ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΤΣΗΣ: O Μεσενικόλας πρωτοπόρος στον αγώνα.

Ο Μεσενικόλας πρωτοπόρος στα  επαναστατικά κινήματα στα ‘Αγραφα στα 1854-1866-67 και 1878.

Μετά τα χρόνια της Επανάστασης του 21, όταν λευτερώθηκε η μικρή Ελλάδα και σχηματίστηκε το Ελληνικό Κράτος, τα Θεσσαλικά Άγραφα και ολόκληρη η Θεσσαλία  παρέμειναν υπόδουλα. Υπήρξε η τραγικότερα ειρωνεία της μοίρας  να αγωνισθεί περισσότερο από κάθε άλλη περιφέρεια της χώρας μας  και να μην συμπεριληφθεί και αυτή με το πρωτόκολλο του Λονδίνου  στο χάρτη της αναγενομένης Ελλάδας. Η παραίτηση του Λεοπόλδου, ο οποίος ζητούσε επίμονα την επέκταση των Ελληνικών συνόρων  και η δολοφονία του Καποδίστρια δυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τη φλόγα  για τη λευτεριά τους. Ο Βασιλιάς Όθων και η αντιβασιλεία δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Έτσι η Θεσσαλία και προ παντός τα Θεσσαλικά Άγραφα ανέλαβαν  από μόνα τους, χωρίς καμιά βοήθεια  στα χέρια  τους τη τύχη για τον απελευθερωτικό αγώνα  και έκαναν στη σειρά τέσσερα κινήματα πριν ελευθερωθούν, τα παρακάτω:

