spacer.png, 0 kB
Τζακ Λόντον: Σε μια μακρυνή χώρα. Εκτύπωση E-mail

Σε μια μακρινή χώρα
Τζακ Λόντον
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Όταν ταξιδεύεις σε μια μακρινή χώρα, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να ξεχάσεις πολλά πράγματα που έχεις μάθει και να μάθεις καινούργια ήθη κι έθιμα συνυφασμένα με τη ζωή στη νέα χώρα. Πρέπει ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά σου πιστεύω και τους παλιούς θεούς και συχνά να αλλάξεις ριζικά τους ίδιους σου τους κώδικες με τους οποίους έχει διαμορφωθεί η μέχρι τούδε ζωή σου. Σ’ εκείνους που έχουν την ικανότητα προσαρμογής ενός Πρωτέα, η καινοτομία μιας τέτοιας αλλαγής ενδεχομένως να είναι και μια πηγή ευχαρίστησης. Σ’ εκείνους όμως που έχουν σκληρυνθεί στην καθημερινότητα μέσα στην οποία συνήθισαν να ζουν, η πίεση ενός αλλαγμένου περιβάλλοντος είναι αβάσταχτη, και υποφέρουν ψυχή τε και σώματι κάτω από τους νέους περιορισμούς που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Αυτή η προστριβή θα προκαλέσει δράση και αντίδραση και θα δημιουργήσει ποικίλα κακά που θα τους οδηγήσουν σε διάφορες συμφορές. Για κάποιον που δεν  μπορεί να προσαρμοστεί σε καινούργιες πεπατημένες, καλά θα κάνει να επιστρέψει στη χώρα του, και αν καθυστερήσει περισσότερο από όσο πρέπει, είναι βέβαιο πως θα πεθάνει.

Εκείνος που γυρίζει την πλάτη του στις ανέσεις ενός πολιτισμού αιώνων για να αντιμετωπίσει την άγρια νεότητα, την πρωτόγονη απλότητα του Βορρά, να υπολογίζει την επιτυχία σε λόγο αντιστρόφως ανάλογο με την ποσότητα και την ποιότητα των απελπιστικά εδραιωμένων συνηθειών του. Σύντομα θα ανακαλύψει, εάν είναι ο κατάλληλος υποψήφιος, ότι οι υλικές συνήθειες είναι σε ελάχιστο βαθμό σημαντικές. Η αντικατάσταση μιας εκλεκτικής διατροφής με ένα τραχύ γεύμα, των γερών δερμάτινων παπουτσιών με τα απαλά, άμορφα μοκασίνια, του πουπουλένιου κρεβατιού μ’ ένα στρωσίδι πάνω στο χιόνι δεν είναι όλα αυτά κατ’ ανάγκη και τόσο δύσκολα. Αλλά η δυσκολία θα έρθει με το να μάθει σωστά να διαμορφώνει τη στάση του μυαλού του προς όλα τα πράγματα, και ιδιαίτερα προς τον συνάνθρωπό του. Διότι τις αβροφροσύνες της καθημερινότητας θα πρέπει να τις αντικαταστήσει με ανιδιοτέλεια, ανεκτικότητα και καρτερία. Με τον τρόπο αυτόν και μόνο μπορεί να κερδίσει εκείνο το ανεκτίμητο μαργαριτάρι – που δεν είναι άλλο από την αληθινή συντροφικότητα. Δε χρειάζεται να λέει ‘ευχαριστώ’, να το λέει χωρίς ν’ ανοίγει το στόμα του και να το δείχνει με αμοιβαία ανταπόκριση. Εν ολίγοις, θα πρέπει ν’ αντικαταστήσει τη λέξη με την πράξη, και το γράμμα με το πνεύμα.

