spacer.png, 0 kB
Κώστας Κάτσιανος: "Το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού." Εκτύπωση E-mail

Ξεφλούδισμα καλαμποκιού

Όπως το έζησα και το θυμάμαι 1955

 

«Δεν ζω με τις αναμνήσεις, αλλά οι αναμνήσεις ζούν μέσα μου»

 

Μάη μήνα τα σπέρναμε τα χωράφια στη Νευρόπολη.

Είχαμε στα Σκλήθρα , στις Μάλιες, στο Παζαράκι και στο προικιό της μάνας στα Τσέρνα. Όλα ποτιστικά. Τα φυτεύαμε τριφύλι,καλαμπόκι,κολοκύθες για το γρούνι και ξυλαγκράκια.

Τον Οκτώβρη μετά τον τρύγο τα μαζεύαμε.

Μεγάλη σοδειά, πολύ μπερικέτι. Γέμιζε η σάλα μέχρι τα χατίλια που λέμι.

Ούιι !! Τι μεγάλους σουρός. Πρώτη φουρά εβλιπα τόσα πουλλά καλαμπόκια και αναρωτιέμαν πώς θα τα ξεφλουδίσουμι.

(Ετσι αρχίζανε τίς ετοιμασίες δυο μέρες νωρίτερα)

Ο πατέρας μου δεν ‘επερνε την μάναμ στη δλειά. Είχε να κάνει πουλές ετοιμασίες. Να καλέσουμι ούλο του χουριό για ξεφλούδισμα και να τους περιποιηθούμι.

Θυμάμαι που μου έστειλε να καλέσω τη θκειάμ τη Κούλα και φώναξα απ’του δρόμου γιατί φοβόμουν να ανέβω τις σκάλες, γιατί είχαν ένα μιγάλου σκλί.

Να έρθιτι τη Πέφτη να ξεφλουδίσουμι του καλαμπόκι.

Πήγα στην Κaραφέρενα,στην Τσάλενα,στην Κουρκούνενα (την είχε ανδραδέλφη η γιαγιάμ)Έστην Τουρία,στην Μαρία του Κουτσιλούν, στην Νικουλάκαινα,στην Κaραμήτρινα,στην θκειάμ την Αθηνά τ’Καλιά,στην Ανδρέινα τ’Καζάς,στην Λιούλινα,τσοι Κaρασουτέοι,στη Μαριάνθη τ’Πριουνά,στην Πανταλίνα.

Μέχρι τη Χάιδου θέλαν να καλέσουν αλλά δεν συμφωνούσαν.

Η γιαγιά έλεγε να την πούμι και η μάναμ έλεγε: Τι την θές αυτή.Βίβα Θέου, γεια σου Χάιδου είναι. Δεν κάνει για δλειά.

Μέχρι του Βνές μέστειλαν να φουνάξου τη Γιδουκόκκιν, την Γιαννούλα, την Κότσινα τη Γρηγουρού, την Πέτρινα και άλλους που δεν θυμάμι. Ούλοι μι λέγαν: Νιέ θα ρθούμι και μερικοί μι λέγαν: <Να πείς τ’γιαγιάς να κάνει καλές πίτες > και ο καθένας το δκότ.

Παραγκίλαμι και τη Λένη  απου σαπάν. Την είχε και αυτή αντραδέλφηη γιαγιάμ και την αγαπούσι και τη σεβόταν, ούλου «Κυρά» την έλεγε.

Από το πρωί την Πέφτη αρχίσανε τις ετοιμασίες, να φτιάξουν τις πίτες. Ούιι!! Ούλου χαρά είμασταν ούλοι. Λές και είχαμε γάμου. Φτιάξαμι γαλατόπιτα, τυρόπιτα, μπατζίνα, κολοκυθόπιτα, πλαστό, στριφτόπτα μι κλουτσουτύρ.

Μουσκουβόλσι ούλου το σπίτι. Γέμισε η κουζίνα πίτες απθουμένες πάνου στ’αμπάρι.

Δεν είχαμε τόσα ταψιά κι δανειστήκαμι κι απ’τη νουνάμ τη Βαγκελή τ’Καζάς .

Φτιάξαμι και μουσταλευριά. Ου τι καλή που ήταν. Είχε πουλλά καρύδια και σουσάμι. Σα να τα βλέπω ούλα τώρα. Βγάλαμι και τα ριτζέλια απ του κουκά να τάχουμι έτοιμα. Θυμάμαι που είχαν κι πατλιτζάνια μέσα. Τι νόστιμα που ήταν.

Κι ούλου χαρές μέσα στην κούραση.

Του δειλνό ήταν ούλα έτοιμα. Γεμάτη η κουζίνα. Χόρτινες που τάβλιπες.

Η γιαγιά είχε πάει να πάρει ένα λουμπέτι. Μόλις σηκώθηκε τα βλέπει ούλα μαζί και λέει: «Ούλα καλά μαρή νύφ, δεν κάνεις και μια μιλαχροινή που την πιτυχένς, αρέσει πουλύ την αντραδέλφημ τη Λένη.

Αρπάζει αμέσως η μάναμ 39 αυγά. Επρεπε να είναι μουνά. Σπασμένα στη χαλκουματένια κατσαρόλα και αρχίζει το χτύπημα και το μελαχροινί έτοιμο. Το συρόπιασαν κιούλας και είχε όπως λέγαν μεγάλη επιτυχία.

Εγώ άρχισα να ανησυχώ πότε θα έρθουν οι καλεσμένοι. Όχι ότι μένοιαζε, αλλά ναρχίσουμι να τρώμι τις πίτες. Και μου λέει η γιαγιά: «Μόλις έρθουν τα πράματα και τ’αρμέξουν, θαρχίσουν νάρχουνται. Όπως και έγινε. Ενας ενας έρχουνταν. Καθόταν στα κούρκουμα, έκανε το σταυρό του και άρχιζε το ξεφλούδισμα. Σε λίγο μαζεύτηκαν ούλοι. Γέμισε το σπίτι κόσμο. Από τη μια μιριά καθόταν οι αντρες και από την άλλη οι γυναίκες.

Οι γυναίκες ξεφλούδιζαν και οι αντρες πλέκαν κοτσίδες τα καλαμπόκια και ούλοι καλαμπούριζαν και κουτσομπόλεβαν. Η γιαγιά πήγε και κάθισε ανάμεσα στις δυο αντραδέλφες της και άρχισαν τα μαναφούκια. Εκει άκουσα να λέει η μια: « Γιατί δεν ήρθε η Λιούλιενα? » και η γιαγιά είπε: «Δεν ευκαιρεί αυτή.Καθαρίζει τς’ αστρέχες» .

Νάσου κι έρχεται η Μπακαλάκαινα μόνη της και της λέει ο Τσάλες: «Πού είναι ου Γιώργους, Ουρανία ?» «Δεν μπαραμπορούσε Κώτσου»

Και γυρίζοντας στο πλάι της λέει πάλι: « Αι δώστου ένα κάφέ και θα γίνει καλά»

Ούλοι δούλευαν ασταμάτητα.

Εκεί άκουσα πουλλά κουτσομπολιά…

Πως μια κοπέλλα που πήγαινε  στη Νευρόπολη για σκάλου, συνάντησε στο δρόμο ένα νέο του χωριού. Ηθελε να του κάνει κόρτε και του λέει: «Δε μι λες Λία. Τι θα πει μου..ψειρα ??» και καρ καρ στα γέλια.

Ξεφλούδιζαν ολοι με μια μανία για να τελειώσουν γρήγορα. Τα αστεία και τα πειράγματα δεν λείψαν όλη νύχτα. Όταν τέλειωσαν το ξεφλούδισμα άρχισε το φαγοπότι και ο χορός. Τραγούδισαν με το στόμα και με το γραμμόφωνο. Τι συρτά χόρεψαν, τι τσάμικα. Μέχρι και σταυρωτό χόρεψαν. Θυμάμαι που σήκωσαν τη γιαγιά και χόρεψε με το ποτήρ στο κεφάλι και την Κλεφτάκενα να την τραγουδάει ένα τραγούδι που πρώτη φορά το άκουγα: «Αγόρου πέτρα πιλικά με το δεξί το χέρι».

Το φαγητό και ο χορός καλά κρατεί μέχρι τις πρωινές ώρες.

Εκεί είδα τον Μήτρο τον Κάτσιανο να χορεύει δερβίσικο ζειμπέκικο και άκουσα πολλες καλλίφωνες γυναίκες να τραγουδούν.

Προς το τέλος ήρθαν και οι χωροφύλακες του χωριού με τον δάσκαλο.

«Όχι για δλειά, για χασουμέρι και για άξφου» όπως είπε η Κραφέρενα.

Αφού όλοι χόρεψαν και γεύτηκαν τις πίτες, άρχισαν ενας~ενας να φεύγει, λέγοντας: «Καλοφάγωτο και του χρόνου !»

Ετσι τελείωσε αυτή η βραδιά, που για μένα έμεινε μια ωραία ανάμνηση.

 

                         Κώστας Ηλία Κάτσιανος

6944552749

 

 

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr