ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΠΟΛΗ
Γράφει ο Χρήστος Μηλίτσης
Είναι η ώρα 6 μεταμεσημβρινή του Μεγάλου Σαββάτου. Γυρίσαμε κατάκοποι ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ Από το Ναό του Αγίου Γεωργίου στις Βλαχέρνες. Περνούμε από λιθόστρωτα στενοδρόμια. Πλησιάζουμε στα παλιά τείχη και βλέπομε τη πύλη Ευβάν Σεράι. Σταθμεύομε μπροστά σε ένα σιδερόφρακτο κιγκλίδωμα. Περνούμε μια μεγάλη πόρτα και βαδίζουμε σε έναν στενόμακρο διάδρομο. Από τις δυο πλευρές του λουλουδιασμένοι καλλωπιστικοί θάμνοι ευωδιάζουν και σκορπούν ολόγυρα άρωμα και ομορφιά. Στο βάθος του διαδρόμου υπάρχει ένα μικρό κτίριο Κατεβαίνουμε μερικά σκαλιά και μπαίνουμε μέσα, σε ένα μικρό, αλλά ιστορικό ναό της Παναγίας; Της Βλαχερνιώτισσας. Σκαλιστό, ξύλινο το τέμπλο της μας εντυπωσιάζει. Το μάτι μας πέφτει σε μια πολύ παλιά εικόνα. Σταματούμε ευλαβικά μπροστά της. Αυτή η εικόνα της Μεγαλόχαρης, όπως μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν, είναι ιστορημένη από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά. Σήμερα είναι πλαισιωμένη σχεδόν ολόκληρη και καλυμμένη από επάργυρο μέταλλο, μόλις διακρίνεται το Θεϊκό Της Πρόσωπο. Εδώ στο αριστερό μέρος της εικόνας και κάτω από το δάπεδο περνά ένα μεγάλη τσιμεντένιο αυλάκι. Είναι γεμάτο από νερό που τρέχει ορμητικά. Είναι το αρχαίο Λούμα ή Λούσμα, το Αγίασμα, όπως λέγεται σήμερα. Κατεβαίνουμε δυο-τρία σκαλιά και πίνουμε λίγες γουλιές. Πάνω ακριβώς από το Αγίασμα βρίσκεται μια άλλη ιστορική εικόνα. Παρουσιάζει τη παλιά εκκλησία των Βλαχερνών, όπως ήταν κτισμένη τότε, κοντά στη Θάλασσα. Η Θάλασσα παρουσιάζεται φουρτουνιασμένη, άγρια και γεμάτη από άρμενα. Ξάρτια, και σανίδια, γεμάτη από συντρίμμια και ναυάγια. Έτσι κατάντησε το στόλο των Αβάρων, η Υπέρμαχος Στρατηγός,, η Μεγαλόχαρη και έσωσε την απροστάτευτη πόλη. Η εικόνα αυτή βρίσκονταν τότε στη πολιά εκκλησία. Την εκκλησία αυτή έκτισε η βασίλισσα Πουλχερία γύρω στο 5ον π.Χ αιώνα και την αφιέρωσε στην Υπεραγία Θεοτόκο. Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1434 είκοσι περίπου χρόνια πριν πάρουν οι Τούρκοι τη Πόλη. Πολλές, πάρα πολλές εκκλησίες κτίστηκαν στη πόλη, από την εποχή που ο Μέγας. Κωνσταντίνος μετέφερε εκεί τη πρωτεύουσα του Κράτους. Εκατόν είκοσι εκκλησίες είχαν αφιερωθεί μόνο στη Θεοτόκο. Τη μεγαλύτερη όμως δόξα γνώρισε η εκκλησία των Βλαχερνών, για τα πολλά θαύματα που έκανε. Λένε οι ιστορικοί ότι το κλίμα στη συνοικία αυτή των Βλαχερνών, που ήταν κτισμένη