Ο Διάβολος και ο Ντάνιελ Γουέμπστερ
(The Devil and Daniel Webster)
ΔΙΗΓΗΜΑ
(1936)
Στίβεν Βίνσεντ Μπενέ (1898-1943) (Stephen Vincent Benét)
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Το παρακάτω Φαουστιανό διήγημα o Στίβεν Βίνσεντ Μπενέ το εμπνεύστηκε από το
διήγημα του Ουάσιγκτον Ίρβινγκ Ο Διάβολος και ο Τομ Γουόκερ.
Η ιστορία του Μπενέ επικεντρώνεται στο Νιου Χαμπσάιρ, όπου ένας αγρότης πουλάει
την ψυχή του στον διάβολο και σε «ειδικό δικαστήριο» έχει υπεράσπιση τον Ντάνιελ
Γουέμπστερ, μια φανταστική εκδοχή του γνωστού Αμερικανού πολιτικού, νομικού και
ρήτορα.
Η ταινία "The Devil and Daniel Webster." του 1941, είναι μία καλή προσπάθεια
πιστής μεταφοράς στου διηγήματος στη μεγάλη οθόνη.
Το φιλμ επίσης του Άλεκ Μπάλντουιν Οδηγός της Ευτυχίας (Shortcut to Happiness),
το 2003, είναι μια διασκευή βασισμένη στο διήγημα του Μπενέ.
Α Την ιστορία που θα σας διηγηθώ τη λένε στα σύνορα της Μασαχουσέτης, του Βερμόντ και του Νιου Χαμπσάιρ. Πράγματι, ο Ντάνιελ Γουέμπστερ πέθανε – ή τουλάχιστον τον έθαψαν. Αλλά κάθε φορά που ξεσπά μια καταιγίδα με κεραυνούς και αστραπές γύρω από το Μάρσφιλντ, λένε πως ακούς τις βροντές να ηχούν στο κοίλο στερέωμα. Λένε ότι αν πας στον τάφο του και φωνάξεις δυνατά και καθαρά «Ντάνιελ Γουέμπστερ – Ντάνιελ Γουέμπστερ!» το έδαφος θα αρχίσει να σείεται και τα δέντρα θα αρχίσουν να τρέμουν. Και μετά από λίγο θα ακούσεις μια βαθιά φωνή να λέει: «Γείτονα, κρατάει η Ένωση;» και τότε καλά θα κάνεις να απαντήσεις πως η Ένωση κρατάει, σταθερή και ακατάβλητη, μία και αδιαίρετη, ειδάλλως θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Τουλάχιστο, αυτά μου λέγανε όταν ήμουν παιδάκι. Βλέπεις, για λίγο, ο Ντάνιελ Γουέμπστερ υπήρξε ο μεγαλύτερος άντρας στη χώρα. Ποτέ βέβαια δεν έφτασε να γίνει Πρόεδρος, αλλά ήταν ο μεγαλύτερος άντρας. Χιλιάδες ήταν αυτοί που τον εμπιστεύονταν μετά από τον Παντοδύναμο, και έλεγαν ιστορίες γι’ αυτόν και για όλα όσα ανήκαν σ’ αυτόν κι αυτά τα λεγόμενα ήταν σαν τις ιστορίες για πατριάρχες και άλλους τέτοιους. Έλεγαν πως όταν σηκωνόταν να μιλήσει, η αστερόεσσα κατέβαινε από τον ουρανό, και κάποτε σε λόγο του που καταφέρθηκε εναντίον του ποταμού, τον έκανε να βυθιστεί μέσα στη γη. Έλεγαν πάλι όταν περπατούσε μέσα στο δάσος με το καλάμι ψαρέματος, το Πιάστα Όλα, οι πέστροφες πηδούσαν από τα ρυάκια κι έμπαιναν κατευθείαν μέσα τις τσέπες του, διότι ήξεραν ήδη πως ήταν ανώφελο να του αντισταθούν. Κι όταν υποστήριζε μια δικαστική υπόθεση, έκανε τις αγγέλους να παίζουν τις άρπες τους ενώ η γη σειόταν από κάτω. Τέτοιος ήταν ο άντρας και ταίριαζε απόλυτα στη μεγάλη του φάρμα στο Μάρσφιλντ. Τα κοτόπουλα που εξέτρεφε έδιναν άσπρο κρέας ακόμη και στα πόδια, οι αγελάδες φροντίζονταν σαν παιδιά του, και το μεγάλο του κριάρι, που το έλεγαν Γολιάθ, είχε κέρατα γυριστά σαν έλικες κληματαριάς με τα οποία θα μπορούσε να σπάσει μια σιδερένια πόρτα. Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ δεν ήταν από εκείνους τους αφέντες γεωργούς. Γνώριζε όλους τους τρόπους να καλλιεργεί τη γη. Συνήθιζε να σηκώνεται νύχτα ακόμη και στο φως του κεριού να φροντίζει να γίνουν όλες οι αγγαρείες. Άντρας με στόμα μαστίφ, πρόσωπο σαν βουνό και μάτια σαν πυρακτωμένος ανθρακίτης – αυτός ήταν ο Ντάνιελ Γουέμπστερ στο άνθος τις ηλικίας του. Η μεγαλύτερη υπόθεση που υπερασπίστηκε δεν καταγράφηκε ποτέ σε βιβλία, γιατί τα είχε βάλει με τον διάβολο σ’ έναν αμφίρροπο αγώνα χωρίς περιορισμούς. Και να ο τρόπος που άκουγα να λένε αυτή την ιστορία. Ήταν κάποτε ένας άντρας που τον έλεγαν Τζέιμπεζ Στόουν και ζούσε στο Κρος Κόρνερ, στο Νιου Χαμπσάιρ. Κατ’ αρχάς, δε θα έλεγα πως ήταν κακός άνθρωπος, ήταν όμως άτυχος. Εάν έσπερνε καλαμπόκι, το έτρωγε η πυραλίδα. Αν φύτευε πατάτες, τις μάρανε η ερυσίβη. Η γη του ήταν αρκετά καλή, αλλά δεν του απέδιδε. Είχε μια καθώς πρέπει γυναίκα και παιδιά, αλλά το φαγητό ήταν λιγοστό να θρέψει τόσα στόματα. Αν πάλι έβγαιναν πετραδάκια στο χωράφι του γείτονα, στο δικό του έβγαιναν κοτρώνες. Αν το άλογό του πάθαινε καρακούσι, το έκανε τράμπα με κάποιο άλλο δίνοντας και κάτι παραπάνω με αποτέλεσμα το καινούριο να βγάλει τρέμουλο. Προφανώς βρίσκονται κι άλλοι σ’ αυτό το χάλι. Κι έτσι μια μέρα ο Τζέιμπεζ Στόουν δεν άντεξε άλλο την όλη κατάσταση. Κάποιο πρωινό ενώ όργωνε, έσπασε το υνί του σε μια μεγάλη πέτρα, που θα ορκιζόταν πως αυτή δεν ήταν εκεί την προηγούμενη μέρα. Και καθώς κοίταζε το σπασμένο υνί, το άλογό του άρχισε να βήχει – έναν ρευστό βήχα που σημαίνει αρρώστιες και κτηνιάτρους. Δυο από τα παιδιά του ήταν κρεβατωμένα με μαγουλάδες, η γυναίκα του κι αυτή φιλάσθενη, ενώ το δάχτυλό του ήταν πρησμένο από μολυσμένη παρωνυχίδα. Ήταν η τελευταία σταγόνα που έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι του Τζέιμπεζ Στόουν. «Τάζομαι», είπε κοιτάζοντας γύρω του με απελπισία – «τάζομαι ότι πέρασα αρκετά για να με κάνουν να θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο διάβολο. Και πρόθυμα θα το έκανα ακόμη και για δυο δεκάρες!» Αμέσως ένιωσε κάπως παράξενα γι’ αυτό που είπε, αν και, όντας γέννημα – θρέμμα του Νιου Χαμπσάιρ, δεν μπορούσε φυσικά να αθετήσει τον λόγο του. Αλλά, μολαταύτα, όταν γύρισε το βράδυ σπίτι, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, ο λόγος του δεν είχε πιάσει τόπο, και γι’ αυτό ανακουφίστηκε και το μυαλό του ηρέμησε, γιατί ήταν θρησκευόμενος. Όμως αργά ή γρήγορα, τέτοια λόγια, πάντα εισακούγονται, το λένε και οι Γραφές. Και πράγματι, την άλλη μέρα, την ώρα του δείπνου, ένας γλυκομίλητος και μαυροντυμένος ξένος ήρθε μ’ ένα ωραίο δίτροχο αμάξι και ζήτησε να δει τον Τζέιμπεζ Στόουν. Λοιπόν, ο Τζέιμπεζ είπε στην οικογένειά του πως ο νεοφερμένος ήταν δικηγόρος που ήρθε να τον δει για μια κληρονομιά. Ήξερε όμως πολύ καλά πως δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Κι ούτε του άρεσε το παρουσιαστικό του ξένου, ούτε και ο τρόπος που χαμογέλασε μ’ εκείνα τα δόντια. Τα δόντια του ήταν κάτασπρα και πολλά – μερικοί λένε ότι ήταν λιμαρισμένα και κατέληγαν σε αιχμή, αλλά εγώ δε θα στοιχημάτιζα γι’ αυτό. Και δεν του άρεσε καθόλου όταν ο σκύλος μόνο που τον κοίταξε, το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας και με την ουρά ανάμεσα στα σκέλη. Έχοντας όμως πει εκείνη την κουβέντα, έπρεπε να την κρατήσει. Γι’ αυτό πήγαν πίσω από τον αχερώνα και έκλεισαν τη συμφωνία τους. Ο Τζέιμπεζ Στόουν έπρεπε να τρυπήσει το δάχτυλό του για να υπογράψει, κι ο ξένος του δάνεισε μια ασημένια καρφίτσα. Η πληγή έκλεισε αμέσως αφήνοντας μόνο μια μικροσκοπική άσπρη ουλή. Β Μετά απ’ αυτό, εντελώς ξαφνικά, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους και να πηγαίνουν προς το καλύτερο για τον Τζέιμπεζ Στόουν. Οι αγελάδες του πάχυναν και το άλογό του έλαμψε από υγεία. Οι σοδειές έγιναν αντικείμενο φθόνου των γειτόνων του, και κεραυνοί μπορούσαν να πλήξουν όλη την κοιλάδα χωρίς να πειράξουν καθόλου τον αχερώνα του. Πολύ σύντομα, έγινε ένας από τους πιο πετυχημένους ανθρώπους της περιοχής. Του ζήτησαν να κατέβει για δήμαρχος και δέχτηκε. Επίσης, άρχισαν να μιλούν να κατέβει ακόμη και για γερουσιαστής της πολιτείας. Γενικά, θα έλεγες ότι η οικογένεια Στόουν ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη σαν γάτες σε τυροκομείο. Κι έτσι ένιωθαν όλοι εκτός από τον ίδιο τον Τζέιμπεζ Στόουν. Ο Τζέιμπεζ ήταν αρκετά ευχαριστημένος τα πρώτα λίγα χρόνια. Είναι μεγάλο πράγμα όταν αλλάζει η τύχη σου προς το καλό. Διώχνει κάθε έγνοια από το νου σου. Είναι βέβαια αλήθεια, πως κάπου-κάπου, ιδίως τις βροχερές μέρες, το μικροσκοπικό άσπρο σημαδάκι στο δάχτυλό του προκαλούσε μια μικρή σουβλιά. Και μια φορά τον χρόνο, ακριβής στην ώρα του, ο ξένος με το ωραίο δίτροχο αμάξι περνούσε χωρίς να κατεβαίνει. Τον έκτο χρόνο, ο ξένος ξαναήρθε και τούτη τη φορά κατέβηκε. Κι από τότε χάθηκε η ηρεμία του Τζέιμπεζ Στόουν. Ο ξένος ήρθε μέσα από το κάτω χωράφι χτυπώντας τις μπότες του μ’ ένα μπαστούνι – είχε πολύ ωραίες μπότες αν και ο Τζέιμπεζ Στόουν πάντοτε τις απεχθανόταν, ιδιαίτερα τις μυτερές τους άκρες. Κι αφού πέρασε τη μέρα του, τελικά είπε: «Λοιπόν, κύριε Στόουν, είσαι πολύ τυχερός! Έχεις πολύ καλή γη εδώ, κύριε Στόουν». «Να σου πω, σε κάποιους μπορεί ν’ αρέσει, σ’ άλλους πάλι όχι», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν, γιατί έτσι σεμνά συμπεριφέρεται κάποιος από το Νιου Χαμπσάιρ. «Ω, δε χρειάζεται να υποβιβάζεις την εργατικότητά σου!» είπε ο ξένος, με μειλιχιότητα, δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια μ’ ένα χαμόγελο. «Εξάλλου, ξέρουμε τι έγινε, κι έγινε σύμφωνα με το συμβόλαιο και τους λεπτομερείς του όρους. Έτσι, όταν – εμ- η υποθήκη λήξει του χρόνου τέτοιον καιρό, δε θα πρέπει να απογοητευτείς». «Μια και το έφερε τώρα η κουβέντα, φίλε, για την υποθήκη», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν, και κοίταξε τριγύρω για βοήθεια από τη γη και τον ουρανό, «αρχίζω να έχω τις αμφιβολίες σχετικά μ’ αυτήν». «Αμφιβολίες;» έκανε ο ξένος, όχι και με τόσο ευχάριστο τρόπο. «Μα, βέβαια», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν. «Ζούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κι εγώ ανέκαθεν πιστεύω στον Θεό». Καθάρισε τον λαιμό και πήρε θάρρος. «Μάλιστα, κύριε», είπε, «αρχίζω να έχω σοβαρές αμφιβολίες γι’ αυτή την υποθήκη και σκέφτομαι να καταφύγω σε δικαστήριο». «Υπάρχουν δικαστήρια και δικαστήρια», είπε ο ξένος κροταλίζοντας τα δόντια του. «Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε κάλλιστα να ρίξουμε μια ματιά στο αρχικό έγγραφο». Και βγάζοντας έξω ένα μεγάλο μαύρο πορτοφόλι γεμάτο χαρτιά, είπε μουρμουρίζοντας: «Σέργουϊν, Σλέιτερ, Στίβενς, Στόουν. Εγώ ο Τζέιμπεζ Στόουν για το χρονικό διάστημα επτά ετών – όλα εντάξει, νομίζω». Αλλά ο Τζέιμπεζ Στόουν δεν άκουγε γιατί είδε κάτι άλλο να βγαίνει φτερουγίζοντας από το μαύρο πορτοφόλι. Ήταν κάτι που έμοιαζε με σκώρο, αλλά δεν ήταν σκώρος. Και καθώς ο Τζέιμπεζ Στόουν το κοίταζε κατάπληκτος, αυτό έδειχνε να του μιλάει με μια συριστική φωνούλα, λεπτή, αλλά τρομακτικά ανθρώπινη. «Γείτονα Στόουν!» έσκουξε. «Γείτονα Στόουν! Βοήθησέ με! Για όνομα του Θεού, βοήθησέ με!» Αλλά πριν καλά-καλά προλάβει να κουνηθεί ο Τζέιμπεζ Στόουν, ο ξένος τίναξε απότομα ένα μεγάλο φουλάρι, έπιασε το ζωύφιο μέσα του, ακριβώς όπως πιάνεις μια πεταλούδα, και άρχισε να δένει τα άκρα του. «Συγγνώμη για τη διακοπή», είπε. «Όπως έλεγα –» Αλλά ο Τζέιμπεζ Στόουν έτρεμε σαν το φύλλο. «Αυτή ήταν η φωνή του Σπαγκοραμμένου Στίβενς!» είπε με μια βραχνή φωνή που έμοιαζε με κρώξιμο. «Τον κρατάς στο μαντίλι σου!» Ο ξένος τον κοίταξε με κάποια αμηχανία. «Ναι, πράγματι έπρεπε να τον μεταφέρω στο κουτί με τη συλλογή μου», είπε