spacer.png, 0 kB
Φιτζ-Τζέιμς Ομπράιεν: Ο Φακός από Διαμάντι. Εκτύπωση E-mail

Ο Φακός από Διαμάντι (The Diamond Lens)

Του Φιτζ-Τζέιμς Ομπράιεν - Fitz-James O'brien (1828-62)


Απόδοση – προσαρμογή: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Α


Εξ απαλών ονύχων ακόμη κάθε ταλέντο μου έκλεινε προς τις μικροσκοπικές έρευνες. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών όταν ένας μακρινός συγγενής μας ελπίζοντας να με εντυπωσιάσει, κατασκεύασε ένα απλό μικροσκόπιο για μένα ανοίγοντας μια μικρή τρύπα σ’ έναν χάλκινο δίσκο στην οποία τοποθέτησε μια μικρή σταγόνα νερού όπου έμεινε σταθερή εξαιτίας της τριχοειδούς έλξης. Η πρωτόγονη αυτή συσκευή, που μεγέθυνε κάπου πενήντα φορές τα μικροαντικείμενα, έδειχνε φυσικά μόνο ακαθόριστες και ατελείς μορφές, αλλά κι έτσι ακόμη ήταν αρκετά αρκετή να εξάψει τη φαντασία μου σε υπερφυσικά επίπεδα.

Βλέποντάς με πόσο ενδιαφέρον έδειχνα σ’ αυτό το κακοφτιαγμένο εργαλείο, ο ξάδερφός μου μού εξήγησε όλα όσα ήξερε για τις αρχές λειτουργίας του μικροσκοπίου, μου διηγήθηκε μερικά θαυμάσια πράγματα που επιτεύχθηκαν με τη χρήση του μέσου αυτού και κατέληξε με την υπόσχεση να μου στείλει ένα κανονικό μικροσκόπιο μόλις επέστρεφε στην πόλη. Με λαχτάρα μετρούσα τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά που περνούσαν από την υπόσχεσή του μέχρι την αναχώρησή του.

Στο μεταξύ όμως, εγώ δεν έμεινα άπρακτος. Με ανυπομονησία άρπαζα κάθε διάφανο αντικείμενο που έμοιαζε, έστω και αμυδρά με φακό, και κατέβαλλα μάταιες προσπάθειες να κατανοήσω τη θεωρία δομής εκείνου του οργάνου το οποίο πολύ αμυδρά μέχρι τότε καταλάβαινα. Κάθε υαλοπίνακα που περιείχε εκείνα τα πεπλατυσμένα σφαιροειδή ογκίδια, γνωστά σαν ματιά του ταύρου, τον κατέστρεφα ανηλεώς με την ελπίδα ν’ αποκτήσω φακούς με θαυμαστή μεγέθυνση. Και μάλιστα το τράβηξα τόσο πολύ ώστε να αφαιρέσω το υαλώδες υγρό από μάτια ψαριών και ζώων προσπαθώντας να το υπαγάγω στην υπηρεσία των μικροσκοπικών μου ερευνών. Παραδέχθηκα την ενοχή μου για την κλοπή των γυαλιών της θείας μου Άγκαθας, έχοντας στο μυαλό μου μια αμυδρή ιδέα να τα λειάνω έτσι ώστε να γίνουν φακοί θαυμαστών μεγεθυντικών δυνατοτήτων – προσπάθεια, περιττό να αναφέρω, ότι απέτυχε παταγωδώς.

Επιτέλους το όργανο που μου υποσχέθηκε ο συγγενής μου έφτασε. Ήταν ένα απλό μικροσκόπιο εκείνης της τάξεως, γνωστής ως Φιλντ, και πρέπει να κόστισε περίπου δεκαπέντε δολάρια. Για εκπαιδευτικούς σκοπούς δε θα μπορούσε να επιλεχθεί καλύτερη συσκευή. Συνοδευόταν επίσης από μια αναφορά για το μικροσκόπιο – την ιστορία του, τις χρήσεις και τις ανακαλύψεις. Και τότε για πρώτη φορά κατανόησα Τις Ψυχαγωγίες των Αραβικών Νυκτών. Το αδιαφανές πέπλο της καθημερινότητας που έκρυβε τον κόσμο φάνηκε ξαφνικά ν’ απομακρύνεται για ν’ αποκαλύψει μια γοητευτική, μαγική χώρα. Και ενώπιον των συντρόφων μου ένιωσα όπως μπορεί να νιώσει ένας προφήτης μπροστά στις συνηθισμένες μάζες των ανθρώπων. Συνομιλούσα με τη φύση σε μια γλώσσα που για τους άλλους ήταν ακατάληπτη. Είχα καθημερινή επικοινωνία με ζωντανά θαύματα τέτοια που οι άλλοι ποτέ δε θα συλλάμβαναν ούτε με την πιο αχαλίνωτη φαντασία τους. Διείσδυσα πέρα από την εξωτερική πύλη των πραγμάτων και περιπλανήθηκα στα άδυτά τους. Εκεί όπου ο άλλος κόσμος έβλεπε μια σταγόνα βροχής κα κυλάει αργά πάνω στο τζάμι του παραθύρου, εγώ έβλεπα ένα σύμπαν με όντα ζωντανεμένα με όλα τα πάθη της κοινής φυσικής ζωής να συγκλονίζουν τον μικροσκοπικό τους κόσμο με αγώνες εξίσου άγριους και παρατεταμένους όσο εκείνοι των ανθρώπων. Στα συνηθισμένα απομεινάρια μούχλας που η μητέρα μου, σαν καλή νοικοκυρά που ήταν, σχολαστικά καθάριζε από τα βάζα με τις μαρμελάδες της, κατοικούσαν για μένα, με τον ορισμό μύκητες, μαγικοί κήποι γεμάτοι με κοιλάδες και αλέες από πυκνότατες φυλλωσιές και καταπληκτικότατες πρασινάδες, ενώ από τα απίστευτα ωραία κλαδιά αυτών των μικροσκοπικών δασών κρέμονταν παράξενα φρούτα που γυάλιζαν σε πράσινες, ασημένιες και χρυσές αποχρώσεις.

Δεν ήταν μόνο η επιστημονική δίψα τη φορά αυτή που στοίχειωνε τον νου μου. Ήταν επίσης και η καθαρή απόλαυση του ποιητή στον οποίο αποκαλυπτόταν ένας κόσμος θαυμάτων. Σε κανέναν δε μιλούσα για την ευχαρίστηση που μόνο εγώ βίωνα. Μόνος μου με το μικροσκόπιό μου, με την όρασή μου να κουράζεται, ολημερίς κι ολονυχτίς, μελετώντας προσεκτικά τα μυστήρια που ξετυλίγονταν εμπρός μου. Ήμουν σαν εκείνον που, έχοντας ανακαλύψει την αρχαία Εδέμ όπως αυτή υπήρχε σ’ όλη της την πρωτόγονη δόξα της, επέλεξε να την απολαύσει ολομόναχος και ποτέ να μην αποκαλύψει το θανάσιμο μυστικό της τοποθεσίας της. Ο στόχος στη ζωή μου κρίθηκε τη στιγμή εκείνη. Έμελλε να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα μικροσκόπια.

Όπως ήταν φυσικό, σαν κάθε πρωτάρης, νόμιζα πως ήμουν κι εξερευνητής. Την εποχή εκείνη ήμουν εντελώς ανίδεος για τα χιλιάδες μυαλά που είχαν την ίδια επιδίωξη μ’ εμένα και με το πλεονέκτημα οργάνων χίλιες φορές ισχυρότερων από το δικό μου. Τα ονόματα των Λέβενχουκ, Ουίλιαμσον, Σπένσερ, Ερενμπουργκ, Σουλτς, Ντιζαρντέν, Σακτ και Σλάιντεν μου ήταν εντελώς άγνωστα, ή αν τους είχα ακουστά, δεν γνώριζα τίποτε για τις επίμονες και θαυμάσιες προσπάθειές τους. Σε κάθε καινούριο δείγμα άλγης που τοποθετούσα κάτω από τη συσκευή μου, πίστευα πως ανακάλυπτα θαύματα που ο κόσμος μέχρι τότε δεν είχε ιδέα. Θυμάμαι καλά την έκσταση χαράς και θαυμασμού που διαπέρασε τα σωθικά μου την πρώτη φορά που ανακάλυψα το κοινό στρογγυλό ζωύφιο Rotifera vulgaris (τροχόζωο, το κοινό) να διαστέλλει και να συστέλλει τις εύκαμπτες ακτίνες του και να φαίνεται να περιστρέφεται μέσα στο νερό. Αλίμονο! Καθώς μεγάλωνα και ερχόταν στα χέρια μου μερικές εργασίες που αφορούσαν τη μελέτη μου, ανακάλυψα πως βρισκόμουν απλά στο κατώφλι μιας επιστήμης στην έρευνα της οποίας κάποιες τρανές προσωπικότητες της εποχής αφιέρωναν τη ζωή τους και την ευφυΐα τους.

Όταν πλέον ενηλικιώθηκα, οι γονείς μου, βλέποντας πολύ λίγη πιθανότητα όποιας πρακτικότητας σαν αποτέλεσμα των ερευνών μου σε κομματάκια πρασινάδας και σε σταγόνες νερού μέσα από έναν χάλκινο σωλήνα και ένα κομμάτι γυαλί, προσδοκούσαν με ανησυχία να διαλέξω ένα επάγγελμα.

Η επιθυμία τους ήταν να μπω στο λογιστήριο του θείου μου, Ίθαν Μπλέικ, ενός πετυχημένου εμπόρου, ο οποίος ασχολούταν με επιχειρήσεις στη Νέα Υόρκη. Την πρόταση αυτή την απέρριψα κατηγορηματικά. Δεν είχα ούτε κλίση ούτε όρεξη για το εμπόριο. Μόνο θα αποτύχαινα. Εν ολίγοις, αρνήθηκα να γίνω έμπορος.

Ήταν όμως αναγκαίο να επιλέξω να κάνω κάτι στη ζωή μου. Οι γονείς μου ήταν συντηρητικοί κάτοικοι της Νέας Αγγλίας, οι οποίοι επέμεναν στην αναγκαιότητα της εργασίας, και γι’ αυτό, αν και, χάρη στο κληροδότημα της καημένης μου θείας Άγκαθας με το οποίο μου άφηνε κατά την ενηλικίωσή μου μια μικρή περιουσία αρκετή να με κάνει οικονομικά ανεξάρτητο, αποφάσισα, αντί να περιμένω την κληρονομιά, να δείξω καλό χαρακτήρα και να καταστώ ανεξάρτητος, εκμεταλλευόμενος τα χρόνια που θα μεσολαβούσαν.

