Χρήστος Μηλίτσης: EOΡΤΑΣΤΙΚΑ ΗθΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
ΤΑ ΡΟΓΚΑΤΣΙΑ Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ Χρήστου Μηλίτη Δυο μέρες γύριζαν άλλοτε του Σταυρού και τα Φώτα σε χωριά και πόλεις και τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια τα ρουγκάτσια ή Λουκαντζάρια. Πανάρχαιο έθιμο, που έχει σχέση με τους σατύρους και τους Κενταύρους των προγόνων μας, ή ακόμη τους κανθάρους των Αιγυπτίων. Άλλοι τους συσχετίζουν με τους καλικάντζαρους και άλλοι παραδέχονται ότι τα παγανά είναι οι παγανιστές στρατιώτες του Ηρώδη, που πήραν παγάνα τους δρόμους της Βηθλεέμ και σφάξανε όλα τα μωρά από ηλικία δύο ετών και κάτω, με την πεποίθηση ότι μέσα σ' αυτά θα υπήρχε και ο νεογέννητος Χριστός. Άλλοι πάλι, τα βρίσκουν σα γεννήματα της φαντασίας, όπως λέει και ο Νικόλαος Πολίτης. Αυτά είναι μασκοφορεμένα μπουλούκια από μεγάλα αγόρια, ακόμα και άνδρες. Κάθε μπουλούκι αποτελούνταν από ένα αρχηγό, τον Αράπη που ήταν ντυμένος στα λευκά, φόραγε μια πλατιά ζώνη στη μέση, απ' την οποία κρέμονταν μεγάλα κυπροκούδουνα. Στο κεφάλι του έφερνε ένα μεγάλο χάρτινο κώνο, με πολύχρωμες κορδέλες, το χοντζιαρέ. Φορούσε προσωπίδα και πήγαινε πάντα μπροστά. Ακολουθούσαν κατάλληλα μεταμφιεσμένοι ο γαμπρός με τη φουστανέλα, ή νύφη με ην ομπρέλα, ο γέρος με τη γρια, ο γύφτος με τη γύφτισσα. Ο Αρκουδιάρης με την αρκούδα, ο φορομπήχτης που μάζευε τα φιλοδωρήματα, ο πεθερός με τη πεθερά. Ο γιατρός με τη νοσοκόμα και τελευταίος πήγαινε ο παπάς που κρατούσε ένα μπακράτσι στο χέρι και με ένα δεματάκι βασιλικό ράντιζε όποιο εύρισκε στο δρόμο του. Την παραμονή και τη μέρα των Φώτων, το μπουλούκι γύριζε από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσε. Τα τραγούδια τους τα ταίριαζαν κατάλληλα σε κάθε περίσταση. Αν ο οικοδεσπότης ήταν κτηνοτρόφος τον έλεγαν.Σε τούτα δω τα χειμαδιά το βλάχικα κουνάκια./Εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια. Φιλοφρονήσεις για ν' αποσπάσουν μεγαλύτερο δώρο, άσχετα αν ο κτηνοτρόφος είχε 10 ή 15 γίδια. Ανάλογα τραγούδια έλεγαν σε ανύπαντρο κορίτσι, σε αρραβωνιασμένο παλικάρι, σε μικρό παιδί ή σε ξενιτεμένο, σε γραμματιζούμενο και κατέληγαν πάντοτε με τις ευχές και παραινέσεις. Κέρνατα αφέντη μ' κέρνατα, κέρνα τα παλικάρια./Κι αν έχεις άσπρα δος μας τα, φλωριά με τα λυπάσαι. Η νύφη έπαιρνε τα χρήματα που της έδινε κάθε οικοκυρά. Το μπουλούκι τραβιόνταν στο γειτονικό σπίτι κι ο γύφτος ξέμεινε και άρχιζε τη ζητιανιά. Κυρά. Μια ψίχα από λουκάνικο, μια ψίχα από μπουμπάρα. Κάτι ακόμα έβγαζε με τη ζητιανιά του κι ακολουθούσε το μπουλούκι. Ο αρκουδιάρης χτυπώντας το νταούλι χόρευε την αρκούδα και την έδερνε με το αρκοδόξυλο. Ο γιατρός έπαιρνε τη πίεση σε κάθε περαστικό και ζητούσε την αμοιβή του. Όλοι δούλευαν για τον κορβανά. Οι παπάδες τη μέρα του Σταυρού, ως γνωστόν, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι σε χωριά και σε πόλεις για να διώξουν τα παγανά, τα οποία άλλωστε έχουν φύγει πριν ξημερώσει λέγοντας: Φεύγεσθε να φύγουμε, έφτασε ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Από χρόνο σε χρόνο το έθιμο αυτό εκφυλίζεται. Σήμερα οι παπάδες πληρώνονται από το δημόσιο και δεν νοιώθουν ευχάριστα να γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι με το μπακράτσι στο χέρι. Άλλοτε ονειρεύονταν τη μέρα αυτή για να φουσκώσουν τα πορτοφόλια τους. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε σε μια ιστορία. Κάποτε ένας παπάς απ' αυτούς που πίστευαν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, μπήκε τη μέρα αυτή βιαστικός και φουρτσάτος σε 'ένα σπίτι και για να μη χάσει χρόνο άρχισε απ' το κεφαλόσκαλο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένους σοι Κύριε.» Έριξε μια ματιά γύρω του, δεν είδε τη μάνα, απ' την οποία υπολόγιζε να πάρει το μπαξίσι, μόνο τα κοτσόβουλα ήταν εκεί και σταμάτησε να ψέλνει . Είπε στο μεγαλύτερο παιδί. -Που' ναι η μάνα σου ρε Γιάννη; -Πάει να πλύνει στο ποτάμι -ωρέ την καταραμένη, τέτοια μέρα πάει και πλένει. -Κάτω απ' το μαξιλαράκι, άφησε ένα ταλληράκι. -Τότε η ευλογημένη ας ειν' καλά πάντα κι ας πλένει. Σε κάποιο άλλο χωριό, ένας άλλος παπάς στο δρόμο τη μέρα εκείνη συναντήθηκε με ένα μπουλούκι από ρουγκάτσια. Εκεί γνώρισε τον ανιψιό του που ήταν ντυμένος με το ράσο του. Κατόρθωσε και ξεγέλασε τη παπαδιά και του το έδωσε. Αντί όμως να αρκεσθεί σ' αυτά και ν' ακολουθήσει το μπουλούκι σαν παπάς, πέρασε δυο κέρατα στο καλυμμαύχι και παρίστανε το διάβολο. Όταν τον είδε έτσι ο παπάς τρελάθηκε και του φώναξε.-Βρε μασκαρά εγώ κυνηγάω τα αόρατα παγανά και έχω μπροστά μου τον αρχιδαίμονα και τον έστρωσε στο ξύλο με τα μπαστούνι που κουβαλούσε μαζί του να φυλαχτεί απ' τα σκυλιά. Είδε κι έπαθε ο ανιψιός του να ξεφύγει από τα χέρια του