Χρήστος Μηλίτσης: ΛΗΣΤΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΗ ΝΕΒΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΣΕΝΙΚΟΛΑ
Διάβασα στη παρούσα ιστοσελίδα που γράφει ο συγχωριανός μας Γεώργιος Κατσιάκος ότι ο αρχιληστής Τσούκας σκοτώθηκε από τους χωριανούς μας στο εξωκλήσι του Αηλιά. Ύστερα από σχετική έρευνα διαπίστωσα ότι αυτό δεν είναι αλήθεια και γι΄ αυτό αποφάσισα να γράψω τα παρακάτω. Oι αρχιληστές Ζορμπάς και Τσούκας. Μετά τα γεγονότα στη Θεσσαλία το 1897, όταν οι Τούρκοι την κατέλαβαν για δεύτερη φορά και έφτασαν μέχρι το Δομοκό -Φάρσαλα και Βόλο, οι κατάδικοι που ήταν έγκλειστοι στις φυλακές, ελευθερώθηκαν. 'Ετσι στις 23 του Μάη αρκετοί κατάδικοι απέδρασαν από τις φυλακές της Χαλκίδας, βγήκαν στα βουνά και άρχισαν το ληστρικό βίο. Πρώτα στα χωριά του κάμπου και αργότερα στα ορεινά, όπου είχαν και τα μόνιμα λημέρια τους. Από κει έκαναν πότε φανερά τη μέρα και πότε τις νύχτες μυστικά, επιδρομές στα χωριά και έκλεβαν αδιάκριτα από φτωχούς και πλούσιους. Πολλές φορές καραδοκούσαν στις βρύσες και σε άλλα στέκια και περάσματα, έπιαναν ομήρους, κυρίως από πλούσιες οικογένειες και ζητούσαν λύτρα για να τους απελευθερώσουν. Ληστές στη περιοχή της Νεβρόπολης ήταν, ο Ζάχος ο Σπανός και ο Πατσιάρας. Το Ζάχο τον σκότωσε ο Ντότσιας, στην τοποθεσία που πήρε το όνομα του, και σήμερα λέγεται του Ζάχου. O Ηλίας Σπανός, φοβερός ληστής της περιοχής, γύρω από το 1840 όπως φημολογείται, είχε πάρει μέρος στη μεγάλη σφαγή του Δήλεσι και από κει κυνηγημένος κατάφυγε στα Άγραφα. Εκεί μαζί με τους άλλους το Ζάχο και τον Πατσιάρα, λήστεψαν και έκαψαν το χωριό Μολόχα.-Ευρυτανία- Επίσης μεγάλες ληστείες διέπραξε στην περιοχή, η πολυμελής συμμορία που αποτελούνταν από τους, Φίλιππο Πατσιάρα, Δημήτριο Αλογάρη και Κώστα Στρέλη ή Κοντή. Αυτοί μαζί με τον Ηλία Σπανό, καταλήστεψαν πολλά χωριά των Θεσσαλικών Αγράφων. Άλλοι ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή ήταν, ο Καστανάς από τη Ρεντίνα o Ξεροσφύρης, ο Κοκρίλας, ο Νάκας, ο Κουτσοθόδωρος και οι Τσιτραίοι Bάλιας, ο Μαργώνης, ο Καραμπάς, ο Κυρώζης. Όλοι δραπέτες των φυλακών. Στα Άγραφα, ο Βάλιας, Μαργώνης και Καραμπάς, είχαν δικό τους φρουραρχείο και έκαναν μάλιστα και χρέη Αστυνομίας. Οι χωροφύλακες λιγοστοί και αμέριμνοι τους φοβούνταν και τους άφηναν να ενεργούν όπως ήθελαν. Διηγούνται πως ένας σταθμάρχης το 1928, θέλησε να τους συλλάβει. Πήρε μαζί του τρεις χωροφύλακες και πήγε στο Καφενείο που ο Βάλιας με τον Καραμπά έπαιζαν χαρτιά. Έπιασε τον έναν ο ενωμοτάρχης και φώναξε στα όπλα. Οι χωροφύλακες δεν κινήθηκαν. Αποτέλεσμα, ο άλλος με το πιστόλι σκότωσε τον ενωμοτάρχη. Oι Τούρκοι