Μετά από πολλή σκέψη, συμμορφώθηκα με τις επιθυμίες των γονιών μου και διάλεξα ένα επάγγελμα. Αποφάσισα να σπουδάσω γιατρός στην Ακαδημία της Νέας Υόρκης. Έτσι λοιπόν που διέθετα το μέλλον μου, μου ταίριαζε γάντι. Η απομάκρυνση από τους δικούς μου θα μου επέτρεπε να διαθέσω το χρόνο μου όπως μ’ ευχαριστούσε χωρίς να φοβάμαι μήπως με ανακαλύψουν. Εφόσον πλήρωνα τα δίδακτρα στην Ακαδημία, θα μπορούσα να κάνω κοπάνα από τις παρακολουθήσεις αν το ήθελα. Και μια και δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να δώσω εξετάσεις, δεν υπήρχε κίνδυνος να με «τσακώσουν». Εξάλλου, μια μεγαλούπολη ήταν ό, τι έπρεπε για μένα. Εκεί μπορούσα να αποκτήσω εξαιρετικά όργανα, καινούριες δημοσιεύσεις, να κάνω γνωριμίες με ανθρώπους που είχαν τις ίδιες επιδιώξεις μ’ εμένα – εν ολίγοις, μπορούσα να έχω όλα όσα ήταν αναγκαία για να αφοσιωθώ με ασφάλεια και χρησιμότητα στην αγαπημένη μου επιστήμη. Χρήματα είχα άφθονα, λίγες ήταν οι επιθυμίες εκτός από το φωτεινό κάτοπτρο, αφενός, και από το αντικείμενο κάτω από το φακό, αφετέρου. Άρα, τι θα με εμπόδιζε να γίνω ένας επιφανής ερευνητής των κρυμμένων κόσμων; Και με μια ευχάριστη ελπίδα έφυγα από το πατρικό μου σπίτι στη Νέα Αγγλία και έστησα το δικό μου νοικοκυριό στη Νέα Υόρκη.





Β


Το πρώτο μου βήμα, όπως ήταν φυσικό, ήταν να βρω ένα κατάλληλο διαμέρισμα. Μετά από αναζήτηση μιας με δυο ημερών, βρήκα ένα στην Τέταρτη Λεωφόρο, ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο, χωρίς επίπλωση, έχοντας σαλόνι, κρεβατοκάμαρα και ένα μικρότερο δωμάτιο, που σκόπευα να το μετατρέψω σε εργαστήριο. Επίπλωσα την κατοικία μου απλά, αλλά μάλλον με κομψό τρόπο και αφιέρωσα όλη μου την ενέργεια στη διακόσμηση του ναού της λατρείας μου. Επισκέφτηκα τον Πάικ, τον ονομαστό οπτικό, και χάζεψα τη λαμπρή του συλλογή από μικροσκόπια – τις συνθέσεις των Φιλντ, Χίγκαμ, Σπένσερ, τις δυο διόπτρες του Νάτσετ (βασισμένες στις αρχές του στερεοσκοπίου) και στο τέλος κατέληξα στον τύπο, γνωστό ως μικροσκόπιο του Σπένσερ με περιστρεφόμενη βάση. Και τούτο γιατί συνδύαζε τις περισσότερες βελτιώσεις με σχεδόν τέλεια σταθερότητα. Μαζί μ’ αυτό αγόρασα κάθε δυνατό εξάρτημα – τηλεσκοπικούς σωλήνες, μικρόμετρα, κάμερα ευκρίνειας, τράπεζα με ελατήρια, αχρωματικούς συμπυκνωτές, φωτεινές πηγές λευκού φωτός, πρίσματα, παραβολικούς συμπυκνωτές, συσκευές πόλωσης, λαβίδες, αδιάβροχους κλωβούς, σωληνοειδή άγκιστρα κι ένα σωρό άλλα είδη, όλα εκ των οποίων θα ήταν χρήσιμα στα χέρια ενός έμπειρου χειριστή μικροσκοπίου. Όμως, όπως αργότερα διαπίστωσα, δεν είχαν ούτε την παραμικρή παρούσα αξία για μένα. Χρειάζονται χρόνια εξάσκησης για να μάθει κανείς πώς να χειρίζεται ένα περίπλοκο μικροσκόπιο. Ο οπτικός με κοίταξε φιλύποπτα καθώς έκανα όλες αυτές τις βαρύτιμες αγορές. Ήταν φανερό πως δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να με κατατάξει σαν κάποια επιστημονική δημοσιότητα ή σαν κάποιον παλαβό. Νομίζω πως έκλεινε προς τη δεύτερη άποψη. Υποθέτω πως ήμουν τρελός. Κάθε μεγαλοφυΐα έχει τρέλα για το αντικείμενο στο οποίο έξοχα διαπρέπει. Ο αποτυχημένος τρελός ατιμάζεται και αποκαλείται ψυχασθενής.

Τρελός ή όχι, στρώθηκα στη δουλειά με τέτοιο ζήλο που λίγοι επιστημονικοί μελετητές θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί μου. Είχα μπροστά μου να μάθω όλα όσα σχετίζονταν με εκλεπτυσμένη επιστήμη που επιδίωξα – μια επιστήμη που απαιτούσε την πλέον σοβαρή υπομονή, τις πιο αυστηρές αναλυτικές ικανότητες, το πιο σταθερό χέρι, το πιο ακούραστο μάτι και τον πιο ακριβή και λεπτό χειρισμό.

Για πολύν καιρό ο μισός μου εξοπλισμένος έστεκε αδρανής πάνω στα ράφια του εργαστηρίου μου, το οποίο τώρα ήταν επαρκώς εξοπλισμένο με κάθε πιθανό μηχάνημα για τη διευκόλυνση των ερευνών μου. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερα πώς να χρησιμοποιήσω μερικά από τα επιστημονικά εργαλεία – μη έχοντας ποτέ μου διδαχθεί σχετικά με τη χρήση του μικροσκοπίου – και εκείνα των οποίων θεωρητικά γνώριζα τη χρήση λίγο με ωφελούσαν μέχρι που με εξάσκηση να μπορέσω να αποκτήσω την απαραίτητη ευαισθησία χειρισμού τους. Μολαταύτα, τέτοια ήταν η μανία της φιλοδοξίας μου και τέτοια η επιμονή των πειραμάτων μου που, όσο δύσκολη κι αν ήταν η επιβράβευσή μου, στην πορεία ενός έτους τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη έγινα ένας πετυχημένος ειδήμονας στα μικροσκόπια.

Κατά την περίοδο αυτή των μόχθων μου, κάθε φορά που τοποθετούσα δείγματα κάτω από τους φακούς του μικροσκοπίου μου όποιας ουσίας υπέπιπτε στην αντίληψή μου, γινόμουν ακόμη μια φορά εξερευνητής – κατά κάποιο ελάχιστο τρόπο, είναι αλήθεια, διότι ήμουν πολύ νέος, αλλά παρόλα αυτά ένας εξερευνητής. Ήμουν εγώ αυτός που κατέρριψε τη θεωρία του Έρενμπεργκ ότι η κυκλική χλωροφύκη (Volvox globator) ανήκε στο ζωικό βασίλειο και απέδειξα πως οι ‘μονάδες’ της που έφεραν στομάχια και μάτια ήταν απλά φάσεις του σχηματισμού ενός φυτικού κυττάρου, και όταν έφθανε σε στάδιο ωριμότητας ήταν ανίκανη να συζευχτεί ή μ’ οποιονδήποτε τρόπο να αναπαραχθεί, γεγονός που δείχνει ότι ένας οργανισμός που δεν ανέρχεται πιο πάνω από το φυτικό στάδιο ζωής δεν μπορεί να θεωρείται πλήρης. Κι ήμουν εγώ επίσης που έλυσα το περίεργο πρόβλημα της εναλλαγής μέσα στα κύτταρα και τα τριχοειδή των φυτών σε χοριοειδή έλξη, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Ουένχαμ και άλλων ότι ή δική μου εξήγηση ήταν απλά το αποτέλεσμα οφθαλμαπάτης.

Ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις ανακαλύψεις, που τόσο μόχθησα και πόνεσα να τις φέρω στο φως, ένιωθα τρομερά ανικανοποίητος. Σε κάθε μου βήμα, μ’ εμπόδιζαν οι ατέλειες των οργάνων μου. Σαν όλους τους δραστήριους χειριστές μικροσκοπίου, άφηνα τη φαντασία μου αχαλίνωτη. Πράγματι, είναι κοινό παράπονο πως υπάρχουν πολλοί εκείνοι που εξαιτίας των ατελειών των οργάνων τους δεν μπορούν να αποδείξουν τις δημιουργίες του νου τους. Ό, τι οι περιορισμένες δυνατότητες των φακών μου μ’ εμπόδιζαν στην έρευνά μου, το φανταζόμουν πηγαίνοντας όλο και πιο νοερά στα άδυτα της φύσης. Ξαγρυπνούσα τις νύχτες κατασκευάζοντας με το νου μου φανταστικά μικροσκόπια ανυπολόγιστα ισχυρά, με τα οποία διείσδυα μέσα από όλα τα πέπλα της ύλης μέχρι το αρχικό της άτομο. Πόσο καταριόμουν εκείνα τα ατελή μέσα τα οποία η αναγκαιότητα χέρι-χέρι με την άγνοια με ανάγκαζαν να χρησιμοποιώ! Πόσο λαχταρούσα ν’ ανακαλύψω το μυστικό του τέλειου φακού, που η μεγεθυντική του ισχύ να περιορίζεται μόνο από την ευδιάλυτη ιδιότητα του αντικειμένου και που συγχρόνως να μη δεσμεύεται από τις σφαιρικές και αχρωματικές αποκλίσεις – εν ολίγοις απ’ όλα τα εμπόδια στα οποία σκοντάφτει συνεχώς ο δυστυχής χειριστής μικροσκοπίου! Ήμουν πεπεισμένος πως ένα απλό μικροσκόπιο αποτελούμενο από έναν μοναδικό φακό μιας τόσο τεράστιας και τέλειας ισχύος ήταν δυνατόν να κατασκευαστεί. Η προσπάθεια να φέρει κανείς το σύνθετο μικροσκόπιο σε τέτοιο βαθμό έπρεπε να ξεκινήσει από λάθος κατεύθυνση. Κι η προσπάθεια, αν και απλά μερικώς αποτελεσματική, θα εξάλειφε τις ατέλειες ενός απλούστατου οργάνου, το οποίο θα κάλυπτε κάθε προσδοκώμενο. Αν επιτύχαινα κάτι τέτοιο, θα έφτανα και στο τέλος των επιθυμιών μου.

Με μια τέτοια διάθεση πνεύματος έγινα ένας δημιουργικός κατασκευαστής μικροσκοπίων. Μετά από παρέλευση ενός ακόμη έτους στην καινούρια μου επιδίωξη, πειραματιζόμενος με κάθε ουσία που μπορούσα να φανταστώ – γυαλί, πολύτιμα πετράδια, πυρόλιθους, φυσικούς και τεχνητούς κρύσταλλους, σχηματισμένους από μείγματα ποικίλων υαλωδών υλικών – με λίγα λόγια, έχοντας κατασκευάσει τόσες ποικιλίες φακών όσα και τα μάτια του Πανόπτη Άργου – βρέθηκα ακριβώς στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, χωρίς να κατορθώσω τίποτε άλλο από τις πλατιές μου γνώσεις στην κατασκευή γυαλιού. Ήμουν σχεδόν απελπισμένος μέχρι θανάτου. Οι γονείς μου δοκίμασαν δυσάρεστη έκπληξη με την έλλειψη προόδου στις ιατρικές μου σπουδές (ούτε ένα μάθημα δεν είχα παρακολουθήσει από τον ερχομό μου στην πόλη), και τα έξοδα των τρελών μου επιδιώξεων ήταν τόσο μεγάλα ώστε με έφεραν σε σοβαρή αμηχανία.

Ήμουν σ’ αυτήν την κατάσταση μια μέρα που πειραματιζόμουν στο εργαστήριό μου μ’ ένα μικρό διαμάντι – αυτό το πετράδι που για την εξαιρετική διαθλαστική του ισχύ απασχολούσε πάντα την προσοχή μου από οτιδήποτε άλλο – όταν μπήκε στο δωμάτιο ένας νεαρός Γάλλος που έμενε στον όροφο πάνω από μένα και που συνήθιζε να με επισκέπτεται κάπου-κάπου.

