Απογραφή 1454

Χωριό Μεσενικόλας1

Σύμφωνα με την απογραφή του 1454/1455 στον Μεσενικόλα κατοικούσαν οι παρακάτω 42 οικογένειες:

Ανδρέας Τζίρτζης3 - Στάθης Βασίλης - Στάθης Βασίλης - Ανδρέας Βασίλης - Στάθης Τζίρτζης - Γιώργης Βασίλης - Μιχάλης Βασίλης - Στάθης Ξένος - Μαρτίνος Μόρφης- Μόρφης Θόδωρος- Δημήτρης Βασίλης - Κώστας Θοδωρόπουλος -Μανώλης Τζίρτζης- Γιάννης Βασίλης - Γιώργης Παπάς - Γιάννης Θοδωρόπουλος - Γιάννης Πάσκος - Γιώργης Βασίλης -Γιώργης Βασίλης- Γιάννης Θοδωρόπουλος - Γκίνης4 Μπιρτζάγης5- Κώστας Μπιρτζάγης -Μιχάλης Μπιρτζάγης- Γιώργης Κοντός- Δημήτρης Κοντός- Γιάννης Κοντός- Πέτρος Τσαγκαρόπουλος - Γιώργης Τσαγκαρόπουλος- Βρετός6 Τζίρτζης- Γιάννης Τζίρτζης - Δημήτρης Τζίρτζης -Νικόλας Τζίρτζης -Πέτρος Τσουκαλάς -Νικόλας Βασίλης - Πέτρος Βασίλης- Δημήτρης Βασίλης - Μανώλης Βασίλης - Γιάννης Βασίλης -Σταμάτης Πάσκος- Δημήτρης Τζίρτζης -Μανώλης Τζίρτζης - χήρα Ζώγια Βασίλοβα.

Άγαμοι άνδρες:

Γίαννης Τσουκαλάς- Θόδωρος Θοδωρόπουλος- Γιάννης Τζίρτζης- Στάθης Βασίλης- Θόδωρος Τζίρτζης- Νικόλας Τσαγκαρόπουλος- Αλέξης Καρτάρας (Καρδάρας ;) - Γιώργης Μπιρζάγης- Αλέξης Βασίλης- Νικόλας Βρετός- Πέτρος Κοντόπετρος- Μιχάλης Τσαγκαρόπουλος- Βρετός Πάσχος- Θόδωρος Πάσχος- Γιάννης Βασίλης



καλλιέργειες του τιμαριώτη2

καρυδιές: 3

φοροπρόσοδος: 25

αμπέλια, εργάτες: 7

φοροπρόσοδος: 60

καλλιέργειες χωρικών:


σίτος 26 κοιλά 7 επί 8[ακτσέδες 8 ]/κοιλό, σύνολο 208

Κρίθος κ.ά. 17 κοιλά επί 5 [ακτσέδες]/κοιλό, σύνολο 85

λινάρι 48

δεκάτη κουκουλίων9 40

δεκάτη καστανιών 30

δεκάτη καρυδιών 15

δεκάτη φρούτων 7

δεκάτη μελισσιών 100

δεκάτη αμπελιών και φόρος


βαρελιού 10 360

φόρος προβάτων11 144

φόρος χοίρων12 45

φόρος εγκληματιών13 και γάμου14 55

σπέντζα15 1031

σύνολο

εστίες

41

άγαμοι

15

χήρα

1

φοροπρόσοδος:

2253 ακτσέδες

Παραπομπές

1 Melek Delilba?? – Muzaffer Ar?kan (επιμ.), Hicrî 859 Tarihli Sûret-i Defter-i Sancak-? T?rhala

(Ankara: Türk Tarih Kurumu, 2001), τόμ. 1, σ. 249, τόμ. 2, σσ. 374a-374b.

2 Η καλλιέργεια των κάτωθι καρυδιών και αμπελιών έχει καταγραφεί ως ????a, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του τιμαριώτη – στην περίπτωση του Μεσενικόλα, του ?üseyin veled-i Timürd?r –, αλλά δεν του ανήκαν ως ιδιωτική περιουσία. Τέτοιου είδους κτήματα, που κάλυπταν τις διατροφικές ανάγκες του τιμαριώτη, συχνά καλλιεργούνταν από τους κάτοικους του χωριού, οι οποίοι ήταν υπόχρεοι φόρου ίσου με το ¼ της αξίας της παραγωγής, βλ. Βέρα Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (15ος-16ος αι.), μτφρ. Ουρανία Αστρινάκη – Ευαγγελία Μπαλτά

(Αθήνα: Πορεία, 1990), σσ. 99-107.

3 ?ir?i (κροατ.), επώνυμο.

4 Gjin (αλβ.), κύριο ανδρικό όνομα, Ιωάννης.

5 Πιθανή είναι η ετυμολογία του επωνύμου από το birçe (αλβ.), νέο παιδί, γιος, παιδί χαϊδεμένο και τεμπέλικο? πρβλ. Birçja (αλβ.), επώνυμο. Για το κύριο όνομα Birçe < (υποκοριστικό) bir (αλβ.), γιος βλ. Vladimir Zoto, Fjalor Emrash (Tirana: Dasara, 2005), σ. 68. Το ακριβές έτυμον του ονόματος παραμένει υπό έρευνα.

