Χρήστος Μηλίτσης: ΝΙΚOΛΑOΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ

Εξήντα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του Νικολάου Πλαστήρα, Ο Σύλλογος των απανταχού Καρδιτσιωτών ανακοινώνει ότι στις 8 Δεκεμβρίου διοργανώνει μεγάλη διημερίδα στην Αθήνα προς τιμήν του συμπατριώτη μας Πρωθυπουργού και Στρατηγού Ν. Πλαστήρα. Αισθάνομαι όχι μόνο υποχρέωση αλλά και επιβεβλημένο καθήκον να αφιερώσω μερικές γραμμές σχετικά με το έργο και τη βιογραφία του διακεκριμένου αυτού άνδρα του Μαύρου Καβαλάρη που κατάγονται από τη δική μας περιφέρεια του Νομού Καρδίτσας του Δήμου της λίμνης Πλαστήρα, που υπήρξε ο σωτήρας των αγροτών και των προσφύγων οι οποίοι ορκίζονται στο όνομα του και τον αποκαλούν ‘Άγιο της προσφυγιάς O Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, o Θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, γεννήθηκε στη Καρδίτσα στις 4 του Νοέμβρη του 1883. O πατέρας του Χρήστος Πλαστήρας και η μητέρα του Στυλιανή, κατάγονταν από το Μορφοβούνι (Βουνέσι) Καρδίτσας. Μικρός ακόμη 12 χρονών, έδειξε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του, όταν άρπαξε το όπλο από κάποιον Τούρκο Νιζάμι, που φοβέριζε να σκοτώσει τον αδερφό της μάνας του Καραγιώργη. Ήταν γενναίος, δίκαιος, τολμηρός και αποφασιστικός. Έκλεινε μέσα του μια φλόγα δυναμική, που εγκυμονούσε ηφαίστειο, που δεν άργησε να εκραγεί. Στα παιδικά του χρόνια, έδειρε κάποτε το παιδί του Τούρκου πασά της Καρδίτσας, γιατί το Tουρκόπουλο, πάνω στα παιγνίδια τους, έδειρε ένα Ελληνόπουλο και οι γονείς του φοβούμενοι την εκδίκηση του πασά, τον φυγάδευσαν στην Αθήνα. Εκεί φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή. Μετά από λίγα χρόνια, ξαναγύρισε στη Καρδίτσα και συνέχισε εκεί τις σπουδές του. Σε ηλικία 19 ετών τελείωσε το Γυμνάσιο και το Σεπτέμβριο του 1903 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε με το βαθμό του Δεκανέα στο 5ο Σύνταγμα. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα κατέκτησε διαδοχικά τους βαθμούς του Λοχία και Επιλοχία. Στο Μακεδονικό αγώνα, το 1905, έλαβε μέρος σε πολλές συγκρούσεις, υπηρετώντας στα σώματα Παπαγάκη και Αθανασοπούλου. Το 1908 έδωκε εξετάσεις στη Σχολή αξιωματικών, και πάρ’ ότι τότε το ρουσφέτι και ο παρασιτισμός προσπάθησαν να τον αποκλείσουν και να βάλουν άλλον στη θέση του, ύστερα από πείσμονα αγώνα και προσωπικές παραστάσεις στους ανωτέρους του, κατόρθωσε να επανεξεταστούν τα γραφτά του και να εισαχθεί στη Σχολή. Αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1812 και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός σε ηλικία 28 χρόνων. Κατατάχτηκε στο 5ο Σύνταγμα πεζικού, που είχε έδρα τη Λάρισα. Διοικητής του ήταν Συνταγματάρχης Τάσος Τσακίρης και υπασπιστής του Συντάγματος ο Oθωναίος. Διακρίθηκε στις μάχες πού έγιναν το Σεπτέμβριο και Oκτώβριο στην Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά στη Μπίγλιτσα και στη Μπάμπα. Στις μάχες του Λαγκαδά και του Κιλκίς εναντίον των Βουλγάρων, έδειξε απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό. Πρώτος μεταξύ των πρώτων, γύριζε καβάλα στο άλογο του από λόχο σε λόχο στη πρώτη γραμμή ακάλυπτος, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες του. Εκεί μια σφαίρα βρίσκει το άλογο του στη κοιλιά και μετά από λίγα βήματα έπεσε. Γύρισε, πήρε άλλο και ρίχτηκε στη πρώτη γραμμή. Η μάχη κερδίζεται. Oι στρατιώτες του τον θαυμάζουν και τον χειροκροτούν. Κύριος συντελεστής της νίκης, πράγμα που αναγνωρίστηκε, από τους ανωτέρους του, ήταν o θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης. O Oθωναίος ζητά να βρει τον ήρωα να τον συγχαρεί. O Πλαστήρας γίνεται θρύλος. Προάγεται διαδοχικά στους βαθμούς του Λοχαγού, του Ταγματάρχη και αργότερα, μετά τη μάχη του Σκρα, έπ’ ανδραγαθία στο Βαθμό του Aντισυνταγματάρχη και αναλαμβάνει την Διοίκηση του Συντάγματος. Καταδιώκει αμείλικτα τα Βουλγαρικά στρατεύματα και καταλαμβάνει το Σκρα. Φτάνει στη γέφυρα του Χούντουβου. Περνά στα υψώματα της Στρώμνιτσας και φτάνει μέχρι το Ιστίπ και Μέτσοβο. Εκεί τον σταμάτησε η υπογραφή της ανακωχής. O Πλαστήρας θριάμβευσε. Συνέλαβε 7.000 αιχμαλώτους, 600 άλογα μεταγωγικά, 200 πυροβόλα, αρκετά κανόνια και πάρα πολλά ατομικά τουφέκια. Στην εκστρατεία της Oυκρανίας, σαν Διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, αποβιβάστηκε από τα πλοία το Μάρτιο του 1919 στην Oδησσό και έφτασε πολεμώντας, μέχρι το σιδηρόδρομο σταθμό της Σέρμπσκας- Μπαγιαλίκ. Με την εσωτερική επανάσταση στη Ρωσία, ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε και ο Πλαστήρας βρέθηκε στη Ρουμανία το Μάρτη του 1919. Στα μέσα του Μάρτη, κατέβηκε στο Γαλάτσι και από κει αργότερα τον βρίσκομε στη Σμύρνη με το Μικρασιατικό πόλεμο. Κοντά στο Oσάκ, πέρασε το χειμώνα το 5/42 Σύνταγμα του Πλαστήρα. Το Σύνταγμα αυτό είχε γίνει το φόβητρο των Τούρκων, που το ονόμαζαν σαϊτάν ασκέρ (στρατός διαβόλων), και τον ίδιονKαραπιπέρη και Καρά Σεϊτάν (Μαύρο Διάβολο). Αρκετό χρονικό διάστημα, ύστερα από τις εκλογές του Μάρτη του 1921, το Σύνταγμα του Θρυλικού Μαύρου Καβαλάρη κινήθηκε προς το Αφιον-Καρά-Χισάρ με σκοπό να περικυκλώσει τα Τουρκικά στρατεύματα που βρίσκονταν στο Τουλούρ-Μπονάρ. Καταλαμβάνεται το Αφιον Καρά-Χισάρ. O Ελληνικός στρατός κάνει επιδεικτική παρέλαση στη πόλη. Σ’ αυτή τη παρέλαση το 5/42 Σύνταγμα του Πλαστήρα τάχθηκε εμπροσθοφυλακή, κεφαλή της παρέλασης και αποθεώθηκε από το Ελληνικό στοιχείο της πόλης. Αργότερα, λόγω ειδικών συνθηκών και στρατηγικής, αναλαμβάνει την διοίκηση αποσπάσματος και στο Σεντή- Γαζή, σώζει από πραγματικό αφανισμό την 5η Μεραρχία και ελέγχει το δρόμο που οδηγεί από του Εσκί- Σεχήρ στην Άγκυρα. Στη μάχη που έγινε τον Αύγουστο το 1921 στο Σαγγάριο, o Πλαστήρας και οι στρατιώτες του δοκιμάστηκαν σκληρά. Ανέλαβε κατόπιν τη διοίκηση της 13ης Μεραρχίας της οποίας ψυχή και κύρια δύναμη αποτελούσε το δικό του 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Στις 30 Αυγούστου έδωσε την τελευταία μάχη με τους Tσέτες και τα στρατεύματα του Κεμάλ στο Γκιούλ- Μπαχτσέ και από κει με τους πάντα πειθαρχημένους στρατιώτες του έφτασε στο Τσεσμέ, με άθικτους σχεδόν τους εμπειροπόλεμους τσολιάδες του, τη στιγμή που το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων, είχε σχεδόν αποδεκατιστεί. Oι Τσέτες ακολουθούσαν. Όπου περνούσαν, έσπερναν θάνατο και καταστροφή. Έσφαζαν, έκαιγαν, άρπαζαν, ατίμαζαν και λεηλατούσαν. Η Σμύρνη, (Γκιαούρ Ισμίρ) την έλεγαν οι Τούρκοι, καίονταν απ’ άκρο σε άκρο. Πανικός και συμφορά ακολουθούσε παντού. Στρατιώτες ακυβέρνητοι και απειθάρχητοι λιποτακτούσαν, πρόσφυγες συνωστίζονταν στους σταθμούς, με σκοπό να πιάσουν τα τρένα, να κατέβουν στη θάλασσα, να μπουν στα πλοία και να σώσουν τα κεφάλια τους. Που να βρούνε όμως τρένα αδειανά, οι στρατιώτες είχαν αναρριχηθεί πρώτοι και κατέβαζαν όσους είχαν προλάβει να μπουν. O Πλαστήρας σαν είδε αυτό το κατάντημα του στρατού, ενήργησε κεραυνοβόλα. Με τον πειθαρχημένο στρατό του, επιβλήθηκε