με απολογητικό χαμόγελο, «αλλά είναι μέσα σ’ αυτό κάποια μάλλον ασυνήθιστα δείγματα και δε θέλω να συνωστιστούν. Αλλά –τι να κάνεις; – μικρές αντιξοότητες πάντα συμβαίνουν». «Εγώ δεν ξέρω τι εννοείς με αντιξότητες», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν, «αλλά άκουσα καθαρά τη φωνή του Σπαγκοραμμένου Στίβενς! Και δεν μπορείς βέβαια να μου πεις πως είναι νεκρός! Ήταν ακμαίος και παραδόπιστος σαν μαρμότα την περασμένη Τρίτη!» «Στην ακμή του βίου του –» είπε ο ξένος με κάποια ευλάβεια. «Άκου!» και τότε ακούστηκε από την κοιλάδα ο πένθιμος κτύπος μιας καμπάνας και ο Τζέιμπεζ Στόουν στάθηκε και άκουγε με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του. Γιατί ήξερε πολύ καλά πως η καμπάνα χτυπούσε για τον Σπαγκοραμμένο Στίβενς γιατί τώρα είχε μόλις πεθάνει. «Αυτοί οι μακροχρόνιοι λογαριασμοί», είπε ο ξένος αναστενάζοντας. «Πράγματι απεχθάνομαι να τους κλείνω, αλλά η συμφωνία είναι συμφωνία». Ο ξένος συνέχιζε να κρατάει το φουλάρι στο χέρι του, και ο Τζέιμπεζ Στόουν ένιωσε ναυτία βλέποντας το ύφασμα τα σπαρταράει και να ταλαντεύεται. «Είναι όλοι τους τόσο μικροί σαν κι αυτό;» ρώτησε βραχνά. «Μικροί;» είπε ο ξένος. «Ω, καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Αναλόγως, ποικίλουν». Υπολόγισε το ανάστημα του Τζέιμπεζ Στόουν με το μάτι δείχνοντας συγχρόνως τα κοφτερά του δόντια. «Μην ανησυχείς, κύριε Στόουν», είπε. «Εσύ θα πάρεις καλό βαθμό, χωρίς να σε κατατάξω έξω από το κουτί μου. Τώρα, ένας άντρας σαν τον Ντάνιελ Γουέμπστερ, φυσικά – λοιπόν, θα αναγκαστούμε να φτιάξουμε ειδικό κουτί γι’ αυτόν και ακόμη κι έτσι, φαντάζομαι πως το άνοιγμα των φτερών του θα σε άφηνε κατάπληκτο. Σίγουρα θα αποτελούσε έπαθλο. Πολύ θα ήθελα να βρω τρόπο να τον στριμώξω. Τώρα στην περίπτωσή σου, όπως έλεγα –» «Πάρε αυτό το φουλάρι από μπροστά μου!» είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν και άρχισε να παρακαλάει και να εκλιπαρεί, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν μια τριετή παράταση, κι αυτή υπό όρους. Αλλά μέχρι να διαπραγματευτείς κάτι τέτοιο, δεν έχεις ιδέα πόσο γρήγορα περνούν τέσσερα χρόνια. Κατά τον τελευταίο μήνα της τετραετίας, ο Τζέιμπεζ Στόουν είχε γίνει πασίγνωστος σ’ όλη την πολιτεία και κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα κατέβαινε για κυβερνήτης. Όλο αυτό όμως του έβγαινε ξινό, γιατί κάθε πρωί που ξυπνούσε, σκεφτόταν: «Πάει ακόμη μια νύχτα». Και κάθε νύχτα που πήγαινε να ξαπλώσει του ερχόταν στο μυαλό το μαύρο πορτοφόλι και η ψυχή του Σπαγκοραμμένου Στίβενς, γεγονός που του έκαιγε την καρδιά. Μέχρι που τελικά δε βάσταξε άλλο. Λίγες μέρες πριν λήξει το συμβόλαιο, ζεύει το άλογό του στην άμαξα και τραβάει κατευθείαν στον Ντάνιελ Γουέμπστερ. Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ ήταν κι αυτός γέννημα θρέμμα του Νιου Χαμπσάιρ, μόνο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Κρος Κόρνερς, και ήταν σ’ όλους γνωστό ότι είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στους παλιούς του γείτονες. Γ Ήταν νωρίς το πρωί όταν έφτασε στο Μάρσφιλντ, αλλά ο Ντάνιελ Γουέμπστερ ήταν ήδη στο πόδι, δίνοντας στα λατινικά οδηγίες στους εργάτες του και παλεύοντας με το κριάρι του, τον Γολιάθ. Επίσης δοκίμαζε σε τροχασμό ένα καινούργιο άλογο και παράλληλα προετοίμαζε ομιλίες που θα τις εκφωνούσε ενάντια του Τζον Κ. Καλχούν. Όταν όμως άκουσε πως ήρθε κάποιος από το Νιου Χαμπσάιρ να τον δει, τα παράτησε όλα. Αυτός ήταν ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. Φίλεψε τον Τζέιμπεζ Στόουν ένα πρωινό υπεραρκετό για πέντε άτομα, ρώτησε για τη ζωή κάθε άντρα και γυναίκας στο Κρος Κόρνερς, και τελικά τον ρώτησε πως μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. Ο Τζέιμπεζ Στόουν του είπε πως επρόκειτο για μια υπόθεση υποθήκης. «Λοιπόν, έχω πολύν καιρό να υπερασπιστώ υπόθεση υποθήκης και γενικά δεν το κάνω πλέον, εκτός αν πρόκειται να αγορεύσω στο Ανώτατο Δικαστήριο», είπε ο Ντάνιελ, «αλλά αν μπορώ, θα σε βοηθήσω». «Τότε μπορώ να ελπίζω για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν και του εξέθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ο Ντάνιελ βημάτιζε πέρα δώθε καθώς άκουγε, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, κάνοντας κάπου-κάπου μια ερώτηση, και κάπου-κάπου να ρίχνει επίμονες ματιές στο πάτωμα, λες και τα μάτια του θα το τρυπούσαν σαν αρίδες. Όταν ο Τζέιμπεζ Στόουν τελείωσε, ο Ντάνιελ φούσκωσε τα μάγουλά του και ξεφύσησε. Κατόπιν γύρισε προς τον Τζέιμπεζ Στόουν και ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του σαν την ανατολή του ήλιου πάνω από το όρος Μόναντνοκ. «Πράγματι εδώ είσαι σε πολύ δύσκολη θέση με τον διάβολο, γείτονα Στόουν», είπε, «αλλά θα αναλάβω την υπόθεσή σου». «Αλήθεια, θα την αναλάβεις;» είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν, μη μπορώντας να το πιστέψει. «Ναι», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. «Έχω γύρω στα εβδομήντα πέντε άλλα πράγματα να κάνω καθώς και να διευθετήσω τον Συμβιβασμό του Μιζούρι1, αλλά θα αναλάβω την υπόθεσή σου. Διότι εάν δύο κάτοικοι του Νιου Χαμπσάιρ δεν μπορούν να παραβγούν με τον διάβολο, θα κάνουμε καλά να παραχωρήσουμε όλη τη χώρα πίσω στους Ινδιάνους». Και τότε πιάνοντας το χέρι του Τζέιμπεζ Στόουν είπε: «Ήρθες εδώ βιαστικά;» «Παραδέχομαι πως έτσι