Όταν ο κόσμος αντήχησε με την είδηση πως βρέθηκε χρυσάφι στην Αρκτική και το δέλεαρ του Βορρά δόνησε τις χορδές της καρδιάς των ανθρώπων, ο Κάρτερ Γουέδερμπι παράτησε την αναπαυτική θέση του υπαλληλάκου, έδωσε τις μισές του οικονομίες στη γυναίκα του και με τις υπόλοιπες αγόρασε εξοπλισμό. Δεν είχε ρομαντική φύση – η σκλαβιά του εμπορίου του είχε συνθλίψει όλον τον ρομαντισμό. Ήταν απλά κουρασμένος από το ασταμάτητο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας και ποθούσε να αναλάβει μεγάλα ρίσκα με αντίστοιχα ανταποδοτικά κέρδη. Σαν πολλούς άλλους ανόητους, απαξιώνοντας τις παλιές διαδρομές που χρησιμοποιούνταν από τους πρωτοπόρους του Βορρά για δεκάδες χρόνια, έσπευσε στο Έντμοντον την άνοιξη της ίδιας χρονιάς. Κι εκεί η κακή του μοίρα του έλαχε να ενωθεί με μια ομάδα ανθρώπων.
Δεν υπήρχε τίποτε το ασυνήθιστο με την ομάδα αυτή, εκτός από τα σχέδιά της. Ακόμη και ο προορισμός της, όπως όλων των άλλων ομάδων, ήταν η περιοχή του Κλοντάικ. Όμως η διαδρομή που η ομάδα είχε σχεδιάσει για να φτάσει στον στόχο της, έκοβε την ανάσα και των πιο σκληραγωγημένων αυτοχθόνων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις αντιξοότητες της Βορειοδυτικής Περιοχής του Καναδά. Ακόμη και ο Ζακ Μπαπτίστ, γιος μιας ινδιάνας της φυλής Τσιπέουα και τυχοδιώκτης (το πρώτο του κλάμα το έβγαλε σε σκηνή από δέρμα βόρεια από τον εξηκοστό πέμπτο παράλληλο και τον ησύχασαν δίνοντάς του να βυζάξει με μακαριότητα ωμό λίπος) έμεινε έκπληκτος. Αν και προσφέρθηκε να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του με το αζημίωτο και συμφώνησε να τους συνοδεύσει μέχρι τους μόνιμα άλιωτους πάγους, κουνούσε δυσοίωνα το κεφάλι του κάθε φορά που ζητούσαν τη συμβουλή του.
Ο Πέρσι Κάθφερτ είχε κι αυτός έναν πολύ κακό ωροσκόπο, αφού έγινε κι ο ίδιος μέλος αυτής της συντροφιάς των αργοναυτών. Ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος με τραπεζικό λογαριασμό τόσο παχυλό όσο μεγάλη ήταν κι η μόρφωσή του – πράγμα που λέει πολλά. Αυτός δεν είχε κανέναν λόγο να ξεκινήσει σε μια τέτοια περιπέτεια – κανέναν λόγο στον κόσμο εκτός του ότι υπέφερε από μια αφύσικη συναισθηματικότητα. Λάθεψε αυτήν με το πραγματικό πνεύμα του ρομαντισμού και της περιπέτειας. Πολλοί άλλοι έχουν κάνει το ίδιο και ανακάλυψαν πως έκαναν ένα μοιραίο λάθος.
Ο πρώτος ερχομός της άνοιξης βρήκε την ομάδα ν’ ακολουθεί το παγωμένο μονοπάτι του ποταμού Ελκ. Η ομάδα έμοιαζε μ’ έναν εντυπωσιακό στόλο, γιατί ο εξοπλισμός ήταν μεγάλος, και ακολουθούταν από ένα ανυπόληπτο συνονθύλευμα μιγάδων τυχοδιωκτών με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Ολημερίς μοχθούσαν με τα πλοιάρια και τα κανό, πάλευαν με τα κουνούπια και με τα άλλα συγγενικά έντομα ή ιδροκοπούσαν βρίζοντας με τα φορτία. Μια τέτοια σκληρή δουλειά ξεγυμνώνει τον άνθρωπο μέχρι τα έγκατα της ψυχής του, και πριν αφήσουν πίσω τους για τα καλά τη Λίμνη Αθαμπάσκα, κάθε μέλος της ομάδας έδειξε τον πραγματικό του εαυτό.
Οι δύο φυγόπονοι και χρόνιοι γκρινιάρηδες ήταν ο Κάρτερ Γουέδερμπι και ο Πέρσι Κάθφερτ. Ολόκληρη η ομάδα παραπονιόταν λιγότερο για τις κακουχίες της από όσο οι δυο τους. Ούτε μια φορά δε φιλοτιμήθηκαν από τα χιλιάδες μικροκαθήκοντα της κατασκήνωσης να κάνουν έστω κι ένα: να κουβαλήσουν έναν κουβά νερό, να κόψουν μια επιπλέον αγκαλιά καυσόξυλα, να πλύνουν και να σκουπίσουν τα πιάτα, να ψάξουν για κάποιο απαραίτητο πράγμα από τον εξοπλισμό για μια έκτακτη χρήση – ενώ την ίδια στιγμή αυτοί οι δύο ξεπεσμένοι βλαστοί του πολιτισμού ανακάλυπταν στραμπουλήγματα ή φουσκάλες στα πόδια τους που απαιτούσαν άμεση προσοχή.
Ήταν οι πρώτοι που έπεφταν για ύπνο τη νύχτα, αφήνοντας σε εκκρεμότητα ένα σωρό μικροδουλειές που έπρεπε να γίνουν, και οι τελευταίοι που σηκώνονταν το πρωί, όταν το ξεκίνημα έπρεπε να ήταν σε ετοιμότητα πριν αρχίσει το πρόγευμα.
Ήταν οι πρώτοι που έπεφταν με τα μούτρα στο μεσημεριανό, οι τελευταίοι να βάλουν ένα χεράκι στο μαγείρεμα. Οι πρώτοι να βουτήξουν κάποια λιχουδιά, οι τελευταίοι που ανακάλυπταν πως είχαν προσθέσει στη δική τους «κατά λάθος» τη μερίδα ενός άλλου. Εάν ήταν σειρά τους να τραβήξουν κουπί, με πονηριά κωπηλατούσαν ελαφρά και άφηναν την ορμή της βάρκας να κάνει τη λεπίδα του κουπιού να επιπλεύσει. Νόμιζαν πως κανείς δεν τους καταλάβαινε. Όμως οι σύντροφοί τους έβριζαν από μέσα τους και σταδιακά άρχισαν να τους μισούν, ενώ ο Ζακ Μπαπτίστ ανοιχτά τους χλεύαζε και τους βλαστημούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όμως ο Ζακ Μπαπτίστ δεν ήταν ένας καθώς πρέπει κύριος.
Στη λίμνη Γκρέιτ Σλέιβ, αγόρασαν σκυλιά ράτσας Χάτσον Μπέι, και τα πλεούμενα βυθίστηκαν μέχρι την κουπαστή με το επιπρόσθετο φορτίο από παστά ψάρια και πέμικαν*. Τα κανό και τα πλοιάρια ανταποκρίθηκαν στο γρήγορο ρεύμα του ποταμού Μακένζι και σύντομα έφτασαν στο Γκρέιτ Μπάρεν Γκράουντ. Εκεί εξερεύνησαν κάθε πιθανό παραπόταμο για ψήγματα χρυσού αλλά το απατηλό χώμα όλο και τους έδειχνε βορειότερα. Στη λίμνη Γκρέιτ Μπέαρ, καταβεβλημένοι από το φόβο των Άγνωστων Περιοχών, οι χρυσοθήρες άρχισαν σιγά – σιγά να αραιώνουν, και οι τελευταίοι και οι πιο γενναίοι έφτασαν στο Γκουντ Χόουπ ρυμουλκώντας σκυφτοί τα πλεούμενα καθώς αγκομαχούσαν να μην τους παρασύρει πιο πέρα το ρεύμα που τόσο ύπουλα κινούταν.
Ο Ζακ Μπαπτίστ ήταν ο μόνος που έμεινε. Μήπως δεν είχε ορκιστεί να ταξιδέψει ακόμη και μέχρι τους άλιωτους πάγους; Συμβουλευόταν τώρα συνέχεια τους αναξιόπιστους χάρτες που είχαν χαρτογραφηθεί κατά κύριο μέρος από διαδόσεις.
Και έπρεπε οπωσδήποτε να βιαστούν διότι ο ήλιος είχε κιόλας περάσει από το θερινό ηλιοστάσιο και όδευε πάλι προς τον νότο και τον χειμώνα. Παρακάμπτοντας τις ακτές του ανοιχτού κόλπου, όπου ο Μακένζι εκβάλλει στον Αρκτικό Ωκεανό, μπήκαν στο στόμιο του ποταμού Λιτλ Πιλ. Και τώρα πήραν την επίπονη πορεία ενάντια στο ρεύμα και οι δυο Άχρηστοι περνούσαν χειρότερα από ποτέ.  Ρυμούλκα και σταλίκι, κουπί και ζωστήρας για μεταφορά φορτίου σε ορμητικά ρεύματα – τέτοια βασανιστήρια, που για μερικούς προκαλούσαν βαθιά αποστροφή στους μεγάλους κινδύνους, και γι’ άλλους έναν φλογερό πόθο για πραγματικό ρομάντζο και περιπέτεια. Μια μέρα οι δυο τους επιχείρησαν να επαναστατήσουν, και αφού δέχτηκαν χυδαίες βρισιές από τον Ζακ Μπαπτίστ, σήκωσαν κεφάλι όπως κάνουν ενίοτε και τα σκουλήκια. Όμως ο μιγάς ξυλοκόπησε και τους δύο και τους έστειλε μελανιασμένους και ματωμένους πίσω στη δουλειά τους. Ήταν η πρώτη τους φορά που έτρωγαν ξύλο.

Εγκαταλείποντας τα σκάφη τους στις πηγές του ποταμού Λιτλ Πιλ, η ομάδα κατανάλωσε το υπόλοιπο καλοκαίρι στη μεγάλη μεταφορά πάνω από το διάσελο του Μακένζι μέχρι το Γουεστ Ρατ. Το μικρό αυτό ποταμάκι τροφοδοτούσε τον ποταμό Πορκιουπάιν, ο οποίος με τη σειρά του ενωνόταν με τον Γιούκον, τη μεγάλη υδάτινη αρτηρία του Βορρά, που παρακάμπτοντας τον Αρκτικό Κύκλο χύνεται στο Βερίγγειο Πορθμό.
Είχαν όμως χάσει τον αγώνα δρόμου με τον χειμώνα, και μια μέρα έδεσαν τις σχεδίες τους στο παχύ στρώμα πάγου που σχηματίστηκε στις δίνες του νερού και κουβάλησαν εσπευσμένα τον εφοδιασμό τους στην όχθη. Τη νύχτα εκείνη ο ποταμός πάγωσε και έσπασε αρκετές φορές. Το επόμενο πρωί είχε παγώσει για τα καλά. «Δεν πρέπει να είμαστε περισσότερα από τετρακόσια μίλια από τον Γιούκον», συμπέρανε ο Σλόπερ, πολλαπλασιάζοντας το εύρος του νυχιού του αντίχειρά του με την κλίμακα του χάρτη. Το συμβούλιο, στο οποίο οι δυο Άχρηστοι κλαψούριζαν συνέχεια προς μεγάλη ντροπή τους, έφτανε στο τέλος του.
«Η ταχυδρομική άμαξα από το Χάτσον Μπέι πέρασε προ πολλού». Ο πατέρας του Ζακ Μπαπτίστ είχε κάνει τη διαδρομή για την Εταιρία Γούνας τον πρώτο καιρό, και παρεμπιπτόντως είχε σημειώσει την πορεία, που του στοίχισε μερικά κρυοπαγήματα στα δάκτυλα των ποδιών.