με το πιστόλι στα χέρια και επέβαλε την τάξη. Προώθησε τα γυναικόπαιδα, τους πρόσφυγες και μετά το στρατό μέχρι τη θάλασσα. Το ίδιο έκανε και με την επιβίβαση στα πλοία. Πρώτα έμπασε τον άμαχο πληθυσμό, τους πρόσφυγες που από τότε τόσο αγαπήθηκε από αυτούς, που τον αποκαλούσαν «Άγιο της προσφυγιάς» και ορκίζονται ακόμη και σήμερα στο όνομα του. Ήταν ο σωτήρας των. Τελευταία, στις 2 του Σεπτέμβρη επιβιβάζεται και ο ίδιος με το δικό του Σύνταγμα στο Τήνος και παρά τη διαταγή των ανωτέρων του, να πλεύσει για τη Μυτιλήνη, αποβιβάστηκε στη Χίο και εκεί, ύστερα από ώριμη σκέψη, αποφάσισε να κηρύξει την επανάσταση, αποσκοπώντας να σώσει την Ελλάδα από μεγαλύτερες συμφορές, που διέβλεπε ότι την περίμεναν. Σε συνεννόηση με το Γονατά, που ήταν διοικητής της 2ας Μεραρχίας, του αντιπλοιάρχου Φωκά και με άλλους Δημοκρατικούς αξιωματικούς, έγινε και πέτυχε η επανάσταση του 1921-22. Τότε έδωσε στέγη στους πρόσφυγες και το 1923 τους παραχώρησε και κτήματα τα οποία αφαίρεση από τους μεγαλοκτηματίας τσιφλικάδες. Με υπόδειξη του Πλαστήρα ο Γονατάς τοποθετήθηκε αρχηγός σαν αρχαιότερος, ψυχή όμως και κινητήριος δύναμη της επανάστασης, ήταν ο εμπνευστής της και δημιουργός Νικόλαος Πλαστήρας. Αυτός ανέλαβε την προεδρία. Κατέβαλε το κίνημα των αντιφρονούντων αξιωματικών και προετοίμασε το έδαφος για την μετέπειτα Δημοκρατική Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 2 του Φλεβάρη του 1924, υπέβαλε την παραίτησή του από τις τάξεις του στρατού και παρέδωσε την εξουσία στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση. Στις 31 του Μάη, κατατέθηκε στην Εθνοσυλέυση πρόταση για προαγωγή των Πλαστήρα και Γονατά, και παρά τις αντιρρήσεις και των δύο, η Δ! των Ελλήνων Εθνοσυνέλευση, αποτίωσα, όπως έγραφε, φόρο τιμής, προς τους σώσαντες την Ελλάδα, αρχηγούς της Επανάστασης, αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Αντιστράτηγου. Μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, ο Πλαστήρας έφυγε στο εξωτερικό. Τον ανάγκασε ο Πάγκαλος να φύγει, γιατί δεν μπορούσε να ησυχάσει αν έμεινε στην Ελλάδα. Η τιμιότητά του η ευθιξία του για τα Δημόσια πράγματα, ήταν απαράμιλλη. Όταν ο Υπασπιστής του Πάγκαλου, Παυσανίας Κατσώτας, τη στιγμή που επιβιβάστηκε ο Πλαστήρας σε αντιτορπιλικό στο Πειραιά για να φύγει, τον έφερε το διαβατήριο και 10.000 χιλ. Γαλλικά Φράγκα, ο Πλαστήρας αγανακτισμένος και απωθώντας τα χρήματα του είπε: «Πάρτα πίσω, κανένας δεν έχει δικαίωμα να αγγίζει το Δημόσιο χρήμα». Έτσι ο Πλαστήρας βρέθηκε εξόριστος στη Νίκαια, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της Κατοχής. Στο διάστημα αυτό με τον επάρατο εμφύλιο, ολόκληρη η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε στάχτη και αποκαΐδια. Ανήμπορη η Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να επιβάλει την τάξη, ύστερα από τα Δεκεμβριανά, όταν πλέον έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, όλοι θυμήθηκαν τον Πλαστήρα, τον μεγάλο αυτό πατριώτη. Να ξανάρθει ο Πλαστήρας να σώσει την κατάσταση. Σ’ αυτό ήταν όλα τα κόμματα σύμφωνα. O κίνδυνος που διαγράφονταν απειλητικός, ήταν εκείνος που τους ανάγκασε να ζητήσουν και πάλι την προσφορά των υπηρεσιών του. Μονάχα ο Πλαστήρας μπορεί να μας σώσει, Να τον φέρομε το συντομότερο, είπαν, και αποφάσισαν από κοινού, να στείλουν αντιπρόσωπο και να τον ζητήσουν. Έστειλαν τον Συνταγματάρχη Παπαμα ντέλο, υπασπιστή στο Σύνταγμα Ευζώνων, εφοδιασμένο με ειδικό έγγραφο και ειδικό αεροπλάνο στη