ήρθα», είπε ο Τζέιμπεζ Στόουν. «Θα επιστρέψεις γρηγορότερα», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ και έδωσε εντολή να ζέψουν τα άλογα Σύνταγμα και Αστερισμό2 στο αμάξι του. Ήταν δυο άλογα γκρίζα, το ένα μ’ ένα άσπρο μπροστινό πόδι, τα οποία έτρεχαν γρηγορότερα από αστραπή. Λοιπόν, δε θα σας περιγράψω πόσο ευχαριστήθηκε και ενθουσιάστηκε ολόκληρη η οικογένεια Στόουν που θα φιλοξενούσε τον μεγάλο Ντάνιελ Γουέμπστερ όταν τελικά η άμαξα έφτασε εκεί. Ο Τζέιμπεζ είχε χάσει το καπέλο του στο δρόμο γιατί το παρέσυρε ο άνεμος καθώς τον προσπερνούσαν τρέχοντας, αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία σ’ αυτό. Όμως, μετά το δείπνο, ο Τζέιμπεζ έστειλε την οικογένεια να κοιμηθεί λέγοντας πως είχε μια άκρως σοβαρή υπόθεση να συζητήσει με τον κύριο Γουέμπστερ. Η κυρία Στόουν πρότεινε να καθίσουν στο μπροστινό σαλόνι, αλλά ο Ντάνιελ Γουέμπστερ γνώριζε καλά τι σημαίνουν τα μπροστινά σαλόνια και είπε πως προτιμούσε την κουζίνα. Έτσι λοιπόν κάθισαν εκεί, περιμένοντας συγχρόνως και τον ξένο, με μια κανάτα πάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους και με μια δυνατή φωτιά να τριζοβολάει στο τζάκι. Όπως είχε συμφωνηθεί, ήταν προγραμματισμένο ο ξένος να εμφανιστεί όταν το ρολόι θα σήμαινε μεσάνυχτα. Λοιπόν, οι περισσότεροι δε θα ζητούσαν καμιά καλύτερη συντροφιά από τον Ντάνιελ Γουέμπστερ και μια κανάτα. Αλλά σε κάθε χτύπο του ρολογιού ο Τζέιμπεζ Στόουν γινόταν όλο και πιο λυπημένος. Τα μάτια του κοίταζαν ολόγυρα και παρόλο που δοκίμαζε το ποτό της κανάτας, δεν το απολάμβανε. Τελικά, όταν σήμανε έντεκα και μισή, άρπαξε τον Ντάνιελ Γουέμπστερ από το μπράτσο. «Κύριε Γουέμπστερ, κύριε Γουέμπστερ!» είπε κι η φωνή του έτρεμε από φόβο και απελπισία. «Για τον Θεό, κύριε Γουέμπστερ, ζέψε τα άλογά σου και φύγε από δω όσο πιο γρήγορα μπορείς!» «Μ’ έφερες από τόσο μακριά, γείτονα, για να μου πεις πως δε σ’ αρέσει η συντροφιά μου;» είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ, εντελώς ήρεμα πίνοντας από την κανάτα. «Τι άθλιος που είμαι! » βόγκησε ο Τζέιμπεζ Στόουν. «Σ’ έφερα να συναντήσεις τον διάβολο και τώρα βλέπω την ανοησία μου. Αν το θέλει λοιπόν, τότε ας πάρει εμένα. Παραδέχομαι πως δεν επιζητώ κάτι τέτοιο, αλλά θα το υπομείνω. Εσύ όμως είσαι ο στυλοβάτης της Ένωσης και το καμάρι του Νιου Χαμπσάιρ! Δεν πρέπει να πάρει κι εσένα, κύριε Γουέμπστερ!» Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ κοίταξε τον Τζέιμπεζ Στόουν, που βρισκόταν σ’ έξαλλη κατάσταση, πελιδνός και να τρέμει ολόκληρος στο φως του τζακιού, και έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο του. «Είμαι υπόχρεος που σκέφτεσαι την ασφάλειά μου, γείτονα Στόουν, αλλά σκέψου και την κανάτα τούτη πάνω στο τραπέζι καθώς και την υπόθεση που έχουμε μπροστά μας. Να ξέρεις πως ποτέ στη ζωή δεν άφησα μια κανάτα ή μια υπόθεση μισοτελειωμένη». Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ακούστηκε ένας δυνατός χτύπος στην πόρτα. «Α», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ με μεγάλη ψυχραιμία, «νομίζω πως το ρολόι σου πάει λίγο πίσω, γείτονα Στόουν». Πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. «Περάστε», είπε. Ο ξένος μπήκε μέσα – μαυροντυμένος και ψηλός κοίταξε στη φωτιά. Κουβαλούσε ένα κουτί στη μασχάλη του – ένα μαύρο, λακαρισμένο κουτί με διάτρητο καπάκι. Βλέποντάς το ο Τζέιμπεζ Στόουν έβγαλε μια υπόκωφη κραυγή και μαζεύτηκε σε μια γωνιά του δωματίου. «Ο κύριος Γουέμπστερ, υποθέτω», είπε ο ξένος, με περισσή ευγένεια, αλλά τα μάτια του γυάλιζαν σαν της αλεπούς στα βάθη του δάσους. «Συνήγορος του Τζέιμπεζ Στόουν», απάντησε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ και τα μάτια του έλαμπαν επίσης. «Μπορώ να μάθω πώς ονομάζεστε;» «Είμαι γνωστός με πολλά ονόματα», αποκρίθηκε ο ξένος ανέμελα. «Ίσως Γδάρτης θα αρκούσε για απόψε. Συχνά έτσι με αποκαλούν σ’ αυτά τα μέρη». Κατόπιν κάθισε στο τραπέζι και σερβιρίστηκε από την κανάτα. Το ποτό, αν και κρύο μέσα στην κανάτα, βγήκε αχνιστό στο ποτήρι. «Και τώρα», είπε ο ξένος χαμογελώντας και δείχνοντας τα δόντια του, «θα αποταθώ σε σας, σαν σε νομοταγή πολίτη, να με βοηθήσετε να πάρω στην κατοχή μου αυτό που μου ανήκει». Λοιπόν, η συζήτηση άρχισε μ’ αυτό το επιχείρημα και συνεχίστηκε παθιασμένα. Στην αρχή ο Τζέιμπεζ Στόουν είχε μια αμυδρή ελπίδα, αλλά όταν είδε τον Ντάνιελ Γουέμπστερ να στριμώχνεται από σημείο σε σημείο, απλά εξακολουθούσε να κάθεται ζαρωμένος στη γωνιά του με τα μάτια στυλωμένα στο λακαρισμένο κουτί. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία σχετικά με το συμβόλαιο ή την υπογραφή – κι αυτό ήταν το χειρότερο. Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ έσφιγγε και έστρεφε και χτυπούσε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει. Πρότεινε συμβιβασμό της υπόθεσης. Ο ξένος ούτε καν ν’ ακούσει. Τόνισε ότι η αξία της περιουσίας αυξήθηκε, και οι γερουσιαστές της πολιτείας πρέπει να εκτιμούνται περισσότερο. Ο ξένος όμως επέμενε στο γράμμα του νόμου. Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ ήταν σπουδαίος δικηγόρος, αλλά είναι γνωστό σ’ όλους ποιος είναι ο Βασιλιάς των Δικολάβων, όπως λένε κι οι Γραφές, και για πρώτη φορά φαινόταν σαν να είχε βρει ο Ντάνιελ Γουέμπστερ τον δάσκαλό του. Τελικά ο ξένος φάνηκε να χασμουριέται. «Οι γενναίες σου προσπάθειες υπέρ του πελάτη σου σε τιμούν, κύριε Γουέμπστερ», είπε, «αλλά αν δεν έχεις περαιτέρω επιχειρήματα να προβάλεις, νομίζω πως ο χρόνος με πιέζει –» και τότε ο Τζέιμπεζ Στόουν αναρρίγησε. Το πρόσωπο του Ντάνιελ Γουέμπστερ έγινε σκοτεινό σαν σύννεφο πριν από καταιγίδα. «Σε πιέζει ή όχι, τον άντρα τούτο δε θα τον πάρεις», βροντοφώναξε. «Ο κύριος Στόουν είναι Αμερικανός πολίτης, και κανένας Αμερικανός πολίτης δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να υπηρετήσει έναν αλλοδαπό πρίγκιπα. Γι’ αυτό ακριβώς πολεμήσαμε το δώδεκα τους Άγγλους και θα πολεμήσουμε ολόκληρη την Κόλαση για έναν τέτοιο σκοπό ξανά. «Αλλοδαπό;», είπε ο ξένος. «Και ποιος με αποκαλεί αλλοδαπό;» «Μα, ποτέ δεν έχω ακούσει πως ο διαβ – πως διεκδικείς την Αμερικανική υπηκοότητα», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ έκπληκτος. «Και ποιος άλλος έχει καλύτερα αυτό το δικαίωμα από μένα;» ρώτησε ο ξένος μ’ ένα από τα πιο φρικαλέα χαμόγελά του. «Όταν διαπράχθηκε η πρώτη αδικία εις βάρος των Ινδιάνων, εγώ ήμουν παρών. Όταν το πρώτο δουλεμπορικό έβαλε πλώρη για το Κονγκό, εγώ βρισκόμουν πάνω στο κατάστρωμα. Δεν είμαι εγώ εκείνος για τον οποίο γράφουν τα βιβλία σας και διηγούνται στις ιστορίες και υπάρχει στις δοξασίες των κατοίκων σας από τις πρώτες αποικίες και μετά; Δε μιλούν για μένα σε κάθε εκκλησία της Νέας Αγγλίας; Είναι γεγονός πως για κάθε Βόρειο θεωρούμαι Νότιος, κι οι Νότιοι με τη σειρά τους με αποκαλούν Βόρειο, αλλά εγώ δεν είμαι κανείς απ’ τους δυο. Είμαι απλά ένας έντιμος Αμερικανός σαν κι εσένα – και μάλιστα αρίστης καταγωγής – γιατί, για να λέμε την αλήθεια, κύριε Γουέμπστερ, αν και δε θέλω να κομπάζω γι’ αυτό, το όνομά μου σ’ αυτή τη χώρα είναι αρχαιότερο από το δικό σου». «Αχά!» έκανε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ, και οι φλέβες του φούσκωσαν στο μέτωπό του. «Τότε επικαλούμαι το Σύνταγμα! Απαιτώ να εκδικαστεί η υπόθεση του πελάτη μου!» «Η υπόθεση μόλις και μετά βίας μπορεί να εκδικαστεί σε κανονικό δικαστήριο», είπε ο ξένος και τα μάτια του άστραψαν. «Κι έπειτα η ώρα είναι προχωρημένη –» «Τότε όρισε εσύ όποιο δικαστήριο θέλεις, αρκεί να προεδρεύει Αμερικανός και Αμερικανοί ένορκοι!» είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ με έπαρση. «Ας είναι οι νεκροί ή οι ζωντανοί. Εγώ θα συμμορφωθώ με την απόφασή σου!» «Σύ είπας», απάντησε ο ξένος και έδειξε με το δάχτυλό του την πόρτα. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ακούστηκε απέξω μια ριπή ανέμου και θόρυβος βημάτων. Προέρχονταν μέσα από το σκοτάδι, καθαρά και ευδιάκριτα. Κι όμως, δεν έμοιαζαν με βήματα ζωντανών. «Για το Θεό, ποιοι έρχονται τόσο αργά μέσα στη νύχτα;» ξεφώνισε ο Τζέιμπεζ Στόουν κυριευμένος από ξαφνικό φόβο. «Οι ένορκοι που απαιτεί ο κύριος Γουέμπστερ», είπε ο ξένος ρουφώντας το αχνιστό ποτό από το ποτήρι του. «Θα πρέπει να συγχωρήσεις την απεριποίητη εμφάνιση μερικών. Έχουν έρθει από πολύ μακριά». Δ Και με τα λόγια αυτά η φωτιά άρχισε να καίει με μια γαλάζια φλόγα καθώς άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα, ένας-ένας, δώδεκα άτομα. Εάν ο Τζέιμπεζ Στόουν είχε κυριευθεί από τρόμο πριν, τώρα πια καταβλήθηκε από ανείπωτη φρίκη. Διότι εκεί μπροστά του έβλεπε τον αγγλόφιλο άποικο Γουόλτερ Μπάτλερ, που προξένησε φωτιά και φρίκη στην Κοιλάδα Μοχόκ τους χρόνους της Αμερικανικής Επανάστασης. Και να, ο Σάιμον Γκέρτι, ο εξωμότης, που έβλεπε τους λευκούς να καίγονται στην πυρά κι αυτός ν’ αλαλάζει με τους Ινδιάνους. Είχε μάτια πράσινα σαν της αγριόγατας, και οι λεκέδες από αίμα ελαφιού έμειναν στα ρούχα του ανεξίτηλοι. Κι ο Βασιλιάς Φίλιππος ήταν παρών, άγριος και αλαζόνας, με τη μεγάλη ανοιχτή πληγή στο κεφάλι του, που του επέφερε τον θάνατο, μαζί με τον ανελέητο Κυβερνήτη Ντέιλ, που βασάνιζε και τσάκιζε ανθρώπους στον τροχό. Εκεί ήταν κι ο Μόρτον από το Μεριμάουντ, ο οποίος πολλά δεινά επέφερε στην αποικία του Πλύμουθ, με το ζωηρό, ανέμελο και ωραίο πρόσωπό του αλλά και με το μίσος τους προς τους θεοφοβούμενους. Εκεί ήταν και ο Τίτς, ο αιματοβαμμένος πειρατής με το σγουρά του γένια να φτάνουν μέχρι το στήθος του. Ο αιδεσιμότατος Τζον Σμιτ, να βαδίζει προς το ικρίωμα ντυμένος με την ιερατική του τήβεννο. Το κόκκινο αποτύπωμα του σχοινιού φαινόταν ακόμη γύρω από το λαιμό του ενώ στο ένα του χέρι να κρατά ένα αρωματισμένο μαντίλι. Εν κατακλείδι, μπήκαν μέσα στο δωμάτιο, με το πυρ της κολάσεως πάνω τους, ενώ ο ξένος έλεγε τα ονόματά τους καθώς και την εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας και των δώδεκα. Κι όμως ο ξένος δεν έλεγε ψέματα – όλοι τους είχαν παίξει τον ρόλο τους στη δημιουργία της Αμερικής. «Είσαι ικανοποιημένος με τους ενόρκους, κύριε Γουέμπστερ;» είπε ειρωνικά ο ξένος αφού όλοι τους είχαν καθίσει στις θέσεις τους. Το πρόσωπο του Ντάνιελ Γουέμπστερ είχε πλημμυρίσει στον ιδρώτα, αλλά ή φωνή του ήταν καθαρή σαν καμπάνα. «Εντελώς ικανοποιημένος», είπε. «Αν και δε θα ήθελα να λείπει από την ομήγυρη ο στρατηγός Άρνολντ, που κατά την επανάσταση αποστάτησε προς τους Άγγλους». «Ο Μπένεντικτ Άρνολντ είναι απασχολημένος σε άλλη υπόθεση», είπε ο ξένος βλοσυρά. «Λοιπόν, ζήτησες δικαιοσύνη, φαντάζομαι». Έδειξε με το δάχτυλό του ακόμη μια φορά, κι ένας ψηλός άντρας, ντυμένος με τη σκούρα ενδυμασία των Πουριτανών, και με το έξαλλο βλέμμα του φανατικού, μπήκε αργά στο δωμάτιο και πήρε τη θέση του δικαστή. «Ο δικαστής Χάθορν είναι έμπειρος δικαστικός», είπε ο ξένος. «Ο ίδιος προήδρευσε σε ορισμένες δίκες μαγισσών που έγιναν κάποτε στο Σέιλεμ. Μερικοί δικαστές μετάνιωσαν αργότερα για το θέμα αυτό, αυτός όμως όχι». «Να μετανιώσω για τέτοια σπουδαία και θαυμάσια εγχειρήματα;» συμπλήρωσε ο άτεγκτος γηραιός δικαστής. «Ποτέ, ποτέ – στην αγχόνη όλες οι μάγισσες! » και καθώς μονολογούσε μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να έμπηγε κομμάτια πάγου στην ψυχή του Τζέιμπεζ Στόουν. Κατόπιν, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε η δίκη, και τα πράγματα δεν έδειχναν ευνοϊκά για την υπεράσπιση. Όσο για τον Τζέιμπεζ Στόουν δεν ήταν κι ο ίδιος καλός μάρτυρας. Βλέποντας τον Σάιμον Γκέρτι έβγαλε ένα ουρλιαχτό και αναγκάστηκαν να τον πάνε πίσω στη γωνιά του σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Το επεισόδιο αυτό δεν σταμάτησε τη δίκη. Η δίκη συνεχίστηκε, όπως όφειλε. Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ είχε στις μέρες του αντιμετωπίσει μερικά σκληρά σώματα ενόρκων με δικαστές έτοιμους να στείλουν ανθρώπους στην αγχόνη, αλλά τούτη εδώ η δίκη ήταν η πιο δύσκολη που αντιμετώπιζε και το καταλάβαινε πολύ καλά. Οι ένορκοι έπιασαν τις θέσεις τους και τα μάτια τους έλαμπαν με χαιρεκακία καθώς η απαλή φωνή του ξένου συνέχιζε να ηχεί μονότονα. Κάθε φορά που ο ξένος πρόβαλλε μια ένσταση, γινόταν πάντα δεκτή, αλλά όταν ο Ντάνιελ πρόβαλλε δικές του ενστάσεις, πάντοτε απορρίπτονταν. Λοιπόν, δεν μπορούσε κανείς να αναμένει δίκαιη μεταχείριση από άτομο σαν τον κύριο Γδάρτη. Στο τέλος ο Ντάνιελ δεν άντεξε και άρχισε να εξάπτεται και να καίει σαν το σίδερο στο καμίνι. Όταν σηκώθηκε να αγορεύσει, ήταν έτοιμος να γδάρει τον ξένο, τον δικαστή και τους ενόρκους με κάθε νομικό τερτίπι που ήξερε. Δεν τον ένοιαζε πια αν έδειχνε περιφρόνηση στο δικαστήριο ούτε οι επακόλουθες συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Ούτε καν τον ένοιαζε τι θα συνέβαινε στον Τζέιμπεζ Στόουν. Ο θυμός του μεγάλωνε όλο και περισσότερο σκεπτόμενος τι έπρεπε να πει. Κι όμως, κατά περίεργο τρόπο, όσο πιο πολύ σκεφτόταν, τόσο λιγότερο ένιωθε ικανός να βάλει σε τάξη το μυαλό του για το τι θα πει. Μέχρι τελικά, θεώρησε πως ήταν πια καιρός να σταθεί στα πόδια του, πράγμα που έκανε, πανέτοιμος τώρα να τους κατακεραυνώσει με τις καταγγελίες του. Αλλά πριν αρχίσει, κοίταξε ολόγυρα, όπως συνηθίζεται. Και τότε παρατήρησε τη λάμψη χαιρεκακίας στα μάτια τους να γίνεται διπλή από πριν, και όλοι έσκυψαν προς τα μπρος. Έμοιαζαν σαν κυνηγόσκυλα πριν πιάσουν την αλεπού, ενώ ο βαθυγάλαζος ατμός του κακού πύκνωνε μέσα στο δωμάτιο καθώς τους παρατηρούσε. Κατόπιν είδε τι επρόκειτο να κάνει και σκούπισε το μέτωπό του σαν κάποιος που παραλίγο μέσα στο σκοτάδι γλίτωσε από την πτώση του μέσα σ’ ένα πηγάδι. Διότι συνειδητοποίησε πως γι’ αυτόν κυρίως είχαν έρθει και λιγότερο για τον Τζέιμπεζ Στόουν. Το διάβασε στη λάμψη των ματιών τους και στον τρόπο που ο ξένος έκρυβε το στόμα του με το ένα χέρι. Και εάν τους πολεμούσε με τα δικά τους όπλα, θα υπόκειτο στη δύναμή τους. Το ήξερε πολύ καλά αν και δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν ο δικός του θυμός και η φρίκη που έκαιγε στα μάτια τους και θα έπρεπε να τα εξαλείψει αλλιώς θα έχανε την υπόθεση. Στάθηκε για μια στιγμή με τα μαύρα του μάτια να καίνε σαν ανθρακίτης. Και μετά άρχισε να μιλάει. Ξεκίνησε με χαμηλή φωνή αν και ακουγόταν καθαρά κάθε του λέξη. Λένε πως μπορούσε να κάνει τις άρπες των αγγέλων να ηχήσουν αν το επέλεγε. Και τούτο ήταν τόσο απλό και εύκολο όπως μπορούσε να κάνει κάποιον να μιλήσει. Γι’ αυτό δεν ξεκίνησε με κατηγόριες και ύβρεις. Μιλούσε για πράγματα που καθιστούν μια χώρα πραγματική χώρα και έναν άνθρωπο πραγματικό άνθρωπο. Και άρχισε με απλά πράγματα που ο καθένας γνώριζε και αισθανόταν – τη φρεσκάδα ενός υπέροχου πρωινού όταν είσαι νέος, τη γεύση του φαγητού όταν πεινάς, και την κάθε μέρα που βλέπεις σαν καινούρια όταν είσαι παιδί. Τα απαριθμούσε σαν να τα έπιανε στα χέρια του. Ήταν καλά πράγματα για τον καθένα. Αλλά χωρίς ελευθερία, γίνονταν αηδιαστικά. Και όταν μίλησε για τους δούλους και τη δυστυχία της δουλείας, η φωνή του ακούστηκε σαν τον ήχο μιας μεγάλης καμπάνας. Μίλησε για τις πρώτες μέρες της Αμερικής και τους ανθρώπους που δημιούργησαν εκείνες τις μέρες. Ο λόγος του δεν ήταν πομπώδης, αλλά ήταν κατανοητός. Παραδέχτηκε για όλα τα κακά που είχαν γίνει. Απέδειξε όμως πώς από το κακό και το ορθό, από τον πόνο και τους λιμούς, κάτι καλό είχε βγει. Κι ο καθένας ξεχωριστά είχε παίξει τον ρόλο του σ’ αυτό, ακόμη και οι προδότες. Κατόπιν γύρισε προς τον Τζέιμπεζ Στόουν και δείχνοντάς τον τόνισε πως ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος που τον είχε χτυπήσει σκληρά η μοίρα, την οποία ήθελε να αλλάξει. Και επειδή ήθελε να την αλλάξει, επρόκειτο τώρα να τιμωρηθεί σ’ όλη την αιωνιότητα. Κι όμως ενυπήρχε κάτι καλό στον Τζέιμπεζ Στόουν, και έδειξε αυτό το καλό. Ήταν βέβαια σκληρός και κακόβουλος ενίοτε, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Το να είσαι άνθρωπος μπορεί να είναι θλιβερό, αλλά γι’ αυτό πρέπει κανείς να είναι και περήφανος. Και έδειξε τι σημαίνει υπερηφάνεια να είσαι άνθρωπος, την οποία δεν μπορούσες να μην την νιώθεις. Και