«Σκορβούτο να τους πιάσει!» αναφώνησε κάποιος από την ομάδα. «Δεν υπάρχουν λευκοί;»
«Ούτε ένας λευκός», επιβεβαίωσε ο Σλόπερ επιγραμματικά. «Αλλά η απόσταση είναι μόνο καμιά πεντακοσαριά μίλια από τον Γιούκον μέχρι το Ντόσον. Υπολογίστε γύρω στα χίλια από δω». Ο Γουέδερμπι και ο Κάθφερτ βόγκησαν εν χορώ.
«Πόσον καιρό θα κάνουμε, Μπαπτίστ;» Ο μιγάς σκέφτηκε μια στιγμή. «Αν προχωρήσουμε του σκοτωμού, χωρίς να λουφάρει κανείς, θα κάνουμε, για να δω,  δέκα – είκοσι – σαράντα – πενήντα μέρες. Εκείνα τα μωρά αν έρθουν (κι έδειξε τους Άχρηστους) κανείς δεν μπορεί να πει. Ίσως όταν παγώσει η κόλαση, ίσως όχι και τότε». Σταμάτησαν να φτιάχνουν άλλα παπούτσια και μοκασίνια για το χιόνι. Κάποιος  φώναξε το όνομα ενός απόντος μέλους, το οποίο βγήκε από μια παμπάλαια καλύβα κοντά στη φωτιά της κατασκήνωσης και πήγε κοντά τους. Η καλύβα ήταν ένα από τα πολλά μυστήρια που υπάρχουν στις πολυάριθμες γωνιές του Βορρά. Πότε κι από ποιον κτίστηκε, κανείς δεν ξέρει.
Δυο τάφοι απ’ έξω, καλυμμένοι με σωρούς από πέτρες, ίσως έκρυβαν το μυστικό εκείνων των πρώτων περιπλανώμενων. Αλλά ποιανού χέρι σώριασε πάνω τους τις πέτρες; Η στιγμή είχε φτάσει. Ο Ζακ Μπαπτίστ στάθηκε για λίγο ασχολούμενος με τα χάμουρα και παράλληλα ακινητοποιούσε στο χιόνι ένα σκυλί που αντιστεκόταν. Ο μάγειρας έκανε μια βουβή διαμαρτυρία για καθυστέρηση, έριξε μια χούφτα μπέικον σε μια κατσαρόλα με φασόλια που έβραζαν με θόρυβο, και κατόπιν στάθηκε προσοχή. Ο Σλόπερ σηκώθηκε όρθιος. Το σώμα του ήταν μια γελοία αντίθεση με την εύρωστη σωματική κατασκευή των Άχρηστων. Κίτρινος και αδύναμος, ξεφεύγοντας από μια εστία πυρετού στη Νότιο Αμερική, και χωρίς να διακόψει την πτήση του πάνω από τις γεωγραφικές ζώνες, ήταν ακόμη σε θέση να δουλεύει σκληρά με άλλους ανθρώπους. Ζύγιζε δε ζύγιζε σαράντα πέντε κιλά, μαζί με το βαρύ κυνηγετικό του μαχαίρι, ενώ τα γκρίζα του μαλλιά έλεγαν την ιστορία μιας στιβαρής νεότητας που σταμάτησε πια να υπάρχει. Τα εύρωστα, νεαρά ποντίκια στα μπράτσα των Γουέδερμπι και Κάθφερτ ξεπερνούσαν κατά δέκα φορές την προσπάθεια που κατέβαλε ο Σλόπερ. Κι όμως ο τελευταίος μπορούσε να τους παραβγεί σ’ έναν ποδαρόδρομο δέκα ημερών. Όλη εκείνη τη μέρα είχε παρακινήσει τους πιο δυνατούς απ’ αυτόν συντρόφους του να αποτολμήσουν χίλια μίλια σκληρής ταλαιπωρίας που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ενσάρκωνε την ανησυχία της φυλής του και το αρχαίο τευτονικό πείσμα, παντρεμένο με τη γρήγορη αντίληψη και δράση των Γιάνκηδων, που κρατούσε τη σάρκα στην υποταγή του πνεύματος.
«Όσοι είναι υπέρ του να προχωρήσουμε με τα σκυλιά μόλις σφίξει για τα καλά ο πάγος, να πουν ‘ναι’» «Ναι!» αντήχησαν οχτώ φωνές – φωνές προορισμένες να σχηματίσουν μια ουρά από ανθρώπους να εκστομίζουν βλαστήμιες κατά μήκος εκατοντάδων μιλίων κόπων και πόνων. 
«Όσοι είναι κατά, να πουν ‘όχι’» «Όχι!», για πρώτη φορά οι δυο Άχρηστοι ένωσαν τις φωνές τους χωρίς κανέναν συμβιβασμό προσωπικών συμφερόντων.
«Και τι πρόκειται να κάνετε γι’ αυτό;» πρόσθεσε ο Γουέδερμπι εριστικά.

«Η πλειοψηφία κερδίζει! Η πλειοψηφία κερδίζει!» αναφώνησε η υπόλοιπη ομάδα.
«Γνωρίζω ότι η αποστολή μας μπορεί ν’ αποτύχει εάν δεν έρθετε μαζί μας», απάντησε ο Σλόπερ με γλυκύτητα. «Αλλά, νομίζω, αν προσπαθήσουμε πάρα πολύ, θα τα καταφέρουμε και χωρίς εσάς».
«Εσείς τι λέτε, αγόρια;» Η απόφαση έγινε δεκτή απ’ όλους με επευφημίες.

«Αλλά, κοιτάξτε», τόλμησε δειλά να πει ο Κάθφερτ. «Ένας σαν κι εμένα τι να κάνει;»
«Μ’ εμάς δεν έρχεσαι». «Όχι». «Τότε κάνε ό, τι καταλαβαίνεις. Εμείς δεν έχουμε τίποτε να πούμε. Υπολογίζω πως θα τα βρείτε με τον μαμμόθρεφτο σύντροφό σου» πρότεινε ένας μεγαλόσωμος Δυτικοαμερικανός από τις Ντακότες, δείχνοντας συγχρόνως τον Γουέδερμπι. «Σίγουρα αυτός θα σου πει τι να κάνεις όταν έρθει η ώρα να μαγειρέψετε και να μαζέψετε ξύλα». «Τότε, όλα είναι κανονισμένα», κατάληξε ο Σλόπερ.




«Ξεκινάμε αύριο, εάν κατασκηνώσουμε μετά από πέντε μίλια – να μπορέσουμε να τα έχουμε όλα να δουλεύουν ρολόι και να μην ξεχάσουμε τίποτε». Τα έλκηθρα βόγκησαν πάνω στους ατσάλινους ολισθητήρες τους και τα σκυλιά τεντώθηκαν σκύβοντας χαμηλά στα χάμουρα, στα οποία γεννήθηκαν τελικά να ξεψυχήσουν.
Ο Ζακ Μπαπτίστ στάθηκε για λίγο δίπλα στον Σλόπερ ρίχνοντας μια σύντομη τελευταία ματιά στην καλύβα. Ο καπνός ανέβαινε θλιβερά σε τουλούπες από το μπουρί της σόμπας που συνηθίζεται στην περιοχή του Γιούκον. Οι δύο Άχρηστοι τους παρατηρούσαν από το κατώφλι.

Ο Σλόπερ έβαλε το χέρι του στον ώμο του συντρόφου του.
«Ζακ Μπαπτίστ», ρώτησε, «έχεις ακούσει ποτέ για τις γάτες του Κιλκένι;» Ο μιγάς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Που λες, φίλε μου και καλέ σύντροφε, οι γάτες του Κιλκένι αλληλοφαγώθηκαν μέχρι που δεν έμεινε ούτε δέρμα, ούτε τρίχα, ούτε σαγόνι. Κατάλαβες; - μέχρι που τίποτε δεν έμεινε. Ωραία μέχρις εδώ. Τώρα, αυτοί οι δυο άντρες σιχαίνονται τη δουλειά. Θα μείνουν ολομόναχοι σ’ εκείνη την καλύβα όλον τον χειμώνα, έναν μακρύ, σκοτεινό χειμώνα. Γάτες του Κιλκένι – κατάλαβες;» Ο Μπαπτίστ, μισός Γάλλος, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, αλλά ο Ινδιάνος μέσα του παρέμεινε σιωπηλός. Μολαταύτα, όταν ανασήκωσε τους ώμους, το έκανε με πολύ εύγλωττο και βαρυσήμαντο προφητικό τρόπο.
Τα πράγματα στη μικρή καλύβα στην αρχή πήγαιναν πολύ καλά. Η άγρια λοιδορία  των συντρόφων τους είχε κάνει τον Γουέδερμπι και τον Κάθφερτ να συναισθανθούν την αμοιβαία ευθύνη που τους βάραινε. Εξάλλου δεν υπήρχε και πολλή δουλειά για δυο εύρωστους άντρες.  Η απουσία επίσης της βάναυσης υπεροχής ή, μ’ άλλα λόγια, η καταδυνάστευση του μιγάδα έφερε μαζί της μια χαρούμενη αντίδραση. Στην αρχή ο καθένας πάσχιζε να ξεπεράσει τον άλλο και εκτελούσαν τις διάφορες μικροδουλειές με  τέτοιο ζήλο που θα άνοιγαν κατάπλκτοι τα μάτια οι σύντροφοί τους που τώρα φθείρονταν στο σώμα και στην ψυχή στη Μεγάλη Πορεία.
Είχαν απαλλαχτεί από κάθε φροντίδα. Το δάσος, που τους περιέβαλλε από τρεις μεριές, αποτελούσε μια ανεξάντλητη πηγή καυσόξυλων. Λίγα μόλις μέτρα από την πόρτα τους βρισκόταν ο παγωμένος ποταμός Πορκιουπάιν και μια τρύπα μέσα από το χειμωνιάτικο ένδυμά του σχημάτιζε μια αναβλύζουσα πηγή κρυστάλλινου και οδυνηρά κρύου νερού. Σύντομα όμως άρχισαν να βρίσκουν ψεγάδι ακόμη και σ’ αυτό. Η τρύπα συνέχιζε να παγώνει, πράγμα που έκαναν μια αναθεματισμένη ώρα να σπάσουν τον πάγο.
Οι άγνωστοι κατασκευαστές της ξύλινης καλύβας είχαν επεκτείνει τους πλευρικούς κορμούς για να σχηματίσουν μια κρυψώνα στο πίσω μέρος. Σ’ αυτήν είχε αποθηκευτεί ο όγκος των προμηθειών της ομάδας.
Τρόφιμα υπήρχαν άφθονα για τριπλάσιους άντρες που έμελλε να τραφούν μ’ αυτά. Αλλά τα περισσότερα ήταν του είδους που συμβάλλουν στην αύξηση των μυών και των νεύρων αλλά δεν είναι γαργαλιστικά στον ουρανίσκο.