Τον έλεγαν Ζυλ Σιμόν και νομίζω πως ήταν Εβραίος. Είχε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα της φυλής του: αγάπη για τα κοσμήματα, το κομψό ντύσιμο και την καλή ζωή. Υπήρχε μια μυστηριώδες αύρα γύρω του. Είχε πάντα κάτι για πούλημα, κι όμως συναναστρεφόταν με άτομα της υψηλής κοινωνίας. Κι όταν λέω για πούλημα κανονικά πρέπει να πω ‘γυρολογήματα’ διότι οι δουλειές του περιορίζονταν στη διάθεση μικροπραγμάτων – για παράδειγμα ενός πίνακα ή ενός σπάνιου γλυπτού από ελεφαντόδοντο ή ενός ζευγαριού πιστολιών μονομαχίας ή ακόμη μιας αμφίεσης ενός μεξικανού ευγενούς. Όταν στην αρχή επίπλωνα τα δωμάτιά μου, μου έκανε μια επίσκεψη η οποία κατέληξε στο να αγοράσω μια ασημένια λάμπα, αντίκα, η οποία με επιβεβαίωσε ήταν μια Τσελίνι – η λάμπα ήταν αρκετά κομψή για τέτοια – και κάτι άλλα διακοσμητικά αντικείμενα για το καθιστικό μου. Τον λόγο που ο Σιμόν έκανε τον γυρολόγο ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Προφανώς θα είχε πολλά λεφτά κι έτσι είχε πρόσβαση στα καλύτερα σπίτια της πόλης – φροντίζοντας, όμως, υποθέτω, να μην κάνει παζάρια μέσα στον μαγικό κύκλο της αριστοκρατίας. Τελικά έβγαλα το συμπέρασμα ότι κάνοντας τον μικροπωλητή δεν ήταν παρά μια μάσκα για να κρύψει κάποιον ανώτερο σκοπό, και έφτασα ακόμη στο σημείο να πιστέψω πως ο νεαρός γνώριμός μου εμπλεκόταν με το δουλεμπόριο. Ωστόσο, τούτο δεν ήταν δική μου δουλειά.

Στην παρούσα περίπτωση, ο Σιμόν μπήκε στο δωμάτιό μου σε κατάσταση σημαντικής έξαψης.

"Ah! mon ami!" ξεφώνισε πριν καλά-καλά προλάβω να τον χαιρετήσω, «μου έτυχε να γίνω μάρτυρας των πιο εκπληκτικών πραγμάτων του κόσμου. Πήγαινα προς το σπίτι της Μαντάμ… Πώς το λένε στα λατινικά εκείνο το ζωάκι – le renard

"Vulpes," απάντησα.

«Α! ναι – Vulpes. Βάδιζα λοιπόν προς το σπίτι της Μαντάμ Βούλπες».

«Το μέντιουμ;»

Ναι, το σπουδαίο μέντιουμ. Θεέ μου! Τι γυναίκα! Γράφω σ’ ένα κομμάτι χαρτί πολλές ερωτήσεις σχετικά με άκρως μυστικές υποθέσεις – υποθέσεις που κρύβονται στα κατάβαθα της καρδιάς μου. Και να, για παράδειγμα, τι συμβαίνει. Αυτή η διαβολογυναίκα μου τα μαντεύει όλα. Μου μιλάει για πράγματα που δεν μ’ αρέσει να παραδεχτώ ούτε στον ίδιο τον εαυτό μου. Τι να σκεφτώ; Μου κόλλησε στον τοίχο!»

«Για να καταλάβω, μεσιέ Σιμόν, δηλαδή αυτή η κυρία Βούλπες απάντησε σωστά σ’ όλες σου τις ερωτήσεις που είχες μυστικά γραμμένες, ερωτήσεις που σχετίζονται με γεγονότα γνωστά μόνο σ’ εσένα τον ίδιο;»

«Α! ακόμη περισσότερα», απάντησε με κάποια ανησυχία. «Μου είπε πράγματα – αλλά», συμπλήρωσε μετά από μια παύση και ξαφνικά αλλάζοντας τη συμπεριφορά του, «γιατί να ασχολούμαστε μ’ αυτές τις ανοησίες; Ήταν όλα βιολογία, αναντίρρητα. Και δε χρειάζεται να πω πως δε δίνω καμιά πίστη σ’ αυτές. Αλλά γιατί είμαστε εδώ mon ami; Σκέφτηκα να σου πω πως ανακάλυψα το ωραιότερο πράγμα που μπορείς να φανταστείς – ένα βάζο με ανάγλυφες σαύρες πάνω του, μια σύνθεση από τον μεγάλο Μπερνάρ Παλισί. Το έχω στο διαμέρισμά μου. Ας ανεβούμε να σου το δείξω.»

Ακολούθησα τον Σιμόν ασυναίσθητα. Οι σκέψεις μου, όμως, κάθε άλλο παρά στον Παλισί και στο εμαγιέ δημιούργημά του ήταν, αν και αυτός όπως κι εγώ ψάχναμε στα τυφλά μια μεγάλη ανακάλυψη. Η τυχαία αναφορά στο μέντιουμ, την Μαντάμ Βούλπες, μ’ έβαλε σε καινούριες σκέψεις. Θα μπορούσα άραγε, μέσω επικοινωνίας με οντότητες πιο πάνω από μένα, να φτάσω μ’ ένα μόνο άλμα τον στόχο που ίσως μια ολάκερη ζωή, αγωνιώδους μόχθου, δε θα μπορούσα ποτέ να πετύχω;»

Κι ενώ αγόραζα το βάζο Παλισί από τον φίλο μου, τον Σιμόν, νοερώς κανόνιζα μια επίσκεψη στη Μαντάμ Βούλπες.


Γ


Μετά από δυο βράδια, με μια επιστολή μου και με την υπόσχεση γενναίας αμοιβής, κανόνισα ένα ραντεβού. Βρήκα τη Μαντάμ Βούλπες μόνη να με περιμένει στην κατοικία της. Ήταν μια γυναίκα με αδρά χαρακτηριστικά, με έξυπνα και μάλλον σκληρά μάτια και με μια υπερβολικά αισθησιακή έκφραση γύρω από το στόμα της και το πηγούνι. Με δέχτηκε εντελώς σιωπηλά σ’ ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, πολύ λιτά επιπλωμένο. Στο κέντρο του δωματίου, πολύ κοντά όπου καθόταν η κυρία Βούλπες, βρισκόταν ένα συνηθισμένο, στρογγυλό τραπέζι από μαόνι. Εάν κάποιος ερχόταν να της καθαρίσει την καμινάδα, η γυναίκα δεν θα έδειχνε τόσο αδιάφορη όσο κατά την παρουσία μου. Δεν έκανε καμιά απολύτως προσπάθεια να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη της με δέος. Όλα έδειχναν μια απλή και καθημερινή όψη. Άρα η επικοινωνία της κυρίας Βούλπες με τον κόσμο των πνευμάτων ήταν μια προφανώς οικεία ασχολία γι’ αυτήν όπως το φαγητό ή μια βόλτα με το λεωφορείο.

«Ήρθατε για μια επικοινωνία, κύριε Λίνλι;» με ρώτησε το μέντιουμ μ’ έναν ξερό και επαγγελματικό τόνο στη φωνή της.

«Με ραντεβού – ναι.»

«Τι είδος επικοινωνία θέλετε – μήπως γραπτή;»

«Ναι, θα ήθελα να είναι γραπτή.»

«Από κάποιο ιδιαίτερο πνεύμα;»

«Μάλιστα».

«Έχετε ποτέ γνωρίσει αυτό το πνεύμα όσο ζούσε στη γη;»

«Ποτέ. Ο άνθρωπος αυτός πέθανε πολύ πριν γεννηθώ. Απλά επιθυμώ να πάρω κάποιες πληροφορίες από τον ίδιο, τις οποίες θα μου δώσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον».

«Καθίστε, παρακαλώ, στο τραπέζι, κύριε Λίνλι», είπε το μέντιουμ, «και ακουμπήστε τα χέρια σας πάνω στην επιφάνειά του».

Έκανα όπως μου είπε, και η κυρία Βούλπες κάθισε ακριβώς απέναντί μου, με τα χέρια της επίσης πάνω στο τραπέζι. Μείναμε έτσι για κάπου ενάμισι λεπτό, όταν το τραπέζι ταρακουνήθηκε βίαια από μια σειρά από κτύπους. Επίσης άρχισε να τρέμει το ερεισίνωτο του καθίσματός μου, το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου και ακούστηκαν να τρίζουν ακόμη και τα τζάμια. Η κυρία Βούλπες χαμογέλασε ήρεμα.

«Απόψε αυτά είναι πολύ δραστήρια», παρατήρησε. «Είστε τυχερός», και συνέχισε: «Θα επικοινωνήσουν τα πνεύματα με τον κύριο τούτον;»

Ζωηρή κατάφαση.

«Θα μιλήσει μαζί του το πνεύμα με το οποίο ο κύριος θέλει να επικοινωνήσει;»

Την ερώτηση ακολούθησαν συγκεχυμένοι κρότοι.

«Ξέρω τι θέλουν να πουν», είπε η κυρία Βούλπες, απευθυνόμενη σ’ εμένα. «Θέλουν να γράψεις του όνομα του πνεύματος με το οποίο επιθυμείς να συνομιλήσεις. Έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε μιλώντας στους αόρατους επισκέπτες της.

Το ότι έτσι ήταν έγινε φανερό από τις πολυάριθμες καταφατικές τους αντιδράσεις. Ενώ συνεχιζόταν αυτό, εγώ έσκισα ένα κομμάτι χαρτί από το σημειωματάριό μου κι έγραψα βιαστικά ένα όνομα βάζοντας το χαρτί κάτω από το τραπέζι.

«Το πνεύμα θα επικοινωνήσει γραπτώς με τον κύριο;» ρώτησε ξανά το μέντιουμ.

Μετά από λίγο, το χέρι της φάνηκε να συγκλονίζεται από μια βίαιη τρεμούλα, τρέμοντας τόσο δυνατά που δονούταν ολόκληρο το τραπέζι. Είπε πως ένα πνεύμα είχε αδράξει το χέρι της και ήθελε να γράψει. Της έδωσα μερικά φύλλα χαρτί που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι και ένα μολύβι. Το μολύβι το κράτησε χαλαρά στο χέρι της, το οποίο άρχισε να κινείται πάνω στο φύλλο με μια περίεργη και φαινομενικά αθέλητη κίνηση. Αφού πέρασαν μερικές στιγμές, μου έδωσε το χαρτί, πάνω στο οποίο είδα γραμμένες με μεγάλα αδέξια γράμματα τις λέξεις: «Δεν είναι εδώ αλλά στείλαμε να το φωνάξουν». Ακολούθησε μια παύση περίπου ενός λεπτού, κατά την οποία η κυρία Βούλπες παρέμεινε εντελώς σιωπηλή, αλλά οι κρότοι συνεχίζονταν σε κανονικά διαστήματα. Αφού πέρασε κι αυτό το χρονικό διάστημα, το χέρι του μέντιουμ ξανάρχισε να τρέμει σπασμωδικά γράφοντας κάτω από αυτή την παράξενη επήρεια λίγες λέξεις στο χαρτί, που μου έδωσε το μέντιουμ. Ήταν οι ακόλουθες:

«Εδώ είμαι. Ρώτα με».

«Λέβενχουκ».

Έμεινα εμβρόντητος. Το όνομα ήταν ακριβώς αυτό που είχα γράψει στο χαρτί που είχα επιμελώς κρύψει κάτω από το τραπέζι. Κι ούτε ήταν πιθανόν μια ακαλλιέργητη γυναίκα σαν την κυρία Βούλπες να γνωρίζει το όνομα του μεγάλου πατέρα των μικροσκοπίων. Ίσως ξανά να ήταν όλα βιολογία, αλλά η θεωρία αυτή σύντομα έμελλε να καταρριφθεί. Έγραψα πάνω στο χαρτάκι μου – κρύβοντάς το από την κυρία Βούλπες – μια σειρά από ερωτήσεις τις οποίες, προς αποφυγή μονοτονίας, παραθέτω παρακάτω μαζί με τις απαντήσεις τους, με τη σειρά που έγιναν:

Εγώ – Μπορεί το μικροσκόπιο να τελειοποιηθεί;

Πνεύμα – Ναι.

Εγώ – Μήπως είμαι αυτός που θα ολοκληρώσει αυτό το μεγάλο έργο;

Πνεύμα – Εσύ είσαι αυτός.

Εγώ – Θέλω οπωσδήποτε να μάθω πώς να προχωρήσω στην επίτευξη αυτού του στόχου. Για την αγάπη που τρέφεις για την επιστήμη, βοήθησέ με!

Πνεύμα – Θα χρειαστείς ένα διαμάντι εκατόν σαράντα καρατίων που θα το υποβάλεις για μεγάλη χρονική περίοδο σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Τότε το διαμάντι θα υποστεί μια ανακατάταξη των ίδιων των ατόμων του και από το πετράδι αυτό θα κατασκευάσεις τον τέλειο φακό.

Εγώ – Και θα προέλθουν σπουδαίες ανακαλύψεις από τη χρήση τέτοιου φακού;

Πνεύμα – Τόσο σπουδαίες που δε θα έχουν προηγούμενο.

Εγώ – Όμως η διαθλαστική ισχύ του διαμαντιού είναι τόσο τεράστια που το είδωλο θα σχηματιστεί μέσα στον φακό. Πώς θα ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία;

Πνεύμα – Να τρυπήσεις το διαμάντι κατά μήκος του άξονά του και η δυσκολία θα αποφευχθεί. Το είδωλο θα σχηματιστεί μέσα στο τρυπημένο διάστημα, το οποίο θα εξυπηρετεί σαν σωλήνας παρατήρησης. Τώρα όμως με καλούν. Καληνύχτα».

Δεν μπορώ να περιγράψω την επίδραση που είχαν αυτή η επικοινωνία πάνω μου. Βρέθηκα να τα έχω εντελώς χαμένα. Καμιά βιολογική θεωρία δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ανακάλυψη του φακού. Το μέντιουμ πιθανόν μέσω μιας βιολογικής εναρμόνισης με το νου να είχε κατορθώσει να διαβάσει τις ερωτήσεις μου και να τις απαντήσει με λογική συνάφεια. Όμως η βιολογία δε θα μπορούσε να την κάνει να ανακαλύψει ότι η μαγνητική ακτινοβολία θα μπορούσε να αλλάξει τους κρυστάλλους του διαμαντιού σε βαθμό που να διορθώνει τα ελαττώματά τους και να επιτρέψει με το γυάλισμα να γίνει το διαμάντι ένας τέλειος φακός. Είναι αλήθεια μια τέτοια θεωρία μπορεί να πέρασε από το μυαλό μου. Στην κατάσταση έξαψης του νου μου δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από το να πιστέψω στο συμβάν και σε μια κατάσταση πολύ οδυνηρής νευρικής έξαψης έφυγα από το σπίτι του μέντιουμ εκείνο το βράδυ. Η ίδια με συνόδεψε μέχρι την πόρτα με την ελπίδα πως ήμουν ικανοποιημένος. Οι κρότοι μας ακολούθησαν καθώς διασχίζαμε το χολ και αντηχούσαν πάνω στην κουπαστή της σκάλας, στο πάτωμα, ακόμη και στα κουφώματα της πόρτας. Βιαστικά εξέφρασα την ικανοποίησή μου και πρόθυμα βγήκα στον δροσερό αέρα της νύχτας. Πήγα σπίτι περπατώντας με μια σκέψη να κατέχει το μυαλό μου – πώς ν’ αποκτήσω ένα διαμάντι των απαιτούμενων τεράστιων διαστάσεων. Όλη μου η περιουσία πολλαπλασιαζόμενη επί εκατό φορές δε θα ήταν επαρκής για την αγορά του. Εξάλλου, τέτοια πετράδια είναι σπάνια και αποτελούν ιστορία. Θα μπορούσα να τα βρω μόνο στα βασιλικά εμβλήματα των μοναρχών της Ευρώπης ή της Ανατολής.


Δ


Είδα φως στο δωμάτιο του Σιμόν καθώς έμπαινα στο σπίτι μου. Μια ανεξήγητη παρόρμηση μ’ έκανε να τον επισκεφτώ. Όπως άνοιξα την πόρτα του καθιστικού του απρόσκλητος, αυτός ήταν σκυμμένος με την πλάτη του προς το μέρος μου πάνω από μια λάμπα Καρσέλ, προφανώς απασχολημένος να εξετάζει σχολαστικά κάποιο αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του. Με το που μπήκα μέσα στο δωμάτιο, ξαφνιάστηκε, έβαλε γρήγορα το χέρι του στην τσέπη του γιλέκου του και αναστατωμένος γύρισε και με κοίταξε με πρόσωπο κατακόκκινο.

«Μα τι!» ξεφώνισα, «απολαμβάνεις τη μινιατούρα κάποιας όμορφης γυναίκας; Δε χρειάζεται να κοκκινίζεις τόσο. Δε θα σου ζητήσω να μου τη δείξεις».

Ο Σιμόν γέλασε μάλλον αμήχανα, αλλά δεν πρόβαλε καμιά διαμαρτυρία, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Μου πρότεινε να καθίσω.

«Σιμόν», είπα, «μόλις έρχομαι από τη Μαντάμ Βούλπες».

Τη φορά αυτή ο Σιμόν έγινε άσπρος σαν πανί και έμεινε σύξυλος λες και τον χτύπησε ξαφνικά ηλεκτρικό ρεύμα. Μουρμούρισε κάτι ακατανόητες λέξεις και πήγε γρήγορα σ’ ένα ντουλαπάκι, όπου φύλαγε συνήθως τα ποτά του. Αν και κατάπληκτος από την ταραχή του, ήμουν υπερβολικά απορροφημένος με τις δικές μου σκέψεις για να δώσω σημασία σ’ οτιδήποτε άλλο.

«Έχεις δίκιο να λες πως η Μαντάμ Βούλπες είναι μια διαβολογυναίκα», συνέχισα. «Σιμόν, ξέρεις, μου είπε καταπληκτικά πράγματα απόψε, ή μάλλον ήταν το μέσο που μου είπε αυτά τα απίστευτα πράγματα. Α! αν μπορούσα μόνο να βρω ένα διαμάντι που να ζυγίζει εκατόν σαράντα καράτια!»

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να σβήσει ο αναστεναγμός που έβγαλα για την επιθυμία μου και ο Σιμόν, με θηριώδη όψη, με κοίταξε άγρια και ορμώντας προς το περβάζι του τζακιού, όπου πάνω στον τοίχο κρέμονταν κάτι ξενικά όπλα, άρπαξε ένα Μαλαισιανό κρις και με μανία άρχισε να το κουνάει απειλητικά μπροστά του.

«Όχι!» φώναξε στα γαλλικά, που πάντα το γύριζε στη μητρική του γλώσσα όταν βρισκόταν σε έξαψη. «Όχι! Δεν θα το πάρεις! Άπιστο σκυλί! Ποιος δαίμονας σ’ έβαλε και θέλεις να μου πάρεις τον θησαυρό μου; Μόνο πάνω από το πτώμα μου! αλλά εγώ δε σε φοβάμαι, κι ούτε θα με κάνεις να σε φοβηθώ!»

Όλα αυτά που είπε με δυνατή φωνή και τρέμοντας με εξέπληξαν. Αμέσως κατάλαβα πως είχα τυχαία αγγίξει τις παρυφές του μυστικού του Σιμόν, όποιο κι αν ήταν αυτό. Γι’ αυτό θεώρησα σκόπιμο να τον καθησυχάσω.

«Αγαπητέ μου Σιμόν», είπα, «τα έχω εντελώς χαμένα γι’ αυτά που λες. Τέλος πάντων, πήγα στη Μαντάμ Βούλπες να τη συμβουλευτώ για ένα επιστημονικό πρόβλημα, για τη λύση του οποίου ανακάλυψα πως χρειάζομαι ένα διαμάντι του μεγέθους που πριν από λίγο ανέφερα. Εσύ δεν είπες κάτι τέτοιο όλο το βραδινό, ούτε, όσον αφορά εμένα, σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Τότε τι σημαίνει αυτό σου το ξέσπασμα; Εάν τυχαίνει να έχεις στην κατοχή σου κανένα σετ από πολύτιμα διαμάντια, να μη φοβάσαι τίποτε από μένα. Το διαμάντι που χρειάζομαι είναι αδύνατον να το έχεις, ή αν το είχες, δε θα έμενες εδώ».

Κάτι στον τόνο της φωνής μου πρέπει να τον καθησύχασε εντελώς, διότι η έκφρασή του άλλαξε αμέσως και έγινε συγκρατημένη ευθυμία, σε συνδυασμό όμως με κάποια βέβαια φιλύποπτη προφύλαξη ως προς τις κινήσεις μου. Γέλασε και είπε να μην τον συνερίζομαι, ότι μερικές στιγμές πάθαινε ένα είδος ιλίγγων, που του προκαλούσαν να λέει ασυναρτησίες και ότι αυτές οι κρίσεις περνούσαν γρήγορα όπως ερχόταν.

Και μ’ αυτήν του την εξήγηση έβαλε το μαχαίρι κατά μέρος και προσπάθησε με κάποια επιτυχία να ευθυμήσει περισσότερο.

Μ’ όλο αυτό εγώ δε ξεγελάστηκα στο ελάχιστο. Ήμουν πάρα πολύ μαθημένος σε αναλυτικές μεθόδους που να μην επηρεάζομαι από μια τόσο αδύναμη προσποίηση. Γι’ αυτό αποφάσισα να ερευνήσω το μυστήριο μέχρι τέλους.

«Σιμόν», είπα με ευθυμία, «ας πιούμε ένα μπουκάλι Μπορντώ και να τα ξεχάσουμε όλα. Έχω μια κάσα Κλο Βουζό στο διαμέρισμά μου, αρωματικό και με χρώμα ρουμπινί από τον ήλιο της Χρυσής Ακτής. Καλύτερα να πάρουμε ένα με δυο μπουκάλια. Τι λες;»

«Με μεγάλη μου χαρά», απάντησε ο Σιμόν χαμογελώντας.