τους κλέφτες τους έλεγαν Μπαταχτσίδες, Ντόπιοι κλέφτες δεν υπήρχαν. Όλοι ήταν ξένοι. ο Κοκρίλας, ο Νάκας, ο Ψίλιας, ο αρχιληστής Ζορμπάς και ο Τσούκας, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν για ορμητήριο το Βουνέσι και ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι των χωριών μόλις νύχτωνε, κλείνονταν στα σπίτια τους τα οποία ήταν καλά αμπαρωμένα και είχαν πολεμίστρες. Oι χωρικοί ήταν οπλισμένοι με τουφέκια, που τα έλεγαν γκράδες. Πάρ' όλα αυτά πολλές φορές, παραβιάζονταν από τους ληστές, γι'αυτό φρόντιζαν να τα έχουν καλά μαζί τους. Ληστρικές συμμορίες υπήρχαν και στα προηγούμενα χρόνια . Το 1848 το χωρίο μας, ο Μεσενικόλας λεηλατήθηκε από τη ληστρική συμμορία πολλών ατόμων μ ε επικεφαλής τους αρχιληστές Γιωργάκη Τσάμη,Ταργαλίκη και Εντεμ -πασά. Oι ληστές το 1897 σκότωσαν τους Λάμπρο Μακρή, Σωτήρη Παπανικολάου, και τον Κωσταντούλα Τέτα, καθώς επέστρεφαν από το Μουζάκι με εμπορεύματα στη τοποθεσία Νιάζο του Καπά. Καθώς λέγεται, ο ληστής Κουτσοθόδωρος, κοντά σε μια βρυσούλα, στο Μοναστήρι της Νεράιδας βρέθηκε σκοτωμένος το 1910. Εκεί τον πήγαν σκοτωμένο οι Μεγαλακιώτες. O ληστής πήγαινε συχνά στο σπίτι της Αγόρως Ζήση. Εκεί τον σκότωσαν οι συγγενείς της και τον πήγαν νεκρό στη θέση αυτή. Ειδοποίησαν μάλιστα και τον Αστυνόμο στο Καροπλέσι Μαυρογιάννη και συμφώνησαν να πηγαίνει στο μέρος εκείνο και να ρίξει μερικές τουφεκιές, ότι δήθεν τον σκότωσε αυτός, για να πάρει προαγωγή, αλλά τα χρήματα από την επικήρυξη να τα πάρουν αυτοί. Αυτά αργότερα τα έμαθε ένας άλλος ληστής ο Καστανάς, που συνεργαζόταν με τον Κουτσοθόδωρο και έσφαξε στη θέση του μύλου του Αυγέρη το γιο της Αγόρως Γιώργο. Από ληστές φονεύθηκε επίσης, και ο Μήτρος Καλιακούδας, καθώς και ο Στέργιος Χαντζιάρας στη περιοχή του Βουνεσιού. Πόσοι μεγάλη ήταν ή θηριωδία και η βαναυσότητα αυτών των ανθρώπων, μας το μαρτυρεί μια σχετική περικοπή, που γράφει ο Νίκος Γερακάρης για τούς κλέφτες. (*) (βλέπε Οι Σαρακατσαναίοι των Αγράφων, Γ. Αγραφιώτη «Η υπηρέτρια μιας πλούσιας οικογένειας στο χωριό Μπελοκομύτη, που βρίσκεται κοντά στο Νεοχώρι, του προύχοντα του χωριού Μακρή, ήρθε σε επαφή με τους ληστές της περιοχής, και το βράδυ δεν αμπάρωσε, (ασφάλισε) την πόρτα. Τη νύχτα μπήκαν στο σπίτι οι ληστές, Βασάνισαν το γιο του, έκοψαν τη γλώσσα του γέρου, για να μην μπορεί να μιλήσει, έσφαξαν και την υπηρέτρια που τους βοήθησε, και πήραν τους θησαυρούς και εξαφανίστηκαν. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναφέρει και έναν άλλο φοβερό Σαρακατσιάνο κλέφτη το Δήμο Πατσιαούρα, και γράφει ότι ήταν ένας από τους 17 του Κατσαντώνη που περίσσεψαν (σ.σ.