Πράγματι, υπήρχε άφθονη ζάχαρη για δυο κανονικούς άντρες. Τούτοι όμως δεν ήταν περισσότερο από παιδιά. Γρήγορα ανακάλυψαν τις αρετές του ζεστού νερού συνετά ανακατεμένο με ζάχαρη, μέσα στο οποίο άφηναν να κολυμπούν γενναιόδωρα οι τηγανίτες τους και βουτούσαν τις κόρες του ψωμιού τους στο πλούσιο, άσπρο σιρόπι.

Κατόπιν στον καφέ και το τσάι, και ιδιαίτερα στα αποξηραμένα φρούτα έκαναν καταστροφικές επιδρομές. Η πρώτη τους φιλονικία ήταν για το ζήτημα της ζάχαρης. Και είναι πράγματι ένα σοβαρό πράγμα όταν δυο άντρες, ολοκληρωτικά αλληλοεξαρτημένοι για συντροφικότητα ν’ αρχίζουν να φιλονικούν.

Ο Γουέδερμπι αρεσκόταν να συζητά πολιτικά με κραυγαλέο τρόπο, ενώ ο Κάθφερτ, όντας ευκατάστατος και ζώντας από τις μετοχές του, άφηνε το κοινωνικό κράτος να σέρνεται όσο μπορούσε, και είτε δεν έδινε σημασία στα λεγόμενα του Γουέδερμπι ή εξέφραζε προκλητικά  αποφθέγματα. Ο υπαλληλάκος όμως παραήταν αμβλύνους για να εκτιμήσει  την έξυπνη σύλληψη των σκέψεων του Κάθφερτ, και τούτη η σπατάλη των ‘πυρομαχικών’ εξόργιζε τον τελευταίο.
Ο Κάθφερτ ήταν μαθημένος να θαμπώνει τον κόσμο με την εξυπνάδα του και δεν μπορούσε να αντέξει την απουσία ακροατηρίου. Αισθανόταν προσωπικά θιγμένος και ασυναίσθητα θεωρούσε τον χοντροκέφαλο σύντροφό του υπεύθυνο γι’ αυτό. Εκτός από τη συνύπαρξή τους δεν είχαν τίποτε κοινό – δε συμφωνούσαν ούτε σ’ ένα μοναδικό σημείο.
Ο Γουέδερμπι ήταν ένας απλός υπάλληλος που δεν είχε γνωρίσει τίποτε άλλο στη ζωή του εκτός από το υπαλληλίκι. Ο Κάθφερτ ήταν γνώστης των γραμμάτων και των τεχνών, ερασιτέχνης ζωγράφος, και είχε συγγράψει ουκ ολίγα. Ο ένας ανήκε στην κατώτερη τάξη, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτόν του κύριο, ενώ ο άλλος ήταν κύριος και το ήξερε πως ήταν. Αξίζει λοιπόν να παρατηρηθεί πως κάποιος μπορεί να είναι κύριος χωρίς να διαθέτει το πρωταρχικό ένστικτο αληθινής συντροφικότητας. Ο υπάλληλος είχε έναν αισθησιασμό όσο ο άλλος καλαισθησία. Οι ερωτικές του περιπέτειες, βγαλμένες από τη φαντασία του, που τις περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια και γλαφυρότητα, επηρέαζαν τον υπερευαίσθητο λόγιο και καλλιτέχνη κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι αναθυμιάσεις των υπονόμων. Χαρακτήρισε τον υπάλληλο σαν ένα βρωμερό, ακαλλιέργητο κτήνος, που η θέση του ήταν στον βόρβορο συντροφιά με τα γουρούνια, πράγμα που του το είπε κιόλας. Κι ο Γουέδερμπι με τη σειρά του τον πληροφόρησε πως ήταν ένας ξενέρωτος θηλυπρεπής και σεμνότυφος. Ο Γουέδερμπι δε θα μπορούσε στη ζωή του να δώσει τον ορισμό της λέξης ‘σεμνότυφος’. Όμως ικανοποίησε τον σκοπό του, και τούτο φαίνεται στο κάτω – κάτω να είναι το κύριο σημείο στη ζωή.
Ο Γουέδερμπι επίσης έλεγε τραγούδια όπως Ο διαρρήκτης της Βοστώνης  και Το ωραίο αγόρι της καλύβας  για ώρες τη φορά φαλτσάροντας κάθε τρίτη νότα, ενώ ο Κάθφερτ έκλαιγε από οργή μέχρι που να μην μπορεί άλλο ν’ αντέξει κι έφευγε τρέχοντας έξω στο κρύο. Αλλά δεν υπήρχε γλιτωμός. Δεν άντεχε για πολύ τον ισχυρό παγετό, και η μικρή καλύβα τους στρίμωχνε – κρεβάτια, σόμπα, τραπέζι κι όλα τα υπόλοιπα – σ’ έναν χώρο τρία επί τέσσερα. Η παρουσία του ενός κατάντησε ύβρις για τον άλλον, και κατρακυλούσαν σε μια κακόθυμη σιωπή που μεγάλωνε σε διάρκεια και ένταση καθώς περνούσαν οι μέρες.
Ενίοτε μια άγρια ματιά ή ένας μορφασμός τούς έβγαζε εκτός ελέγχου, αν και πάσχιζαν να αγνοήσουν εντελώς ο ένας τον άλλον κατά τη διάρκεια αυτών των βουβών περιόδων.

Κι ο ένας αναρωτιόταν για τον άλλον: πώς μπόρεσε ο Θεός ποτέ να δημιουργήσει έναν τέτοιο άνθρωπο;

Μη έχοντας και πολλά να κάνουν, ο χρόνος έγινε ένα ανυπόφορο φορτίο. Τούτο, ως ήταν φυσικό, τους έκανε ακόμη πιο νωθρούς. Βυθίστηκαν σ’ έναν σωματικό λήθαργο από τον οποίο δεν μπορούσαν να ξεφύγουν κι ο οποίος τους έκανε επαναστατούν σε κάθε εκτέλεση και της παραμικρής αγγαρείας. Ένα πρωί όταν ήταν η σειρά του να ετοιμάσει το κοινό τους πρωινό, ο Γουέδερμπι γλίστρησε από τις κουβέρτες του, και ακούγοντας το ροχαλητό του συντρόφου του, άναψε πρώτα το λυχνάρι που έκαιγε λίπος και κατόπιν τη φωτιά. Τα σκεύη είχαν πιάσει σκληρό πάγο και δεν υπήρχε νερό στην καλύβα να τα πλύνει. Αλλά λίγο τον ένοιαξε. Περίμενε να ξεπαγώσουν στη φωτιά, κατόπιν έριξε τις φέτες του μπέικον στη χύτρα και καταπιάστηκε με τη μισητή ασχολία να ψήσει ψωμί. Ο Κάθφερτ τον παρακολουθούσε πονηρά μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα.
Όπως ήταν αναμενόμενο δημιουργήθηκε μια σκηνή, κατά την οποία θερμά ‘αλληλοευλογήθηκαν’ και συμφώνησαν στο εξής ο καθένας να μαγειρεύει για τον εαυτόν του. Μια βδομάδα αργότερα, ο Κάθφερτ παραμέλησε το πρωινό του πλύσιμο, αλλά μολαταύτα έφαγε με την ησυχία του το φαγητό που ετοίμασε. Ο Γουέδερμπι μειδίασε ειρωνικά. Έκτοτε η ανόητη συνήθεια του πλυσίματος βγήκε από την καθημερινότητα τους.
Καθώς το απόθεμα της ζάχαρης και οι άλλες μικροπολυτέλειες λιγόστευαν, άρχισαν να φοβούνται πως δε θα έπαιρναν το δίκαιο μερίδιό τους και για να μη ληστέψει ο ένας τον άλλον, άρχισαν να πέφτουν με τα μούτρα και να περιδρομιάζουν. Και οι λιχουδιές υπέστησαν φοβερή ζημιά από την ανταγωνιστική τους λαιμαργία όπως άλλωστε και οι ίδιοι.
Μην καταναλώνοντας φρέσκα λαχανικά και μη ασκούμενοι, το αίμα τους αδυνάτισε, κι ένα αηδιαστικό πορφυρό ερέθισμα κάλυψε το σώμα τους. Αυτοί όμως δεν έδωσαν σημασία στην προειδοποίηση.
Κατόπιν άρχισαν να πρήζονται οι μύες και οι αρθρώσεις και να μαυρίζει το δέρμα τους, ενώ το στόμα και τα ούλα τους πήραν μια έντονη κρεμώδη χροιά. Κι αντί να συμμαχήσουν σ’ αυτή τη μιζέρια τους, ο ένας κοίταζε με χαιρεκακία τα συμπτώματα του άλλου καθώς το σκορβούτο έκανε την εισβολή του.
Έχασαν κάθε σεβασμό για την ατομική τους εμφάνιση και, κατά συνέπεια, της κοινής κοσμιότητας. Η καλύβα έγινε ένα αχούρι, ενώ ούτε μια φορά δεν έσιαξαν τα κρεβάτια τους κι ούτε ανανέωσαν τα στρώματά τους με φρέσκα κλαδιά πεύκου. Κι όμως δεν μπορούσαν να ζεσταθούν στις κουβέρτες τους καθώς ο παγετός ήταν αμείλικτος και η σόμπα κατανάλωνε πολλά καύσιμα. Τα μαλλιά και τα γένια τους μεγάλωσαν κι αγρίεψαν, ενώ τα ρούχα τους θα αηδίαζαν κι έναν ρακοσυλλέκτη. Όμως αυτοί δεν έδιναν δεκάρα. Ήταν άρρωστοι και κανείς δεν τους έβλεπε. Εξάλλου, ήταν οδυνηρό να κινούνται εδώ κι εκεί.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, προστέθηκε κι ένα άλλο πρόβλημα – ο Φόβος του Βορρά. Αυτός ο Φόβος ήταν το παιδί του Μεγάλου Κρύου και της Μεγάλης Σιωπής, το οποίο γεννήθηκε μέσα στη σκοτεινιά του Δεκέμβρη, όταν ο ήλιος βούτηξε κάτω από τον ορίζοντα για τα καλά. Τούτο τους επηρέασε σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία τους.
Ο Γουέδερμπι κατέστη έρμαιο χονδροειδών δεισιδαιμονιών και έκανε τα πάντα ν’ αναστήσει τα πνεύματα που κοιμούνταν στους ξεχασμένους τάφους. Ήταν ένα παράξενα εκπληκτικό πράγμα, γιατί τα πνεύματα στα όνειρά του έρχονταν σ’ αυτόν από το κρύο απέξω, κούρνιαζαν μαζί του στη θαλπωρή των σκεπασμάτων και του εξιστορούσαν τους μόχθους και τα βάσανά τους πριν πεθάνουν. Αυτός αποτραβιόταν από τη γλοιώδη επαφή τους καθώς αυτά τον πλησίαζαν και τύλιγαν τα παγωμένα τους μέλη γύρω από το σώμα του, και όταν του ψιθύριζαν στο αυτί του για πράγματα που έμελλε να γίνουν, η καλύβα αντηχούσε από τις τρομαγμένες κραυγές του. Ο Κάθφερτ δεν καταλάβαινε τι γινόταν – έτσι κι αλλιώς δε μιλούσαν μεταξύ τους – και έτσι καθώς ξυπνούσε, κατά κανόνα άδραχνε το περίστροφό του. Κατόπιν ανακάθιζε στο κρεβάτι του, με τα νεύρα του τεντωμένα και τρέμοντας από σύγκρυο, έστρεφε το όπλο του στον τρελαμένο από το όνειρό του άνθρωπο. Ο Κάθφερτ έκρινε πως ο άλλος τρελαινόταν κι άρχισε να φοβάται για τη ζωή του.
Η δική του φαντασίωση έπαιρνε μια λιγότερο συγκεκριμένη μορφή. Ο μυστηριώδης τεχνίτης που έκτισε την καλύβα, κορμό με κορμό, είχε καρφώσει έναν ανεμοδείκτη πάνω σ’ ένα κοντάρι. Ο Κάθφερτ παρατήρησε πως έδειχνε πάντα προς το νότο, και μια μέρα, νευριασμένος από τη σταθερότητα της κατεύθυνσής του, τον γύρισε προς την ανατολή. Τον παρατηρούσε με προσμονή ν’ αλλάξει, αλλά ούτε μια ανάσα αέρα δεν ερχόταν να τον κουνήσει. Κατόπιν έστρεψε το ανεμούρι του προς τα βόρεια, παίρνοντας όρκο να μην τον ξαναπειράξει πότε μέχρι να φυσήξει αέρας. Όμως η ατμόσφαιρα τον τρόμαζε με την απόκοσμη νηνεμία, και συχνά σηκωνόταν μέσα στην άγρια νύχτα να δει αν το ανεμούρι είχε μετακινηθεί – δέκα μοίρες θα τον ικανοποιούσαν. Αλλά του κάκου, αυτό συνέχιζε να μένει από πάνω του ακίνητο σαν τον θάνατο.
Η φαντασία του οργίαζε εκτός ελέγχου μέχρι που του έγινε έμμονη ιδέα. Μερικές φορές ακολουθούσε τη διαδρομή που έδειχνε ο ανεμοδείκτης πέρα από τις σκοτεινές επικράτειες, κι άφηνε την ψυχή του να την κυριεύσει ο Φόβος. Στοχαζόταν το αόρατο και το άγνωστο μέχρι που το βάρος της αιωνιότητας φαινόταν να τον συνθλίβει. Όλα στη Χώρα του Βορρά είχαν την ιδιότητα να σε συνθλίβουν – η απουσία ζωής και κίνησης, το σκοτάδι, η αιώνια ησυχία μιας ζοφερής χώρας, η τρομακτική σιωπή, που έκανε κάθε χτύπο της καρδιάς ν’ αντηχεί ιερόσυλα πάνω σ’ αυτή τη σιωπή, το επιβλητικό δάσος που έμοιαζε να φρουρεί μια απαίσια, απερίγραπτη οντότητα, την οποία δεν μπορούσε ούτε λέξη να εκφράσει, ούτε σκέψη να συλλάβει.

