουνε στο βασιλιά,την τάζουνε στο ρήγα

Δε θέλω γω το βασιλιά,δε θέλω γω το ρήγα

Μον θέλω τ’αρχοντόπουλο με τους πολλούς παράδες.

ΦΡΑΓΚΙΤΣΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ

Φραγκίτσα με τα κόκκινα και με τα γαλαζάτα

Φραγκίτσα δώς μας το φιλί, δώς μας τα μαύρα μάτια

Δε σας το δίνω το φιλί,ούτε τα μαύρα μάτια

Εμένα μ’αρραβώνιασαν μέσα απο την πόλη

Άντρας φέρνει το φόρεμα και πεθερός το ρούχο

Κι αντράδερφος μικρότερος φέρνει τον αρραβώνα.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕ-ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕ

 

Γραμματικέ γραμματικέ και ψάλτη κι αναγνώστη

Που κάθοσαν κι αγνάντευες, εψές το φεγγαράκι.

Χύθηκε το μελάνι σου και βάψαν τα χαρτιά σου

Και βάψαν τα ρουχίτσια σου τα δυο μεταξωτά σου.