6 Σύμφωνα με βυζαντινή παράδοση, σε περιπτώσεις παιδικής θνησιμότητας οι γονείς ενός νεογέννητου μωρού το έβγαζαν στο δρόμο φωνάζοντας: «πουλ? ?να παιδί/?ρνάκι». Ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσαν «?γόραζε» το βρέφος και ως ανάδοχός του το βάφτιζε Πο?λο, Πουλημένο, ?γοραστ? ή Βρετό, βλ. Φαίδων Ι. Κουκουλές, Βυζαντιν?ν βίος κα? πολιτισμός, τόμ. 5, Παράρτημα (Αθήνα, 1952), σσ. 38-39.

7 Ο φόρος υπολογίζεται βάσει της παραγωγής σε κοιλά. Εφόσον δεχθούμε ότι στην περιοχή χρησιμοποιούνταν το κοιλό των Τρικάλων, καθώς διοικητικά ανήκε στο βιλαέτι των Τρικάλων, μπορούμε να το υπολογίσουμε στα 51,312χλγρ. (δηλ. δύο κοιλά Κωνσταντινούπολης: 2x25,656).

8 Όλοι οι υπολογισμοί γίνονται σε a?çe (τουρ.), οθωμανικό ασημένιο νόμισμα, το οποίο από τους Έλληνες ονομάστηκε ?σπρον και από τους δυτικούς asper, Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα. Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-19ος αι. (Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1996), σσ. 95-114? ?evki Nezihi Aykut, ‘Osmanl? Sikkeleri’, στο Hasan Celâl, Kemal Çiçek

και Salim Koca (επιμ.), Türkler, τόμ. 10 (Ankara: Yeni Türkiye, 2002), σσ. 823-833.

9 Φόρος σηροτροφίας.

10 Συμψηφισμός φόρου αμπελοκαλλιέργειας και οινοπαραγωγής.

11 Την εποχή της σουλτανείας του Μωάμεθ Β΄ (Me?med II, 1444-1446, 1451-1481) ο φόρος των προβάτων αντιστοιχούσε σε έναν ακτσέ ανά τρία κεφάλια, ??n?n-? cebelüy?n b? ??n?n-? müzevvec-i gebr?n στο Ahmet Akgündüz (επιμ.), Osmanl? Kanunnâmeleri ve Hukukî Tahlilleri, τόμ. 1 (?stanbul: FEY Vakf?, 1990), σ. 356.

12 Κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα ο φόρος υπολογιζόταν σε έναν ακτσέ ανά κεφάλι οικόσιτου χοίρου και έναν ακτσέ ανά δύο κεφάλια χοίρων ελευθέρας βοσκής, ??n?n-? cebelüy?n b? ??n?n-? müzevvec-i gebr?n στο A. Akgündüz, Osmanl? Kanunnâmeleri, ό.π., τόμ. 1, σ. 355.

13 Φόρος που επιβάρυνε τους εγκληματίες και παραβάτες του νόμου. Σε μεταγενέστερα έγγραφα αναφέρεται ως niy?bet-i cürm ve cin?yet, Halil ?nalc?k (επιμ.), Hicrî 835 Tarihli Sûret-i Defter-i Sancak-i Arvanid (Ankara: Türk Tarih Kurumu, 19872), σ. xxvii? Ahmet Özk?l?nç et al. (επιμ.), 373 Numaral? ‘Ayntâb Livâs? Mufassal Tahrîr Defteri (950/1543) (Ankara: T.C. Ba?bakanl?k, Devlet Ar?ivleri Genel Müdürlü?ü, Osmanl? Ar?ivi Daire Ba?kanl???, 2000), σ. 38.

14 Φόρος επί των γυναικών που επρόκειτο να παντρευτούν για πρώτη ή δεύτερη φορά.

15 Στην οθωμανική περίοδο αποτέλεσε φόρο συγγενή και παράγωγο του κεφαλικού (cizye ή ?ar?c). Σπέντζα ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν όλοι οι μη μουσουλμάνοι ενήλικες άρρενες – έγγαμοι και άγαμοι – και οι χήρες, εφ’ όσον διατελούσαν κληρονόμοι των συζύγων τους ή επίτροποι των ανήλικων γιων τους. Όπως ορίζεται στο νομικό κώδικα (?an?nn?me) του Μωάμεθ Β΄, οι ενήλικοι άνδρες υποχρεούνταν να πληρώνουν εικοσιπέντε ακτσέδες κατ’ έτος και οι χήρες έξι ακτσέδες/έτος. Σε περιοχές της Θράκης και της δυτικής Μ. Ασίας οι μη μουσουλμάνοι πλήρωναν αντί της σπέντζας τον resm-i çift [φόρος επί καλλιεργήσιμης γης οργωμένης από ένα ζεύγος (çift) βοδιών]. Για τους φόρους των υποτελών μη μουσουλμανικών πληθυσμών βλ. Halil ?nalc?k, ‘Osmanl?larda Raiyyet Rüsûmu’, Belleten 23/92 (1959), σσ. 575-610. Για την οθωμανική φορολογία γενικά βλ. Halil ?nalc?k, ‘Resm’,

Encyclopaedia of Islam2, τόμ. 8 (Leiden: E.J. Brill), σσ. 486-487.