spacer.png, 0 kB
Γιώργος Κρανιάς: Χρήστος Παπαϊωάννου (Κίτσιος). Εκτύπωση E-mail

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΤΩΝ

ΑΓΡΑΦΩΝ.

Χρήστος Παπαϊωάννου (Κίτσιος).

Ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού

Ελλάδας.

(70 χρόνια απ’ τον τραγικό θάνατό του).

Ο Κίτσιος (Χρήστος) Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1918 στον Μεσενικόλα Καρδίτσας. Ο πατέρας του ο Μαστροβαγγέλης ήταν οικοδόμος καταγόμενος από τον Πεντάλοφο Κοζάνης. Οικοδόμος έγινε και ο Κίτσιος όταν τελείωσε το σχολαρχείο στο χωριό. Οικοδόμοι έγιναν και όλα του τα αδέρφια. Ήταν καλός μάστορας τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Όταν κτίστηκε ο τρούλος της εκκλησίας του χωριού ο νεαρός Κίτσιος ήταν εκείνος που χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης στάθηκε όρθιος πάνω σε ένα μόνο μαδέρι που πατούσε σε δύο αντικρινά παράθυρα του πανύψηλου τρούλου για να φτιάξει τη σκαλωσιά για το εσωτερικό σοβάτισμα, ενώ όλοι κοίταζαν από κάτω με κομμένη την ανάσα.

Στον πόλεμο της Αλβανίας κληρωτός είχε τον βαθμό του λοχία στο 5ο σύνταγμα πεζικού όπου υπηρετούσαν τότε οι Δυτικοθεσσαλοί.

Στην κατοχή, όντας ήδη μέλος του ΚΚΕ, ήταν από τους πρωτοπόρους στην αντίσταση και πολέμησε τους κατακτητές μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Αναδείχτηκε σε αγωνιστή με μεγάλο κύρος και γενική αποδοχή στην τοπική κοινωνία. Ο ήπιος χαρακτήρας του και η ακριβοδίκαιη συμπεριφορά του έμειναν παροιμιώδεις σε όσους τον είχαν γνωρίσει.

Στον εμφύλιο βγήκε στο βουνό μετά από ερήμην θανατική καταδίκη του από το έκτακτο στρατοδικείο. Στο Αρχηγείο Αγράφων διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες και την εργατικότητά του. Τον Σεπτέμβρη του 46 έτρεψε σε φυγή τη συμμορία του Βόιδαρου μετά από σύντομη μάχη στη θέση «Κεδράκια». Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου με δική του ευθύνη και σχέδιο έπεσε στα χέρια των ανταρτών το ύψωμα 625 του Άι Ταξιάρχη απέναντι απ’ τον Μεσενικόλα και παραδόθηκαν περί τους εβδομήντα στρατιώτες του φυλακίου μετά από σύντομη μάχη. Όσοι στρατιώτες δεν θέλησαν να ενταχθούν στους αντάρτες αφέθηκαν ελεύθεροι να φύγουν. Η μάχη είχε δύο νεκρούς λοχαγούς, τον Κακιούση του κυβερνητικού στρατού και τον Μπαρμπαρούση των ανταρτών.

Το Φθινόπωρο του 47 ο Κίτσιος πήρε μέρος στην πορεία προς την Ήπειρο με τη μεγάλη δύναμη των ανταρτών, που κατευθύνθηκε τότε από τα Άγραφα μέσω Μετσόβου προς τη Βόρεια Πίνδο. Το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβρη του 47 έως τον Φεβρουάριο του 48 ήταν διοικητής τάγματος στη Βωβούσα στα Ζαγοροχώρια. Μετά τη συγκρότηση της Ιης μεραρχίας των ανταρτών επέστρεψε στα Άγραφα και πήρε μέρος στις μεγάλες επιχειρήσεις που ακολούθησαν στην περιοχή αυτή. Την άνοιξη του 1949 ανέλαβε τη διοίκηση της 15 μονάδας χώρου, που ιδρύθηκε στα Άγραφα. Λόγω και της οικοδομικής του εμπειρίας, δημιούργησε πλούσιο δίκτυο υπόγειων καταφυγίων και αποθηκών που έκαναν δύσκολη την ανακάλυψη και την εξόντωση των ανταρτών από τους διώκτες τους. Η 15 μονάδα χώρου αποτελούνταν από τρεις διμοιρίες και μερικές ομάδες μάχης. Ήταν το μοναδικό τμήμα του ΔΣΕ στην περιοχή που έμεινε εντελώς ανέπαφο στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού τον Απρίλη και τον Μάη του 49. Το καλοκαίρι και ενώ οι κάτοικοι του χωριού είχαν επιστρέψει απ’ το Παλιόκαστρο, όπου πέρασαν δύο τραγικά χρόνια σαν «ανταρτόπληκτοι», προσπάθησε να σταματήσει τον κύκλο του αίματος, ματαιώνοντας την τελευταία στιγμή επιχείρηση προσβολής απ’ τους αντάρτες του φυλακίου που υπήρχε στην βορεινή πλευρά του χωριού.