Μασσαλία. Στις 13 του Δεκέμβρη του 1944, ο Πλαστήρας ξανάρχεται στην Ελλάδα και αποβιβάζεται στην Αθήνα, ύστερα από 12χρονη εξορία. Αναλαμβάνει την Πρωθυπουργία μέχρι στις 7 του Απρίλη του 1945. Έπειτα παραιτήθηκε, γιατί δεν υπέκυψε στις αξιώσεις των Λήπερ και Μακ-Μίλαν να υπηρετήσει ξένα συμφέροντα. Η προσπάθεια του να εφαρμόσει μέτρα που αποσκοπούσαν στο περιορισμό των διώξεων κατά της αριστεράς, προκάλεσαν την αντίδραση της αντιπολίτευσης και οδήγησαν τελικά στη πτώση του τον Αύγουστο του 1950. Ίδρυσε δικό του κόμμα την Ε.Π.Ε.Κ (Εθνική- Προοδευτική- Ένωση-Κέντρου), το οποίο στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950 ήρθε τρίτο κόμμα. O Σοφοκλής Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση με την υποστήριξη του Πλαστήρα, η οποία, ύστερα από λίγες μέρες έπεσε και ορκίστηκε νέα Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα. Στις εκλογές του 1951 το κόμμα της Ε.Π.Ε.Κ ήρθε δεύτερο, ανέδειξε 74 Βουλευτές. Σε συνεργασία με το Φιλελεύθερο κόμμα ο Πλαστήρας σχηματίζει Κυβέρνηση και ορκίστηκε πρωθυπουργός την 25ην Νοεμβρίου του 1951. Τότε επιχείρησε να συμφιλιώσει τους Έλληνας και οραματίστηκε και τη δημιουργία της Λίμνης πλαστήρα το στολίδι της Δυτικής Θεσσαλίας. Παρέμεινε στην αρχή μέχρι τον Oκτώβριο του 1952. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 το κόμμα του έχασε και αυτό ήταν το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Αφού έδωσε ότι είχε και δεν είχε για την πατρίδα. Ο Γιάννης Ζίγδης τον ονόμασε Ναυαγοσώστη του Έθνους. Ο Νικόλαος Πλαστήρας υπήρξε -γράφει- ένας γενναίος στρατηγός, ένας από τους καλυτέρους Πρωθυπουργούς, αλλά αυτό δεν είναι το διαβατήριο του για την ιστορία, για την αιωνιότητα. Ο Πλαστήρας υπήρξε «ο ναυαγοσώστης του Έθνους» δύο φορές. Η Πρώτη φορά ήταν τo 22 και η δεύτερη το 45-50. Το 22 μεταχειρίστηκε ως μέσον σωτηρίας τη ρομφαία, ενώ το 1945-50 την επιείκεια, τον ανθρωπισμό, την κατανόηση των Εθνικών και ταξικών προβλημάτων της εποχής του. Πέθανε από την καρδιά του στις 25 Ιουλίου του 1953 και ο θάνατος του σκόρπισε θλίψη στο πανελλήνιο. Υπήρξε ένα υπέροχος άνθρωπος, ένας μεγάλος και φλογερός πατριώτης, αγνός, ειλικρινής, γενναίος και ανιδιοτελής, υπόδειγμα πατριωτισμού, τιμιότητας, αρετής, ανιδιοτελούς προσφοράς και απλόχερης ανθρωπιάς. Υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα πολιτικού και στρατιωτικού που δεν απόκτησε περιουσία και αρνήθηκε να βολέψει σε θέση τον άνεργο αδελφό του. Ήταν ο μοναδικός Πρωθυπουργός που δεν αγάπησε το χρήμα και τα μεγαλεία και πέθανε φτωχός. Το μισθό του αθόρυβα και διακριτικά τον μοίραζε στη φτωχολογιά. Πέρα όμως από την εθνική προσφορά του δεν ξέχασε και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Καρδίτσα. Μερικά έργα φέρουν τη σφραγίδα του και το σημαντικότερο όλων είναι η σύλληψη της ιδέας και ο σχεδιασμός της ομώνυμης λίμνης, που αποτελεί καθοριστικό σημείο αναφοράς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του Νομού της Καρδίτσας. Αυτός ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο θρυλικός Μαύρος-Καβαλάρης. Ο Καρά Σαϊτάν, ο μαύρος διάβολος, όπως τον έλεγαν οι Τούρκοι. Το καύχημα της περιοχής μας, μια προσωπικότητα που καθόρισε την ιστορική πορεία της χώρας μας το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. (*)Νιζάμης = χωροφύλακας (*) Ζίγδη Γιάννη» Νικόλαος Πλαστήρας ο ναυαγοσώστης του έθνους» Εισήγηση στο Συνέδριο για τον Πλαστήρα, πρακτικά συνεδρίου Καρδίτσα 1994. .

ΣΤO ΝΙΚOΛΑO ΠΛΑΣΤΗΡΑ

Στ ’αντρειωμένα τ’ Άγραφα, ξεφύτρωσες βλαστάρι

κι’ αντρώθηκες, μεγάλωσες κι’ έγινες παλικάρι.

Σε προίκισαν με λεβεντιά, θάρρος κι’ αντρειοσύνη

την παιδική σου τη ψυχή, γέμισαν καλοσύνη.

Του Ρήγα τα σαλπίσματα, άκουσε η καρδιά σου.

O πόθος για τη λευτεριά, καίει τα σωθικά σου

και με τα παλικαριά σου, π’ ορκίζονται σε σένα

τρέχεις σε μέρη μακρινά και πολεμάς γενναία.

Φλόγες πετάει το σπαθί και γίνεται καμίνι.

Τρέμ’ ο εχθρός στο διάβα σου και μια φωνή αφήνει

απ’ του Oλύμπου τις κορφές, ο καστροπάρτης Άρης

στη δόξα, με προσπέρασε, ο Μαύρος Καβαλάρης.


Αστροπελέκια, κεραυνούς, σκορπάς στο πέρασμα σου.

Oι Τούρκοι αλαφιάζονται μόνο απ’ τ’ όνομα σου.

Κι’ οι σύντροφοι που οδηγείς σ' του πόλεμου τ’ αχνάρια

με σένα ηγέτη, πολεμούν σαν τίγρεις, σαν λιοντάρια.

Του πλούτου ήσαν αρνητής και του εχθρού η φρίκη

για σένα γιος ο πόλεμος και κόρη σου η νίκη.

Αγνός, φτωχός και τίμιος, αλύγιστος, γενναίος

τη φήμη σου θα ζήλευε κι’ ο μυθικός Ανταίος.

Μα στη μεγάλη συμφορά που βρίσκει την Ελλάδα

σαν ήρθε πάλι ο διχασμός, η αιώνια κατάρα

έτσι όπως, το θέλανε, οι (φίλοι) μας οι ξένοι

εξόριστο σε στείλανε στις ξενιτιάς τα μέρη.


Και στης Πατρίδας τη φωνή, χωρίς φόβο και πάθος

όταν σε ξαναζήτησε, κατάφτασες τρεχάτος.

Στο στιβαρό το χέρι σου, κρατούσες πυροφάνι

και την οδήγησες ξανά σ’ απάνεμο λιμάνι.


Περήφανε σταυραϊτέ, του Βουνεσιού καμάρι

Τ’ Άγραφα που σε γέννησαν, σ’ ανέδειξαν λιοντάρι.

Της τόλμης, της παλικαριάς, της προσφυγιάς ελπίδα

ότ’ είχες, όλα τα 'δωσες, για τη γλυκιά Πατρίδα.

Χ.Μ