ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΙΑΝΟΣ: Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΑΛΙΑ ΜΑΣ.

  Ιγώ είχα ένα αυτουκινητάκι που μου τ΄ αγόρασαν οι γονείς μου, στου παζαράκι στ΄ Άσπρα λιθάρια.

  Ένα απόγευμα του πήρα κι βγήκα στην αυλή να του κυλίσου λίγου στου χώμα. Έτσι μ΄ ήρθε να παίξου.

  Μόλις μι βλέπ η Τάτσιας, μι λέει:

  -Τι είν αυτό άα, του πρακατσίγκαλου ??

  -Αυτουκινητάκι, δεν του βλέπς ντιπ ?? Γκαβός είσι , του λέου ιγώ.

  -Νόμ λίγου να του κλίσου κι ιγώ, ρά !!

  - Ένα μαλλί θα συ δώσου, λέου ιγώ.

  -Γιατί, ράα.

  -Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί κι τ΄ άλλου τόφαγις ισύ, τουν απουστούμσα ιγώ.

  Κι αυτός αρχίνσι τα παρακάλια:

  -Αϊ , φέρτου λίγου, ένα λιπτό !!

  -Γιατί, ανταμκό τόχουμι ή σι γέννσι η μάναμ ??

  - Μα …

 - Τι μα κι ξιμά ??

  - Καλά… !! Δεν θα πείς ισύ τίπουτα ??

  - Μη μου κανς ιμένα ξιρουτσάντζις !! Αφού δεν ξερς αρά, να του πιάεις, θα του χαλάεις κι μιτά θα σι κάνου να δεις του νουνό σ  γουμάρ.

  -Φέρι συ λίγου, ρα, να δοκιμάσου κι θα δείς.

  Του δίνου, τ΄ αρπάζ κι κόβει πέρα. Τρόμαξα να τουν φτάσου, πέρα στου Κουτσουβράκι. Τάρπαξα απ τα χέρια τ κι του λέου :

  -Αϊα, μι του χάλασις ντιπ, ράα  !!!

  -Αι σα πέρα, παλιοψιματούρ. Που ίντου που του χάλασα ?? Σαραβαλάκι είνι, δεν του βλέπς ??  Ιγώ φταίου που στου χάλιψα. Άλλη φουρά δεν σι ματακρένου ντιπ.

  Του πήρα ιγώ κι του καταχώνιασα μέσα στουν κόρφου μ  κι πήραμι τουν δρόμου του γυρισμού για του σπιτ.

  Στου δρόμου βρήκαμι τουν Αντών τουν Ζουγραφά.

 

Του λέει η Τάτσιας : 

 -Ξέρς άα, τι έχ ου Κουστάκς στουν κόρφουτ ??

 - Τι έχ άα ?? Ένα μαλλί, λέει ο Αντώνς. Άμα δεν του δω μι τα μάτιαμ δεν πστεύου !!

  - Άμα θες να στου δείξου, θα μι δώκς πέντι τσιγκάκια.

  -Ένα μαλλί θα σι δώκου, λέει η Αντώνς.

  Και επαναλαμβάν(ι):

  -Α να του δω λίγου,  ράα !!

  -Άμα δώεις τα τσιγκάκια, θα στου δείξου.

  -Άράα, δεν μι πστεύς ??. Θα στα δώκου μα την Παναγούλα !!

  Έτσι με ξιγέλασι κι του τόδειξα και μι τάρπαξι κι αυτός κι μου το ξαφάνσι, ντιπ. Πάει μεσ την αχυρώνα κι του καϊπουσι κι μιτά έπιασι  του ΄΄ δεν ξέρου τίπουτα ΄΄.

  Έτσι τόχασα τ΄ αυτοκινητάκι κ’ έφαγα κι ξύλου απ’ την μάναμ, που δεν μ’ άφηνι να του βγάλου όξου.

  -Ουδιδόϊα να του παίειζς, στου παραθύρ , μ’ έλιγι, για να μην του χαλάεισ πουτέ, να τόχς κι όταν θα τρανέψς….. !!!