γλίτωσαν) από των Κατσαντωναίων τον κατατρεγμό. Αυτό το επιβεβαιώνει στο βιβλίο της «Οι Σαρακατσαναίοι, σελ. Ζ» και η Αγγελική Χατζημιχάλη. Τους κλέφτες τους έκρυβαν και τους τροφοδοτούσαν οι Σαρακατσαναίοι. Αυτό το γνώριζαν οι Τούρκοι γι' αυτό και τους κυνηγούσαν ανελέητα. Στα χαρτιά των Σαρακατσάνων Κολοβαίων υπήρχε ένα έγγραφο που στάλθηκε το 1817 από τον πασά της Λάρισας στο τσέλιγκα Νίκο Κολοβό που του έγραφε: «Εσείς οι τσελιγκάδες βαστάτε τους κλέφτες και θα 'ρθω να σας κάψω και σας και τις στρούγκες σας». O κλέφτης Τσούκας, έχει ιστορία και με το Μεσενικόλα. Από καιρό έχουμε συγκεντρώσει και διασταυρώσει τις παρακάτω πληροφορίες. O Τσούκας, όπως μας είχε πει, προ πολλών ετών ο Αντώνης Κορώνης, που έτσι πιστεύουν όλοι οι χωριανοί μας σκοτώθηκε στον Αηλιά, μαζί με κάποιον άλλον ληστή Ψίλια. Υποστηρίζουν ότι, όταν έφυγαν από τις φυλακές μαζί με κάποιον Παπαδημητρίου, από το Μεσενικόλα και θέλησαν να εκδικηθούν τους χωριανούς. Ήρθαν νύχτα και οχυρώθηκαν στο ξωκλήσι του Αηλιά. Oι χωριανοί τους αντιλήφθηκαν και έλαβαν τα μέτρα τους. Είχαν και αυτοί οχυρωθεί σε τρία τέσσερα μέρη του χωριού. Στο σπίτι του Στυλογιάννη, οχυρώθηκαν οι Κολιός Ψημμένος, Βασιλάκος Λάμπρος, Κων. Τσιλιώνης, ο Παπακώστας και ο Γιάννης Καπέκας. Αλλά φυλάκια είχαν στα Κατσακέϊκα και στο σπίτι του Ψάρρα και στο αλώνι του Γώγου. Όταν έβαλαν οι χωριανοί εναντίον των ληστών αυτοί οχυρώθηκαν μέσα και πίσω από το εκκλησάκι. Όπως λέγουν ο Τσούκας άνοιξε στο τοίχο του Μοναστηριού μια τρύπα να την χρημοποιήσει σαν πολεμίστρα. Την ώρα εκείνη από τη σκόνη που δημιουργήθηκε, σκόπευσε ο Παπαδημήτρης και η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και τον σκότωσε. Τον θάψανε -λένε- στον Αηλιά, όπου μάλιστα την άλλη μέρα τον ξέθαψαν και τον αναγνώρισαν. Ήταν ψηλός, λεπτός και φορούσε φουστανέλα. Όταν σκοτώθηκε, υποστηρίζουν άλλοι, τα παλικάρια του τον έβαλαν πάνω σε ξυλοκρέβατο και έφυγαν από το Βουνεσιώτικο προς τη Νεβρόπολη. Τους ληστές Τσούκα και Ψίλια με 200 περίπου κλέφτες, έφερε να ληστέψουν το χωριό, κάποιος Νακόπουλος. Aνιψιός του Δημάρχου Κουρκότσελου. O Νακόπουλος μπήκε φυλακή γιατί σκότωσε τον Ανάστάσιο Ιωακείμ ή Κασινακά. O Αναστάσης ήταν φανατικός αντίπαλος του Κουρκότσελου που τη χρονιά εκείνη ήταν Δήμαρχος στο Μεσενικόλα. Αιτία τα πολιτικά. Ο Κορκότζελος έβαλε τον ανιψιό του και τον σκότωσε. Έτσι βρέθηκε στη φυλακή. Εκεί γνωρίστηκε με το Τσιούκα. Δραπέτευσαν μαζί, έκαναν συμμορία και λυμαίνονταν την περιοχή μας. Ευκαιρία να εκδικηθούν τους πολιτικούς αντιπάλους του Κουρκοτσελου και να ληστέψουν το χωριό. Ήρθαν νύχτα και ταμπουρώθηκαν στον Αηλιά. O Τσούκας ζήτησε να περάσει μέσα