To 1854, δέκα χρόνια μετά το σύνταγμα του 1844 επαναστάτησαν απ’ άκρο ως άκρο τα Άγραφα. Η πρώτη σημαντική επαναστατική πράξη εκδηλώθηκε  στο χωριό Ανθηρό (Μπουκουβίτσα). Εκεί ο οπλαρχηγός Τσιγαρίδας επικεφαλής τριάντα ενόπλων, κήρυξε την έναρξη του επαναστατικού αγώνα και έδωσε μάχη με ένα Τουρκικό απόσπασμα. Το ίδιο έγινε και στα Μεγάλα Βραγκιανά. Έφθασαν τότε εθελοντές από τη Θεσσαλία και απ’ όλη την Ελλάδα. Το κίνημα απλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα, σε ολόκληρη τη Δυτική Θεσσαλία. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν οι Τούρκοι στη Θεσσαλία ήταν: 500 Τούρκοι στο Φανάρι, 200 στα Φάρσαλα, 300 στη Λάρισα, 180 στο Βόλο, 500 στον Αλμυρό και 200 στην Καρδίτσα. Επικεφαλείς των ήταν ο Ζεϊνέλ πασάς και ο Αλβανός Αμπάζ Λαλιώτης. Oνομαστοί οπλαρχηγοί όπως ο Ράγκος, ο Στράτος, Μπουκουβάλας, Μηλιάς Κουτσουράκης, Τριανταφυλλάκης ο Λοχαγός Αδάμ, και οι υπολοχαγοί Τσακόπουλος Στουρνάρας, Καραμήτσος και Κόρακας, συνέπτυξαν αξιόλογη δύναμη επαναστατών. Εναντίον τους κινήθηκαν οι Τουρκαλβανοί  περίπου 700 άνδρες με επικεφαλείς τους Τουρκαλβανόν Αρμπάζ- Λαλιώτη και Ισμαήλ Φράσαρι, χωρίς αποτέλεσμα. O οπλαρχηγός Θεοδόσης Ζιάκας συνέπτυξε σώμα με πολλούς Μακεδόνας και ενίσχυσε τα ανταρτοσώματα της περιοχής. O Καταραχιάς ελευθέρωσε την Καΐτσα και προχώρησε στο Σμόκοβο. Εδώ ενώθηκε με τα ανταρτοσώματα του Λεωτσάκου  και Ζιάκα και από κοινού ελευθέρωσαν την Ανάβρα (Τσαμάσι). Την ίδια εποχή επαναστάτησε και η Καστανιά Αγράφων και έτσι ολόκληρη η Ν.Α. Θεσσαλία βρίσκονταν σε επαναστατικό οργασμό. Ο Αμπάζ Λαλιώτης που στο μεταξύ ενισχύθηκε με 2.000. Τουρκαλβανούς κατευθύνθηκε στο Μεσενικόλα και στην περιοχή της Νεβρόπολης. Οι επαναστάτες το Γενάρη του 1854 με 300 παλικάρια έτρεψαν σε φυγή τις Τούρκικες φρουρές της Νεβρόπολης και της Καστανιάς. Από κει μετέβηκαν στο Λουτρό και στις 27 του Φλεβάρη του 1854 έγινε εκεί σκληρή μάχη με τα παλικάρια του Καπετάν Ζιάκα και Καταραχιά. Τότε κατέφτασαν και άλλες Τουρκικές ενισχύσεις με το Σεϊνέρ- πασά και οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Λουτρό. Στo τέλος του Φλεβάρη, οι Αγραφιώτες με το Σπαθάρα και Μπογαζιώτη  πολιόρκησαν στις 27 Φεβρουαρίου την Τούρκικη φρουρά στο Βλάσδο. Στη μάχη που κράτησε 56 ώρες, οι Τούρκοι νικήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, όταν έφθασε ενίσχυση ο καπετάν Ζιάκας με 60 παλικάρια, αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς και 70 τραυματίες. Μετά τη μάχη οι Τούρκοι αποσύρθηκαν  στο Μοναστήρι της Κορώνας, στην Καρύτσα, στο Παλιόκαστρο και στο Λουτρό, ενώ οι επαναστάτες που σε λίγες μέρες έφτασαν τις 2000, στρατοπέδευσαν στο Μεσενικόλα  και  στα  γύρω χωριά της Νεβρόπολης. O Μεσενικόλας υπήρξε τότε κέντρο εφοδιασμού των επαναστατών. Τούτο καταμαρτυρείται από μια επιστολή του Κ. Τριανταφυλλίδη που στάλθηκε στο Καρπενήσι και αναφέρεται στη μάχη της Μαγουλίτσας, που μεταξύ των άλλων γράφει: (*) (Φακελ. 189. αριμ 72. Γ αρχείο. Σκούφου). Όταν ο εχθρός επλησίασεν καλά, τότε άρχισε αδιάκοπος πυροβολισμός από τα οχυρώματα από μίαν Κούλιαν και Εκκλησία κατά τας πυκνάς των Αράβων φάλαγγας και μετά τρίωρον πόλεμον τους έτρεψαν εις φυγήν φονεύσαντες και πληγώσαντες υπέρ τους 400 και ότι τους επήραν 300 όπλα μετά των λογχών. Την χαροποιάν και ευχάριστον ταύτην είδησιν εμάθαμε από τον αναχωρήσαντα εκείθεν προ της μάχης γραμματοκομιστή, ως και από τον Κ. Λ. Ζώτον, τους οποίους επληροφόρησαν δύο στρατιώται του στρατού οι οποίοι ήλθαν μετά την μάχην εις Μεσενικόλα δια πολεμοφόδια». Την 1ην Μαρτίου 1854, μετά από πολύωρη μάχη που δόθηκε στα Κανάλια, οι Τούρκοι αφού άφησαν στο τόπο της μάχης 50 νεκρούς και 20 τραυματίες αναχώρησαν για το Φανάρι, όπου οι οπλαρχηγοί Μανωλίδης, Καραούλης και Τριανταφυλλάκος, συνέτριψαν την Τούρκικη φρουρά του Ισμαήλ Φράσαρι. Την άνοιξη του 1854 ανέλαβε την αρχηγία στη περιοχή των Αγράφων ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Ράγκο- Ζιάκα- Στράτο και Καταραχιά, σχημάτισαν μια δύναμη από 2.000 άνδρες περίπου και επιχείρησαν να καταλάβουν το Φανάρι που το υπεράσπιζαν 3.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Ισμαήλ -Μπέη Φράσαρι.  Η μάχη έγινε στις 7 του Μάρτη υπήρξε φονική και δεν έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Τα Επαναστατικά σώματα που συγκροτήθηκαν με αρχηγούς τους Αλεξανδρή- Oικονόμου- Κυριάκον και Γεώργιο Χαμχούγιο και έδωσαν μάχες με τους Τούρκους στο Μαυρομάτι, αναγκάστηκαν κι’ αυτά να αποσυρθούν. Στις 29 Μαρτίου του 1854 Τουρκαλβανοί λεηλάτησαν τα χωριά Μουζάκι και Μαυρομάτι. Oι κάτοικοι των χωριών επαναστάτησαν και βοηθούμενοι, από τους οπλαρχηγούς Αθανασούλα- Μακρή και Ισκο, τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Σχετικά με τη μάχη αυτή, καθώς και στο επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε στη Δυτική Θεσσαλία αυτή την εποχή, υπάρχουν μερικές επιστολές που αποτελούν αδιάψευστα ντοκουμέντα. Προέρχονται από το Αρχείο του Γ. Σκούφου, που αποτελεί μέρος της συλλογής του Γ. Βλαχογιάννη. (*)Βλέπε.Θ.Η τόμος Ζ σελ 129-135) Αναφέρω τις παρακάτω:

                                         Εν Καρύτσα την 22 Φεβρουαρίου 1854, 5 ώρα Μ.Μ

                                                                        3ος   Λόχος

Προς την Διοίκησιν του τάγματος του, εις  Καρπενήσιον. Ταύτην την στιγμήν πέρασαν πλησίον του Σταθμού μας ο λοχαγός Αντώνιος Μπουκουβάλας και Γεώργιος Καραούλης και άλλοι 340 προς κατάληψιν των πλησίον της Μεθορίου Γραμμής χωρίων Νεοχώρι και Καστανιάς, είπομεν δε ότι εις αμφότερα τα χωρία ταύτα ενυπάρχουν οχυρωμένοι μόνον ως έγγιστα  65 τουρκαλβανοί και  ότι αύριον ξημερώσει θέλομεν αναφέρει.

                                                                           Αθ. Αδάμ

                                                         Λοχαγός (Φακ. 188 αριθμ.225).

Δύο μέρες αργότερα, ήτοι 24 Φεβρουαρίου από αναφορά του 3ου λόχου του 1ου ελαφρού τάγματος οριοφυλακής μαθαίνουμε ότι καταλήφθηκαν απ' τους επαναστάτες τα χωριά Νεοχώρι και Καστανιά και ότι έχουν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Νεβρόπολης 1000 περίπου Ευρυτάνες με σκοπό να επιτεθούν και να καταλάβουν την Καρδίτσα. Μία άλλη επιστολή που στάλθηκε από το Μεσενικόλα  του Γ. Βαλτινού, σε κάποιον  Θώμο, γράφει:

                                                             Εν Μεσενικόλα την 8 Απριλίου 1854.

 Αδελφέ Θώμο. Ταύτην την στιγμήν επιστρέφω από το Καραούλι όπου τηρούσαμε τας θέσεις  Μεγάλα Καλύβια, όπου γίνονταν από το μεσημέρι έως το κάθισμα του ηλίου αδιάκοπος πόλεμος. Έβγαλαν και από το φρούριον εις το ποτάμι δύο τόπια και τους εκτυπούσαν τους  εδικούς μας. Επίσης έγινε εις Φανάρι καλός πόλεμος αλλά το αποτέλεσμα δεν το γνωρίζομεν και άμα μάθομεν θέλει σας ειδοποιήσομεν. Σας ειδοποιούμεν αδελφέ, ότι εις Καρδίτζαν σήμερον το δείλι ήλθαν τακτικοί στρατιώτες έως 1500, τους είδωμεν με το κιάλι και έστησαν τα τσαντίρια των έξω εις την άκραν της Καρδίτζας, και να έχετε το νου σας, μη λέγεις εις κανένα τίποτε, αύριο να προσέχετε, να ιδούμε αν θα πάν εις κανένα μέρος επάνω.

                                                                       Ο αδελφός σας

                                                                         Γ. Βαλτινός.

Στις 30 Μαρτίου ο λοχαγός Μελέτιος Αδάμ στην Παραπράστινα εφόνευσε 20 Τούρκους και τους υπόλοιπους 80, ήταν σύνολο 100, τους έτρεψε σε άτακτη φυγή. Στις 8 Απριλίου έγινε μάχη στα Χάρμινα με τα παλικάρια του Βελή, όπου φονεύθηκαν 12 Τούρκοι. Απ τους επαναστάτες σκοτώθηκε ένας και τραυματίστηκαν δύο. Στις 12 Απριλίου έγινε η μάχη στη Μαγουλίτσα μεταξύ 400 Τούρκων ιππέων, 1600 Αιγυπτίων  και 600 Αλβανών, που διέθεταν 4 πυροβόλα υπό τον Ζεϊνέλ πασά. Οι επαναστάτες, ύστερα από πολύωρη μάχη τους έτρεψαν σε φυγή και κυρίεψαν 150 όπλα, δέκα ξίφη και δύο άλογα. Άλλη μάχη δόθηκε στο χωριό Βελέσι (Παλιομονάστηρο), με τους Οπλαρχηγούς Χαβαλαίους και τους αδερφούς Γκιώλιδες. Kαι εδώ νικήθηκαν οι Τούρκοι και έφυγαν για τα Τρίκαλα. Στις 8 του Απρίλη τον ίδιο χρόνο, δόθηκε άλλη μεγάλη μάχη μεταξύ Τούρκων και επαναστατών, στο χωριό Καλύβια. Αρχηγός των επαναστατών ήταν ο στρατηγός Χατζηπέτρος, των δε Τούρκων ο Ισμαήλ- Μπέης Φράσαρι. Στη μάχη αυτή στην οποία και πάλι νικήθηκαν οι Τούρκοι, πήραν μέρος και οι οπλαρχηγοί, Θ. Ζιάκας, Γεώργιος Καταραχιάς  και Νικόλαος Μακρής. Το άλλο έτος 1855- 56, όλα τα χωριά των Αγράφων, είχαν επαναστατήσει. O Γ. Αλεξανδρής ξεσήκωσε τα χωριά Λιάσκοβο- Πετρωτό, ο Θ. Ποζιός  με τα ανταρτοσώματα και με αρχηγούς τον Κυριάκον, Γεώργιο Χαμχούγιον και άλλους οπλαρχηγούς, κατέβαιναν και λεηλατούσαν τα Κουνιαροχώρια στο Θεσσαλικό κάμπο και έσπερναν φόβο και τρόμο στους Τούρκους.  Έδωσαν πολλές μάχες, αλλά τελικά, κυνηγημένοι κλείστηκαν στο Μοναστήρι της Ρεντίνας, όπου πιάστηκαν και κατασφάγησαν από τα εξαγριωμένα στίφη των Τουρκαλβανών. Την εποχή αυτή έδρασε στην Νεβρόπολη, επαναστητημένο σώμα, περίπου 200 άνδρες με αρχηγούς τον καπετάν Ζέρβα και τους Σωματάρχες Χαντζιάρα και Φουρνέλη. Είχε την έδρα του, πίσω από ένα σημερινό μικρό θέρετρο του Πλαστήρα (Νεράϊδα), που λέγεται Καρβασαράς. Τα σώματα αυτά, έδωσαν μάχες στη Τσούκα, στο Τσαρδάκι και στο Παλιόκαστρο. Επίσης συνεπλάκησαν με ένα Τουρκικό τάγμα στο Δημαρείο, και μαζί με άλλα ανταρτοσώματα, έλαβαν μέρος στη μεγάλη μάχη της Σέκλιζας. Στις μάχες αυτές διακρίθηκαν, ο Ιωάννης Σκαλτσάς, Σκυλοδήμος και Πουρνάρας. Οι Μεγάλες   Δυνάμεις και ιδίως η Αγγλία και η Γαλλία, δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτόν τον αγώνα. Οι Άγγλοι κατάσχεσαν στη Μάλτα ένα φορτίο 9.000 όπλων που προορίζονταν για την επανάσταση και μαζί με τους Γάλλους αργότερα αποβίβασαν στρατεύματα στο Πειραιά και στην Αθήνα. Ο Όθωνας τότε εξαναγκάσθηκε να απολύσει τη Κυβέρνηση Κριεζή και να διορίσει πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος ανακάλεσε τους αξιωματικούς που υπηρετούσαν στους επαναστάτες καθώς και όλους τους κρατικούς λειτουργούς που είχαν συμμετοχή στην Επανάσταση. Ο Χατζηπέτρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα με την παρακάτω προκήρυξη του που σκόρπισε ρίγη συγκίνησης  σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Θεσσαλίας:

     «Στρατιώται Θεσσαλοί των Αγράφων, της Πίνδου, του Ολύμπου, αποσυρόμεθα του  αγώνος, κύπτοντας εις τας ακαταμάχητους περιστάσεις. Αλλ’ η γη των πατέρων μας, ο τόπος της γεννήσεως μας, είναι δίκαια απερίγραπτα δια παντός. Αν και προς καιρόν αποχωρούμεν δεν λησμονούμεν, αποθέτομεν τα όπλα ευέλπιδες ότι οι δυνατοί της γης θέλουσιν εννοήσει».                           

                                        Χριστόδουλος Χατζηπέτρος


Πάρ’ όλους αυτούς τους ηρωικούς αγώνες των επαναστατών δεν μπόρεσαν να κερδίσουν  και να χαρούν τη λευτεριά τους. Ύστερα απ’ αυτά οι Θεσσαλοί αρχηγοί και οι προύχοντες των Αγράφων που έλαβαν μέρος στην επανάσταση εγκαταλείπονται στην εκδικητική μανία των Τούρκων και αναγκάζονται να κρύβονται στα βουνά, η να περνούν στο Ελληνικό Κράτος. Συμπερασματικώς όπως αναφέραμε, Η πρώτη εξέγερση συνέπεσε με την εποχή του Ρωσσοτουρκικού πολέμου και συνδυάσθηκε με την εισβολή επαναστατικών ομάδων, από την ελεύθερη Ελλάδα. Oι οπλαρχηγοί Καραούλης, Αλεξαδρής και Ματούκας, έκαψαν πολλές Tούρκικες κούλιες (στρατώνες) της μεθοριακής γραμμής και λεηλάτησαν πολλά Τουρκοχώρια. Για να καταστείλουν την επανάσταση κινήθηκαν εναντίον τους δύο πασάδες από τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα, με πολυάριθμο στρατό. Oι επαναστάτες υποχώρησαν και κλείστηκαν στο φυσικό οχυρό του Μοναστηριού της Σπηλιάς, απ’ όπου σώθηκαν με νυχτερινή έξοδο. Πάρ' όλες τις νίκες των εξεγερθέντων Αγραφιωτών η επανάσταση του 1854 είχε άδοξο τέλος. Ήταν όμως η αρχή των επομένων εξεγέρσεων 1867-69 και 1878 που οδήγησαν στο Συνέδριο του Βερολίνου και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Η Δεύτερη εξέγερση συνέπεσε με τη Κρητική επανάσταση του 1866-67. Αφορμή για αυτή την εξέγερση που άρχισε τον Αύγουστο του 1866, ήταν μια διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στην οροθετική γραμμή για τη θέση Καραμανώλη του χωριού της Καρύτσας Αγράφων, που ανήκε στην Ελληνική Επικράτεια και το διεκδικούσαν οι Τούρκοι για στρατηγικούς λόγους. Η ένοπλη σύρραξη άρχισε στο τέλος του Οκτωβρίου. Ο Δ. Κουτρούμπας γράφει: «Στις 27 Οκτωβρίου οι κάτοικοι του χωριού Σερμενίκου  πιέζονταν από κάποιο φοροεισπράκτορα και τρεις Τούρκους στρατιώτες να πληρώσουν διαφόρους φόρους, αυτοί όμως αδυνατούσαν. Ο εισπράκτορας πυροβόλησε για εκφοβισμό. Εκείνοι αντιπυροβόλησαν σκοτώνοντας  ένα χωροφύλακα και τραυματίζοντας έναν άλλον και  κατευθύνθηκαν στο χωριό Μεσενικόλα Καρδίτσας. Καθώς προχωρούσαν, κοντά  στη Νευρόπολη συνάντησαν τον Κολτσή (αστυνόμο) του χωριού Μπεκίρπμπεη με 7-8 μπουλουκτσίδες (χωροφύλακες) τους οποίους περικύκλωσαν και αιχμαλώτισαν. Συγχρόνως  με τους παραπάνω μια άλλη δεκαμελής επαναστατική μονάδα με αρχηγούς το παλιό αγωνιστή Νάκο και το γαμπρό του Κορκότζελο κινήθηκε προς το μοναστήρι της Κορώνας και άλλοι επαναστάτες ξεσήκωσαν τα Θεσσαλικά χωριά Βλάσδο, Βουνέσι, Μεσενικόλα, Πορτίτσα, Σερμενίκο. Πεζούλα. Προσωρινή έδρα ήταν η περιοχή της Νεβρόπολης από την οποίαν απευθύνουν διάφορες επιστολές, όπως αυτή:

                Εν Ευροπόλει την 20 Νοεμβρίου 1866 (Εννοεί τη Νεβρόπολη)

.«Προς τους αδελφούς της ελευθέρας Ελλάδος. Αδελφοί, ημείς δεν ημπορέσαμεν πλέον να βαστάξωμεν. Ηξεύρετε ότι προ ημερών επαναστατήσαμεν κατά των Τούρκων και από τότε  σας ειδοποιήσαμεν να έλθητε εις βοήθεια μας και να προμηθεύσετε μερικά όπλα και πολεμοφόδια, αλλά του κάκου αποβλέπομεν εις την μεθοριακήν γραμμήν....και κατάλήγει.: Δια την αγάπην του θεού, μη μας αφήσετε, στείλτε μας μερικά όπλα και πολεμοφόδια». Η επιτροπή των Οθωμανικών Αγράφων, που αποτελείτο από τους Δ. Αθάνατο. Δ. Κώτσορη, Νίκο Φίλο, Αντ. Σβάρνα,(Απ’το Μεσενικόλα)  Γιαν. Γεωργίου, Τάσο Μάντζαρη, Μήτρου Λάσπη, Τόλια Ξανθόπουλο, Αθανάσιο Δημητρίου, Άγγελο Μάντζαρη, ξεσήκωσαν τα Άγραφα. Στις 22 Νοεμβρίου 200 περίπου Επαναστάτες περικύκλωσαν την Τούρκικη  φρουρά του Νεοχωρίου Αγράφων, που αποτελούνταν από 52 Τουρκαλβανούς  με αρχηγό τον Γιακούμπεη, και πάρ' όλο ότι του ήρθε  επικουρία από 50 άνδρες από το μοναστήρι της Κορώνας με αρχηγό το Χαλίμπεη Σερκεντέ τελικά αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Μετά από αυτά και μέσα στον ίδιο μήνα ανεστάλη κάθε δραστηριότητα από μέρους των επαναστατών. Με τον ερχομό της άνοιξης ξανάρχισαν οι επιχειρήσεις,  Στις 3 του Μάρτη ο Γ. Καραούλης, ο Β. Κοντονίκας, ο Γ. Ντόβας, ο Ανδ. Ζαχαράκης, και  Κ. Κρίκας επιτίθονται στη φρουρά της γέφυρας Κουράκου την οποίαν και καταλαμβάνουν προσωρινά. Στη συνέχεια επιτίθενται στη φρουρά της Καστανιάς που αποτελούνταν από 100 Αλβανούς περίπου και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αν και ενισχύθηκαν εν τω μεταξύ με 400 Τούρκους του Γιούσπαη-Γικούμπεη που σκοτώθηκε στη μάχη αυτή. Ο Αγώνας συνεχίζονταν με τακτικές μάχες κατά των Τούρκων. Τα ανταρτοσώματα στα τέλη του Δεκέμβρη του 1866 έφθασαν τα 1000 άτομα. Στις 28 Δεκεμβρίου ο Χαλήμπεης Φράσαρης δερβέναγας, στρατοπεδεύει με αρκετό στρατό στο μοναστήρι της Κορώνας, επιτίθεται και καταλαμβάνει τη γέφυρα του Κοράκου και σκορπίζει τα ανταρτοσώματα. Στις 23 του Γενάρη του 1867 μια ομάδα γύρω στους 200 άνδρες με αρχηγούς το Κυριάκο Καραμπάτη, Γεώργιο. Καραούλη, Νάκο Καραγιάννη, Ιωάννη Κουτσουνίκα, Ανδρ. Γρανίτα, Δημήτρη Κουτσουράκη, και Ανδρέα Ζαχαράκη, συγκρούονται με 2500 τουρκαλβανούς του Χαλήλ και του Ιμπραήμ πασά, που μόλις είχε φθάσει με 1500 τακτικούς και 500 άτακτους και κλείνονται στο μοναστήρι της Σπηλιάς. Από τους πολιορκούμενους 90 πολεμιστές με αρχηγούς τον Αλεξανδρή, τον Κ. Δημητρίου. Γ. Αγραφιώτη, Σταθόπουλο, Γ.Ντάβο, Θ. Ζαφειριάδη και Κ. Γιαννόπουλο αποσύρθηκαν στη Στεφανιάδα. Οι οπλαρχηγοί Κυριάκος, Καραμπάσης και Κωσταρέλος με τους άνδρες του ξιφήρης διέσπασαν τον Τούρκικο κλοιό και κατευθύνθηκαν στη Ρεντίνα. Στο μοναστήρι παρέμειναν 35 παλικάρια που πολέμησαν γενναία μεταξύ 1-4 του Φλεβάρη, αλλά όταν οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κανόνια, έκαναν ηρωϊκή έξοδο, αφού άφησαν στο τόπο της μάχης 5 νεκρούς. Τα επαναστατημένα συγκροτήματα έδωσαν πολύνεκρες μάχες με τα Τουρκοσώματα του Χοσνή- πασά στη Γούρα, στη Πορτίτσα στο Ίταμο στο Τσαρδάκι της Νεβρόπολης και στην Κορώνα και ύστερα από μεγάλη πίεση των Τούρκων χωρίστηκαν σε ομάδες. Μια ομάδα με αρχηγό τον Κυριάκο το Γενάρη του 1967 περικύκλωσε την Αλβανική φρουρά στο Νεοχώρι και θα την εξόντωνε αν δεν έφταναν εγκαίρως ενισχύσεις. Άλλοι 50 περίπου επαναστάτες με αρχηγούς τον Καραστάθη και Κατσούλα κατέφυγαν στο Μοναστήρι της Ρεντίνας, κλείστηκαν εκεί και έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι από τους Τούρκους του Χαλήλ- πασά. Σώθηκαν μόνον δύο ο Αθάνατος από το Βλάσδο και ο Καραούλης που πήραν το δρόμο για την Νεβρόπολη. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια ενθύμηση που υπάρχει στο Νάρθηκα του Ι. Ν. του Αγίου- Γεωργίου Ρεντίνας που γράφει: «7 Φλεβαρίου 2 θύμησι στη Ρεντίνα με τον χαλήλ Πασά εφέντη και επολεμήσαμε στο Μοναστήρι υπό Κων. Καραστάθη και Ευάγγελο Κατσιούλα και τους έπιασαν ζωντανούς και τους τσάκισαν στ΄αλώνια». Αλλά κι’ αυτή η επανάσταση είχε άδοξο τέλος και δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Η Τρίτη  και τελευταία εξέγερση, έγινε με την υποκίνηση της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1877-78, με Πρόεδρο της Kεντρικής Eπιτροπής του αγώνα τον Π. Κολλιγά. O Κολλιγάς ήρθε σε συνεννόηση με εκπροσώπους των διαφόρων Θεσσαλικών χωριών. Εκπρόσωποι από τις διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας και των Αγράφων, ήταν οι: O Απόστολος Βασιαρδάνης απ’ το Μεσενικόλα, ο Τσάπαλος από το Σμόκοβο, ο Δημ. Αλεξανδρής από την Αργιθέα, ο Γ. Χριστούλας απ’ τα Κανάλια, ο Αθάνατος από το Βλάσδου. O Καπάλας από την Καΐτσα , Παπαπολύζος από το Καταφύγι, ο Πώποτας από τις Σοφάδες, ο Βαϊτσης από το Παζαράκι, ο Φαλιάγγας από το Μοίρους και ο Λάπας από την Καρδίτσα. Τα αντάρτικά αυτά σώματα, βοηθούμενα και από αποσπάσματα άλλων περιοχών, όπως του Νίκου Κοντογιάννη, του Κώστα Πολύζου, του Σινάνη και του Γαλή, απελευθέρωσαν το Γενάρη του 1878 τη Ρεντίνα το Σμόκοβο, το Ταμάσι, τη Δρανίστα, την Καϊτσα και το Ζωγλόπι. O Αλεξανδρής που είχε  την έδρα του Καπετανάτου στα Άγραφα, κυρίεψε την Καστανιά και το Καταφύγι και εξουδετέρωσε τις κούλιες στη Ράζια, Τσιούκα και κυρίεψε το Φράγκου. Στη συνέχεια οι επαναστάτες μετέφεραν το αρχηγείο τους στο Σμόκοβο, και με γενικό αρχηγό τον Αλέξανδρο Σούτσο, έδωσαν αιματηρές μάχες, στο Χαλαμπρέζι και στο Λουτρό. Στις 7-9 του Φλεβάρη πολιορκούν τη Σέκλιζα. Εκεί ήταν οχυρωμένοι στο λόφο του Αϊ- Θανάση 150-200 Αλβανοί στρατιώτες. Αυτοί πολιορκίστηκαν από το σώμα του Γαλή που είχε έδρα το Ζωγλόπι. Προς ενίσχυση του Γαλή κατέφτασαν τα σώματα των Αγράφων Κόντου, Τσαβάρα, Μιμίκου, Λάζου και Ραχιώτη.  Γίνεται τριήμερη σκληρή μάχη στην οποία σκοτώθηκαν 350 περίπου Τουρκαλβανοί, οι απομείναντες ετράπησαν σε φυγή και τελικά ο λόφος καταλήφθηκε από τους επαναστάτες. Την επομένη στις 10 του Φλεβάρη, οι αγωνιστές έδωσαν και πάλι σκληρές μάχες εναντίον Τούρκων Ιππέων  που ήρθαν από τη Καρδίτσα για να ανακαταλάβουν το λόφο του Αϊ-Θανάση. Δεν μπόρεσαν να πετύχουν το σκοπό τους και τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Ύστερα από τις λαμπρές αυτές νίκες των επαναστατών, ο αρχιστράτηγος των Τούρκων Χασάν –πασάς κατέφτασε στη Σέκλιζα με τηλεβόλα και 2.500 άνδρες. Έγινε σκληρή μάχη που διήρκεσε όλη τη μέρα, στην οποία οι Τούρκοι αποδεκατίσθηκαν. Στη μάχη αυτή διακρίθηκαν οι σωματάρχες Δημ. Τερτίπης, Δημήτριος Σούτσος και ο Λάϊος, που μετά από λίγες μέρες, στις 21 του Μάρτη  έδώσαν μια σπουδαία μάχη στη γέφυρα της Ματαράγκας. Εκεί έπεσε ο Λάιος ηρωικώς μαχόμενος. Η πατρίδα, τιμώντας τον ηρωισμό και τις υπηρεσίες του Λαΐου, έστησε την προτομή του στον περίβολο του Μητροπολιτικού ναού Καρδίτσας, στον Άγιο- Κωνσταντίνο. Στο μέρος που έπεσε μαχόμενος βρέθηκε η επιτύμβια πλάκα με το όνομά του, που είχε χαθεί πριν από 30 χρόνια, χάθηκε γύρω στο 1958 και βρέθηκε το 1988. Οι μάχες αυτές, στη Σέκλιζα, στο Μουζάκι και στη Ματαράγκα προβλημάτισαν την Τούρκικη Κυβέρνηση, αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατών και προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού στο αγωνιζόμενο έθνος.

                                            ΠΡOΣΩΡΙΝΗ ΔΙOΙΚΗΣΗ ΣΤO ΜΕΣΕΝΙΚOΛΑ

Στη πορεία της διεξαγωγής των επιχειρήσεων, στη περιοχή των Αγράφων δημιουργήθηκε η ανάγκη σύστασης μιας επιτροπής, που θα αναλάμβανε το συντονισμό του πάρα πέρα αγώνα.  Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στις 5 του Απρίλη του 1878 συγκεντρώθηκαν στο Μεσενικόλα αντιπρόσωποι από όλα τα Θεσσαλικά Άγραφα και εξέλεξαν προσωρινή Διοικητική Επιτροπή από τους, Απόστολο Βασαρδάνη, Γεώργιο Χριστούλαν, Γεώργιο Λαγό, Δημήτριο Ψάρρα, Αναγνώστη Βλέτσα, Θωμά Ποζιό και Β. Πολύζο. Να τι περιλαμβάνει το σχετικό ψήφισμα:

Συνελθόντες οι υποφαινόμενοι κάτοικοι των διαφόρων χωρίων, επιφορτισμένοι με ιδιαιτέραν εντολήν των χωρίων μας, όπως εκλέξωμεν τα μέλη της προσωρινής διοικήσεως των Αγράφων, πλην του Κολ Ρεντίνης, εξελέξαμεν ως τοιαύτα τους κ. Απόστολον Βασαρδάνην, Γεώργιον Χριστούλαν, Γεώργιον Λαγών, Δημήτριον Ψάραν, Αναγνώστην Βλέτσαν, Θωμάν Ποζούν, και B. Πολύζον. Εις τα μέλη ταύτα της προσωρινής διοικήσεως δίδομεν την ρητήν εντολήν να διοικώσι τον τόπον κατά νόμον και παραστώσι τα δίκαια μας ενώπιον της Ελευθέρας Ελλάδος και της πεφωτισμένης Ευρώπης και εν γένει να πράττωσι παν ότι εγκρίνωσι δια την διοίκηση του τόπου και να αποτινάξωμεν τον αφόρητον ζυγόν της Τουρκίας και ενωθώμεν μετά της Μητρός μας Ελλάδος υπό το σκήπτρο του λαοφιλούς ημών και σεπτού Βασιλέως Γεωργίου του Α!

                                               1878 Απρυλύου 5 Μεσηνυκόλα

                                                   Oι πρόκριτοι των χωριών

                                                Τάσιος Ζαγανός. Χρίστος Tόβα.

                                             Διμιτρι τόλου. Νικώλαος Βασίλογλου.

                                        Δημήτριος κ. Καζαής. Α. Δ. Κουκουρίκος.

                                           Νικόλας Δ. Ντούγκας. Α. Κοτρότσιος.

                                  Αθανάσιος Φανάρας. Παπαθεόδωρος. Ντοσίου.

                        Δημήτριος Θεοδώρου. Αντ. Π. Βουνεσιώτης. (**) γραφή ως έχει).

Το γεγονός αυτό γιορτάστηκε πανηγυρικά ύστερα από 119 χρόνια στην Κοινότητα Μεσενικόλα. Η εκδήλωση έγινε στη κεντρική πλατεία του χωριού. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο πρώην Βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής κ Αθανάσιος. Ταλιαδούρος, ο οποίος αφού στην αρχή απήγγειλε τους στίχους του ποιήματος μου "ο Μεσενικόλας" που βρίσκεται στην αρχή του παρόντος βιβλίου, ανέφερε μεταξύ των άλλων και τα εξής: "Μετά την συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων οι δύο κυριότερες Εθνικές Εταιρείες, η "Εθνική Άμυνα" και η "Αδελφότης, απεφάσισαν να συνεργαστούν και να συντονίσουν τις ενέργειες τους. Έτσι με την έγκριση της βουλής και του Βασιλιά, ο Κουμουνδούρος έστειλε αργά το βράδυ την εντολή στον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο να διαβεί την μεθοριακή γραμμή στις 21  Ιανουαρίου του 1878». Μετά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, η επανάσταση που επεκτάθηκε στην περιφέρεια Αγράφων και στην πεδιάδα της περιοχής Καρδίτσας, ήταν επιτυχέστερη. Μετά τη μάχη της Ματαράγκας που έγινε στις 21 Μαρτίου 1878 και η οποία υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός, ύστερα από λίγες ημέρες έλαβε χώρα ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Η προσωρινή Διοίκηση του Μεσενικόλα όπου υπογράφθηκε η επαναστατική διακήρυξη του 1878. Έτσι εξελέγη η προσωρινή Διοίκηση με έδρα το Μεσενικόλα και άρχισαν οι σκληρές πολεμικές ενέργειες εναντίον των Τούρκων. Η εν λόγω επανάσταση και τα αμέτρητα πλήγματα των Τούρκων καθόρισαν τις διαπραγματεύσεις του Βερολίνου, συνέπεια των οποίων ήταν η απελευθέρωση της Θεσσαλίας, τρία χρόνια αργότερα το 1881.

                Από το βιβλίο  του Χρήστου Μηλίτη. «Αρματολίκια και επαναστατικά κινήματα στα ΑΓΡΑΦΑ».