Έφερα λοιπόν το κρασί και καθίσαμε να πιούμε. Ήταν της ονομαστής σοδειάς του 1848, έτος όταν ο πόλεμος και το κρασί άκμαζαν μαζί, και ο αγνός και δυνατός του χυμός έδινε μια ανανεωτική ζωτικότητα στον οργανισμό μας. Όταν είχαμε μισοτελειώσει το δεύτερο μπουκάλι, ο Σιμόν, που δεν άντεχε και πολύ το ποτό, άρχισε να ζαλίζεται, ενώ εγώ παρέμεινα νηφάλιος όπως πάντα, μόνο που κάθε γουλιά έδειχνε να δίνει ένα σφρίγος στα άκρα μου. Ο Σιμόν άρχισε όλο και περισσότερο να μπερδεύει τα λόγια του. Άρχισε μετά να λέει γαλλικά τραγουδάκια με κάπως ανήθικο περιεχόμενο. Στο τέλος ενός ασυνάρτητου στίχου, σηκώθηκα από το τραπέζι ξαφνικά και με χαμόγελο καρφώνοντας το βλέμμα μου πάνω του, του είπα: «Σιμόν, σου είπα ψέματα. Έμαθα το μυστικό σου απόψε. Καλά θα κάνεις να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Η κυρία Βούλπες – ή μάλλον ένα από τα πνεύματά της – μου τα αποκάλυψε όλα».

Αναπήδησε φρίκη. Η μέθη του φάνηκε για μια στιγμή να εξαφανίζεται και έκανε να ξαναπάρει το όπλο, που πριν από λίγο είχε αφήσει στην άκρη. Του έπιασα το χέρι να τον σταματήσω.

«Τέρας!» ξεφώνισε με πάθος. «Καταστράφηκα! Τι να κάνω; Αλλά ποτέ δε θα γίνει δικό σου! Ορκίζομαι στο όνομα της μητέρας μου!»

«Δεν το θέλω», είπα, «μην ανησυχείς, αλλά πες μου την αλήθεια. Πες μου γι’ αυτό».

Το μεθύσι του άρχισε να επανέρχεται. Άρχισε να διαμαρτύρεται με κλαψιάρικο ύφος πως είχα εντελώς άδικο – ότι ήμουν μεθυσμένος. Κατόπιν μου ζήτησε να ορκιστώ αιώνια μυστικότητα και υποσχέθηκε να μου αποκαλύψει το μυστικό του. Εγώ βέβαια του το υποσχέθηκα. Με μια ανήσυχη ματιά και με χέρια να τρέμουν από το ποτό και τη νευρικότητα, έβγαλε ένα κουτάκι από την τσέπη του γιλέκου του και το άνοιξε. Θεέ μου! τι ωραία που το γλυκό φως της λάμπας τρεμούλιαζε σε χιλιάδες πρισματικά βελάκια καθώς έπεφτε πάνω σ’ ένα τεράστιο ροζ διαμάντι που λαμπύριζε μέσα στο κουτάκι! Το πήρα στα χέρι μου. Δεν ήμουν ειδικός στα διαμάντια αλλά είδα με μια ματιά πως αυτό ήταν ένα πετράδι σπάνιου μεγέθους και σπάνιας καθαρότητας. Κοίταξα τον Σιμόν με θαυμασμό – και ας το παραδεχτώ – με φθόνο. Πώς μπόρεσε να έχει στην κατοχή του αυτόν τον θησαυρό; Σε απάντηση στις ερωτήσεις μου, μπόρεσα με δυσκολία να συμπεράνω από τα μεθυσμένα του λόγια (μισά από τα οποία, φαντάζομαι, ήταν ασυναρτησίες) ότι είχε διατελέσει επικεφαλής μιας ομάδος σκλάβων που απασχολούνταν στο πλύσιμο διαμαντιών στη Βραζιλία, ότι είχε δει έναν απ’ αυτούς να κρύβει ένα διαμάντι αλλά αντί να καταγγείλει την πράξη στα αφεντικά του, είχε παρακολουθήσει σιωπηλά τον νέγρο μέχρις ότου τον είδε να θάβει τον θησαυρό του, ότι πήγε και το ξέθαψε και έφυγε μ’ αυτό. Αλλά επειδή φοβόταν ακόμη να επιχειρήσει να το πουλήσει ανοιχτά – ένα τέτοιο ανεκτίμητο πετράδι ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τραβούσε την προσοχή ακόμη και των απογόνων του ιδιοκτήτη – και δεν είχε κατορθώσει ν’ ανακαλύψει καμιά από εκείνες τους σκοτεινούς διαύλους με τους οποίους μπορεί κανείς με ασφάλεια να διεκπεραιώσει τέτοιες υποθέσεις. Επίσης πρόσθεσε πως, σύμφωνα με συνήθειες της ανατολής, είχε ονομάσει το διαμάντι του με τον επιβλητικό τίτλο Το Μάτι της Αυγής.

Ενώ ο Σιμόν μου τα διηγείτο όλα αυτά, εγώ παρατηρούσα το μεγάλο διαμάντι με πολλή προσοχή. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει κάτι τόσο ωραίο. Όλη η μεγαλοπρέπεια του φωτός που μπορεί ποτέ να φανταστεί κανείς και να την περιγράψει φαινόταν να πάλλεται μέσα στον κρυστάλλινο χώρο του. Το βάρος του, όπως έμαθα από τον Σιμόν, ήταν ακριβώς εκατόν σαράντα καράτια. Κι εδώ ήταν μια καταπληκτική σύμπτωση. Το χέρι της Μοίρας φαίνεται να με οδηγούσε σ’ αυτό. Εκείνο το ίδιο βράδυ όταν το πνεύμα του Λέβενχουκ μου αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό του μικροσκοπίου, το ανεκτίμητο μέσο, που το πνεύμα έδειξε να χρησιμοποιήσω, βρέθηκε μπροστά μου για να το αποκτήσω μ’ ευκολία! Αποφάσισα, με πάρα πολύ περίσκεψη, να πάρω στην κατοχή μου το διαμάντι του Σιμόν.

Ήμουν καθισμένος απέναντί του ενώ αυτός σκυμμένος πάνω από το ποτήρι του κουνούσε το κεφάλι του. Με ηρεμία σκεπτόμουν την όλη υπόθεση. Φυσικά δεν ήμουν τόσο ανόητος να προβώ σε μια συνηθισμένη κλοπή, η οποία ήταν φυσικό να αποκαλυφθεί ή τουλάχιστον να μ’ αναγκάσει να το σκάσω και να κρυφτώ, πράγματα που θα ήταν αντίθετα με τα επιστημονικά μου σχέδια. Δεν υπήρχε άλλο παρά να κάνω το μοναδικό βήμα – να σκοτώσω τον Σιμόν. Στο κάτω-κάτω τι αξία είχε η ζωή ενός μικροπωλητή Εβραίου μπροστά στην υπηρεσία της επιστήμης; Καθημερινώς ανθρώπινα όντα από τις φυλακές υποβάλλονται σε πειράματα από χειρουργούς. Τούτος ο άνθρωπος, ο Σιμόν, κατά τη δική του ομολογία ήταν κι αυτός ένας εγκληματίας, ένας ληστής, και, πιστεύω ολόψυχα, ένας δολοφόνος. Του άξιζε να πεθάνει σαν κάθε κακούργος, νόμιμα καταδικασμένος. Γιατί όχι κι εγώ, σαν την κυβέρνηση, δε θα έπρεπε να σκεφτώ πως η τιμωρία του θα συνέβαλε στην πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης;

Το μέσον για να πετύχω όλα όσα επιθυμούσα ήταν στη διάθεσή μου. Πάνω στο περβάζι του τζακιού βρισκόταν ένα μισογεμάτο μπουκάλι με λάβδανο. Ο Σιμόν ήταν τόσο απορροφημένος με το διαμάντι του, που μόλις του το είχα δώσει πίσω, ώστε μου ήταν παιχνιδάκι να το ρίξω στο ποτήρι του. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας είχε πέσει σε βαθύ ύπνο.

Κι έτσι τότε άνοιξα το γιλέκο του, πήρα το διαμάντι από την εσωτερική τσέπη, όπου το είχε βάλει, και τον έσυρα στο κρεβάτι, πάνω στο οποίο τον ξάπλωσα με τα πόδια να κρέμονται από την άκρη του κρεβατιού. Άρπαξα το μαλαισιανό κρις, το κράτησα στο δεξί μου χέρι και με το άλλο έψαξα με όση ακρίβεια μπορούσα να βρω με τη βοήθεια των παλμών του το ακριβές μέρος της καρδιάς του. Ήταν απολύτως αναγκαίο από κάθε άποψη ο θάνατός του να θεωρηθεί αυτοκτονία. Υπολόγισα την ακριβή γωνία κατά την οποία ήταν πιθανόν το όπλο, κρατημένο στο χέρι του Σιμόν, να χωθεί στο στήθος του. Κατόπιν με μια ισχυρή ώθηση, έμπηξα το μαχαίρι μέχρι τη λαβή του στο ακριβές σημείο που ήθελα να διεισδύσει. Μια σπασμωδική ανατριχίλα διαπέρασε τα μέλη του Σιμόν. Άκουσα έναν πνιχτό ήχο να βγαίνει από το λαιμό μου, ίδιον μ’ εκείνον που γίνεται από μια μεγάλη μπουρμπουλήθρα που βγαίνει από έναν δύτη που φτάνει στην επιφάνεια του νερού. Γύρισε προς μια μεριά λες και ήθελε να με βοηθήσει στο σχέδιό μου πιο αποτελεσματικά και το δεξί του χέρι κουνήθηκε από μια αθέλητη σπασμωδική ώθηση, έσφιξε τη λαβή του μαχαιριού και έμεινε εκεί κρατώντας το με εξαιρετική μυϊκή ακαμψία. Πέραν τούτου, δεν υπήρξε καμιά φαινομενική πάλη. Υποθέτω πως το λάβδανο είχε παραλύσει τη συνήθη νευρική δράση. Πάντως, πρέπει να πέθανε ακαριαίως.

Υπήρχε ακόμη κάτι που έπρεπε να γίνει. Για να διώξω κάθε υποψία από πάνω μου και να θεωρηθεί από τους κατοίκους της πολυκατοικίας ότι ο ίδιος ο Σιμόν προέβη στο απονενοημένο, ήταν αναγκαίο η πόρτα του διαμερίσματός του να βρεθεί το επόμενο πρωί κλειδωμένη από μέσα. Πώς μπορούσα να το κάνω και μετά να βγω; Ήταν φυσικά αδύνατον να φύγω από το παράθυρο. Εξάλλου, τα παράθυρα έπρεπε κι αυτά να είναι ασφαλισμένα από μέσα. Η λύση ήταν αρκετά απλή. Κατέβηκα χωρίς να γίνω αντιληπτός στο δικό μου διαμέρισμα για να πάρω ένα ειδικό εργαλείο που χρησιμοποιούσα να κρατώ μικρές ολισθηρές ουσίες, όπως μικροσκοπικά γυάλινα σφαιρίδια και άλλα. Τούτο το εργαλείο δεν ήταν άλλο παρά μια μακριά, λεπτή χειροκίνητη μέγγενη με πολύ ισχυρό κράτημα που κατορθωνόταν εξαιτίας του σχήματος της λαβής. Τίποτε το απλούστερο, όταν το κλειδί ήταν στην κλειδαριά, από το να αδράξω το άκρο του στη μέγγενη, μέσα από την κλειδαρότρυπα, όντας εγώ απέξω, κι έτσι να το στρίψω κλειδώνοντας την πόρτα. Προηγουμένως όμως, έκαψα ένα σωρό έγγραφα στου Σιμόν το τζάκι. Οι αυτόχειρες σχεδόν πάντα καίνε τα έγγραφά τους πριν την αυτοκτονία τους. Επίσης γέμισα το ποτήρι του Σιμόν με περισσότερο λάβδανο – αφού πρώτα το ξέπλυνα καλά για να εξαλείψω κάθε ίχνος από κρασί – έπλυνα και το δικό μου ποτήρι και φεύγοντας πήρα τα μπουκάλια μαζί μου. Διότι εάν βρίσκονταν ίχνη δύο ατόμων να πίνουν στο δωμάτιο, ήταν φυσικό να τεθεί το ερώτημα: ποιο ήταν το δεύτερο; Κι έπειτα, ήταν εύκολο να εξακριβώσουν ότι τα μπουκάλια ανήκαν σ’ εμένα. Το λάβδανο το έριξα στο ποτήρι για να βρεθεί στο στομάχι του σε περίπτωση νεκροψίας. Η θεωρία φυσικά θα ήταν ότι ο Σιμόν σκόπευε πρωτίστως να δηλητηριασθεί, αλλά πίνοντας λίγο από το ναρκωτικό, είτε αηδίασε με τη γεύση του ή άλλαξε γνώμη για άλλους λόγους και διάλεξε το μαχαίρι. Αφού τακτοποίησα όλα αυτά, βγήκα από το διαμέρισμα αφήνοντας το γκάζι να καίει, κλείδωσα την πόρτα με τη μέγγενη και πήγα να κοιμηθώ.

Ο θάνατος του Σιμόν έγινε γνωστός σχεδόν στις τρεις το επόμενο απόγευμα. Η υπηρέτρια, έκπληκτη που είδε το γκάζι αναμμένο – το σκοτεινό κεφαλόσκαλο φωτιζόταν από τη λάμψη που έβγαινε κάτω από την πόρτα – κοίταξε μέσα από την κλειδαρότρυπα και είδε τον Σιμόν νεκρό.

Σήμανε συναγερμό. Έσπασαν την πόρτα για να μπουν ενώ οι περίοικοι είχαν αναστατωθεί.

Όλοι στο μέγαρο συνελήφθησαν, μαζί τους κι εγώ. Έγινε ανάκριση αλλά δε βρέθηκε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο για μας, κι έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα της αυτοκτονίας. Όλως περιέργως, ο Σιμόν είχε κάνει θέμα αρκετές φορές στους φίλους του την προηγούμενη εβδομάδα, που έδειχνε πως ο ίδιος είχε τάσεις προς αυτοκαταστροφή. Κάποιος μάλιστα ορκίστηκε πως παρουσία του ο Σιμόν είχε δηλώσει πως είχε κουραστεί από τη ζωή του. Ο σπιτονοικοκύρης του διαβεβαίωσε πως ο Σιμόν, κατά την πληρωμή του ενοικίου του τελευταίου μήνα, παρατήρησε ότι δε θα πλήρωνε για πολύ ακόμη. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία συνηγορούσαν υπέρ της αυτοκτονίας – η κλειδωμένη από μέσα πόρτα, η θέση του πτώματος, τα καμένα έγραφα. Όπως προεξόφλησα, κανείς δεν ήξερε πως ο Σιμόν ήταν κάτοχος ενός διαμαντιού, κι έτσι δεν υπήρχε κίνητρο δολοφονίας. Κατά τη δίκη, οι ένορκοι μετά από ενδελεχή εξέταση, εξέδωσαν τη συνηθισμένη ετυμηγορία, και οι περίοικοι επανήλθαν στη συνηθισμένη τους ρουτίνα.


Ε


Τους τρεις μήνες που ακολούθησαν τον θάνατο του Σιμόν τους αφιέρωσα νυχθημερόν εργαζόμενος στον φακό μου από διαμάντι. Κατασκεύασα μια τεράστια γαλβανική μπαταρία, αποτελούμενη από σχεδόν δυο χιλιάδες πλάκες. Μεγαλύτερη ισχύ δεν τόλμησα να χρησιμοποιήσω για να μην τυχόν το πετράδι απασβεστωθεί. Με τη χρήση αυτής της συσκευής κατόρθωσα να διοχετεύω συνεχώς ισχυρό ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από το διαμάντι, το οποίο μέρα με τη μέρα, μου φαινόταν, αποκτούσε μια ιδιαίτερη λάμψη. Στο τέλος του πρώτου μήνα, άρχισα να λειαίνω και να στιλβώνω τον φακό, μια έντονη κοπιαστική δουλειά εξαιρετικής λεπτότητας. Η μεγάλη πυκνότητα του πετραδιού και η φροντίδα που απαιτούταν να λειανθούν οι κυρτότητες της επιφανείας του φακού κατέστησε την εργασία μου την πιο δύσκολη και την πιο εξαντλητική που είχα ποτέ υποστεί.

Επιτέλους έφτασε η ιστορική στιγμή: ο φακός ολοκληρώθηκε. Στάθηκα τρέμοντας στα πρόθυρα καινούριων κόσμων. Είχα μπροστά μου πραγματοποιημένη την περίφημη ευχή του Αλεξάνδρου. Ο φακός βρισκόταν έτοιμος πάνω στο τραπέζι για να μονταριστεί στο μικροσκόπιο. Το χέρι μου έτρεμε αρκετά καθώς έσταξα μια σταγόνα νερού σε αραιό διάλυμα τερεβινθέλαιου, μια προκαταρκτική διαδικασία απαραίτητη για να εμποδιστεί η γρήγορη εξάτμιση του νερού. Μετά τοποθέτησα τη σταγόνα σε μια λεπτή γυάλινη διαφάνεια και την έβαλα κάτω από τον φακό. Ρίχνοντας πάνω της, σε συνδυασμό ενός πρίσματος και κατόπτρου, μια ισχυρή δέσμη φωτός, έβαλα το μάτι μου πάνω στη μικροσκοπική οπή που τρύπησα κατά μήκος του άξονα του φακού. Για μια στιγμή δεν είδα τίποτε εκτός από ένα, όπως μου φάνηκε, φωτισμένο χάος, μια τεράστια φωτεινή άβυσσο. Ένα καθαρό, λευκό φως, ανέφελο και γαλήνιο, και φαινομενικά άπειρο σαν το διάστημα το ίδιο ήταν η πρώτη εντύπωση. Απλά και με την μεγαλύτερη προσοχή, ρύθμισα τον φακό κατά λίγα κλάσματα του χιλιοστού. Η θαυμάσια φωτεινότητα συνεχίστηκε, αλλά καθώς ο φακός πλησίασε το υπό παρατήρηση αντικείμενο, ξετυλίχθηκε εμπρός μου ένα θέαμα απερίγραπτου κάλλους.

Μου φαινόταν πως ατένιζα σ’ ένα απέραντο διάστημα, που τα όριά του επεκτείνονταν πέρα από το βεληνεκές της όρασής μου. Ολόκληρο το πεδίο της όρασής μου ήταν διάχυτο από μια μαγική φωτεινότητα. Εξεπλάγην όμως που δεν έβλεπα κανένα ίχνος μικροσκοπικής ζωής. Κανένα ζωικό πλάσμα δεν κατοικούσε αυτήν την εκθαμβωτική έκταση. Αμέσως κατάλαβα ότι με την θαυμαστή ισχύ του φακού μου είχα διαπεράσει τα μεγαλύτερα σωματίδια της υδατικής ύλης, πέρα από την περιοχή των εγχυματικών και πρωτοζώων, μέχρι το αρχικό αεριώδες σφαιρίδιο, μέσα στο εσωτερικό του οποίου κοίταζα σαν σ’ έναν άπειρο θόλο φωτισμένο με μια υπερφυσική ακτινοβολία.

Όμως δεν ήταν καθόλου φωτεινό κενό μέσα στο οποίο κοίταζα. Και από τις δυο μεριές παρατηρούσα ωραία σχήματα ανόργανης ύλης, άγνωστης υφής και μαγευτικά χρωματισμένες. Τα σχήματα αυτά είχαν μια εμφάνιση που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει, ελλείψει άλλου κατάλληλου ορισμού, φυλλοειδή νέφη μεγάλης αραίωσης – σχημάτιζαν κυματισμούς, χωρίζονταν σε φυτικούς σχηματισμούς και λαμπύριζαν με τέτοιες λάμψεις που σε σύγκρισή τους οι φθινοπωρινές χρυσαφένιες δασώδεις περιοχές της γης έμοιαζαν σαν σκουριά μπροστά σε χρυσάφι. Πέρα μακριά στο απέραντο φόντο απλώνονταν μακριές σειρές από αεριώδη δάση, αμυδρά διάφανα και βαμμένες με πρισματικές τίντες αφάνταστης λαμπρότητας. Τα κρεμασμένα κλαδιά ανέμιζαν κατά μήκος των μεταβαλλόμενων συνεχώς ξέφωτων και μεταμορφώνονταν σε πολύχρωμες παρατάξεις από ημιδιαφανή μεταξωτά λάβαρα. Από τις κορυφές αυτού του νεραϊδένιου φυλλώματος ανάβλυζαν αντικείμενα που έμοιαζαν με φρούτα ή λουλούδια με χιλιάδες χρωματισμούς, φωτεινούς και μεταβαλλόμενους. Λόφοι, λίμνες, ποτάμια, άλλα αντικείμενα ή έμψυχα όντα δεν φαίνονταν πουθενά, εκτός από τις πολυάριθμες φεγγοβόλες συστάδες δέντρων, που έδειχναν να επιπλέουν γαλήνια στη φωτεινή αταραξία, με φύλλα και φρούτα και άνθη να αχνοφέγγουν σαν από άγνωστες φλογίτσες, πέρα από κάθε φαντασία.

Τι παράξενο, σκέφτηκα, αυτή η μικρή ρανίδα να είναι καταδικασμένη σε ερημική απομόνωση! έλπιζα τουλάχιστον ν’ ανακαλύψω κάποια μορφή ζωής, ίσως κάποια κατώτερα όντα του ζωικού βασιλείου από εκείνα που ήδη μας είναι γνώριμα ή ακόμη κάποιους ζωντανούς οργανισμούς. Θα μπορούσα να πω πως βρήκα τον κόσμο μου που μόλις ανακάλυψα μια πολύχρωμη έρημο.

Ενώ προβληματιζόμουν με τις ιδιόρρυθμες διευθετήσεις της εσωτερικής οικονομίας της Φύσης, με την οποία τόσο συχνά κατατεμαχίζει σε άτομα τις πιο συμπαγείς θεωρίες μας, νόμισα πως διέκρινα μια μορφή να κινείται αργά μέσα στο ξέφωτο ενός από τα πρισματικά δάση. Μετά από προσεκτικότερη παρατήρηση, διαπίστωσα πως δεν είχα κάνει λάθος. Τίποτε δεν μπορεί να περιγράψει την έξαψή μου με την οποία περίμενα να έρθει πλησιέστερα αυτή η μυστηριώδης μορφή. Ήταν απλά άραγε κάποια άψυχη ουσία, που κρατιόταν σε αιώρηση στην αραιή ατμόσφαιρα του υδάτινου σφαιριδίου ή μήπως ήταν κάποιο έμβιο ον προικισμένο με ζωή και κίνηση; Πλησίαζε φευγαλέα πίσω από τα ομιχλώδη χρωματιστά πέπλα της νεφελώδους φυλλωσιάς, για δευτερόλεπτα γινόμενη ορατή και μετά να εξαφανίζεται. Τελικά, τα βιολετί λάβαρα που σύρονταν προς το μέρος μου δονήθηκαν. Μετά χωρίστηκαν απαλά και η μορφή ταλαντεύτηκε μπροστά μου σε πλήρη φωτισμό.