από το χωριό για να πάει δήθεν στο Βλάσδο. Είχε όμως άλλα στο μυαλό του. Oι Μεσενικολίτες κατάλαβαν τη μπλόφα και δεν τον επέτρεψαν. Ταμπουρώθηκαν στα Καραμετρέϊκα και Στυλογιανέϊκα που ήταν στην άκρη του χωριού και τους περίμεναν. Είχαν αποφασίσει να τους αφήσουν να πλησιάσουν και να τους ρίξουν από κοντά. O Νικόλας Ψάρρας όμως, Βιάστηκε και τουφέκισε, πριν δοθεί το σύνθημα. Οι κλέφτες τότε οχυρώθηκαν, όπως γράψαμε, στην εκκλησιά και άρχισε και από τις δύο μεριές το τουφεκίδι. Oι χωριανοί πιστεύουν ότι στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και ο Τσούκας και ο Ψίλιας που τον είχε πρωτοπαλίκαρο. Αυτό όμως είναι αμφισβητήσιμο. O Ψίλιας πράγματι, σκοτώθηκε γιατί αργότερα δεν έδωσε σημεία ζωής, ο Τσούκας πληγώθηκε μάλλον και επέζησε. Διότι σκοτώθηκε από το απόσπασμα του Καπετάν Ναούμ- Σπανού, κοντά στο χωριό Φουρνά, μαζί με τον αρχιληστή Δράκο και τρεις άλλους κλέφτες. Όπως μας λέει ο καπετάν Ναούμ, ήταν λαβωμένος. Εάν αυτό είναι σωστό, τότε είχε λαβωθεί και όχι σκοτωθεί στον Αηλιά. Τα παλικάρια του πληγωμένο και όχι νεκρό τον έβαλαν στο ξυλοκρέβατο και έφυγαν προς τη Νεβρόπολη. Από τους χωριανούς τότε σκοτώθηκε μια γυναίκα η Νικολαϊδινα, που βγήκε στο δρόμο να συμμαζέψει τα παιδιά της. O Μακεδονομάχος Καπετάν Ναούμ-Σπανός, αναφέρει τα παρακάτω για τον Ζορμπά. O Ραζής, (πρόκειται για το Μοίραρχο Ραζή, που για αρκετό καιρό είχε έδρα το Μεσενικόλα, ήταν τότε Υποδιοίκηση χωροφυλακής στο χωριό), μου επρότεινε να πάμε στ' Άγραφα να κυνηγήσουμε τους ληστές. Συνεννοήθηκα με τον Καπετάν Αρκούδα να πάμε μαζί. O Ραζής με τριακόσιους χωροφύλακες έφυγε το πρωί, Εμείς το απόγευμα. Φθάσαμε στη βρύση του Ζαχαράκη. Από κει τραβήξαμε στη βρύση της Τριφύλλας, απέναντι από το Φουρνά. Περάσαμε κατηφορικό δρόμο, ύστερα ανηφορικό, έως ότου φθάσαμε σε ένα μικρό δάσος, στο μέσον του οποίου βρίσκονταν ένα μικρό χάνι από κλαδιά. O Χατζής τον οποίον απείλησα ότι θα του έπαιρνα το κεφάλι, αν δεν μου έλεγε που πήγαν οι κλέφτες, μου είπε ότι προ ενός τετάρτου, πήγαν στο ρέμα. Ήταν τριάντα κλέφτες και οι αρχιληστές Τσούκας, Δράκος, Ηλίας και Πονηρόπουλος. O Τσούκας ήταν πληγωμένος. Σε απόσταση επτά χιλιομέτρων δρόμου, τους συναντήσαμε. Τους βλέπουμε απέναντι μας ξαπλωμένους κάτω από τα δέντρα. Αραιώνω τα παλικάρια μου, σκοπεύουμε και πυροβολούμε όλοι. Oι καπεταναίοι Τσούκας Δράκος και τρεις κλέφτες σκοτώθηκαν. Μας πυροβόλησαν και κείνοι και χάθηκαν στο δάσος. Από κει φθάσαμε στο χωριό Σερμενίκου. Εκεί μας αντάμωσε ο αρχιληστής Μήτσιος Ζορμπάς. Μας πρότεινε να γίνουμε βλάμηδες, Απέκρουσα τη πρόταση του, εκτός αν εδέχετο, να μας προσκυνήσουν τα παλικάρια του. O Ζορμπάς, δεν εδέχετο και ετοίμασε το όπλο του όταν έφυγε να μας πυροβολήσει. Το όπλο του δεν λειτούργησε. Τον συνελάβαμε και την επομένην τον παρέδωσα στο Γαζήν εις Μεσενικόλαν» και πιο κάτω συνεχίζει: «Μετά τέσσαρες μέρες, γίνονταν μάχη πιο κάτω, στο Μεσενικόλα στην ουδέτερη ζώνη, μεταξύ ανταρτών και Τούρκων. Μάζεψα 150 άνδρες Aρβανιτοβλάχους, τσοπάνιδες, πολίτες και με τα παλικάρια μου και τον καπετάν Αρκούδα, τρέξαμε στο Νότιο μέρος του Μεσενικόλα, πιάσαμε θέσεις και αρχίσαμε τη μάχη. Σκοτώθηκαν εννιά παλικάρια μου και τραυματίστηκαν τέσσερα. O Τουρκικός στρατός, ήταν στον κάμπο. Την ίδια νύχτα με τους άντρες μου και με άλλους Αρβανιτοβλάχους, πλησιάσαμε τις σκηνές τους. Με τους πυροβολισμούς μας, ξύπνησαν οι Τούρκοι. Άρπαξαν τα όπλα τους και πυροβολούσαν στη τύχη και πολλοί απ' τους δικούς τους σκοτώθηκαν απ' αυτούς τους ίδιους. Όταν απ' το φόβο τους εγκατέλειψαν τις σκηνές τους, εμείς πήραμε 32 άλογα, 24 σακιά αλεύρι, 7 σακιά ρύζι, και τα πήγαμε στο Μουζάκι. Εκεί τα μοιράσαμε όλα στους πρόσφυγες της Θεσσαλίας, που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, και δεν ήταν λίγοι. Από το Νεοχώρι ήταν και δύο αδέρφια κλέφτες, που λέγονταν Τσιτραίοι. Αυτοί μαζί με το Γιώργο Παπαδημήτρη, έκοψαν το αυτί του χωριανού μας Γιώργου Καραμήτρου, στη θέση Βρωμόβρυση, στον απάνω δρόμο. Τον φοβέρισαν για να τους δώσει χρήματα. Oι κλέφτες αποτελούσαν ανίατη πληγή για τους κατοίκους των ημιορεινών χωριών και γενικότερα όλων των χωριών των Αγράφων, ακόμη και του κάμπου. Το Κράτος έλαβε ορισμένα μέτρα για να τους εξοντώσει. Με Βασιλικό διάταγμα της 19ης Μαρτίου του 1871 ενεκρίθη να εκφρασθεί η Βασιλική ευαρέσκεια σε κατοίκους του χωριού Καροπλεσίου και Σπινάσας για τη συνδρομή τους στη καταστροφή της ληστρικής συμμορίας Φιλίππου-Πατσιάρη. Επίσης ευαρέσκεια εκφράστηκε και στο Δήμαρχο Κτημενίων, Γεώργιο Γαλή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης με ημερομηνία 15 Μαΐου 1872 για το φόνο των ληστών Σπανού Αλογάρη και Στρέλλη. Με Βασιλικό διάταγμα, πριν από αρκετά χρόνια ακόμα και συγκεκριμένα είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 15 Oκτωβρίου του 1843, συστήθηκε ένας νέος θεσμός προστασίας από τους ληστές, που ονομάσθηκε Δημοφυλακή. Είχε σκοπό την καταδίωξη των ληστών και την ασφάλεια της υπαίθρου. Σε κάθε Δήμο ή και χωριό, διορίζονταν δύο έως τρία άτομα Δημοφύλακες έμμισθοι, που ανήκον στη δικαιοδοσία του Δημάρχου. Ήταν εποχή τότε, που η ύπαιθρος ληστοκρατούντα. Πάρ' όλα αυτά τα σκληρά μέτρα δεν απέδωσαν. Χρειάστηκαν να περάσουν αρκετά χρόνια για να κατασταλεί η ληστεία και να επικρατήσει ησυχία και έννομη τάξη στα Άγραφα.