Τον Σεπτέμβρη του 1949 και ενώ είχε ήδη πέσει ο Γράμμος, ανέλαβε με τον βαθμό του ταγματάρχη και με εντολή του Γιώτη (Χαρίλαου Φλωράκη) τη διοίκηση του νεοϊδρυμένου συγκροτήματος Αγράφων που αποτελούνταν από 90 περίπου μαχητές. Το συγκρότημα κινούμενο στην περιοχή των Αγράφων ανάμεσα στο Ραυτόπουλο και τα Επινιανά κατάφερε να μείνει ακέραιο έως τον Φεβρουάριο του 1950. Τον περισσότερο καιρό -περίπου 4 μήνες- οι 90 αντάρτες τον πέρασαν στον μικρό οικισμό Εκκλησιές που ήταν μέσα στο Φαράγγι του Ασπρορέματος κοντά στο χωριό Επινιανά. Εκεί, μέχρι τα χιόνια να κάνουν τα ορεινά μονοπάτια απροσπέλαστα, ετοίμαζαν τις αποστολές των ανταρτών, που έφταναν από τη Ρούμελη, ώστε να κινηθούν προς την Αλβανία και τις συνόδευαν συνήθως μέχρι τη Μπουκοβίτσα (Ανθηρό). Μία από αυτές τις αποστολές που πέρασε από εκεί ήταν και η ομάδα του Περικλή (Γιώργου Χουλιάρα). Η διατροφή του συγκροτήματος αυτό το διάστημα είχε εξασφαλιστεί κυρίως από ένα κοπάδι γίδια και λίγα γελάδια που μετά από επιχείρηση οι αντάρτες κατάφεραν να αποσπάσουν από τους Μάυδες του χωριού «Μικρά Βραγγιανά». Τα ζώα σφάχτηκαν και παρασκευάστηκαν μεγάλες ποσότητες καβρουμά. Στο διάστημα αυτό λόγω έλλειψης ασυρμάτου δεν υπήρχε καμία επαφή με την ηγεσία του ΔΣΕ που ήδη βρίσκονταν στο εξωτερικό. Δυο αντάρτες του συγκροτήματος πήγαν με τα πόδια στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου και έφεραν έναν ασύρματο που τον είχαν κρύψει παλιότερα εκεί. Ο ασύρματος αυτός όμως δεν στάθηκε δυνατό να δουλέψει, όπως γράφει ο Τάκης Ψημμένος που είχε την ειδικότητα του ασυρματιστή.

Τον Φεβρουάριο του 1950 ο στρατός ανακάλυψε το μέρος που βρίσκονταν το συγκρότημα και άρχισε κινήσεις εγκλωβισμού του. Τότε το συγκρότημα χωρίστηκε σε δύο τμήματα των 45 ανδρών το καθένα και αποφασίστηκε να ελιχθούν σε διαφορετικό χώρο το ένα τμήμα από το άλλο και αφού ετοιμαστούν, να αναχωρήσουν με δική τους πρωτοβουλία το κάθε τμήμα χωριστά για την Αλβανία. Στο ένα τμήμα διοικητής ανέλαβε ο Κίτσιος Παπαϊωάννου και στο δεύτερο τμήμα που κινήθηκε προς το Φουρνά ο Παύλος Μπέικος. Το πρώτο τμήμα ξεκίνησε τον Μάρτη την πορεία του προς το Βορρά αλλά χωρίς επιτυχία αφού τα ρέματα είχαν ακόμα πολύ νερό και ήταν απροσπέλαστα. Επέστρεψαν πίσω, χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες των δέκα περίπου μαχητών η κάθε μία και έδωσαν νέο ραντεβού συνάντησης για τον Μάη όταν το νερό στα ποτάμια θα είχε λιγοστέψει.

Ανάλογη κατάτμηση έγινε και στο τμήμα του Μπέικου, που από την πρώτη μέρα που έφυγε από τα Άγραφα ήρθε σε επαφή με τον κυβερνητικό στρατό.

Από όλο το συγκρότημα μόνο μία ομάδα 10 μαχητών πήγε στο καθορισμένο ραντεβού τον Μάη, από τους οποίους οι 8 κατόρθωσαν τελικά να φτάσουν στην Αλβανία. Ανάμεσα στους οκτώ διασωθέντες ήταν ο Τάκης Ψημμένος από τον Μεσενικόλα και ο Χρήστος Κυρίτσης από το Βουνέσι. Όλοι οι υπόλοιποι λίγοι-λίγοι αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν. Ο τελευταίος μαχητής του συγκροτήματος, ο Φώτης Παλλιόπουλος (Σκορδάρας) σκοτώθηκε τον Μάρτιο του 1952 (!) στο χωριό του, το Φανάρι Καρδίτσας.

Ο Κίτσιος Παπαϊωάννου πιάστηκε τραυματίας στις 28 του Απρίλη του 1950 και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Καρδίτσας όπου πέθανε το βράδυ της 18ης Μαΐου από αιμορραγία που προκλήθηκε όταν οι γιατροί επιχείρησαν να του κόψουν το πόδι που είχε προσβληθεί από γάγγραινα. Για τον θάνατό του υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα ήταν δολοφονία με ιατρική κάλυψη. Η εκδοχή αυτή βασίζεται σε μαρτυρία γιατρού που πρώτος είχε αναλάβει τη θεραπεία του και στον οποίο είχε γίνει, όπως ο ίδιος είπε αργότερα, κρούση για εξόντωση του κρατούμενου. Ο γιατρός αυτός διηγήθηκε μετά από χρόνια ότι απέρριψε τη δόλια πρόταση και ότι όσες μέρες ήταν ο ίδιος υπεύθυνος στην κλινική το τραύμα πήγαινε πολύ καλά. Ο Γιάννης Καρβούνης μαχητής και ο ίδιος του συγκροτήματος, που όταν πιάστηκε κι αυτός συνάντησε τον Κίτσιο Παπαϊωάννου στο νοσοκομείο, ανέφερε ότι ο Κίτσιος του εξέφρασε την βεβαιότητά του πως δεν πρόκειται να τον αφήσουν να ζήσει. Έτσι ο Κίτσιος έχασε τη ζωή του σε πραγματικά τραγικές συνθήκες σύμφωνα και με άλλες μαρτυρίες ανθρώπων που έτυχε να βρίσκονται εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο.

Η στρατιωτική διοίκηση της Καρδίτσας έδειξε ότι δεν είχε γνώση για όσα συνέβησαν στο νοσοκομείο και πήρε μέτρα ώστε ο νεκρός να ταφεί με αξιοπρέπεια. Την επόμενη μέρα η σωρός του στολισμένη και με ανθοδέσμη που είπαν ότι έστειλε ο ταξίαρχος μεταφέρθηκε με στρατιωτικό καμιόνι στον Μεσενικόλα, συνοδεία στρατιωτών και αυστηρή διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Καρδίτσας να τιμηθεί ο νεκρός και να  γίνει κανονική κηδεία και ταφή με όλους τους τύπους. Η ασυνήθιστη  αυτή εικόνα να συνοδεύουν τιμητικά στρατιώτες νεκρό αξιωματικό των ανταρτών προέκυψε απ' την προσωπική εμπειρία του στρατιωτικού διοικητή Καρδίτσας για τη συμπεριφορά του Κίτσιου προς τους αιχμαλώτους κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων. Λέγεται μάλιστα πως και ο ίδιος του χρωστούσε τη ζωή του.

Στη διαδρομή  από την εκκλησία μέχρι το νεκροταφείο (περίπου ένα χιλιόμετρο) το φέρετρο μετέφεραν και χωροφύλακες, αφού οι χωρικοί είχαν το φόβο για τυχόν δυσάρεστα επακόλουθα αντεκδίκησης, μετά την αναχώρηση του στρατιωτικού τμήματος.

Έτσι η θυσία του Κίτσιου Παπαϊωάννου στα 32 του χρόνια έμεινε σαν μια πληγή στις ψυχές των ανθρώπων να θυμίζει την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου που τόση πίκρα, πόνο και δυστυχία σκόρπισε στον τόπο μας.

Πηγές:

Τάκης Ψημμένος «Αντάρτες στ’ Άγραφα»

Χρήστος Μηλίτσης: «Άγραφα-Μεσενικόλας Καρδίτσα και τα χωριά

του δήμου Νεβρόπολης»

Τριαντάφυλλος Γεροζήσης: «Επίλεκτο απόσπασμα 1ης μεραρχίας -Φλωράκη-

Μπελογιάννη-Παπαγεωργίου».

Άγγελος Καρακαντάς: «Σκόρπιες αναμνήσεις».

Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής): «Ο δρόμος είναι άσωτος».

Διηγήσεις Μεσενικολιτών.

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr