ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΤΣΗΣ: ΜΠΡΑΒΟ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ

                                 

O Αύγουστος μήνας. Βρίσκονταν στα μέσα του. Έκαιγε το λιοπύρι αρκετά. Kάτω όμως απ’ το μεγάλο πλάτανο του χωριού, έκανε αρκετή δροσιά. Γύρω από ένα μικρό τσίγκινο τραπέζι μια μικρή συντροφιά έπαιρνε το ουζάκι της. Η συζήτηση τους ήταν ζωηρή και εύθυμη και έγινε πιο εύθυμη ακόμα, όταν ένας νέος επισκέπτης προστέθηκε στη παρέα τους. Ήταν ο Αριστείδης.

-Γεια σας παιδιά.

-Καλώς τον Αριστείδη.Κάθισε Αριστείδη.

-Θα πάρεις καφέ Αριστείδη;

-Όχι, ευχαριστώ. Χρειάζεται καφές σε τέτοιο τσούρβελο που δεν έχει στάλα μυαλό, είπε και συγχρόνως έφερε το δείκτη του δεξιού χεριού στο μέτωπό του. Αν είχα τα μυαλά μου τότε που ήμουνα μικρός, δεν θα τυραγνιόμουν έτσι σήμερα. Σκούπισε με την παλάμη τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπό του και θρονιάστηκε σε μια καρέκλα ψάθινη.

- Αχ! Αυτό το μυαλό!, επανέλαβε.

Κάποιος της παρέας τον διέκοψε.

-Μπράβο Αριστείδη!

Ε! αυτό ήταν το έναυσμα. Σπίρτο λες και ήταν και άναψε φωτιά. Τα γέλια και τα χάχανα δεν είχαν τελειωμό, όταν ο Αριστείδης με την αφέλεια και την απλότητα που διακρίνει το χωριάτη πρόσθεσε.

-Που το θυμήθηκες αυτό βρε κερατά;

Έτσι μαθεύτηκε η Ιστορία, γιατί μέχρι τότε λίγοι την ήξεραν στο χωριό.

Ο Αριστείδης τόσο στο δημοτικό, όσο και στο σχολαρχείο, δεν είχε καλή επίδοση στα  γράμματα. Ήταν στο δημoτικό κούτσουρο απελέκητο, που λέει ο λόγος.  Ωστόσο ο πατέρας του επέμεινε να τον μάθει γράμματα, να σπουδάσει. Να γίνει μεγάλος άνθρωπος, επιστήμονας, -λογιστής-, όπως έλεγε, να τον δει να πίνει το καφεδάκι του κάτω από τον πλάτανο μαζί με το δάσκαλο, το γιατρό, τον Αστυνόμο και τον ειρηνοδίκη του χωριού. Αυτοί και μόνον έμειναν καθημερινά στο χωριό και παίρνανε το καφεδάκι τους. Οι χωριανοί ξωμάχοι, όλη μέρα στη δουλειά. Έτσι λοιπόν ο πατέρας του ο Δημητράκης τον έστειλε και στο σχολαρχείο που είχε τότε το χωριό.

Είναι ζήτημα όμως, αν ο Αριστείδης ανέβαινε δυο τρεις φορές το μήνα τις σκάλες του σχολείου. Όταν χτυπούσε το κουδούνι και οι μαθητές έμπαιναν στην τάξη, ο Αριστείδης την έκανε κοπάνα. Πότε την έβγαζε στα καζαναριά που έψηναν τσίπουρα, πότε έκανε βόλτες στους μπαξέδες, πότε την άραζε στο ίσκιο κάτω από τον πλάτανο στο εξωκλήσι του Αι-Νικόλα, λίγες δεκάδες μέτρα κάτω από το σχολείο, ανάλογα με το κέφι του και τον καιρό. Είχε αποκτήσει μεγάλη ειδικότητα στο να παρακολουθεί, να ψάχνει και να βρίσκει  τις φωλιές των πουλιών. Γνώριζε πόσα αβγά είχε η κάθε μια. Περίμενε να τα κλωσήσoυν, να μεγαλώσουν και πριν βγάλουν τα φτερά τους και πετάξουν, τα έπαιρνε, τα έψηνε σε μέρη απόμερα και τα έτρωγε με βουλιμία. Αυτά του άρεσαν, που ήταν τόσο καλά, τα έτρωγε και ευφραίνονταν και όχι τα σκασμένα τα γράμματα που ήταν γιομάτα πίκρα και σκασίλα. Για το κωδoύνι που χτυπούσε στα διαλείμματα δεν τον ένοιαζε. Στο σχόλασμα όμως ήταν πρώτος και καλύτερος, μπροστά στη πόρτα του Σχολείου. Κρατούσε τα βιβλία παραμάσκαλα, τα οποία. σχεδόν ποτέ δεν είχε ανοίξει, ανακατεύονταν με τους άλλος μαθητές, γίνονταν όλοι ένα τσούρμο και στο σπίτι με το καλό.

 - Καλημέρα Πατέρα.

-Καλώς τoν Αριστείδη. Πως πήγες σήμερα Αριστείδη, σε σήκωσε ο Kαθηγητής;

-Ναι Πατέρα.

-Το ήξερες το μάθημα;

-Πάρα πολύ καλά πατέρα. Μάλιστα ο καθηγητής μ’ είπε μπράβο Αριστείδη.

-Έτσι πολύ -καλά παιδί μου, μπράβο και από μένα Αριστείδη.

-Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά πατέρα.

Μα που το βάζει ο διάβολος και μια των ημερών ο πατέρας του Αριστείδη

βρίσκει στο δρόμο τον καθηγητή. Το συγχωρεμένο το Χαρίλαο Βαϊόπουλο. Είχαμε τότε δυο καθηγητές το Βαϊόπουλο που δίδασκε αρχαία και νεοελληνικά και το Χρύσανθο Xρυσανθάκη μαθηματικό που δίδασκε εκτός από τα άλλα και.. Γαλλικά.

-Καλημέρα κύριε Χαρίλαε.

-Καλημέρα σας ... Καλημέρα Δημητράκη.

-Πως τα πάτε κ. Χαρίλαε με τον Αριστείδη;

-Ποιον Αριστείδη;

-Το γιο μου ντε.

Σάστισε ο Καθηγητής. Σκέφτηκε λίγο...

-Α! Τον Αριστείδη το γιο σου...Πέντε μήνες έχω να τον δω.

-Τι λες δάσκαλε. χθες δεν τον σήκωσες στο μάθημα και του είπες μάλιστα μπράβο Αριστείδη;

Αυτό ήταν το πρώτο βόλι που δέχτηκε κατάστηθα ο επίμονος πατέρας. Το δεύτερο ήρθε ύστερα από λίγες μέρες με τα αποτελέσματα, όταν ο Αριστείδης το’ σκασε το κανόνι.