Χρήστος Μηλίτσης: Ιστορίες του χωριού μας.


Φθινόπωρο. Ξημέρωνε Κυριακή. Βαθειά χαράματα. Η νύχτα δεν είχε μαζέψει ακόμα τα σκοτάδια στην ποδιά της. Τα αστέρια λαμπύριζαν στον ουρανό. Προμήνυμα ότι η μέρα θα ερχόταν χαρούμενη και ηλιόλουστη. Τα κοκόρια άρχισαν τα λαλήματα και δεν είχαν σταματημό. Έξαφνα ακούστηκε η καμπάνα του χωριού να χτυπά γρήγορα και δυνατά.΄Έστειλε στους χωριανούς το μήνυμα ότι κάτι το σοβαρό θα συμβεί στο χωριό μας. Μερικοί παραξενεύτηκαν και διερωτώνταν, τι να συμβαίνει άραγε;. Οι περισσότεροι όμως το γνώριζαν και το περίμεναν μάλιστα από καιρό. Ο μακαρίτης Στάθης Σύψας που έκανε τότε κοντά στα άλλα και τον αγγελιοφόρο στο χωριό, δεν άργησε να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Έτρεχε από γειτονιά σε γειτονιά και φώναζε όσο μπορούσε με μισοκομμένη καταλαλιά γιατί ο δυστυχής ήτα ανάπηρος και η γλώσσα του δεν τον Βοηθούσε.

--«ε.ε.ε.ε.ε.ε.ε. χωριανοί. Τα’ αμόλσαν τα κάστανα».

Αυτό ήταν. Όλοι οι άνθρωποι ξύπνησαν, άνδρες γυναίκες και παιδιά βρέθηκαν στους δρόμους. Ακόμα και τα σχολιαρούδια κοντά στους δικούς τους κι’ αυτά. Γέμισαν οι στράτες και τα στενορύμια του χωριού. Φωνές, καλημερίσματα και χαιρετίσματα,πανζουρλισμός στους δρόμους. Όλοι τραβούσαν για τα καστανόδασα. Ήρθε η μέρα που περίμεναν από καιρό να μαζέψουν κάστανα. Έτρεχαν βιαστικά να προλάβουν να μαζέψουν, όσα πιο πολλά μπορούσαν. Το κάστανο τότε, ακόμα και σήμερα αποτελούσε βασική τροφή για τους ξωμάχους. Όταν μάλιστα συνοδεύετε με κάνα δυο ποτηράκια κρασί γίνεται πιο ευχάριστο και κρατάει χορτάτο τον άνθρωπο σχεδόν όλη τη μέρα.

Ότι το κάστανο τραβάει το κρασί το λέει και τι δίστιχο.

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι

Και το κορίτσι φίλημα πρωί και μεσημέρι.

Άρχιζαν από τα κοντινά καστανόδασα και έφταναν στα πιο απομακρυσμένα. Εκεί μεταφέρονταν τώρα οι φωνές, τα πειραχτά και τα καλαμπούρια. Πολύ φασαρία. Η κουβέντα –κουβέντα και η δουλειά- δουλεία. Μάζευαν τα σκορπισμένα κάστανα, σπάζανε με τα πόδια τα καβούκια και τα έβγαζαν. Τα μάζευαν στις ποδιές ή στα κοφίνια και τα έριχναν στα σακουλάκια που κουβαλούσαν μαζί τους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μάζευαν σακιά ολόκληρα και τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια ή και στα μουλάρια που έσερναν μαζί τους.

Δυο γειτονόπουλα, που ήταν καλοί φίλοι και μάλιστα Γυμνασιόπαιδα, άργησαν παρ’ όλη τη φασαρία να σηκωθούν απ’ τα κρεβάτια τους. Ήταν πολύ κουρασμένα από την προηγουμένη μέρα, το Σάββατο το απόγευμα, που ήρθαν πεζοπορώντας από τη Καρδίτσα που ήταν το Γυμνάσιο,- έτσι τα μάθαμε τα λίγα γράμματα εμείς οι παλιοί με ανέχειες, κόπους και σκοτούρες- και αποφάσισαν να πάνε κι αυτά για συλλογή. Προτίμησαν το κοντινό καστανόδασο, τις πλάκιες, όπως λέγεται μια τοποθεσία κοντά στο χωριό.

Σαν έφτασαν εκεί, δεν υπήρχε πλέον ψυχή. Αυτοί που προηγηθήκαν μάζεψαν ότι υπήρχε και τραβήχτηκα στα ενδότερα. Στη ρίζα μιας γέρικης καστανιάς, είδαν ένα σακουλάκι κοντόγιομο με κάστανα που στηρίζονταν στον κορμό της. Έριξαν μια ματιά ολόγυρα δεν υπήρχε κανένας. Σκέφτηκαν, πήραν την απόφαση και το έπραξαν «το καλό». Άδειασαν στα γρήγορα στα δικά τους τσουβαλάκια το περιεχόμενο, ήταν δεν ήταν περίπου 12ως 15 οκάδες, η οκά ήταν τότε η μονάδα μέτρησης του βάρους, γέμισαν το σακουλάκι που άδειασαν με χαλίκια μελίστρας, που είναι ελαφρά Έβαλαν πέντε έξι φούχτες κάστανα από πάνω για να μην φαίνονται τα χαλίκια. και από δω πήγαν κι’ άλλοι.

Ύστερα από λίγη ώρα να και ο Βασιλάκης, ο κάτοχος. Είχε μαζέψει τρεις –τέσσερες οκάδες κάστανα ακόμα τα άδειασε πάνω στα άλλα, γέμισε το σακούλι, το έδεσε καλά και σε λίγο έφτασε κατάκοπος και καταϊδρωμένος, αλλά και πολύ ευχαριστημένος στο σπίτι.

-Έλα μάνα να δεις τι καστανάρες που σου έφερα!.

Έτρεξε η μάνα του στο μπαλκόνι, έστρωσε μια ψάθα να ρίξουν πάνω τα κάστανα να στεγνώσουν για να μη σαπίσουν και είπε στο Βασιλάκη μας να  αδειάσει το σακούλι. Αλλά τι έκπληξη. Δεν φαίνονταν πουθενά κάστανο. τα είχαν σκεπάσει τα χαλίκια. Τότε αγανακτισμένη η μάνα του που φημίζονταν για τις κατάρες και τη κακογλωσσιά της ξεφώνισε αγανακτισμένη.

-Βρε Θεοσκοτωμένε χαλίκια με κουβάλησες;

Δεν άργησε η ιστορία αυτή, ύστερα από λίγες μέρες να γίνει βούκινο στο χωριό.