στον έκτο λόφο και απλώνονταν στο μέρος που κατέχουν οι σημερινές συνοικίες Δεφτεδάρ –Εγιούπ και Σελιχτάρ-Αγά, ήταν αρκετά καλό. Βρίσκονταν παλαιότερα έξω από το Θεοδοσιανό τείχος και είχε αρκετά πόσιμα νερά και μεγάλη βλάστηση. Υποστηρίζουν πολλοί ότι ήταν η αρχαιότερη συνοικία, το αρχαίο Βυζάντιο. Τη συνοικία αυτή έκτισαν πρώτοι οι Μεγαρείς γύρω στον 7ον αιώνα. ΄Ενας χρησμός του Μαντείου τους υπέδειξε να αποικίσουν κοντά στον Κεράτιο κόλπο, που υπήρχαν πολλά ψάρια και κυνήγια. Έτσι κατοίκησαν εδώ και έκαμαν το Βυζάντιο, που γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα και λάμπρυνε τον Ελληνισμό. Γύρω από την Εκκλησία πολλοί βασιλείς ενθουσιασμένοι από το ωραίο κλίμα και τη πλούσια βλάστηση, έκτισαν εδώ τα παλάτια τους. Αναφέρονται, ο Παυλίνος, η Πουλχερία, ο Λέων Μακέλλος που έκτισε το Λούσμα, και άλλοι. Από το Λούσμα αυτό, το σημερινό Αγίασμα λούζονταν οι βασιλείς κάθε Παρασκευή τις εβδομάδες των νηστειών και εξαγνίζονταν. Σε μια μαρμάρινη πλάκα, στο αριστερό μέρος του Λούσματος , υπήρχε άλλοτε ένα εκτύπωμα από το Χέρι Της Παναγίας, ολόγυρα επαργυρωμένο, Αυτό το Χέρι σήκωσε τους φοβερούς ανέμους και τα μεγάλα κύματα που σύντριψαν τα καράβια του Χαγάνου, έσωσαν τη Πόλη και λύτρωσαν τους Χριστιανούς απ’ τη σκλαβιά και τον αφανισμό. Ήταν τότε, που Ο Ηράκλειος με το στρατό του βρίσκονταν στη Περσία. Ο Πατριάρχης Σέργιος και ο Πρωθυπουργός Βώνος, όταν βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από τους Αβάρους, χωρίς στρατό και όπλα, κάλεσαν το λαό στην ονομαστή αυτή εκκλησία, όπου με ολονύκτια Βυζαντινή κατάνυξη και προσευχή, απόθεσαν τη σωτηρία της Πόλης στη Μεγαλόχαρη Παναγία των Βλαχερνών. Και η Υπέρμαχος Στρατηγός έκανε το θαύμα της. Σύντριψε τα βαρβαρικά στίφη του Χαγάνου και έσωσε τη πόλη. Έβλεπαν τότε ,διηγούνται σήμερα οι Ιστορικοί, πολλοί Χριστιανοί σαν όνειρο, σαν θαύμα,. μια γυναίκα τυλιγμένη στη μαύρη σιλουέτα της να γυρνά στα τείχη και να τους εμψυχώνει. Την είδε και ο Χαγάνος ακόμα, να ρίχνει πελώρια κύματα και να κάνει τα πλοία του συντρίμμια. Το Θαύμα έγινε. Η πόλη σώθηκε και τότε μέσα στο ναό αυτό, στιχούργησαν και έψαλλαν οι Χριστιανοί τα ευχαριστήρια στην Υπέρμαχο στρατηγό. Αυτό θυμηθήκαμε και εμείς. Μεταφερθήκαμε νοερά στα παλιά εκείνα χρόνια . Ψάλλαμε το κοντάκιο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και το Χριστός Ανέστη και κατάφορτοι από εμπειρίες και εντυπώσεις, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για τον ωραίο Βόλο μας.
|