Ήταν μια ανθρώπινη μορφή θηλυκού γένους. Όταν λέω ανθρώπινη εννοώ ότι είχε το περίγραμμα ενός ανθρώπινου όντος. Όμως εκεί τελειώνει η αναλογία. Η γλυκιά της ομορφιά την ανέβαζε σε απεριόριστα ύψη κάλλους πάνω από την πιο αξιολάτρευτη θυγατέρα της Εύας.

Δεν μπορώ, δεν τολμώ, να αποτολμήσω μια απαρίθμηση των θελγήτρων αυτής θεϊκής αποκάλυψης της τέλειας ωραιότητας. Εκείνα τα μυστηριακά βιολετί μάτια της, υγρά και γαλήνια, ήσαν υπεράνω κάθε μου περιγραφής. Τα μακριά της στιλπνά μαλλιά που έπεφταν από το υπέροχο κεφάλι της σ’ έναν χρυσό χείμαρρο, σαν το διάβα ενός διάττοντα, έσβηναν με την λαμπρότητά τους και τις πιο φλογισμένες μου λέξεις. Εάν όλες οι μέλισσες της Ύβλας Ηραίας φώλιαζαν πάνω στα χείλη μου, δε θα μπορούσαν, παρά μόνο παράφωνα, να υμνήσουν τις θαυμαστές αρμονίες του περιγράμματος που περιέκλειε τη μορφή της.

Πετάχτηκε έξω από τις ιριδίζουσες αυλαίες των νεφελωδών δέντρων και στάθηκε μέσα στην πλατιά θάλασσα του φωτός που έπεφτε πέρα από το δάσος. Οι κινήσεις της ήταν σαν εκείνες μιας γεμάτης χάρη ναϊάδας, σχίζοντας με μια απλή επιβολή της θέλησής της τα γαλήνια νερά των θαλάσσιων θαλάμων. Αιωρήθηκε προς τα εμπρός με την ήρεμη χάρη μιας εύθραυστης πομφόλυγας που ανεβαίνει στον ήσυχο ουρανό μια ημέρα του Ιουνίου. Τα τέλεια χυτά άκρα της σχημάτιζαν γλυκές και θελκτικές καμπύλες. Μου φάνηκε πως άκουγα την πλέον θεϊκή συμφωνία του Μπετόβεν καθώς έβλεπα την αρμονική ροή των γραμμών της. Και τούτο ήταν μια απόλαυση που άξιζε κάθε τιμή πληρωμής. Και δε μ’ ενδιέφερε διόλου που διάβηκα την πύλη αυτού του θαύματος με το αίμα ενός άλλου. Θα έδινα ευχαρίστως και το δικό μου για ν’ απολαύσω έστω και μια στιγμή αυτή την ηδονική μέθη.

Με κομμένη την ανάσα από το να ατενίζω αυτό το έξοχο θαύμα, και ξεχνώντας για μια στιγμή κάθε τι άλλο εκτός από την παρουσία της, σήκωσα τα μάτια μου από το μικροσκόπιο. Αλίμονο! Καθώς η ματιά μου έπεσε στο λεπτό γυαλί που ήταν τοποθετημένο κάτω από το μικροσκόπιο, το λαμπρό φως από το κάτοπτρο και το πρίσμα ακτινοβολούσε πάνω σε μια άχρωμη σταγόνα νερού! Εκεί, μέσα σ’ εκείνη τη μικροσκοπική υγρή ρανίδα, ήταν φυλακισμένο για πάντα αυτό το ωραιότατο πλάσμα. Ο πλανήτης Ποσειδώνας δεν απείχε περισσότερο από μένα όσο αυτή. Έσπευσα γι’ ακόμη μια φορά, να βάλω το μάτι μου στο μικροσκόπιο.

Η Ανίμουλα (επιτρέψτε μου να την βαφτίσω με αυτό το αγαπημένο όνομα από δω κι εμπρός) είχε αλλάξει θέση. Είχε ξανά πλησιάσει το μαγευτικό δάσος, και ατένιζε ανυπόμονα προς τα πάνω. Τη στιγμή εκείνη ένα δέντρο – πώς αλλιώς να το ονομάσω; – ξεδίπλωσε μια μακριά βλεφαροειδή προεξοχή με την οποία απέσπασε ένα από τα λαμπυρίζοντα φρούτα στην κορυφή του και με μια αργή απλωτή κίνηση προς τα κάτω το κράτησε σε εύκολη πρόσβαση από την Ανίμουλα. Η συλφίδα το πήρε στο λεπτεπίλεπτο χέρι της και άρχισε να το τρώει. Η προσοχή μου ήταν εντελώς απορροφημένη στη συλφίδα και δεν μπόρεσα να διαπιστώσω εάν αυτό το περίεργο δέντρο είχε συνείδηση ή όχι.

Την παρατηρούσα με την πιο μεγάλη προσοχή καθώς έτρωγε το γεύμα της. Η ευλυγισία των κινήσεών της μου προκαλούσαν ρίγη αγαλλίασης σ’ όλο μου το κορμί. Η καρδιά μου χτύπησε σαν τρελή καθώς έστρεψε τα όμορφά της μάτια προς το σημείο που στεκόμουν και την παρατηρούσα. Και τι δε θα έδινα να είχα τη δύναμη να πέσω μέσα σ’ εκείνον τον λαμπερό ωκεανό και να αιωρηθώ μαζί της μέσα σ’ εκείνους τους πορφυρούς και χρυσαφένιους λαβυρίνθους! Ενώ παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα κάθε κίνησή της, ξαφνικά αυτή αναπήδησε, φάνηκε να αφουγκράζεται κάτι για μια στιγμή, και κατόπιν σχίζοντας τον λαμπρό αιθέρα, όπου αιωρούταν, σαν αστραπή τρύπωσε μέσα στο οπάλινο δάσος και εξαφανίστηκε.

Αμέσως μετά απ’ αυτό κατακλύστηκα από τα πιο περίεργα συναισθήματα. Μου φάνηκε πως ξαφνικά τυφλώθηκα. Η φωτεινή σφαίρα ήταν ακόμη μπροστά μου κάτω από τον φακό, αλλά το φως της μέρας είχε χαθεί. Τι προκάλεσε άραγε αυτή την ξαφνική εξαφάνιση; Μήπως είχε εραστή ή σύζυγο; Ναι, αυτή ήταν η αιτία της εξαφάνισής της! Ένα σινιάλο από κάποιον ευτυχισμένο σύντροφο θα δονήθηκε μέσα από τις αλέες του δάσους κι αυτή ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Η αγωνία των αισθήσεών μου καθώς έφτασα σ’ αυτό το συμπέρασμα με ξάφνιασε. Προσπάθησα να διώξω την πεποίθηση που μου επέβαλε η λογική. Πάλεψα ενάντια αυτού του μοιραίου συμπεράσματος – αλλά του κάκου. Δυστυχώς έτσι είχαν τα πράγματα. Ήμουν αιχμάλωτος των αισθημάτων μου. Είχα ερωτευθεί ένα μικρόβιο.

Είναι αλήθεια ότι, χάρη στη θαυμαστή ισχύ του μικροσκοπίου μου, αυτή παρουσιαζόταν με ανθρώπινες αναλογίες. Αντί να δείχνει την αηδιαστική όψη των πιο χοντροκομμένων μικροβίων που ζουν, αγωνίζονται και πεθαίνουν μέσα στα ευκολότερα διαλυτά μέρη της σταγόνας, αυτή ήταν λεπτεπίλεπτη και με απερίγραπτο κάλλος. Αλλά τι σημασία είχαν όλα αυτά; Κάθε φορά που έπαιρνα το μάτι μου από το όργανο, τούτο έπεφτε πάνω σε μια ελεεινή σταγόνα νερού, μέσα στην οποία – πρέπει να είμαι ικανοποιημένος που το έμαθα – ζούσε το μόνο πλάσμα που θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο.

Ας μπορούσε να με δει έστω και μια φορά! Αν μπορούσα για μια στιγμή να διεισδύσω στα απόκρυφα τείχη που τόσο αμείλικτα υψώθηκαν να μας χωρίζουν και να ψιθυρίσω όλα αυτά που έχω μέσα στην ψυχή μου, θα ήμουν ευχαριστημένος για την υπόλοιπη ζωή μου με τη γνώση της απομακρυσμένης της συμπάθειας.

Θα άξιζε κάτι να είχαμε δημιουργήσει και τον παραμικρό προσωπικό κρίκο να μας δένει – να ξέρω πως όταν περιπλανιέται μέσα σ’ αυτά τα μαγευτικά δασώδη ξέφωτα, αυτή θα σκέφτεται τον υπέροχο ξένο, ο οποίος τάραξε την μονοτονία της ζωής της με την παρουσία του και της άφησε μια γλυκιά ανάμνηση στην καρδιά!

Δυστυχώς αυτά δε γίνονται. Καμιά επινόηση της ανθρώπινης διάνοιας δε θα ήταν ικανή να καταρρίψει τα εμπόδια που είχε υψώσει η φύση. Όσο και να απολάμβανε η ψυχή μου την θεσπέσια ομορφιά της, αυτή ποτέ δε θα γνώριζε τα μάτια που την κοίταζαν όλο λατρεία νύχτα-μέρα και ακόμη όταν έκλειναν την ονειρεύονταν. Με μια κραυγή πίκρας και αγωνίας έφυγα τρέχοντας από το δωμάτιο, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου και ξέσπασα σε λυγμούς σαν ένα μικρό παιδί.


ΣΤ


Το επόμενο πρωί σηκώθηκα σχεδόν την αυγή και όρμησα προς το μικροσκόπιο. Έτρεμα ολόκληρος καθώς αναζητούσα τον φωτεινό κόσμο σε μικρογραφία που περιείχε για μένα τα πάντα. Η Ανίμουλα ήταν εκεί. Είχα αφήσει αναμμένη την λάμπα του γκαζιού, τριγυρισμένη από τις συσκευές ρύθμισης φωτισμού, προτού πάω για ύπνο την προηγούμενη νύχτα. Βρήκα τη συλφίδα να κολυμπά, θα έλεγα με μια έκφραση ευχαρίστησης να ζωντανεύουν τα χαρακτηριστικά της, στο λαμπρό φως που την έλουζε. Τίναξε τα στιλπνά της μαλλιά πάνω από τους ώμους της με αθώα φιλαρέσκεια. Ξάπλωσε ολόκληρη στο διαφανές μέσο στο οποίο στηριζόταν με άνεση και άρχισε να λικνίζεται με μαγευτική χάρη που η νύμφη Σαμαλκίδα θα είχε επιδείξει όταν επιχείρησε να δελεάσει τον ντροπαλό Ερμαφρόδιτο. Δοκίμασα ένα πείραμα για να διαπιστώσω εάν είχε ανεπτυγμένη την ικανότητα της σκέψης και του προβληματισμού. Μείωσα σημαντικά τον φωτισμό. Με το αμυδρό φως που έμεινε, μπόρεσα να διακρίνω μια έκφραση πόνου να διατρέχει το πρόσωπό της. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα της προς τα πάνω και συνοφρυώθηκε. Έλουσα ξανά την τράπεζα του μικροσκοπίου με μια δυνατή δέσμη φωτός και τότε η όλη της έκφραση άλλαξε. Πήδηξε προς τα μπρος λες και δεν είχε καθόλου βάρος. Τα μάτια της άστραψαν και τα χείλη της ανοιγόκλεισαν. Α! και να μπορούσε η επιστήμη να είχε τα μέσα να ελέγχει και να αναπαράγει ήχους με το μικροσκόπιο, όπως κάνει με τις ακτίνες φωτός, τι θεσπέσια άσματα χαράς θα μάγευαν τα αυτιά μου! τι θριαμβευτικοί ύμνοι προς τον Αδωναί θα δονούσαν τον φωτεινό αέρα!

Και τώρα κατανόησα τον λόγο που ο κόμης ντε Γκαμπαλί οίκισε τον απόκρυφο κόσμο του με συλφίδες – όμορφες οντότητες που η ζωική τους ανάσα ήταν τρεμουλιαστή φλόγα – που παντοτινά έπαιζαν σε περιοχές του πιο αγνού αιθέρα και φωτός. Οι Ροδόσταυροι είχαν κι αυτοί προβλέψει το θαύμα που εγώ στην πράξη πέτυχα.

Για πόσην ώρα αυτή η λατρεία μου προς την απόκοσμη θεότητά μου διήρκεσε, δύσκολα μπορώ να πω. Έχασα κάθε επαφή του χρόνου. Ολημερίς, από την αυγούλα μέχρι βαθιά μέσα στη νύχτα, πού μ’ έχανες, πού μ’ έβρισκες, κοιτούσα μέσα σ’ εκείνον τον θαυμαστό φακό. Δε συναντούσα κανέναν, δεν πήγαινα πουθενά και μόλις διέθετα αρκετό χρόνο να φάω κάτι. Ολόκληρη η ζωή μου είχε απορροφηθεί σε εκστατική περισυλλογή σαν εκείνους τους αγίους της Παπικής εκκλησίας. Κάθε ώρα που ατένιζα τη θεϊκή αυτή μορφή δυνάμωνε το πάθος μου – ένα πάθος που αλίμονο σκιαζόταν από την εξοργιστική πεποίθηση που, αν και εγώ την κοίταζα οπότε ήθελα, αυτή ποτέ δε θα μπορούσε να με κοιτάξει.

Σιγά- σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να χάνω το χρώμα μου από έλλειψη ξεκούρασης και συνεχούς στοχασμού πάνω στον παράφρονα έρωτά μου και τις φοβερές του συνέπειες. Κατά συνέπεια, αποφάσισα να καταβάλω προσπάθειες να απελευθερωθώ απ’ αυτόν. «Έλα», είπα στον εαυτό μου, «στην καλύτερη περίπτωση όλο τούτο δεν είναι παρά μια φαντασίωση. Η ξέφρενη φαντασία σου έχει προικίσει την Ανίμουλα με χάρες που στην πραγματικότητα δεν έχει. Η απομόνωσή σου από γυναικεία συντροφιά έχει προκαλέσει αυτή τη νοσηρή κατάσταση του νου σου. Σύγκρινέ την με τις ωραίες γυναίκες του δικού σου κόσμου, κι αμέσως αυτή η ψευδής γοητεία που σου ασκεί θα εξαφανιστεί».

Στην τύχη κοίταξα στις εφημερίδες, όπου διάβασα την αγγελία για μια φημισμένη χορεύτρια που έκανε την εμφάνισή της στο Νίμπλο. Η σινιορίνα Καραντόλτσε είχε τη φήμη της ωραιότερης και πιο χαριτόβρυτης γυναίκας στον κόσμο. Χωρίς να χάσω χρόνο, ντύθηκα και πήγα στο θέατρο.

Η αυλαία ανέβηκε. Το συνηθισμένο ημικύκλιο των νεραϊδών με τις λευκές μουσελίνες στέκονταν πάνω στο δεξί τους δάκτυλο των ποδιών γύρω από μια λουλουδένια όχθη ζωγραφισμένη πάνω σε πράσινο καμβά, όπου κοιμόταν ο αργοπορημένος πρίγκιπας. Ξάφνου ακούστηκε ένα φλάουτο. Οι νεράιδες ταράχτηκαν. Τα δέντρα άνοιξαν και οι νεράιδες άλλαξαν πόδι στάσης με την είσοδο της βασίλισσας. Ήταν η σινιορίνα. Έκανε την είσοδό της με χαριτωμένα μικρά πηδήματα εν μέσω θορυβωδών χειροκροτημάτων και στάθηκε ακίνητη ισορροπώντας στο ένα της πόδι. Θεέ μου! αυτή λοιπόν ήταν η μεγάλη γητεύτρα που είχε σύρει στους τροχούς του άρματός της βασιλιάδες; Τι άγαρμπα, μυώδη άκρα, τι χοντρούς αστραγάλους, τι σπηλαιώδη μάτια, τι στερεότυπο χαμόγελο, πόσο άτεχνα βαμμένα μάγουλα είχε! Πού ήταν τα ροδοκόκκινα μπουμπούκια, τα υγρά, εκφραστικά μάτια, και τα χυτά, αρμονικά άκρα της Ανίμουλας;

Και η σινιορίνα χόρεψε. Τι άγαρμπες και ασυντόνιστες κινήσεις! Η εκτέλεση των ποδιών και των χεριών της ήταν όλη λανθασμένη και εξεζητημένη. Τα πηδηματάκια της μια οδυνηρή προσπάθεια αθλήτριας. Οι πόζες της άχαρες που ενοχλούσαν το μάτι. Δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο. Με μια αναφώνηση αηδίας που τράβηξε τα μάτια όλων πάνω μου, σηκώθηκα από τη θέση μου ακριβώς τη στιγμή που η σινιορίνα εκτελούσε το pas-de-fascination κι έφυγα από την αίθουσα.

Έσπευσα προς το σπίτι μου για να απολαύσουν τα μάτια μου την υπέροχη μορφή της συλφίδας μου. Ένιωσα πως από δω κι εμπρός το να αντιστέκομαι στο πάθος μου γι’ αυτήν ήταν αδύνατον. Έβαλα αμέσως το μάτι μου στο φακό. Η Ανίμουλα ήταν ακόμη εκεί – αλλά τι είχε συμβεί; Κάποια τρομερή αλλαγή φαίνεται πως έγινε κατά τη διάρκεια της απουσίας μου. Κάποια κρυφή λύπη φαίνεται να επισκίασε τα ωραία χαρακτηριστικά της καθώς την παρατηρούσα. Το πρόσωπό της άλλαξε και έγινε ισχνό και καταβεβλημένο. Με δυσκολία έσερνε να πόδια της και η θαυμαστή στιλπνότητα των μαλλιών της είχε ξεθωριάσει. Ήταν άρρωστη – άρρωστη κι εγώ δεν μπορούσα να την βοηθήσω! Είμαι σίγουρος πως στη στιγμή εκείνη ήμουν πρόθυμος να στερηθώ όλα μου τα ανθρώπινα δικαιώματα μόνο και μόνο να σμικρυνθώ στο μέγεθος ενός μικροβίου για να μπορέσω να την συμπαρασταθώ και να διώξω τη μοίρα που μας είχε καταδικάσει να ζούμε για πάντα χωριστά.

Έσπαζα το κεφάλι μου να καταλάβω αυτό το μυστήριο. Τι ήταν αυτό που είχε προσβάλει τη συλφίδα; Έδειχνε να υποφέρει έντονα. Τα χαρακτηριστικά της είχαν συσπαστεί και σπαρταρούσε σαν από έναν εσωτερικό πόνο. Τα θαυμαστά δάση έδειχναν να έχουν χάσει κι αυτά τη μισή τους ομορφιά. Τα χρώματά τους είχαν ξεθωριάσει και κατά τόπους είχαν εντελώς χαθεί. Παρακολουθούσα την Ανίμουλα με σπαραγμό καρδιάς, κι αυτή φαινόταν να σπαρταράει σε επιθανάτια αγωνία κάτω από τα μάτια μου. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως δεν είχα κοιτάξει τη σταγόνα κάτω από το φακό για αρκετές μέρες. Είναι αλήθεια πως μισούσα να τη βλέπω γιατί τη θεωρούσα ως φυσικό εμπόδιο μεταξύ εμού και της Ανίμουλας. Στα γρήγορα κοίταξα προς την τράπεζα του μικροσκοπίου. Η διαφάνεια ήταν στη θέση της – αλλά, Μεγαλοδύναμε, η σταγόνα νερού είχε εξαφανιστεί! η απαίσια αλήθεια μου ήρθε σαν κεραυνός – είχε εξατμιστεί τόσο που δεν ήταν πλέον ορατή με γυμνό μάτι. Εγώ απλώς κοίταζα στο τελευταίο της μόριο, σ’ εκείνο που περιείχε την Ανίμουλα – κι αυτή τώρα πέθαινε.

Έτρεξα σαν τρελός ξανά κι έβαλα το μάτι μου στο φακό. Αλίμονο! Την είχε καταλάβει η τελευταία αγωνία του θανάτου. Τα ιριδίζοντα δάση άρχισαν να διαλύονται και η Ανίμουλα κειτόταν πολεμώντας αδύναμα μέσα σ’ ένα αμυδρά φωτισμένο σημείο. Α! το θέαμα ήταν φρικτό! Τα χέρια της και τα πόδια, κάποτε σφριγηλά και υπέροχα, είχαν τώρα συρρικνωθεί σε μια ανυπαρξία. Τα μάτια της – εκείνα τα μάτια που έλαμπαν σαν τον ουρανό – έσβηναν και γίνονταν μαύρη σκόνη. Τα στιλπνά της χρυσαφένια μαλλιά έγιναν άτονα και ξεπλυμένα. Ήρθε πλέον η τελευταία αγωνία, καθώς παρατηρούσα την τελευταία μάχη εκείνης της μαυρισμένης μορφής – και έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα μετά από ώρες, βρέθηκα ανάμεσα στα συντρίμμια του μικροσκοπίου μου, ένα σωματικό και πνευματικό ερείπιο. Σύρθηκα στο κρεβάτι μου, όπου έμεινα κλινήρης για πολλούς μήνες.

Τώρα λένε πως είμαι τρελός, αλλά δεν έχουν δίκιο. Είμαι απλά ένας δυστυχής, διότι δεν έχω ούτε το κουράγιο ούτε τη θέληση να δουλέψω. Έχω ξοδέψει όλα μου τα λεφτά και ζω με την ελεημοσύνη των άλλων. Διάφοροι σύλλογοι νεαρών, που αρέσκονται να κάνουν αστεία, με προσκαλούν να δίνω διαλέξεις σχετικά με την οπτική και με πληρώνουν για να γελούν μαζί μου ενώ εγώ μιλάω. «Ο Λίνλι, ο τρελός μικροσκοπιστής» είναι η ετικέτα που μου έχουν κολλήσει. Υποθέτω πως τα μπερδεύω κατά τις διαλέξεις μου. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να μιλήσει λογικά όταν το μυαλό του είναι στοιχειωμένο από αποτρόπαιες αναμνήσεις, ενώ κάθε λίγο ανάμεσα από σκιές θανάτου βλέπω τη φωτεινή μορφή της χαμένης μου Ανίμουλας;!

Ο συγγραφέας

Fitz-James O'Brien

Γεννήθηκε

31 Δεκεμβρίου 1828
Στην Κομητεία Κορκ, Ιρλανδία.

Απεβίωσε

6 Απριλίου 1862 (ετών 33)
Κάμπερλαντ, Μέριλαντ, ΗΠΑ


Υπήρξε συγγραφέας , ποιητής και στρατιωτικός.

Λογοτεχνική Σχολή

Μυθιστοριογραφία του Παράξενου.



 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr