Κώστας Κάτσιανος: KAΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ ή ΠΑΓΑΝΑ

                       Σαν  περνούσε  τ’ Αγιαντρός και τα  Νικολοβάρβαρα, η γιαγιά η Κώτσαινα γινόταν άλλος άνθρωπος, έδειχνε σαν κάτι να την βασάνιζ, δεν γελούσε, δεν έπαιζε μαζί μας, δεν τραγουδούσε, έδειχνε σαν κάτι να την απασχολεί και όλο μονολογούσε χαμηλόφωνα.

Εμείς τα τέσσερα Κατσιανάκια την κοιτούσαμε με περιέργεια και μας βασάνιζε, άρα  μήπως κάποιος από μας έκανε κάποια ζαβολιά που πείραξε την γιαγιά? και την ρωτάω εγώ, τι έχεις γιαγιά και είσαι έτσι, εμείς σε αγαπάμε όλοι, δεν θέλουμε να σε βλέπουμε στενοχωρημένη. <Δεν φταίτε σεις πλάκιαμ, φταίνε  αυτοί οι βρουκάλακες οι μαύροι, που έρχονται από κάτου από την Αφρική, οι βελζεβούληδες οι μαγαρισμένοι, θάρθουν να μαγαρίσουνε όλον το κόσμο. <Και τι είναι γιαγιά αυτοί οι βρουκόλακες οι μαύροι.....ρώτησε ο Γιάννης με το στόμα ανοιχτό γεμάτος απορία… είναι παιδάκιμ οι καλικάντζαροι αερικά, δαιμονισμένα πλάσματα είπε η γιαγιά και έκανε τον σταυρό της φτύνοντας τρεις φορές στον κόρφο της για να ξορκίσει το κακό. Όταν έρχονται μπροστά πάει ο αρχηγός τους ου κτσός ο γαιδουροπόδαρος,  τριγύρω του χορεύουν και πηδάνε αμέτρητοι άλλοι. Είναι τόσοι δα κούτσικοι μα είναι διαβουλεμένοι κρατάνε στα  χεριά τους γκλίτσες  και έχουν νύχια  σουφλιρά και γυριστά σαν τα δρεπάνια,  φαφούτηδες, λιγδιάρηδες με ξέμπλεκα μαλλιά σαν την Τζαμαλάϊου  την  Αμαλιώ, άλλους κτσός, άλλους κουλός μην δώσει παιδάκιαμ και βρεθούν στο δρόμο σας,  έρχονται πλάκιαμ από κατ από την Αφρική, ζουν εκεί στα σκουτάδια μέσα σ’ αραχνιασμένες σπηλιές,  τρώνε  φίδια,  τσουμπράνες  ποντίκια και γάτες.

Εκεί στον κάτω   κόσμου, πριονίζουν με τα δόντια και τα  νύχια τους τις κουλώνες που βαστάν τη γη,  θέλουν να την γκρεμίσουν και μαζί μ’ αυτές  να γκρεμιστεί  και ούλους ο κόσμους, πηλικάν όλου τον χρόνο παρά δώδεκα μέρες.  Τότες πια δεν αντέχουν άλλο και την   παρατάνε και  βγαίνουν να ξανασάνουν. Στον πάνω κόσμου κάθονται δώδεκα μέρες..μα όταν γυρίζουν  οι κουλώνες έχουν θρέψει  και αυτοί αρχίζουν ματαπάλι το πελέκημα απ την  αρχή…  και τι κάνουν γιαγιά  αυτές τις δώδεκα μέρες στον επάνω  κόσμο? ρώτησε τώρα  ο αδελφός μου  η Γιάννς…  και τι δεν κάνουν Γιάννημ οι τρισκατάρατοι, τρυπώνουν στα σπίτια απ όπου βρουν, απ’ την κλειδαρότρυπα, απ’ το μπουχαρί και απ’ τις χαραμάδες, σπάνε τα τσουκάλια, χύνουν το λάδι,  ανοίγουν τα βαένια και χύνεται το κρασί, τρώνε τα γουρνουκόψιδα  και  αφήνουν  μόνο  τα   κόκκαλα,  μαγαρίζουν  τα  φαγητά,  κατουράνε  και σβήνουν την φουτιά  και σκορπούν  μέσα  στο  σπίτι  στάχτη. Καλά γιαγιά  της  λέω  εγώ.. εσύ τους είδες του καλικάντζαρους  -εγώ παιδάκιμ δεν τους είδα και  θεός  φύλαξει και  ξαναέφτυσε στον κόρφο της τρεις  φορές  και   με πήρε  στην  αγκαλιά  της και  με έσφιξε  γερά  με  τα χέρια  της,  γιατί φαίνεται  κατάλαβε πως εγώ  είχα  κατρείς  τα  βρακιά  μου  από τον  φόβο  μου. Τους  είδε  στου  μύλου ο  Τριάντους  και τους είδε  και η Σπύρινα  η Γάκαινα  τους  είδε και ου Φάνς ο Κουτσουβράκς   κι  ου Βαγγέλης  ο  Σιώκους  και τους πήραν  και  τους  πήγαν  στον  Αη Λια  και χόρευαν  μέχρι  να λαλήσει  ο πετεινός  και  από τότε έμειναν ονειροπαρμένοι και όλο γελάν  και κουνάν τα  χέρια  τους  σαν να  θέλουν  να  χορέψουν. Αφού  μας τα είπε αυτά η γιαγιά  η Κώτσαινα  κάθισε  μπροστά  στην  σκάλα  και  άρχισε να  λαναρίζει  και  με  δυνατή φωνή   να  λέει και να ξαναλέει…  τράκα τράκα τα λανάρια  φέρτιμει τρία   ποδάρια  να  τα  ρίξω  μες  στα  πγάδια, αυτά είπε η γιαγιά η Κώτσαινα  και  σώπησε.

Πήρε μετά το κόσκινο  το  κρέμασε  πίσω από  την  πόρτα  πάνω  στην  κλειδαρότρυπα,   να βλέπει   τις  τρύπες ο ζερζεβούλης,  να  κάθεται να τις μετράει,  να μπερδεύεται  και  πάλι απ’  την αρχή, ώσπου  να λαλείς  ου πρώτος  πετεινός , να  πάρει  τον δρόμο  και  να  χαθεί  στ’ ανάθεμα. 

 

Καλά Χριστούγεννα  και Ευτυχισμένο το 2014  σε όλο τον κόσμο.

 

Κώστας  Ηλία  Κάτσιανος