Ο κόσμος που τόσο πρόσφατα είχαν αφήσει, με τα πολυθόρυβα έθνη και τις έντονες  δραστηριότητες, φαινόταν πολύ μακρινός. Ενίοτε αναμνήσεις επιβάλλονταν στο νου του αναγκαστικά – αναμνήσεις από αγορές και πινακοθήκες και πολύκοσμες οδικές αρτηρίες, από βραδινή αμφίεση και κοινωνικές εκδηλώσεις, από ωραίους ανθρώπους και αξιαγάπητες γυναίκες που είχε γνωρίσει – αλλά όλα αυτά ήταν αμυδρές αναμνήσεις μιας ζωής που είχε ζήσει πριν από πολλούς αιώνες σε κάποιον άλλο πλανήτη.  Το τωρινό Φάντασμα ήταν τώρα η Πραγματικότητα. Όρθιος κάτω από τον ανεμοδείκτη, με τα μάτια προσηλωμένα στον πολικό ουρανό, δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η Χώρα του Νότου υπήρχε πραγματικά και ότι την παρούσα στιγμή έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα.
Δεν υπήρξε ποτέ η Χώρα του Νότου, ούτε άνθρωποι να γεννιούνται από γυναίκες, ούτε να παντρεύονται.
Πέρα από τον ψυχρό ορίζοντα απλώνονταν τεράστιες έρημες εκτάσεις και πέρα από αυτές άλλες τέτοιες ακόμη.
Δεν υπήρχαν χώρες του ήλιου, μεστές με το άρωμα των λουλουδιών. Τέτοια πράγματα υπήρχαν μόνο σε παλιά παραδεισένια όνειρα. Οι ηλιοφωτισμένες χώρες της Δύσης και οι χώρες των μπαχαρικών της Ανατολής, οι γελαστές Αρκαδίες και οι Μακάρων Νήσοι των Ευλογημένων – χα! χα! το γέλιο του έσκισε το κενό και τον συγκλόνισε με τον ασυνήθιστο ήχο. Δεν υπήρχε ήλιος. Υπήρχε μόνο το σύμπαν, νεκρό, ψυχρό και σκοτεινό, κι αυτός ήταν ο μοναδικός του κάτοικος. Ο Γουέδερμπι; Τέτοιες στιγμές ο Γουέδερμπι δε μετρούσε. Ήταν ένας Καλιμπάν**, ένα τερατώδες φάντασμα, που το είχε δέσει για ανυπολόγιστους αιώνες, μια τιμωρία για κάποιο ξεχασμένο έγκλημα.
Ζούσε με τον Θάνατο ανάμεσα στους νεκρούς, αποστεωμένος από την έννοια της δικής του ασημαντότητας, τσακισμένος από την παθητική κυριαρχία των αδρανών αιώνων.
Το μέγεθος όλων των πραγμάτων τον ενέπνεε φρίκη. Όλα ήταν σε υπερθετικό βαθμό – εκτός από τον εαυτόν του – η πλήρης νηνεμία και ακινησία, η απεραντοσύνη του χιονισμένου άγριου τοπίου, το ύψος του ουρανού και η άβυσσος της σιωπής. Το μόνο που λαχταρούσε ήταν να κουνηθεί το ανεμούρι. Να έπεφτε ένας κεραυνός ή να λαμπάδιαζε το δάσος. Να ξετυλιγόταν το στερέωμα σαν αρχαίος πάπυρος, να ερχόταν η Μέρα της Κρίσης και να τσάκιζε τα πάντα – οτιδήποτε, οτιδήποτε! Αλλά μάταια, τίποτε δεν κουνιόταν. Και η Σιωπή τον στρίμωχνε και ο Φόβος του Βορρά έσφιγγε με τα παγωμένα του δάχτυλα την καρδιά του.
Μια μέρα, σαν ένας άλλος Ροβινσώνας Κρούσος, στην άκρη του ποταμού είδε πατημασιές – τα αμυδρά ίχνη πάνω ενός κουνελιού του χιονιού πάνω στη λεπτή κρούστα του χιονιού. Ήταν μια αποκάλυψη.
Υπήρχε ζωή στη Χώρα του Βορρά. Θα το ακολουθούσε, θα το κοιτούσε, θα το παρατηρούσε με άγρια χαρά.
Αγνόησε τους πρησμένους του μυς και όρμησε μέσα στο βαθύ χιόνι σε μια έκσταση προσμονής. Το δάσος τον κατάπιε και το σύντομο λυκόφως του μεσημεριού εξαφανίστηκε. Αυτός όμως συνέχισε το κυνηγητό μέχρι που η εξάντληση πήρε το πάνω χέρι και τον άφησε ανήμπορο στο χιόνι.

Κι εκεί βογκούσε και βλαστημούσε για την ανοησία του, και κατάλαβε πως τα ίχνη ήταν απλά μια φαντασίωση του μυαλού του. Αργά την ίδια νύχτα σύρθηκε με τα χέρια και τα γόνατα μέχρι την καλύβα, με ξεπαγιασμένα μάγουλα κι νιώθοντας ένα παράξενο μούδιασμα στα πόδια του. ο Γουέδερμπι τον κοίταξε μ’ ένα χαιρέκακο μειδίαμα χωρίς να προσφερθεί να τον βοηθήσει. Ο Κάθφερτ έμπηξε βελόνες στα δάχτυλα των ποδιών του και τα ξεπάγωσε κοντά στη σόμπα. Μετά από μια βδομάδα άρχισαν να νεκρώνονται.
Κι ο υπάλληλος είχε τα δικά του βάσανα. Οι πεθαμένοι έβγαιναν από τους τάφους τους συχνότερα τώρα και σπάνια τον άφηναν, στον ύπνο ή στον ξύπνιο του. Συνήθισε να περιμένει και συγχρόνως να τρέμει τον ερχομό τους, και ποτέ δεν περνούσε τις δίδυμες λιθοσωριές χωρίς να τον πιάνει ανατριχίλα. Μια νύχτα ήρθαν στον ύπνο του και, οδηγώντας τον έξω, του ανέθεσαν μια συγκεκριμένη δουλειά. Άλαλος από τρόμο, ξύπνησε ανάμεσα στους δυο σωρούς από πέτρες και έξαλλος μπήκε στην καλύβα. Είχε όμως εκτεθεί πολλή ώρα εκεί έξω, γιατί τα πόδια του και τα μάγουλά του είχαν επίσης ξεπαγιάσει.
Μερικές φορές σ’ έξαλλη κατάσταση από τη συνεχή παρουσία των πεθαμένων, χοροπηδούσε ξετρελαμένος εδώ κι εκεί μέσα στην καλύβα και κραδαίνοντας ένα τσεκούρι έκοβε άσκοπα τον αέρα και θρυμμάτιζε ό, τι έβρισκε μπροστά του.
Κατά τη διάρκεια τέτοιων στοιχειωμένων καταστάσεων, ο Κάθφερτ κούρνιαζε μέσα στις κουβέρτες του και η ματιά του ακολουθούσε τον τρελό, με σηκωμένο τον κόκορα του περιστρόφου του, έτοιμος να τον πυροβολήσει αν τον πλησίαζε επικίνδυνα.
Όμως ο υπάλληλος, συνερχόμενος από έναν τέτοιο παροξυσμό, παρατήρησε το όπλο που τον στόχευε. Άρχισε κι αυτός να υποπτεύεται τον άλλο, και έκτοτε ζούσε με φόβο για τη ζωή του. παρακολουθούσε στενά ο ένας τον άλλο μετά απ’ αυτό, και τρομαγμένοι έκαναν αμέσως ξαφνική μεταβολή κάθε φορά που ο ένας περνούσε πίσω από την πλάτη του άλλου. Ο φόβος τους κατέληξε σε μανία που τους κυρίευε ακόμη και στον ύπνο τους. Εξαιτίας του αμοιβαίου τους φόβου σιωπηρά άφηναν το λυχνάρι λίπους να καίει όλη νύχτα, και μεριμνούσαν να υπάρχει άφθονο λίπος πριν πέσουν για ύπνο. Η παραμικρή κίνηση εκ μέρους του ενός ήταν αρκετή να ξυπνήσει τον άλλο και σ’ επιφυλακή ατένιζε ο ένας τον άλλο καθώς έτρεμαν κάτω από τα σκεπάσματά τους με τα δάχτυλα έτοιμα στη σκανδάλη.
Λίγο με το Φόβο του Βορρά και το ψυχικό τους άγχος, λίγο με την άγρια φθορά της ασθένειας, έχασαν κάθε ομοιότητα ανθρωπιάς, αποκτώντας την εμφάνιση άγριων θηρίων, κυνηγημένων και απελπισμένων. Τα μάγουλα και οι μύτες τους, ως επακόλουθο κρυοπαγημάτων, έγιναν μαύρα.
Τα ξεπαγιασμένα δάχτυλα των ποδιών τους άρχισαν να πέφτουν στις πρώτες και στις δεύτερες αρθρώσεις. Κάθε κίνηση ήταν εξαιρετικά οδυνηρή, αλλά η σόμπα ήταν αχόρταγη, απαιτώντας λύτρα βασάνων από τα άθλιά τους σώματα. Μέρα με τη μέρα απαιτούσε την τροφή της – μια ολόκληρη λίβρα σάρκας – και σέρνονταν με τα γόνατά τους στο δάσος για να κόψουν ξύλα. Μια φορά, όπως σέρνονταν να μαζέψουν ξερόκλαδα, χωρίς να καταλάβει ο ένας τον άλλο μπήκαν σε μια συστάδα θάμνων από αντίθετες κατευθύνσεις. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, διασταυρώθηκαν δύο νεκροκεφαλές. Η αρρώστια και η ταλαιπωρία τους είχαν μεταμορφώσει σε τέτοιο βαθμό που ήταν αδύνατο ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο. Τινάχτηκαν αλαφιασμένοι στα πόδια τους, ουρλιάζοντας με τρόμο, και έφυγαν τρέχοντας πάνω στα κουτσουρεμένα τους πόδια, και πέφτοντας στο κατώφλι της καμπίνας άρχισαν να αλληλογδέρνονται με τα νύχια τους μέχρι που αντιλήφθηκαν το λάθος τους.
Ενίοτε έρχονταν στα συγκαλά τους, και κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου διαλείμματος, η πέτρα του σκανδάλου – η ζάχαρη – μοιράστηκε σε δύο ίσα μέρη. Φύλαγαν τα ξεχωριστά τους σακουλάκια, αποθηκευμένα στην κρυψώνα, με τα μάτια τους δεκατέσσερα. Δεν είχαν απομείνει παρά μόνο λίγες κούπες, και οι δυο τους είχαν εντελώς χάσει την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.


Μια μέρα όμως ο Κάθφερτ έκανε ένα λάθος. Όντας μόλις και μετά βίας σε θέση να κινηθεί, εξαντλημένος από τον πόνο, με το κεφάλι του να γυρίζει και τα μάτια του να θαμπώνουν, σύρθηκε μέχρι την κρυψώνα με το κάνιστρο της ζάχαρης στο χέρι και πήρε το σακουλάκι του Γουέδερμπι λαθεύοντάς του με το δικό του.
 Πριν από μερικές μέρες είχε μπει ο Γενάρης όταν συνέβη τούτο το περιστατικό. Ο ήλιος είχε κάποια φορά από τότε περάσει τη νοτιότερη απόκλιση και στον μεσημβρινό τώρα είχε χρωματίσει με περήφανες πινελιές κίτρινου φωτός τον βόρειο ουρανό. Την επόμενη μέρα μετά το λάθος του με το σακούλι της ζάχαρης, ο Κάθφερτ ένιωσε καλύτερα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καθώς το μεσημέρι πλησίαζε κι η μέρα φωτιζόταν, σύρθηκε με δυσκολία προς τα έξω να απολαύσει το φευγαλέο κόκκινο φως, το οποίο του φανέρωνε μια ένδειξη των μελλοντικών προθέσεων του ήλιου. Ο Γουέδερμπι αισθανόταν  κι αυτός κάπως καλύτερα, και σύρθηκε να καθίσει δίπλα του. Βολεύτηκαν στο χιόνι κάτω από τον ακίνητο ανεμοδείκτη και περίμεναν. Μια σιγαλιά θανάτου απλωνόταν γύρω τους. Σ’ άλλα κλίματα, όταν η φύση βυθίζεται σε τέτοιες διαθέσεις, υπάρχει μια αίσθηση προσμονής, μια αναμονή κάποιας μικρή φωνής για να σπάσει την ένταση. Τούτο όμως δε συμβαίνει στον Βορρά. Οι δύο άντρες λες και είχαν ζήσει αιώνες σ’ αυτή την μακάβρια ειρήνη. Δε θυμούνταν κανένα τραγούδι από το παρελθόν, κι ούτε μπορούσαν να συνθέσουν κανένα για το μέλλον. Αυτή η απόκοσμη ηρεμία υπήρχε πάντοτε – η στάσιμη σιωπή της αιωνιότητας.
Τα μάτια τους ήταν προσηλωμένα στο βορρά. Αθέατος, πίσω από την πλάτη τους, πίσω από τα πανύψηλα βουνά προς τον νότο, ο ήλιος πλησίαζε  στο ζενίθ ενός άλλου ουρανού από τον δικό τους. Μοναδικοί θεατές του τεράστιου ζωγραφικού καμβά, παρακολουθούσαν τη φαινομενική αυγή σταδιακά να μεγαλώνει. Μια αδύναμη φλογίτσα άρχισε να πυρακτώνεται και να σιγοκαίει. Δυνάμωσε σε ένταση, διατρέχοντας ολόκληρο το χρωματικό φάσμα – από το κόκκινο, στο κίτρινο, στο πορφυρό και στο κροκί. Τόσο λάμπερό έγινε που ο Κάθφερτ νόμισε πως ο ήλιος έπρεπε να βρίσκεται πίσω απ’ αυτό – ένα θαύμα, ο ήλιος ν’ ανατέλλει στο βορρά! Ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να ξεθωριάζει βαθμηδόν, ο καμβάς εξαφανίστηκε εντελώς. Δεν υπήρχε κανένα χρώμα στον ουρανό πια. Το φως είχε φύγει από τη μέρα.
Κράτησαν την ανάσα τους εν μέσω μισο- αναφιλητών. Αλλά, ιδού! Τα παγωμένα σωματίδια της ατμόσφαιρας σπινθηροβόλησαν, κι εκεί, προς το βορρά, ο ανεμοδείκτης έδειξε μια ασαφή σιλουέτα πάνω στο χιόνι.
Μια σκιά! Μια σκιά! Ήταν ακριβώς μεσημέρι. Γύρισαν σπασμωδικά το κεφάλι τους προς τον νότο. Το άκρο ενός χρυσαφένιου δίσκου κρυφοκοίταξε πάνω από τη χιονισμένη ράχη του βουνού, τους χαμογέλασε για λίγο και κατόπιν βούτηξε και χάθηκε από τα μάτια τους.
Τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα καθώς αναζήτησε ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Κατά παράξενο τρόπο μαλάκωσαν οι καρδιές τους και ένιωσαν μια ακαταμάχητη αμοιβαία έλξη. Ο ήλιος επέστρεφε. Θα ήταν μαζί τους αύριο, και μεθαύριο, και για πολύ μετά. Και σε κάθε επίσκεψη θα έμενε περισσότερο, και θα έρχονταν μια μέρα που θα έκανε την ουράνια πορεία του μέρα νύχτα χωρίς ποτέ να δύει κάτω από τον ορίζοντα. Δε θα ήταν πλέον νύχτα.
Οι πάγοι του χειμώνα θα έσπαγαν, ο άνεμος θα φυσούσε και τα δάση θα απαντούσαν στο φύσημα. Ο τόπος θα λουζόταν στην ευλογημένη λιακάδα και η ζωή θα ανανεωνόταν.

Χέρι χέρι, θα άφηναν πίσω τους αυτόν τον φρικτό εφιάλτη και θα ταξίδευαν πίσω στη Χώρα του Νότου. Έγειραν προς τα μπρος στα τυφλά και τα χέρια τους συναντήθηκαν – τα άθλια ακρωτηριασμένα χέρια τους, πρησμένα και παραμορφωμένα μέσα στα μονοκόμματα γάντια τους.
Όμως η προσμονή δεν έμελλε να εκπληρωθεί. Η Βόρεια Χώρα είναι αδυσώπητη, και οι άνθρωποι φθείρουν την ψυχή τους υπακούοντας παράξενους νόμους, τους οποίους όσοι δεν έχουν ταξιδέψει σε μακρινές χώρες δεν μπορούν να κατανοήσουν.

Μια ώρα αργότερα ο Κάθφερτ έβαλε ένα ταψάκι ψωμί στο φούρνο, κι άρχισε να συλλογίζεται το θα μπορούσαν να κάνουν οι γιατροί με τα πόδια του όταν επέστρεφε σπίτι του. Η πατρίδα δεν φαινόταν τόσο μακρινή τώρα. Ο Γουέδερμπι ανασκάλευε στην κρυψώνα. Εντελώς ξαφνικά ξέσπασε σε μια θύελλα βλαστημιών, και ξαφνικά σταμάτησε απότομα. Ο άλλος του είχε κλέψει το σακούλι του με τη ζάχαρη. Κι όμως τα πράγματα θα ξεκαθάριζαν, εάν οι δυο πεθαμένοι δεν έβγαιναν από τις πέτρες και να σιγήσουν τις οργισμένες λέξεις στο στόμα του. Τον οδήγησαν ήρεμα από την κρυψώνα, την οποία ξέχασε να κλείσει. Το τέλος είχε φτάσει: εκείνο το κάτι που προφητικά του είχαν ψιθυρίσει στα όνειρά του ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να συμβεί. Απαλά, πολύ απαλά τον οδήγησαν στο σωρό με τα ξύλα, και έβαλαν το τσεκούρι στα χέρια του. Κατόπιν τον βοήθησαν να ανοίξει βίαια την πόρτα της καλύβας και να φροντίσει να την κλείσει πίσω του – τουλάχιστον την άκουσε να κλείνει με πάταγο και το μάνταλο να πέφτει απότομα στη θέση του. Και ήξερε πως τον περίμεναν, τον περίμεναν ακριβώς απέξω να εκτελέσει την αποστολή του. «Κάρτερ! Για στάσου, Κάρτερ!» Ο Πέρσι Κάθφερτ τα χρειάστηκε από το βλέμμα στο πρόσωπο του υπαλλήλου, κι έσπευσε να βάλει το τραπέζι ανάμεσά τους.
Ο Κάρτερ Γουέδερμπι τον ακολούθησε χωρίς βιασύνη και χωρίς ενθουσιασμό. Δεν υπήρχε ούτε οίκτος ούτε πάθος στο πρόσωπό του, παρά μόνο το υπομονετικό, αποφασιστικό βλέμμα κάποιου που έχει μια δουλειά και πρόκειται να την κάνει μεθοδικά.
 
«Στάσου, τι συμβαίνει;»

Ο υπάλληλος έκανε έναν ελιγμό προς τα πίσω κόβοντάς του το δρόμο προς την πόρτα, κρατώντας συνέχεια το στόμα του κλειστό.

«Στάσου, Κάρτερ, μια στιγμή. Έλα να μιλήσουμε. Έλα, φίλε μου». Ο λόγιος σκεπτόταν γρήγορα τώρα κάνοντας μια επιδέξια πλευρική κίνηση προς το κρεβάτι του, όπου φύλαγε το Σμιθ & Γουέσον. Μη χάνοντας τον τρελό από τα μάτια του, κύλησε προς τα πίσω πάνω στο κρεβάτι, αδράχνοντας συγχρόνως το πιστόλι του.

«Κάρτερ!» το μπαρούτι βρήκε τον Γουέδερμπι κατευθείαν πάνω στο πρόσωπο, αλλά αυτός εκσφενδόνισε  το τσεκούρι και πήδηξε προς τα μπρος. Το τσεκούρι χώθηκε βαθειά στη βάση της ραχοκοκαλιάς, και ο Πέρσι Κάθφερτ ένιωσε κάθε αίσθηση να εγκαταλείπει τα κάτω άκρα του. Κατόπιν ο υπάλληλος έπεσε βαρύς πάνω του, αρπάζοντάς τον από το λαιμό με τα αδύναμα δάχτυλά του. Το σφοδρό χτύπημα του τσεκουριού έκανε τον Κάθφερτ ν’ αφήσει το πιστόλι να πέσει, και καθώς τα πνευμόνια του πνίγονταν για αέρα, ψηλαφούσε άσκοπα ανάμεσα στις κουβέρτες να το βρει. Κατόπιν θυμήθηκε. Γλίστρησε το χέρι του στη ζώνη του υπαλλήλου για να πάρει το μαχαίρι του από το θηκάρι. Μετά ήρθαν πολύ κοντά μεταξύ τους σε μια τελευταία περίπτυξη.
 
Ο Πέρσι Κάθφερτ ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Το κάτω μέρος του σώματός του αχρηστεύτηκε. Το ακίνητο βάρος του Γουέδερμπι τον σύνθλιβε – τον σύνθλιβε και τον ακινητοποιούσε σαν μια αρκούδα στο δόκανο. Η καλύβα γέμισε με μια γνώριμη μυρωδιά, και κατάλαβε πως το ψωμί στο φούρνο καιγόταν. Αλλά είχε πλέον σημασία; Δε θα το χρειαζόταν πια. Και υπήρχαν και οι έξη κούπες ζάχαρη στην κρυψώνα – αν το είχε προβλέψει, δεν θα την εξοικονομούσε τις τελευταίες κάμποσες  μέρες. Έλεγε να κουνηθεί ποτέ ο ανεμοδείκτης; Γιατί όχι; Δεν είχε δει τον ήλιο σήμερα; Θα πάει να δει. Όχι. Ήταν αδύνατον να κουνηθεί. Ποτέ δεν πίστευε πως ο υπάλληλος θα ήταν τόσο βαρύς.

Πόσο γρήγορα κρύωνε η καλύβα! Η φωτιά πρέπει να έσβησε. Το κρύο έκανε την επιδρομή του.

Πρέπει να είναι κάτω από το μηδέν με τον πάγο να έρπει μέσα από την πόρτα. Δεν μπορούσε να τον δει αλλά εμπειρικά ήταν σε θέση να υπολογίσει την πρόοδο του από τη θερμοκρασία της καλύβας. Ο κάτω ρεζές της πόρτας πρέπει να άσπρισε από τον παγετό εδώ και ώρα. Θα μάθει άραγε ο κόσμος την ιστορία τους; Πώς θα το δέχονταν οι φίλοι του; Θα το διάβαζαν με τον πρωινό καφέ τους και, κατά πάσα πιθανότητα, θα το συζητούσαν στις λέσχες. Μπορούσε να τους δει καθαρά: «Βρε, τον καημένο τον Κάθφερτ!», μουρμούριζαν, «δεν ήταν και τόσο κακός άνθρωπος, στο κάτω – κάτω». Χαμογέλασε για τα εγκώμιά τους και προχώρησε να βρει ένα χαμάμ. Στους δρόμους ήταν το ίδιο συνηθισμένο πλήθος.

Παράξενο που δεν πρόσεξαν τα μοκασίνια του από δέρμα ταράνδου και τις κουρελιασμένες γερμανικές κάλτσες του! καλύτερα να καλέσει μια άμαξα. Και μετά από το λουτρό, ένα ξύρισμα δε θα του ήταν και άσχημο. Αλλά, όχι. Πρώτα θα έτρωγε. Μπριζόλες με πατάτες, και πράσινα λαχανικά. Πόσο φρέσκα θα ήταν όλα αυτά! Μετά κόμπους μέλι, να ρέει παχύρευστο, σαν κεχριμπαρένιο υγρό! Χα! χα! χα!, ποτέ δε θα μπορούσε να τα φάει όλα.

Γυάλισμα! Ασφαλώς. Έβαλε το πόδι του στο κασελάκι. Ο λουστράκος τον κοίταξε περίεργα, και τότε θυμήθηκε τα από δέρμα ταράνδου μοκασίνια του και έφυγε βιαστικά.

Άκου! Το ανεμούρι πρέπει στα σίγουρα να στριφογυρίζει. Όχι. Απλά τα αυτιά του βουίζουν. Ήταν ένα απλό βούισμα. Ο παγετός θα πέρασε το μάνταλο τώρα και ίσως να κάλυψε και τον πάνω ρεζέ. Ανάμεσα στα χοντροκομμένα σανίδια του ταβανιού άρχισαν να μαζεύονται μικρά σημαδάκια παγετού. Πόσο αργά απλώνονταν! Όχι και τόσο. Κάθε φορά κι από ένα και κατόπιν άλλο ένα. Δυο – τρία – τέσσερα. Εμφανίζονταν πολύ γρήγορα τώρα για να μπορεί να τα μετρήσει. Να, τα δυο έγιναν ένα κι ένα τρίτο προστέθηκε σ’ αυτά.

Μα τώρα, δεν υπήρχαν πια σημαδάκια. Ενώθηκαν όλα μαζί και σχημάτισαν ένα στρώμα παγετού.

Λοιπόν, θα είχε συντροφιά. Εάν ο Γαβριήλ έσπαγε ποτέ τη σιωπή του Βορρά, οι δυο σύντροφοι θα στέκονταν μαζί, χέρι – χέρι, μπροστά στον μεγάλο Λευκό Θρόνο. Κι ο Θεός θα τους έκρινε, ο Θεός θα τους έκρινε!

Μετά ο Πέρσι Κάθφερτ έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στον ύπνο.

*πέμικαν: ένα μείγμα αποξηραμένου κρέατος ή ψαριών αλεσμένο μαζί με κράνα κι άλλα αποξηραμένα φρούτα.
** Καλιμπάν: Ο υπάθρωπος γιος της κακιάς μάγισσας στο έργο του Σαίξπηρ Η Τρικυμία.
 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr