Κώστας Κάτσιανος: ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


<Καλότυχοί μου χωριανοί ζηλεύω τη ζωή σας

μα πιο πολύ το μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας

όταν η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος>

Ο ήλιος γέρνει σιγά σιγά και κρύβεται πίσω από το καταπράσινο βουνό, το Μεμέτη.

Ο Μεσενικόλας όλος, παίρνει μια αλλιώτικη μορφή. Ένα νεβροπολίτικο αεράκι δροσίζει τα ηλιοκαμένα πρόσωπά μας. Κοιτάζοντας προς τον κάμπο, βλέπεις αυτό το μεγαλειώδες χρυσοπράσινο χαλί και αισθάνεσαι και είσαι ευτυχισμένος που ζεις σ’αυτό το χωριό που είναι το ωραιότερο μπαλκόνι της φύσης …ο Μεσενικόλας.

Οι νοικοκυραίοι αρχίζουν ένας, ένας να γυρίζουν από το μεροδούλι.

Από τα Πλατανάκια και έως το χωριό, ο ένας πίσω από τον άλλον σαν ένα τεράστιο κομπολόι, κουβεντιάζοντας φτάνουν στο χωριό. Αρχίζει να σουρουπώνει.

Ο Σδρόλιας φέρνει το κοπάδι με τα γιδοπρόβατα…

-Τσαπ τσαπ, έι έι. Χτυπά την γκλίτσα του καταγής . Βελάσματα και κιπροκούδουνα ακούγονται παντού.

Οι νοικοκυρές με τα παρδαλά τσεμπέρια στα κεφάλια τους, περιμένουν στις αυλές τα μαναράκια τους με λίγα σπόρια από καλαμπόκι στο πλοχειρό τους, για να τα καλοπιάσουν --Τσι γίδαμ, τσι παρδάλουμ, ελα σιούτα, έλα κανέλουμ, στάσου σκουλαρίκουμ, πούσι κανούταμ και κάθε μια τ’ονομά της.

Τα βάζαν στο μαντρί, τα αρμέγαν, τα παχνιάζαν και τότε ήταν ελεύθερες. Παίρναν το πλέξιμό τους και βγαίναν στην γειτονιά και όποια αυλή τους δεχόταν, κάθονταν.

Στην αυλή μας, ερχόταν η Αρετή, η Μαίρη, η Λώπα, η Βεργιάνου, η Βασίλου, η Μαριάνθη η Ανδρέινα, η Κώτσινα και κάποιες φορές, εκείνη η πουρδουκουκούρου, όπως την έλεγε η Όλγα η μάνα μου.

Δεν ξέρω πως την λέγαν. Μωρέ αυτή που κάθε Κυριακή πρωί καυγαδίζαν όλη η οικογένεια και μετά όλοι μαζί, στο σχόλασμα πήγαιναν αγαπημένοι στην εκκλησία, για τα μάτια του κόσμου και πολλές άλλες που δεν θυμάμαι.

Κάθονταν όλες καταγής με το πλέξιμο στα χέρια τους, οι μεγαλύτερες πλέκαν τσουράπια, οι νέες κεντούσαν τη προίκα τους και όλες μαζί συζητούσαν και κουτσουμπολεύαν.

- Να, μι τη κουβέντα έκανα λάθους. Έβγαζε τη βέργα, ξήλωνε λίγο και πάλι απ’την αρχή.

Δεν είχαν τίποτα άλλο να κουβεντιάσουν εκτός από τα κουτσομπολιά του χωριού.

Ποιός πέθανε, ποιός αρραβωνιάστηκε, τι πίττα φτιάξαν και μετά σιωπή και δουλειά. Πεταγόταν κάποια:

-Παντρεύτηκε και η Βασίλου. Την πήραν νουρίς, γιατί αρχίζουν οι δλιές. Αλλά δεν βλέπου να του τρων μι τη πιθιράτς.!! Νύφη απού Διυτέρα και την έβαλε μέσα στουν πουδαρά, να δέσουν τη σπαραγκιά, αλλά την τακτουποίησε καλά η νύφη. Έδεσε τη σπαραγκιά μι γνέμα, τη δίνει στη πιθιράτς και τη λέει:

-Τράβα μι όση δύναμη εχς. Τραβάει η Καλιστένη και πέφτει τρεις δρασκλιές πέρα και σπάει του κεφάλτς. Κι αρχίζουν. Και τι δεν είπαν η μια στην άλλη. Την Τρίτη, τη βάζει να αρμέξει τη κλουτσιάρα, τη γιλάδα και εκεί μαλιοτραβήχτηκαν κι χώρισαν τα τσανάκιατς.

Μετά ασχολήθηκαν με την καμπούρα της Ζουγράφους:

-Σι λίγου δεν θα μπουρεί να βγει απ’τη πόρτα. Θα βρίσκει η καμπούρα στου κάσουμα.

-Ε μαρή άσι τι γυναίκα στους πόνους τς …Χρυσιά γυναίκα είναι η Ζουγράφου!!

Η Αμαλιώ ειρωνικά: Αγία, αγία, η Ζουγράφου…

Τότε πετάγεται ο Βάϊος και ρωτάει τη μάνατ…. -Δεν μι λες μάνα, υπάρχει αγία καμπούρα??

Νάσου και η Μαρκαντουνάκαινα μι μια κότα στη πουδιά της. Την πήγαινε στη Λιτσού να την κωλοδακτυλήσει , να δει αν έχει τ’αυγό. Ταχιά θα τάιζαν τον δάσκαλο και τι να του παέναν. Αν του βγάλει η Λιτσού καλά, αλλιώς ξηρό ψουμί.

Η Αμαλιώ, γυρίζει λίγο στο πλάι και αφήνει μια κούφια. Νομίζει πως την άκουσαν και για να μη ντροπιαστεί, λέει στη γάτα: -Τσιτ, παλιουμαγαρισμένη.

Η Βασίλου λέει : - Η Χρυσαυγή τάχει μι του Νάσιου.

-Που το ξέρς εσύ μαρή ;;

-Προυχτές τουν έμπασι απ του παραθύρι μέσα και κοιμήθηκε εκεί.

-Είσαν εκεί εσύ μαρή και την είδες ;;

-Το είδε η μάνατς το πρωϊ και την είπε: -Ποιος άλλος κοιμήθκε Χρυσαυγούλαμ ιδώ ;;

-Κανένας μάναμ, κανένας.

-Μη μου λες ιμένα κανένας. Τείρα ιδώ, δύο γουρνούλες στο μαξιλάρισ . Δεν μι γιλάς ιμένα.!!…

Και μετά χτυπά η καμπάνα του ρολογιού. -Σταματήστε να ακούσουμι. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, ουχτώ, ινιά .Ούι μαρή, η ριμαδιασμένη για ώρα πως φεύγει.!!

-Άι, καλό βράδυ, ταχιά πάλι.

Και φεύγαν για ύπνο μία μία.

Το χωριό ησύχαζε μονομιάς. Μόνο σκυλιά και τριζόνια άκουγες.

Μεγάλο όμορφο χωριό, τρανές χαρές μου χάρισες!!!! Αξέχαστα χρυσά χρόνια!!!

ΚΩΣΤΑΣ ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΣ

ΤΗΛ: 6944552749