δε συνηγορούσε πλέον υπέρ κανενός αν και η φωνή του ηχούσε σαν εκκλησιαστικό αρμόνιο. Έλεγε την ιστορία, για τις αποτυχίες και για το ατέλειωτο ταξίδι της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο. Οι άνθρωποι ξεγελιούνται, παγιδεύονται και εξαπατούνται, αλλά δεν παύει να είναι ένα σπουδαίο ταξίδι. Και κανείς δαίμονας που βγήκε ποτέ από την Κόλαση θα μπορούσε να γνωρίσει τη βαθύτερη έννοια αυτού – χρειάζεται μόνον ο άνθρωπος για να τη νιώσει. Ε Η φωτιά στο τζάκι άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει κι απέξω σηκώθηκε ο πρωινός αέρας. Το φως άρχισε να γκριζάρει μέσα στο δωμάτιο όταν ο Ντάνιελ Γουέμπστερ τελείωσε και οι τελευταίες του λέξεις αφορούσαν το Νιου Χαμπσάιρ και το μέρος της γης που ο καθένας αγαπά και προσκολλάται. Το ζωγράφισε με ζωηρά χρώματα και στον καθένα από τους ενόρκους μίλησε για πράγματα προ πολλού ξεχασμένα, διότι η φωνή του έμπαινε στα μύχια της καρδιάς τους – γεγονός που ήταν το τάλαντο και η δύναμή του. Και σε κάποιον η φωνή του ήταν σαν τη μυστικότητα του δάσους, και σ’ άλλον σαν τη θάλασσα και τις τρικυμίες της. Και ο ένας άκουγε την κραυγή του χαμένου έθνους του, κι ο άλλος ξανάβλεπε ένα μικρό αθώο συμβάν που είχε χρόνια να το θυμηθεί. Κι ο καθένας ξεχωριστά έβλεπε κάτι. Κι όταν τελικά τερμάτισε την αγόρευσή του, ο Ντάνιελ Γουέμπστερ δεν ήξερε αν είχε σώσει τον Τζέιμπεζ Στόουν ή όχι. Ήξερε όμως πως είχε κατορθώσει ένα θαύμα: η χαιρεκακία είχε εξαφανιστεί τόσο από τους ενόρκους όσο κι από τον δικαστή, και, προς στιγμή, ξανάγιναν πάλι άνθρωποι και συνειδητοποίησαν πως ήταν άνθρωποι. «Η υπεράσπιση δεν έχει να προσθέσει περισσότερα», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ και στάθηκε ακίνητος σαν βουνό. Τα αυτιά του βούιζαν από την ομιλία του, και δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτε άλλο μέχρι που μίλησε ο Δικαστής Χάθορν: «Οι ένορκοι θα αποσυρθούν να εκδώσουν την ετυμηγορία τους». Ο Γουόλτερ Μπάτλερ σηκώθηκε και το πρόσωπό του έδειχνε μια σκοτεινή, αλλά κι εύθυμη περηφάνια μαζί. «Οι ένορκοι έχουν εκδώσει την ετυμηγορία τους», είπε κοιτάζοντας τον ξένο κατάματα. «Θεωρούμε τον κατηγορούμενο Τζέιμπεζ Στόουν αθώο». Αμέσως το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του ξένου, αλλά ο Γουόλτερ Μπάτλερ δε δείλιασε. «Μπορεί η απόφασή μας να μην είναι σε πλήρη συμφωνία με τα αποδεικτικά στοιχεία», είπε, «αλλά ακόμη και οι κολασμένοι έχουν το δικαίωμα να χαιρετίσουν την ευγλωττία του κυρίου Γουέμπστερ». Με τα λόγια αυτά το παρατεταμένο λάλημα του πετεινού έσκισε τον πρωινό ουρανό, και δικαστής και ένορκοι εξαφανίστηκαν σαν φύσημα καπνού λες και να μην υπήρξαν ποτέ εκεί. Ο ξένος στράφηκε προς τον Ντάνιελ Γουέμπστερ μ’ ένα πικρόχολο χαμόγελο. «Ο ταγματάρχης Μπάτλερ πάντα υπήρξε ένας θαρραλέος άντρας», είπε, «αλλά ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα έδειχνε τέτοιο θάρρος. Μολαταύτα, μεταξύ κυρίων, τα συγχαρητήριά μου». «Πρώτα απ’ όλα, να μου δώσεις εκείνο το χαρτί, αν έχεις την καλοσύνη», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ, και παίρνοντάς το τό έσκισε σε τέσσερα κομμάτια. Κατά περίεργο τρόπο ήταν ζεστό όταν το έπιασε. «Και τώρα», είπε, «σε κρατώ!» και το χέρι του έπεσε βαρύ σαν μια αρκουδοπαγίδα στο μπράτσο του ξένου. Ήξερε πολύ καλά πως άμα νικούσες κάποιον σαν τον κύριο Γδάρτη σε δίκαιο αγώνα, δεν είχε καμιά δύναμη πάνω σου, πράγμα που το ήξερε κι ο κύριος Γδάρτης. Ο ξένος συστράφηκε και στριφογύρισε χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από εκείνη την αρπάγη. «Έλα, τώρα, κύριε Γουέμπστερ», έκανε μ’ ένα χλωμό χαμόγελο, «αυτό που κάνεις είναι γελ-αχ!-γελοίο. Αν ανησυχείς για τη δαπάνη της υπόθεσης, φυσικά, μετά χαράς θα πληρώσω –» «Και βέβαια θα πληρώσεις!» είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ, ταρακουνώντας τον μέχρι που ακούστηκαν να κροταλίζουν τα δόντια του. «Και τώρα θα καθίσεις σ’ εκείνο το τραπέζι και θα συντάξεις ένα έγγραφο υποσχόμενος ότι ποτέ στο μέλλον δε θα ενοχλήσεις τον Τζέιμπεζ Στόουν ούτε τους κληρονόμους του ή τους διαδόχους του κι ούτε κανέναν άλλο κάτοικο του Νιου Χαμπσάιρ μέχρι την Ημέρα της Κρίσεως! Και αν θελήσουμε να αναστατώσουμε τον Άδη, θα το κάνουμε μόνοι μας χωρίς τη μεσολάβηση των ξένων». «Αχ!», έκανε ο ξένος. «Ωχ! Απ’ ότι βλέπω οι ξένοι δεν ήταν και τόσο ικανοί – αχ! ωχ! – συμφωνώ!» Κι έτσι κάθισε και συνέταξε το έγγραφο, αλλά Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ συνέχιζε να τον κρατάει από το γιακά του σακακιού του όλη την ώρα. «Και τώρα, μπορώ να φύγω;» ρώτησε ο ξένος, πολύ ταπεινά αφού πρώτα ο Ντάνιελ Γουέμπστερ είχε δει πως το έγγραφο ήταν διατυπωμένο με άψογο νομικό τρόπο. «Να φύγεις;» είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ δίνοντάς του ακόμη μια σκουντιά. «Ακόμη δεν ξέρω τι να κάνω μ’ εσένα. Κανόνισες το κόστος, βέβαια, της υπόθεσης, αλλά εγώ δεν κανόνισα μαζί σου. Λέω να σε πάρω μαζί μου πίσω στο Μάρσφιλντ», είπε κάπως στοχαστικά. «Έχω ένα κριάρι που το λένε Γολιάθ και μπορεί να σπάσει μια σιδερένια πόρτα. Λέω να σε αμολήσω στο μαντρί του και να δω τι θα σου κάνει». Λοιπόν, ο ξένος άρχισε να παρακαλάει, να ικετεύει και να εκλιπαρεί τόσο ταπεινωμένος που ο Ντάνιελ, μια και ήταν εκ φύσεως καλοκάγαθος, συμφώνησε να τον αφήσει. Ο ξένος αισθανόμενος τρομερά ευγνώμων του είπε, απλά για να του δείξει ότι τώρα έγιναν φίλοι, ότι θα του πει το μέλλον πριν φύγει. Ο Ντάνιελ συμφώνησε αν και συνήθως δεν έδινε μεγάλη βάση στα λόγια των διάφορων μελλοντολόγων. Ο ξένος όμως, φυσικά, δεν ήταν συνηθισμένος χειρομάντης. Λοιπόν, εξέτασε προσεχτικά τις γραμμές στις παλάμες του Ντάνιελ. Του είπε αξιοσημείωτα πράγματα, το ένα μετά το άλλο, όλα όμως του παρελθόντος. «Ναι, πράγματι, όλα αληθεύουν», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. «Αλλά τι θα μου συμβεί στο μέλλον;» Ο ξένος έδειξε τα δόντια του σ’ ένα πλατύ, χαρούμενο μειδίαμα και κούνησε το κεφάλι του. «Το μέλλον σου δεν είναι όπως το περιμένεις», είπε. «Είναι σκοτεινό. Έχεις μια μεγάλη φιλοδοξία, κύριε Γουέμπστερ». «Και βέβαια έχω», είπε ο Ντάνιελ σθεναρά, γιατί όλοι ήξεραν πως ήθελε να γίνει Πρόεδρος. «Θα πλησιάσεις πάρα πολύ κοντά», είπε ο ξένος, «αλλά δε θα το κατορθώσεις. Κατώτεροι από σένα θα γίνουν Πρόεδροι κι εσύ θα παραγκωνιστείς». «Ακόμη κι έτσι, εγώ θα συνεχίσω να είμαι ο Ντάνιελ Γουέμπστερ», είπε ο Ντάνιελ. «Συνέχισε!» «Έχεις δυο δυνατούς γιους», είπε ο ξένος κουνώντας το κεφάλι του. «Προσμένεις να δημιουργήσεις μια οικογενειακή διαδοχή, αλλά και οι δυο θα πέσουν ηρωικά στο πεδίο της μάχης και κανένας τους δε θα φτάσει να γίνει σπουδαίος». «Ζήσουν, πεθάνουν, δε θα πάψουν να είναι παιδιά μου», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. «Συνέχισε!» «Έχεις βγάλει μεγαλειώδεις λόγους», είπε ο ξένος», και θα βγάλεις κι άλλους πολλούς». «Α», έκανε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. «Αλλά ο τελευταίος σου σημαντικός λόγος θα στρέψει πολλούς δικούς σου εναντίον σου», είπε ο ξένος. «Θα σε αποκαλέσουν Βαρχαβώθ3, καθώς και με άλλα ονόματα. Ακόμη και στη Νέα Αγγλία μερικοί θα πουν πως τα γύρισες και πούλησες τη χώρα σου, και θα γαυγίζουν εναντίον σου μέχρι τον θάνατό σου». «Εφόσον θα είναι ένας έντιμος λόγος, δεν έχει σημασία τι θα πουν οι άλλοι», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ. Κατόπιν κοίταξε τον ξένο και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. «Μια ερώτηση», είπε: «Όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα για την Ένωση των Πολιτειών. Θα δω τον αγώνα μου να δικαιώνεται ενάντια αυτών που θα ήθελαν να τη διαλύσουν;» «Όχι όσο ζεις», είπε ο ξένος με κάποια μελαγχολία, «αλλά ο αγώνας σου τελικά θα δικαιωθεί. Και μετά τον θάνατό σου, θα υπάρξουν χιλιάδες που θα αγωνιστούν για τον σκοπό σου, χάρη σ’ αυτά που έχεις πει». «Βρε, τον μακρυκάνη, κοκαλιάρη, τετραγωνοκέφαλο, χειρομάντη τοκογλύφο!» είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ ξεσπώντας σ’ ένα τρανταχτό γέλιο, «πάρε δρόμο τώρα και πήγαινε εκεί που ανήκεις πριν σε σημαδέψω! Μα τις δεκατρείς αρχικές πολιτείες, και στην Κόλαση θα πήγαινα να σώσω την Ένωση!» Και μ’ αυτά τα λόγια τράβηξε το πόδι του προς τα πίσω έτοιμος να του δώσει μια κλωτσιά που θα ζάλιζε άλογο. Ήταν μόνο η άκρη του παπουτσιού του άγγισε τον ξένο και τον πέταξε έξω από την πόρτα με το κουτί της συλλογής του στη μασχάλη. «Και τώρα», είπε ο Ντάνιελ Γουέμπστερ βλέποντας τον Τζέιμπεζ Στόουν να συνέρχεται από τη λιποθυμία του, «για να δούμε τι απέμεινε στην κανάτα, γιατί ξεράθηκε ο λαιμός μου μιλώντας όλη νύχτα. Ελπίζω να έχεις πίτα για πρωινό, γείτονα Στόουν». Λένε, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο διάβολος πλησιάζει το Μάρσφιλντ, κρατάει μια σεβαστή απόσταση, και από τότε έχει να φανεί στην πολιτεία του Νιου Χαμπσάιρ. Δε μιλάω για τη Μασαχουσέτη και το Βερμόντ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στίβεν Βίνσεντ Μπενέ Γέννηση: 22 Ιουλίου 1898, Βηθλεέμ, Πενσυλβάνια, ΗΠΑ Απεβίωσε: 13 Μαρτίου 1943, Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ Βραβεία: Βραβείο Πούλιτζερ Καλύτερου ποιητικού βιβλίου
Stephen Vincent Benét - Wikipedia, the free encyclopedia
1 Ο Συμβιβασμός του Μιζούρι ήταν ένα ομοσπονδιακό θέσπισμα που προέβλεπε την
απαγόρευση της δουλείας στην περιοχή της Λουϊζιάνας, εκτός μέσα στα όρια της
προτεινόμενης πολιτείας του Μιζούρι. Ο συμβιβασμός κατοχυρώθηκε με νόμο το
1820.
2 Το Κογκρέσο των ΗΠΑ είχε δώσει εντολή στο Αμερικανικό Ναυτικό το 1794 να
ναυπηγήσει έξη φρεγάτες – εκ των οποίων οι δύο ήταν το Σύνταγμα και ο
Αστερισμός.
3ΒΑΡΧΑΒΩΘ (ΙΧΑΒΩΘ): Ο Ιωχαβήδ ή Βαρχαβώθ (Ιχαβώδ) ήταν ο δεύτερος γιος
του Φινεές, αδερφός του Αχιτώβ (Αχιτούβ) και εγγονός του αρχιερέα Ηλί (Α'
Βασιλειών 4,19-21. 14,3). Κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ, από την ιερατική γενιά του
Ιθάμαρ, μικρότερου γιου του Ααρών. Μετά τη μάχη των Ισραηλιτών με τους
Φιλισταίους, κατά την οποία η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των
Φιλισταίων και σκοτώθηκαν οι δύο γιοι του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές, η νύφη του
Ηλί, η γυναίκα του Φινεές, ήταν έγκυος και πλησίαζε να γεννήσει. Μόλις άκουσε την
είδηση ότι άρπαξαν την Κιβωτό της Διαθήκης και ότι ο πεθερός της και ο άντρας της
πέθαναν, γονάτισε και γέννησε, γιατί την έπιασαν οι πόνοι. Επειδή μετά τη γέννα
πέθαινε, δεν έδωσε σημασία στη γέννηση του παιδιού της, παρά μόνο σκέφτηκε και
είπε: «Χάθηκε η δόξα από τον Ισραήλ!» Κι ονόμασε το παιδί της Βαρχαβώθ
(Ιχαβώδ). Κι όλοι οι Ισραηλίτες μετά τη συμφορά αυτή είπαν ότι έφυγε η δόξα από
τον Ισραήλ (Α' Βασιλειών 4,19-22).
|