spacer.png, 0 kB
Ισαάκ Ασίμωφ: Επάγγελμα. (2ο μέρος) Εκτύπωση E-mail

Ο Τζορτζ δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει με κατάπληξη τον διπλανό του, ο οποίος έσκυψε για να του πει (φωνάζοντας δυνατά για ν’ ακουστεί μέσα σ’ εκείνη την οχλοβοή), «Κανείς δεν είναι εδώ από την πόλη μου, αλλά θα υποστηρίξω τη δική σου. Είναι κάποιος που ξέρεις;»

Ο Τζορτζ μαζεύτηκε. «Όχι».

«Παρατήρησα πως κοιτούσες προς τα εκεί. Θα ήθελες να σου δανείσω τα κιάλια μου;».

«Όχι, ευχαριστώ». (Δεν κοιτάει ο τρελόγερος τη δουλειά του καλύτερα;)

Ο εκφωνητής συνέχισε με άλλες τυπικές λεπτομέρειες σχετικές με τον αύξοντα αριθμό του διαγωνισμού, την μέθοδο της χρονομέτρησης, τα αποτελέσματα και άλλα. τελικά, μπήκε στην ουσία του θέματος και στο ακροατήριο έπεσε απόλυτη σιωπή για ν’ ακούσει.

«Κάθε διαγωνιζόμενος θα εφοδιαστεί με μια ράβδο ενός μη σιδηρούχου κράματος απροσδιόριστης σύνθεσης. Θα του ζητηθεί να δειγματίσει και να αναλύσει τη ράβδο, αποτιμώντας όλα τα υλικά σωστά με προσέγγιση τεσσάρων δεκαδικών ψηφίων επί τοις εκατόν. Όλοι θα χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτόν έναν τύπο μικροφασματογράφου Μπίμαν FX-2, ο οποίος προς στιγμήν δεν λειτουργεί κανονικά». Ακούστηκαν επαινετικές φωνές από το ακροατήριο.

«Κάθε διαγωνιζόμενος θα πρέπει να προσδιορίσει το σφάλμα του μηχανήματος και να το διορθώσει. Θα του δοθούν εργαλεία και ανταλλακτικά. Τα απαραίτητα ανταλλακτικά μπορεί να μην είναι άμεσα διαθέσιμα, αλλά στην προκειμένη περίσταση θα πρέπει να ζητηθούν, και ο χρόνος παράδοσής τους θα αφαιρεθεί από την τελική χρονομέτρηση. Έτοιμοι όλοι οι διαγωνιζόμενοι;»

Ο πίνακας πάνω από τον διαγωνιζόμενο πέντε άστραψε φρενήρης σε κόκκινο χρώμα. Ο Πέντε έφυγε γρήγορα και επέστρεψε ένα λεπτό αργότερα. Το ακροατήριο γέλασε με κατανόηση.

«Όλοι οι διαγωνιζόμενοι έτοιμοι τώρα;»

Οι πίνακες παρέμειναν κενοί.

«Καμιά ερώτηση;»

Συνέχισαν να παραμένουν κενοί.

«Μπορείτε να αρχίσετε».

Δεν υπήρχε φυσικά τρόπος να γνωρίζει κανείς από το ακροατήριο για την πρόοδο των διαγωνιζομένων παρά μόνο όσα μπορούσαν να συμπεράνουν από τα γραφόμενα πάνω στους πίνακες. Τούτο όμως δεν είχε καμιά σημασία. Εκτός από τους περιστασιακούς μεταλλουργούς ανάμεσα στους θεατές, κανείς δεν ήταν σε θέση εν πάση περιπτώσει να καταλάβει επαγγελματικά κάτι. Αυτό που είχε σημασία ήταν ποιος ήταν πρώτος νικητής, ποιος δεύτερος, ποιος τρίτος. Γι’ αυτούς που πόνταραν στοιχήματα στις κερκίδες (παράνομα αλλά αναπόφευκτα) αυτό ήταν που μετρούσε. Όλα τα άλλα στάχτη και μπούρμπερη.

Ο Τζορτζ, όπως κι υπόλοιποι, παρακολουθούσε με λαχτάρα, κοιτάζοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλον διαγωνιζόμενο, παρατηρώντας πώς εκείνος εκεί αφαίρεσε το κάλυμμα του μικροφασματογράφου πολύ επιδέξια μ’ ένα εργαλείο, πώς ετούτος εδώ εξέταζε την πρόσοψη του μηχανήματος, πώς ένας τρίτος έβαζε τη ράβδο στην υποδοχή της, και πώς ένας τέταρτος προσάρμοζε μια καλίμπρα με τέτοια επιδέξια και απαλά αγγίγματα πού έδειχνε να παγώνει το χρόνο.

Ο Τρεβέλιαν ήταν κι αυτός απορροφημένος σαν τους άλλους. Ο Τζορτζ αδυνατούσε εντελώς να κρίνει πώς τα πήγαινε. Και τότε ο πίνακας πάνω από τον Δεκαεφτά άναψε:

Απορυθμισμένη πλακέτα εστίασης.

Το ακροατήριο ζητωκραύγασε ξέφρενα.

Ο Δεκαεφτά μπορεί να είχε δίκιο άλλα, φυσικά, μπορεί να είχε κάνει λάθος. Στην τελευταία περίπτωση, θα έπρεπε να ανακαλέσει τη διάγνωσή του αργότερα και να χάσει χρόνο. Ή μπορεί να μην την ανακαλέσει με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να περατώσει την ανάλυσή του ή ακόμη χειρότερα, να καταλήξει σε μια εντελώς εσφαλμένη ανάλυση.

Καμιά σημασία. Προς το παρόν το ακροατήριο ζητωκραύγαζε.

Άναψαν κι άλλοι πίνακες. Ο Τζορτζ περίμενε το νούμερο Δώδεκα. Τελικά άναψε κι αυτό: «Μη κεντραρισμένη υποδοχή δείγματος. Χρειάζομαι καινούρια μέγγενη».

Ένας υπάλληλος έσπευσε προς το μέρος του κρατώντας το καινούριο εξάρτημα. Εάν ο Τρεβέλιαν έκανε λάθος, τούτο σήμαινε άσκοπη καθυστέρηση. Άρα ο χρόνος αναμονής για το ανταλλακτικό δεν θα αφαιρούταν.

Ο Τζορτζ με δυσκολία κρατούσε την ανάσα του. Στο πίνακα Δεκαεφτά άρχισαν να φαίνονται αποτελέσματα με έντονα γράμματα: αργίλιο 41.2649, μαγνήσιο 22.1914, χαλκός 10.1001.

Εδώ κι εκεί, κι άλλοι πίνακες άρχισαν να δίνουν αποτελέσματα.

Το ακροατήριο τώρα είχε μεταβληθεί σ’ ένα πραγματικό φρενοκομείο. Ο Τζορτζ αναρωτήθηκε πώς οι διαγωνιζόμενοι μπορούσαν να δουλέψουν μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο. Μετά όμως σκέφτηκε πώς τούτο ήταν ό, τι έπρεπε: Ένας πρώτης τάξης τεχνικός πρέπει να λειτουργεί υπό πίεση.

Ο Δεκαεφτά σηκώθηκε από τη θέση του καθώς ο πίνακας του έγινε κόκκινος στα όρια του πλαισίου του, πράγμα που σήμαινε περάτωση. Ο Τέσσερα τελείωσε μόνο μετά από δύο δευτερόλεπτα. Μετά ένας άλλος, και μετά ακόμη ένας.

Ο Τρεβέλιαν ακόμη συνέχιζε, χωρίς ακόμη να αναφέρει τα δευτερεύοντα συστατικά. Αφού όλοι είχαν σχεδόν τελειώσει, σηκώθηκε επιτέλους κι ο Τρεβέλιαν. Ουραγός ήταν το νούμερο Πέντε, που δέχτηκε ένα ειρωνικό γιουχάισμα.

Δεν είχαν τελειώσει όμως. Οι επίσημες ανακοινώσεις φυσικά καθυστερούσαν. Ο χρόνος που διανύθηκε ήταν κάτι που μετρούσε αλλά και η ακρίβεια ήταν επίσης μείζονος σημασίας. Εξάλλου, δεν ήταν όλες οι διαγνώσεις το ίδιο δύσκολες. Ένας σωρός παράγοντες έπρεπε να εκτιμηθεί. Τελικά ακούστηκε η φωνή του εκφωνητή: «Νικητής ως προς τον χρόνο των τεσσάρων λεπτών και δώδεκα δευτερολέπτων, με σωστή διάγνωση και ανάλυση κατά προσέγγιση μηδέν κόμμα επτά στις εκατό χιλιάδες είναι ο υπ’ αριθμό δεκαεπτά διαγωνιζόμενος, Χένρι Άντον Σμιτ από –»


Το τι ακολούθησε καταπνίγηκε μέσα σε τσιρίγματα. Δεύτερη θέση πήρε το νούμερο οκτώ ακολουθούμενος από το νούμερο τέσσερα, του οποίου ο καλός του χρόνος υστέρησε με λάθος στα πέντε ψηφία στις δέκα χιλιάδες σε σχέση με την εκτίμηση του νιοβίου.

Το Δώδεκα δεν αναφέρθηκε καθόλου. Δυστυχώς απέτυχε. Ο Τζορτζ άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος προς τη Θύρα των Διαγωνιζομένων, όπου βρήκε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων μπροστά του. Εκεί θα τους περίμεναν οι δικοί τους με κλάματα (χαράς ή λύπης, ανάλογα με την περίσταση) να τους υποδεχθούν, δημοσιογράφοι να πάρουν συνέντευξη από τους νικητές, παιδικοί τους φίλοι, θαυμαστές εκλιπαρώντας για αυτόγραφα, διαφημιστές και οι συνηθισμένοι περίεργοι. Και κορίτσια που έλπιζαν να τραβήξουν την προσοχή ενός νικητή έτοιμου για να πάει στη Νόβια (ή ίσως κάποιου αποτυχημένου που είχε ανάγκη παρηγοριάς και είχε απαραίτητο το ρευστό).

Ο Τζορτζ στάθηκε πίσω. Δεν έβλεπε κανέναν που να ήξερε. Με το Σαν Φρανσίσκο τόσο μακριά από την πόλη του, ήταν αρκετά σίγουρο να υποθέσει ότι δεν ήταν κανένας συγγενής επί τόπου να συλλυπηθεί τον Τρεβ.

Οι διαγωνισθέντες άρχισαν να εμφανίζονται, χαμογελώντας αχνά, αναγνωρίζοντας τις φωνές επιδοκιμασίας. Αστυνομικοί συγκρατούσαν τα πλήθη σε αρκετή απόσταση για να ανοίξουν μια διάβαση. Κάθε επιτυχών τραβούσε προς το μέρος του ένα κομμάτι από το πλήθος, όπως ένας μαγνήτης έλκει τα ρινίσματα σιδήρου από έναν σωρό.

Όταν βγήκε ο Τρεβέλιαν, είχαν σχεδόν όλοι φύγει. (Ο Τζορτζ ένιωσε πως είχε κάπως καθυστερήσει να βγει ο Τρεβέλιαν). Σκυθρωπός, με το τσιγάρο στο στόμα, με κατεβασμένα τα μάτια, έστριψε να φύγει. Ο Τζορτζ ένιωσε για πρώτη φορά ένα άρωμα της πόλης του μετά από περίπου ενάμισι χρόνο που του φάνηκε σχεδόν δεκαπενταετία. Με έκπληξη παρατήρησε ότι ο Τρεβέλιαν δεν είχε μεγαλώσει, ότι παρέμεινε ο ίδιος Τρεβ όπως τον είχε δει την τελευταία φορά.

Ο Τζορτζ τινάχτηκε προς τα μπρος. «Τρεβ!»

Ο Τρεβέλιαν γύρισε απότομα κατάπληκτος. Κοίταξε ζωηρά τον Τζορτζ και άπλωσε το χέρι του.

«Τζορτζ Πλάτεν, τι στο διάβολο –»

Και δεν πρόλαβε καλά-καλά να ζωγραφιστεί η ευχαρίστηση στο πρόσωπό του κι έφυγε όπως ήρθε. Το χέρι του έπεσε βαρύ πριν προλάβει να το σφίξει ο Τζορτζ.

«Ήσουν εκεί;» Και μ’ ένα απότομα κούνημα του κεφαλιού του έδειξε την αίθουσα.

«Ήμουν».

«Για να με δεις;»

«Ναι».

«Δεν τα πήγα όμως τόσο καλά, ε;» Πέταξε το τσιγάρο του στο έδαφος και το πάτησε να σβήσει, στρέφοντας αφηρημένος το βλέμμα του προς το δρόμο, όπου το πλήθος βαθμιαία αραίωνε προσπαθώντας να βρει αεροταξί, ενώ καινούριες ουρές σχηματίζονταν για το επόμενο προγραμματισμένο ολυμπιακό αγώνισμα.

Ο Τρεβέλιαν είπε βαρύθυμα: «Και λοιπόν; Είναι μόνο η δεύτερη φορά που δεν πετυχαίνω. Να βράσω τη Νόβια μετά από τη συμφωνία που πέτυχα σήμερα. Υπάρχουν πλανήτες που θα έκαναν κρα για να με πάρουν – αλλά για στάσου, έχω να σε δω από τη Μέρα Παιδείας. Πού χάθηκες; Οι δικοί σου μου είπαν ότι ήσουν σε ειδική αποστολή χωρίς να δώσουν άλλες λεπτομέρειες, κι εσύ πάλι δεν μου έγραψες. Θα μπορούσες κάλλιστα να μου γράψεις».

«Ναι, θα έπρεπε», είπε ο Τζορτζ με κάποια ανησυχία. «Τέλος πάντων, ήρθα να σου πω πως λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα».

«Μη λυπάσαι καθόλου», απάντησε ο Τρεβάλιαν. «Η Νόβια να πάει να κουρεύεται – μολαταύτα, έπρεπε να το περιμένω. Για βδομάδες μιλούσαν ότι θα χρησιμοποιούσαν το μηχάνημα Μπίμαν. Όλα τα έξυπνα χρήματα επενδύθηκαν σε μηχανήματα Μπίμαν. Οι αναθεματισμένες εκπαιδευτικές ταινίες που μου εμφύτευσαν ήταν για μηχανήματα Χένσλερ, αλλά ποιος χρησιμοποιεί Χένσλερ; Οι κοινωνίες στο Σμήνος Γκόμαν, αν μπορείς να τις πεις κοινωνίες. Δεν ήταν μια καλή συμφωνία που μου πρότειναν;»

«Δεν μπορείς να παραπονεθείς στους –»

«Μη λες ανοησίες. Θα μου πουν πως ο εγκέφαλός μου είναι δεκτικός για Χενσλερ. Άντε πήγαινε να τους βάλεις μυαλό. Όλα πήγαν στραβά. Ήμουν ο μόνος που παρήγγειλα να μου φέρουν ένα ανταλλακτικό. Δεν το είδες;»

«Αφαίρεσαν όμως το χρόνο γ’ αυτό».

«Σωστά, αλλά έχασα χρόνο με το να κάθομαι και ν’ αμφιβάλλω εάν έκανα καλή διάγνωση όταν αντιλήφθηκα πως δεν υπήρχε μέγγενη στα εξαρτήματα που μου έδωσαν. Τούτο δεν αφαιρείται. Εάν ήταν Χένσλερ, θα ήξερα ότι είχα κάνει το σωστό. Πώς μπορούσα λοιπόν ν’ ανταγωνιστώ με τέτοιες συνθήκες; Ο πρώτος νικητής ήταν γέννημα-θρέμμα από το Σαν Φρανσίσκο. Κι ο πέμπτος τύπος ήταν από το Λος Άντζελες. Αυτοί έχουν ταινίες μεγαλουπόλεων. Τις καλύτερες διαθέσιμες, όπως Μπίμαν και όλα τα άλλα. Πώς να ανταγωνιστώ εγώ μ’ αυτούς; Κι ήρθα από την άλλη άκρη μέχρις εδώ απλά να βρω μια ευκαιρία δεδομένης της κατηγορίας μου σε κάποιο αγώνισμα υποστηριζόμενο από τη Νόβια, ειδάλλως θα μπορούσα κάλλιστα να καθίσω στ’ αυγά μου. Σου λέω, το ήξερα, και τέλειωσα τώρα μ’ αυτό. Η Νόβια δεν είναι το μοναδικό κομμάτι βράχου στο διάστημα. Απ’ όλα τα αναθεματισμένα –»

Δεν μιλούσε στον Τζορτζ. Δεν απευθύνονταν σε κανένα. Απλά λύθηκε η γλώσσα του και άφριζε βγάζοντας τα σωθικά του. Ο Τζορτζ το αντιλήφθηκε αυτό, γι’ αυτό του είπε: «Εφόσον ήξερες εκ των προτέρων ότι θα χρησιμοποιούσαν Μπίμαν, δεν μπορούσες να διαβάσεις και να μάθεις γι’ αυτά;»

«Μα σου λέω, δεν ήταν γραμμένα στις ταινίες μου».

«Θα μπορούσες να διαβάσεις – βιβλία».

Η τελευταία λέξη ειπώθηκε δειλά κάτω από το οξύ βλέμμα του Τρεβέλιαν.

«Πας να με κοροϊδέψεις για την αποτυχία μου; το βρίσκεις τόσο αστείο; Πώς θέλεις να διαβάσω κάποιο βιβλίο και να απαιτείς να αποστηθίσω τόσα όσα χρειάζομαι για να αναμετρηθώ με κάποιον άλλον που ήδη ξέρει».

«Νόμισα πως –»

«Για προσπάθησέ το. Για κάντο –». Και τότε ξαφνικά: «Επί τη ευκαιρία, ποιο είναι το δικό σου επάγγελμα;» ακουγόταν εντελώς εχθρικός τώρα.

«Λοιπόν –»

«Έλα τώρα. Αν θέλεις να μου κάνεις τον έξυπνο, για να δούμε εσύ τι κατάφερες. Βρίσκεσαι ακόμη στη Γη, όπως βλέπω, άρα δεν έγινες Προγραμματιστής Η/Υ κι ούτε η ειδική σου αποστολή φαίνεται να είναι τόσο σπουδαία».

«Άκου, Τρεβ», είπε ο Τζορτζ. «Έχω ένα ραντεβού κι άργησα». Πήγε να φύγει προσπαθώντας να χαμογελάσει.

«Όχι, δεν φεύγεις!» ο Τρεβέλιαν έκανε προς τα μπρός αρπάζοντας βίαια τον Τζορτζ από το σακάκι. «Απάντησε στην ερώτησή μου. Γιατί φοβάσαι να μου πεις; Τι τρέχει μ’ εσένα; Μην έρχεσαι εδώ να μου τρίψεις τη μούρη, Τζορτζ, αν δεν δέχεσαι να σου τρίψω κι εγώ τη δική σου. Μ’ ακούς;»

Είχε αρπάξει τον Τζορτζ και τον ταρακουνούσε με μανία. Ενώ πάλευαν και κυλιόντουσαν εδώ κι εκεί στο έδαφος, η Φωνή της Καταδίκης ήχησε στ’ αυτιά του Τζορτζ με τη μορφή του οργισμένου καλέσματος ενός αστυνομικού.

«Ελάτε, εντάξει, τώρα. Διαλύστε το».

Του Τζορτζ του λύθηκαν τα γόνατα και σηκώθηκε τρεκλίζοντας με ναυτία. Ο αστυνομικός θα ζητούσε ονόματα, ταυτότητες, και ο Τζορτζ δεν είχε. Θα τον ανέκρινε και αμέσως θα φανερωνόταν ότι ήταν ανεπάγγελτος. Και μάλιστα ενώπιον του Τρεβέλιαν, ο οποίος είχε πληγωθεί για την ντροπή της αποτυχίας και θα διέδιδε τα νέα πίσω στην πόλη τους σαν γιατρικό για τα πληγωμένα του αισθήματα.

Κάτι τέτοιο ο Τζορτζ δε θα το άντεχε. Ξέφυγε από τον Τρεβέλιαν και πήγε να το σκάσει, αλλά το χέρι του αστυνομικού έπεσε βαρύ στον ώμο του. «Ακίνητος. Για να δω την ταυτότητά σας».

Ο Τρεβέλιαν ψαχούλευε να βρει τη δική του λέγοντας θυμωμένα: «Με λένε Αρμάντ Τρεβέλιαν και είμαι Μεταλλουργός, Μη ειδικευμένος στο Σίδηρο. Μόλις πριν από λίγο διαγωνιζόμουν στους Ολυμπιακούς. Όμως καλά θα κάνεις να βρεις ποιος είναι αυτός εδώ, κύριε αστυνομικέ».

Ο Τζορτζ αντίκρισε τους δυο με το στόμα του ξερό και με κόμπο στο λαιμό του, αδυνατώντας ν’ αρθρώσει λέξη. Τότε ακούστηκε μια άλλη φωνή, ήσυχη και ευγενική: «Κύριε αστυνομικέ. Μια στιγμή»

Ο αστυνομικός έκανε πίσω. «Μάλιστα, κύριε;»

«Ο νεαρός από δω είναι φιλοξενούμενός μου. τι συμβαίνει;»

Ο Τζορτζ κοίταξε γύρω του με έκπληξη μένοντας σύξυλος. Ήταν ο ψαρομάλλης που καθόταν δίπλα του. Ένευσε καλοσυνάτα στον Τζορτζ.

Φιλοξενούμενος; Τρελός ήταν;

«Αυτοί οι δυο διατάραξαν την τάξη, κύριε».

«Υπάρχουν ποινικές κατηγορίες; Έκαναν ζημιές;»

«Όχι, κύριε».

«Ε, τότε, αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη». Έδειξε μια μικρή κάρτα στον αστυνομικό, κι αυτός αμέσως έκανε πίσω με σεβασμό.

Ο Τρεβέλιαν πήρε να μιλήσει αγανακτισμένος: «Για σταθείτε τώρα –», αλλά ο αστυνομικός στράφηκε προς το μέρος του.

«Εντάξει, τώρα. Θέλεις να του κάνεις μήνυση;»

«Εγώ απλά –»

«Ελεύθερος, μπορείτε να πηγαίνετε. Οι υπόλοιποι – διαλυθείτε, παρακαλώ».

Ένας σημαντικός αριθμός περιέργων είχε συγκεντρωθεί, και τώρα απρόθυμα, σκορπιζόταν κι απομακρυνόταν. Ο Τζορτζ αφέθηκε από τον ψαρομάλλη να οδηγηθεί σ’ ένα αεροταξί αλλά έφερε αντίσταση πριν μπει. «Ευχαριστώ», είπε, «αλλά δεν είμαι φιλοξενούμενός σας». (Μήπως επρόκειτο για μια γελοία περίπτωση λάθος ταυτότητας;)

Ο ψαρομάλλης όμως χαμογέλασε και είπε: «Πριν δεν ήσουν. Είσαι τώρα. Να σου συστηθώ: Λάντισλας Ινγκενέσκου, Πιστοποιημένος Ιστορικός».

«Μα – »

«Έλα, δε θα πάθεις κακό, σε διαβεβαιώνω. Απλά θέλησα μόνο να σε γλιτώσω από το μπέρδεμα με τον αστυνομικό»

«Όμως γιατί;»

«Θέλεις μια αιτία; Τότε πες ότι είμαστε επίτιμοι συμπολίτες, εσύ κι εγώ. Κι οι δυο μας υποστηρίξαμε τον ίδιο αθλητή, θυμάσαι, κι εμείς οι άνθρωποι των πόλεων πρέπει να είμαστε αλληλέγγυοι, ακόμη κι αν ο δεσμός μας είναι τιμητικός, έτσι δεν είναι;»

Και ο Τζορτζ, αμφιβάλλοντας για τον άνθρωπο αυτόν, τον Ινγκενέσκου, καθώς και για τον εαυτό του, βρέθηκε μέσα σ’ ένα αεροταξί. Πριν αποφασίσει αν θα έπρεπε να κατεβεί, σηκώθηκαν από το έδαφος.

Μέσα στην σύγχυσή του σκέφτηκε: ο άνθρωπος τούτος έχει κάποιο κύρος. Ο αστυνομικός του έδειξε σεβασμό. Άρχισε σχεδόν να ξεχνά ότι ο πραγματικός σκοπός που βρισκόταν στο Σαν Φρανσίσκο δεν ήταν να δει τον Τρεβέλιαν αλλά να βρει κάποιο άτομο με αρκετή επιρροή για να εξαναγκάσει μια επανεξέταση της ικανότητάς του για Εκπαίδευση. Και ένα τέτοιο άτομο μπορεί να ήταν ο Ινγκενέσκου, και μάλιστα του ήρθε γάντι.

Όλα θα μπορούσαν να έχουν μια καλή έκβαση – πολύ καλή. Κι όμως στο μυαλό του η ελπίδα αυτή του φαινόταν φρούδα. Ένιωθε ανήσυχος. Κατά τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής, ο Ινγκενέσκου μιλούσε σε ήρεμο τόνο για μικροπράγματα, δείχνοντας τα όρια της πόλης και αναπολώντας προηγούμενους Ολυμπιακούς που είχε δει. Ο Τζορτζ, ο οποίος απλά έδινε τόση σημασία όση να δείχνει ότι ενδιαφέρεται αρθρώνοντας διάφορους ασαφείς ήχους ανάμεσα σε παύσεις, είχε με ανησυχία την προσοχή του στραμμένη στη διαδρομή της πτήσης.

Μήπως κατευθύνονταν προς κάποιο άνοιγμα της θολωτής ασπίδας και θα εγκατέλειπε για πάντα την πόλη;

Το αεροταξί προσγειώθηκε στην οροφή ενός ξενοδοχείου και, καθώς κατέβηκε, ο Ινγκενέσκου ρώτησε: «Ελπίζω να μου κάνεις παρέα για δείπνο στο δωμάτιό μου;» Ο Τζορτζ απάντησε καταφατικά και χαμογέλασε απροσποίητα. Είχε μόλις αρχίσει να νιώθει το κενό στο στομάχι του από την έλλειψη φαγητού. Ο Ινγκενέσκου άφησε τον Τζορτζ να φάει με την ηρεμία του. Είχε ήδη πέσει η νύχτα και τα φώτα στον τοίχο άναψαν αυτομάτως. (Κανείς δε με αναζήτησε για ένα εικοσιτετράωρο, σκέφτηκε ο Τζορτζ).

Αργότερα, πίνοντας τον καφέ τους, ο Ινγκενέσκου τελικά μίλησε: «Δείχνεις σαν να θέλω να σου κάνω κακό».

Ο Τζορτζ κοκκίνισε, άφησε στο τραπέζι την κούπα του και προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά ο ηλικιωμένος άντρας γέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

«Έτσι είναι. Σε παρακολουθώ στενά από την πρώτη φορά που σε είδα και νομίζω πως ξέρω τόσα πολλά για σένα τώρα».

Ο Τζορτζ τρομαγμένος ανασηκώθηκε από τη θέση του. Ο Ινγκενέσκου συνέχισε: «Έλα, κάθισε. Το μόνο που θέλω είναι να σε βοηθήσω».

Ο Τζορτζ ξανακάθισε αλλά οι σκέψεις του ήταν σε μια δίνη. Εάν ο γέροντας ήξερε ποιος ήταν, γιατί δεν άφησε στον αστυνομικό; Από την άλλη μεριά, γιατί προθυμοποιείται να βοηθήσει;»

«Θέλεις να μάθεις», είπε ο Ινγκενέσκου, «γιατί θέλω να σε βοηθήσω. Έλα, μην αναστατώνεσαι. Δεν έχω την ικανότητα να διαβάζω τις σκέψεις των ανθρώπων. Απλά η κατάρτισή μου, ξέρει, μου επιτρέπει να κρίνω τις μικρές αντιδράσεις που προδίδουν τι σκέπτεται κάποιος. Κατάλαβες;»

Ο Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

Ο Ινγκενέσκου του εξήγησε: «Σκέψου όταν σε πρωτοείδα. Περίμενες στην ουρά να παρακολουθήσεις τους Ολυμπιακούς, και οι μικροαντιδράσεις σου δεν ταίριαζαν μ’ αυτό που έκανες. Η έκφραση του προσώπου σου ήταν λάθος, οι κινήσεις των χεριών σου ήταν κι αυτές λάθος. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, κάτι πήγαινε στραβά, και το σπουδαίο ήταν πως, ό, τι κι αν ήταν αυτό, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, κι ούτε εμφανές. Ίσως, σκέφτηκα, ήταν κάτι για το οποίο δεν ήταν ενήμερος ο συνειδητός σου νους. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό, σε ακολούθησα και κάθισα δίπλα σου. Και πάλι σε ακολούθησα όταν έφυγες και κρυφάκουσα τη συνομιλία ανάμεσα σ’ εσένα και το φίλο σου. Μετά απ’ αυτό, λοιπόν, έγινες ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης – συγγνώμη αν αυτό ακούγεται ψυχρό – για να σ’ αφήσω στα χέρια εκείνου του αστυνομικού. Και τώρα πες μου: τι είναι αυτό που σε καίει;»

Ο Τζορτζ καταλήφθηκε από μια εναγώνια αναποφασιστικότητα. Αν αυτό ήταν παγίδα, γιατί να στηθεί με έναν τόσο πλάγιο και τεθλασμένο τρόπο; Εξάλλου, έπρεπε να αποταθεί κάπου για βοήθεια. Είχε έρθει στην πόλη για να βρει βοήθεια και να η ευκαιρία που του προσφερόταν. Το παράξενο ήταν πως προσφερόταν πάρα πολύ εύκολα.

Ο Ινγκενέσκου συνέχισε: «Φυσικά ό, τι μου λες είναι μια προνομιακή επικοινωνία, επειδή είμαι Κοινωνικός Επιστήμων. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»

«Όχι, κύριε».

«Σημαίνει πως είναι ανέντιμο εκ μέρους μου να επαναλάβω τα όσα λες σε κάποιον άλλο για οποιονδήποτε σκοπό. Επιπλέον, κανείς δεν έχει το νομικό δικαίωμα να με αναγκάσει να τα αποκαλύψω».

Με μια ξαφνική υποψία, ο Τζορτζ παρατήρησε: «Νόμισα πως είστε Ιστορικός».

«Είμαι».

«Μα τώρα δα είπατε πως είστε Κοινωνικός Επιστήμων».

Ο Ινγκενέσκου ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ζήτησε συγγνώμη όταν μπόρεσε να μιλήσει. «Λυπάμαι, νεαρέ μου, δεν έπρεπε να γελάσω, αλλά δε γέλασα εις βάρος σου. Γέλασα με τη Γη, η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στις φυσικές επιστήμες και στα παρελκόμενα αυτών. Στοιχηματίζω πως μπορείς ν’ απαριθμήσεις απέξω κι ανακατωτά κάθε υποδιαίρεση της δομής της τεχνολογίας και της μηχανολογίας και να μην ξέρεις απολύτως τίποτε για τις κοινωνικές επιστήμες».

«Τι είναι, λοιπόν, η κοινωνική επιστήμη;»

«Η κοινωνική επιστήμη μελετά ανθρώπινες ομάδες και εμπεριέχει πολλούς υψηλά ειδικευμένους τομείς, όπως συμβαίνει με τη ζωολογία, λόγου χάρη. Επί παραδείγματι, υπάρχουν οι πολιτισμολόγοι, που μελετούν τη λειτουργία των πολιτισμών, την ανάπτυξή τους, την ακμή και την παρακμή τους. Πολιτισμός», πρόσθεσε προλαβαίνοντας τη σχετική ερώτηση, «είναι όλες οι φάσεις του τρόπου ζωής. Για παράδειγμα, ένας πολιτισμός περιλαμβάνει τον τρόπο που ζούμε, τα πράγματα που απολαμβάνουμε και πιστεύουμε, τι θεωρούμε καλό ή κακό και ούτω καθεξής. Κατάλαβες;»

«Νομίζω πως ναι».

«Ένας Οικονομολόγος – όχι ο Στατιστικολόγος της Οικονομίας – ειδικεύεται στη μελέτη του τρόπου που ένας πολιτισμός ικανοποιεί τις φυσικές ανάγκες των ατόμων. Ένας ψυχολόγος μελετά τα μέλη μιας κοινωνίας ξεχωριστά και πώς το άτομο επηρεάζεται από την κοινωνία. Ένας μελλοντολόγος ειδικεύεται στον σχεδιασμό της μελλοντικής πορείας μιας κοινωνίας, και ένας Ιστορικός – Να πού εμφανίζομαι κι εγώ τώρα».

«Μάλιστα, κύριε».

«Ένας Ιστορικός ειδικεύεται στο παρελθόν της ανάπτυξης της δικής μας κοινωνίας καθώς και των κοινωνιών άλλων πολιτισμών».

Ο Τζορτζ άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον. «Ήταν αλλιώς στο παρελθόν;»

«Θα έλεγα πως ήταν. Μέχρι χίλια χρόνια πριν, δεν υπήρχε Παιδεία. Όχι τέτοια όπως την ονομάζουμε τώρα».

«Ξέρω», είπε ο Τζορτζ. «Ο κόσμος μάθαινε κομμάτι-κομμάτι από βιβλία».

«Α! πώς το ξέρεις;»

«Το άκουσα κάπου», είπε ο Τζορτζ με επιφύλαξη. Κατόπιν ρώτησε: «Και σε τι ωφελεί να ασχολείται κανείς για κάτι που έγινε πριν από πολύν καιρό; Δηλαδή, ό, τι έγινε, έγινε – δεν είναι έτσι;»

«Όχι, αγόρι μου, πότε δεν πρέπει να λέμε, ό, τι έγινε, έγινε. Το παρελθόν εξηγεί το παρόν. Για παράδειγμα, γιατί το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι αυτό που είναι;»

Ο Τζορτζ κουνήθηκε στη θέση του ανήσυχος. Ο άνθρωπος τούτος έφερνε το ζήτημα πλαγίως. «Επειδή είναι το καλύτερο», απάντησε με δηκτικό τρόπο.

«Α, αλλά γιατί είναι το καλύτερο; Άκουσέ με τώρα μια στιγμή και θα σου εξηγήσω, και τότε να μου πεις αν ωφελεί η ιστορία. Ακόμη και πριν να αναπτυχθούν τα διαστημικά ταξίδια –»

Διέκοψε την κουβέντα του βλέποντας την πλήρη κατάπληξη στο πρόσωπο του Τζορτζ. «Μα νόμιζες ότι τα είχαμε πάντα;»

«Ποτέ δεν το σκέφτηκα, κύριε».

«Είμαι σίγουρος πως δεν το σκέφτηκες. Όμως υπήρχε εποχή, πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια, όταν η ανθρωπότητα ήταν περιορισμένη στην επιφάνεια της Γης. Ακόμη και τότε, ο πολιτισμός του ανθρώπου είχε εξελιχθεί τεχνολογικά σε μεγάλο βαθμό και ο πληθυσμός του είχε αυξηθεί σε σημείο που κάθε τεχνολογική αποτυχία θα σήμαινε μαζικό λιμό και ασθένειες. Για να διατηρήσουν το τεχνολογικό επίπεδο και να το εξελίξουν εν όψει ενός αυξανόμενου πληθυσμού, έπρεπε να εκπαιδεύονται όλο και περισσότεροι τεχνικοί και επιστήμονες και, εν τούτοις, καθώς προόδευε η επιστήμη, χρειαζόταν όλο και περισσότερος χρόνος για την εκπαίδευσή τους.

»Καθώς επιτεύχθηκαν τα πρώτα διαπλανητικά ταξίδια και αργότερα τα διαστρικά, το πρόβλημα οξύνθηκε περισσότερο. Ουσιαστικά, η πραγματική αποίκηση πλανητών άλλων ηλιακών συστημάτων ήταν αδύνατη για περίπου χίλια πεντακόσια χρόνια εξαιτίας έλλειψης επαρκώς εκπαιδευμένων ανθρώπων.

»Το αποφασιστικό σημείο ήρθε όταν πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία του μηχανισμού αποθήκευσης γνώσεων μέσα στον εγκέφαλο. Μετά απ’ αυτό, κατέστη δυνατό να επινοήσουν εκπαιδευτικές ταινίες που τροποποιούσαν τον μηχανισμό σε τρόπο ώστε να εμφυτεύουν μέσα στο μυαλό ένα σώμα από ετοιμοπαράδοτες γνώσεις, ούτως ειπείν.

»Κι εφόσον έγινε αυτό, υπήρξαν διαθέσιμοι χιλιάδες ή και εκατομμύρια εκπαιδευθέντων, και έτσι μπορέσαμε να ξεκινήσουμε αυτό που είπε κάποιος Το Γέμισμα του Σύμπαντος. Τώρα υπάρχουν χίλιοι πεντακόσιοι κατοικημένοι πλανήτες στον Γαλαξία και άλλοι ακατοίκητοι, ων ουκ εστίν αριθμός.

»Βλέπεις τι γίνεται τώρα; Η Γη εξάγει εκπαιδευτικές ταινίες για επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης και έτσι κρατάει ενοποιημένο τον γαλαξιακό πολιτισμό. Για παράδειγμα, οι ταινίες ανάγνωσης εξασφαλίζουν μια μοναδική γλώσσα για όλους μας. Μην εκπλήσσεσαι τόσο, κι άλλες γλώσσες είναι υπαρκτές που μιλιούνταν στο παρελθόν. Εκατοντάδες.

»Η Γη επίσης εξάγει επαγγελματίες υψηλής ειδίκευσης διατηρώντας έτσι τον πληθυσμό της σε ανεκτά επίπεδα. Κι επειδή όλοι αυτοί φεύγουν σε ισορροπημένες ποσοστώσεις ως προς τα δύο φύλα, ενεργούν ως αυτοπαραγωγικές μονάδες και συμβάλλουν στην αύξηση των πληθυσμών στους εξωδιαστημικούς κόσμους, όπου μια τέτοια αύξηση είναι αναγκαία. Επιπλέον, σε αντάλλαγμα των ταινιών και του προσωπικού, εμείς παίρνουμε πρώτες ύλες που τόσο πολύ χρειαζόμαστε και απ’ τις οποίες εξαρτιέται η οικονομία μας. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί η Παιδεία μας είναι ο καλύτερος τρόπος;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Σε βοήθησε να κατανοήσεις πως χωρίς αυτήν η διαστρική αποίκηση ήταν αδύνατη για χίλια πεντακόσια χρόνια;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Τώρα μπορείς να εκτιμήσεις τη χρησιμότητα της ιστορίας», συμπλήρωσε χαμογελώντας ο Ιστορικός. «Και τώρα αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνεις γιατί ενδιαφέρομαι για σένα»

Ο Τζορτζ προσγειώθηκε χωροχρονικά απότομα πίσω στη πραγματικότητα. Προφανώς ο Ινγκενέσκου δεν μιλούσε άσκοπα. Όλη αυτή η διάλεξη ήταν σχέδιο να τον επιτεθεί από μια διαφορετική γωνία. Με κάποια συστολή και διστακτικότητα τον ρώτησε: «Γιατί;»

«Οι κοινωνικοί επιστήμονες ή καλύτερα κοινωνιολόγοι, καταγίνονται με κοινωνίες οι οποίες αποτελούνται από ανθρώπους».

«Κατανοητό».

«Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές. Οι επαγγελματίες των φυσικών επιστημών δουλεύουν με μηχανές. Υπάρχει ένα περιορισμένο ποσό γνώσεων σχετικά με τις μηχανές και οι επαγγελματίες είναι απόλυτοι κάτοχοι αυτών των γνώσεων. Προσέτι, όλες οι μηχανές ορισμένου είδους είναι λίγο πολύ ίδιες κι έτσι δεν παρουσιάζουν κανένα ατομικό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι, όμως, α! – είναι τόσο περίπλοκοι και τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο που ένας κοινωνιολόγος ποτέ δεν μπορεί να μάθει όσα θέλει να ξέρει, ούτε καν ν’ αποκομίσει ένα κομμάτι γνώσης γι’ αυτούς. Για να κατανοήσει την ειδικότητά του πρέπει να βρίσκεται σε αέναη μελέτη των ανθρώπων, ιδιαίτερα δε ασυνήθιστων δειγμάτων».

«Σαν κι εμένα», είπε ο Τζορτζ άχρωμα.

«Δε θα σε έλεγα δείγμα, υποθέτω, αλλά είσαι ασυνήθιστος. Αξίζει να σε μελετήσει κανείς, και εάν θα μου δώσεις αυτό το προνόμιο, τότε σ’ αντάλλαγμα, εγώ θα σε βοηθήσω, αν βρίσκεσαι σε δυσκολία κι αν μπορώ».

Το μυαλό του Τζορτζ πήρε χίλιες στροφές. – Όλη αυτή η συζήτηση για τους ανθρώπους και για τον αποικισμό χάρη στην Παιδεία. Ήταν σαν να έσπαζαν οι ξεραμένες του σκέψεις μέσα του και σκορπίζονταν εδώ κι εκεί χωρίς έλεος.

«Αφήστε με να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου», είπε βάζοντας τα χέρια του πάνω στ’ αυτιά του. Μετά τα απομάκρυνε και είπε στον Ιστορικό: «Θα μου κάνετε μια χάρη, κύριε;»

«Αν περνάει από το χέρι μου», απάντησε ο Ιστορικός σε φιλικό τόνο.

«Κι ό, τι πω σ’ αυτό το δωμάτιο θα είναι προνομιακή επικοινωνία. Το είπατε αυτό».

«Και το εννοούσα».

«Τότε κλείστε μου μια συνέντευξη με έναν αξιωματούχο από κάποιον εξωδιαστημικό κόσμο – με έναν Νοβιανό».

Ο Ινγκενέσκου τον κοίταξε σαστισμένος. «Μα, τώρα–»

«Μπορείτε να το κάνετε», είπε ο Τζορτζ. «Είστε κι εσείς ένας σημαντικός αξιωματούχος. Είδα το γεμάτο σεβασμό βλέμμα του αστυνομικού όταν του δείξατε την κάρτα σας. Αν μου αρνηθείτε, δε θα σας αφήσω να με μελετήσετε».

Ακουγόταν σαν μια ανόητη απειλή στ’ αυτιά του Τζορτζ. Μια ανίσχυρη απειλή. Φάνηκε όμως να επηρεάστηκε σημαντικά ο Ινγκενέσκου, οποίος είπε: «Είναι μια απίθανη περίπτωση. Έναν Νοβιανό τον μήνα των Ολυμπιακών – »

«Εντάξει, τότε. Πάρτε εκ μέρους μου έναν Νοβιανό στο τηλέφωνο και θα κανονίσω μόνος μου μια συνέντευξη».

«Νομίζεις πως μπορείς;»

«Είμαι βέβαιος πως μπορώ. Περιμένετε και θα δείτε».

Ο Ινγκενέσκου προσήλωσε το βλέμμα του στον Τζορτζ και μετά από σύντομη σκέψη άπλωσε το χέρι του στο εικονοτηλέφωνο. Ο Τζορτζ περίμενε, σαν μισομεθυσμένος με την αναπάντεχη προσδοκία για τη λύση του προβλήματός του και με την αίσθηση δύναμης που του έδινε. Δεν θα αποτύχαινε. Σύντομα θα γινόταν κι αυτός ένας Νοβιανός. Θα έφευγε από τη Γη θριαμβευτικά σε πείσμα του Αντονέλι και όλων των ανόητων του Ιδρύματος (λίγο έλειψε να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια) για τους Καθυστερημένους.

Ο Τζορτζ περίμενε με λαχτάρα να ανάψει το εικονοτηλέφωνο. Θα άνοιγε ένα τηλεοπτικό παράθυρο σ’ ένα δωμάτιο από Νοβιανούς. Ένα παράθυρο σε μια ομάδα Νοβιανών που ήρθε στη Γη. Σε εικοσιτέσσερις ώρες είχε κατορθώσει τόσα πολλά.

Ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου καθώς η οθόνη καθάρισε και απέκτησε οπτική ευκρίνεια, όμως προς στιγμήν κανένα άτομο δεν γινόταν ορατό αλλά μάλλον περαστικές σκιές ανδρών και γυναικών, εδώ κι εκεί. Ακούστηκε μια καθαρή φωνή πάνω από την οχλοβοή.

«Ο Ινγκενέσκου; Με θέλει;»

Και κατόπιν, εμφανίστηκε κοιτάζοντας από την οθόνη ένας Νοβιανός. Ένας γνήσιος Νοβιανός. (Ο Τζορτζ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Είχε μια εξωδιαστημική αύρα γύρω του. Κάτι που δεν μπορούσες εντελώς να προσδιορίσεις, αλλά ούτε και για μια στιγμή να μην το καταλάβεις).

Είχε μελαψό δέρμα και μαύρα κυματιστά μαλλιά κτενισμένα προσεκτικά προς τα πίσω από το μέτωπό του. Στο πρόσωπό του έτρεφε ένα μαύρο μουστακάκι και ένα μυτερό μούσι, εξίσου μαύρο, που μετά βίας κάλυπτε το κάτω άκρο του στενού πηγουνιού του. Το υπόλοιπο πρόσωπο ήταν τόσο λείο που έμοιαζε σαν να είχε κάνει μόνιμη αποτρίχωση.

Χαμογελούσε. «Λάντισλας, αυτό παραπάει. Ανεχόμαστε να μας κατασκοπεύεις ελεύθερα, μέσα σε λογικά πλαίσια, κατά τη διαμονή μας στη Γη, αλλά να διαβάσεις και τις σκέψεις μας, τούτο πια ξεπερνά τα όρια».

«Να διαβάζω τις σκέψεις σας, Εντιμότατε;»

«Ομολόγησέ το! Ήξερες ότι επρόκειτο να σε καλέσω απόψε. Ήξερες πως θα το έκανα μόνο αφού τελείωνα αυτό το ποτό». Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος και τους κοίταξε μέσα από ένα ποτήρι με ένα αμυδρά βιολετί ποτό. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε κεράσω ένα».

Ο Τζορτζ, εκτός εμβέλειας του εικονοτηλεφώνου, δεν ήταν ορατός στον Νοβιανό. Και τούτο τον ανακούφιζε. Ήθελε να προετοιμαστεί κατάλληλα, πράγμα που αδήριτα χρειαζόταν. Κι έδειχνε σαν να αποτελούταν αποκλειστικά από αμέτρητα ανήσυχα δάκτυλα που συνέχεια έπαιζαν πάνω σε μια επιφάνεια.

Είχε όμως δίκιο. Δεν είχε κάνει λάθος. Ο Ινγκενέσκου ήταν σημαντικός. Ο Νοβιανός τον φώναζε με το μικρό του όνομα.

Ωραία! Τα πράγματα ήταν σε καλό δρόμο. Ό, τι έχασε ο Τζορτζ με τον Αντονέλι, θα το αναπλήρωνε με το παραπάνω με τον Ινγκενέσκου. Και κάποια μέρα, όταν θα ήταν κύριος του εαυτού του, θα επέστρεφε στη Γη σαν ένας ισχυρός Νοβιανός, σαν αυτόν εδώ που ανέμελα καλούσε τον Ινγκενέσκου με το μικρό του κι έκανε αστειάκια μαζί του, και θα τον αποκαλούσαν Εντιμότατο - όταν λοιπόν θα επέστρεφε, θα κανόνιζε και τον Αντονέλι. Είχε ενάμιση χρόνο να ξεπληρώσει και –

Παρά λίγο να χάσει την ισορροπία του στο χείλος της ονειροπόλησής του και γύρισε απότομα πίσω στην πραγματικότητα ανησυχώντας μη χάσει τον μίτο των όσων ήθελε να πει.

Ο Νοβιανός συνέχισε να λέει, « – δεν ευσταθεί. Η Νόβια έχει έναν πολιτισμό εξίσου περίπλοκο και προηγμένο με τη Γη. Στο κάτω- κάτω δεν είμαστε Ζέστον. Είναι γελοίο να ερχόμαστε εδώ για να στρατολογούμε τεχνικούς».

Ο Ινγκενέσκου του απάντησε εφησυχαστικά, «Μόνο για καινούργιους. Δεν υπάρχει ποτέ καμιά βεβαιότητα ότι θα χρειαστούν καινούργια μοντέλα. Να αγοράσετε τις Εκπαιδευτικές ταινίες θα σας κόστιζε το ίδιο με το να στρατολογήσετε χίλιους τεχνικούς και πώς θα ξέρετε ότι χρειάζεστε τόσους;»

Ο Νοβιανός αποτελείωσε με μιας ό, τι έμεινε από το ποτό του και γέλασε. (Τούτο δυσαρέστησε κάπως τον Τζορτζ. Δεν περίμενε ένας Νοβιανός να είναι τόσο επιπόλαιος. Αναρωτήθηκε με ανησυχία αν ίσως θα έπρεπε ο Νοβιανός να είχε παραλείψει εκείνο το ποτό κι ακόμη το πρώτο ή το δεύτερο πριν από εκείνο).

Ο Νοβιανός συνέχισε να λέει: «Αυτό που λες είναι μια χαρακτηριστική υποκριτική ηθικολογία, Λάντισλας. Ξέρεις καλά πως χρειαζόμαστε όλα τα πρόσφατα μοντέλα. Σήμερα το απόγευμα επέλεξα πέντε Μεταλλουργούς – »

«Ξέρω», είπε ο Ινγκενέσκου. «Εκεί ήμουν».

«Να με παρακολουθείς! Να με κατασκοπεύεις!» ξεφώνισε ο Νοβιανός. «Θα σου πω περί τίνος πρόκειται. Οι καινούριοι Μεταλλουργοί που πήρα διαφέρουν από τους προηγούμενους μόνο στη χρήση των φασματογράφων Μπίμαν. Οι ταινίες δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν ούτε τόσο δα» (ύψωσε δυο δάχτυλα κολλημένα μαζί) «από τον περυσινό τύπο. Εισάγετε τα νέα μοντέλα μόνο και μόνο να μας αναγκάσετε ν’ αγοράζουμε και να ερχόμαστε εδώ, ταπεινοί επαίτες».

«Δε σας λέμε ν’ αγοράσετε ντε και καλά».

«Όχι , αλλά πουλάτε τεχνικούς τελευταίου τύπου στο Λάντονουμ κι έτσι εμείς αναγκαζόμαστε να μη μένουμε πίσω. Μας έχετε βάλει πάνω σ’ ένα καρουζέλ – σ’ ένα φαύλο κύκλο – εσείς οι ευσεβείς Γήινοι, αλλά φυλαχτείτε, κάπου θα υπάρχει μια διέξοδος». Το γέλιο του έδειχνε κάποιο θυμό και σταμάτησε πιο σύντομα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.

«Με κάθε ειλικρίνεια», απάντησε ο Ινκγκενέσκου, «σου εύχομαι να υπάρχει. Τώρα όσο για το σκοπό της κλήσης μου –»

«Ναι, πράγματι, εσύ κάλεσες. Ε, λοιπόν, είπα όσα είχα να πω και υποθέτω του χρόνου θα υπάρχει καινούριος τύπος Μεταλλουργού, τέλος πάντων, για τον οποίο θα δώσουμε τα ωραία μας λεφτά και άλλα αγαθά, ίσως με κάποιο καινούριο επινόημα για τον υπολογισμό του νιοβίου και τίποτα άλλο μέχρι το μεθεπόμενο έτος – αλλά έλα, τι είναι αυτό που θέλεις;»

«Έχω μαζί μου έναν νεαρό που επιθυμεί να σου μιλήσει».

«Ω;» Ο Νοβιανός δεν έδειξε και πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτό. «Σχετικά με τι;»

«Δεν ξέρω. Δεν μου έχει πει. Για να είμαι ειλικρινής δε μου είπε ούτε το όνομα ούτε το επάγγελμά του».

Ο Νοβιανός συνοφρυώθηκε. «Τότε γιατί χαραμίζεις τον χρόνο μου;»

«Είναι εντελώς πεπεισμένος ότι θα σας ενδιαφέρει αυτό που θα σας πει».

«Και πολύ καλά θα κάνει».

«Και», πρόσθεσε ο Ινγκενέσκου, «σαν μια προσωπική μου χάρη».

Ο Νοβιανός ανασήκωσε τους ώμους του. «Φέρ’ τον στην οθόνη και πες του να είναι σύντομος».

Ο Ινγκενέσκου έκανε στην άκρη και ψιθύρισε στο αυτί του Τζορτζ, «αποκάλεσέ τον Εντιμότατε».

Ο Τζορτζ ξεροκατάπιε με δυσκολία. Αυτό ήταν. Ένιωσε να τον λούζει ιδρώτας. Η σκέψη είχε έρθει τελευταία, κι όμως ήταν μέσα του σιγουρεμένη. Η γένεσή της είχε αρχίσει να σχηματίζεται όταν μιλούσε με τον Τρεβέλιαν, και όλα είχαν ζυμωθεί στο μυαλό του, φούσκωσαν και πήραν μορφή ενώ ο Ινγκενέσκου φλυαρούσε, και μετά τις παρατηρήσεις του Νοβιανού του ίδιου, στερεώθηκαν εκεί που έπρεπε.

«Εντιμότατε», άρχισε να λέει ο Τζορτζ, «έρχομαι να σας δείξω τη διέξοδο από το καρουζέλ».

Σκοπίμως υιοθέτησε τη μεταφορά του ίδιου του Νοβιανού.

Ο Νοβιανός τον κοίταξε με σοβαρότητα. «Ποιο καρουζέλ;»

«Εσείς ο ίδιος το αναφέρατε, Εντιμότατε. Το καρουζέλ, δηλαδή ο φαύλος κύκλος στον οποίο εμπλέκεται η Νόβια όταν έρχεστε στη Γη για να – επιλέξετε τεχνικούς» (Με δυσκολία κρατούσε τα δόντια του να μη χτυπάνε, όχι από φόβο αλλά από έξαψη).

«Δηλαδή, θες να πεις ότι ξέρεις κάποιον τρόπο με τον οποίο θα αποφύγουμε να χρηματοδοτούμε την πνευματική υπεραγορά της Γης; Αυτό λες;»

«Μάλιστα, κύριε. Μπορείτε να ελέγξετε το δικό σας εκπαιδευτικό σύστημα».

«Χμ, χωρίς ταινίες;»

«Μ-μάλιστα, Εντιμότατε».

Ο Νοβιανός, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον Τζορτζ, φώναξε, «Ινγκενέσκου, για έλα κι εσύ να σε βλέπω».

Ο Ιστορικός πήρε θέση πάνω από τον ώμο του Τζορτζ για να γίνει κι αυτός ορατός.

«Τι είναι όλο αυτό;», ρώτησε ο Νοβιανός, «δεν μπορώ να καταλάβω».

«Σας διαβεβαιώνω με κάθε σοβαρότητα», απάντησε ο Ινγκενέσκου, «ό,τι γίνεται, είναι με την πρωτοβουλία του νεαρού, Εντιμότατε. Εγώ δεν του ενέπνευσα τίποτε. Δεν έχω καμιά σχέση με το θέμα».

«Τότε λοιπόν τι σου είναι ο νεαρός; Γιατί με κάλεσες εκ μέρους του;»

Ο Ινγκενέσκου απάντησε: «Είναι αντικείμενο μελέτης, Εντιμότατε. Έχει αξία για μένα και του κάνω την χάρη».

«Τι είδους αξία;»

Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω. Είναι ζήτημα του επαγγέλματός μου».

Ο Νοβιανός έβγαλε ένα σύντομο γέλιο. «Καθένας με την τέχνη του». Ύστερα ένευσε σ’ ένα αόρατο άτομο ή άτομα έξω από την εμβέλεια της οθόνης.

«Είναι εδώ ένας νεαρός, προστατευόμενος του Ινγκενέσκου, ή κάτι τέτοιο, ο οποίος θα μας εξηγήσει πώς να εκπαιδεύουμε χωρίς ταινίες». Χτύπησε τα δάκτυλά του και εμφανίστηκε ένα άλλο ποτήρι μ’ ένα ανοιχτόχρωμο ποτό στο χέρι του. «Λοιπόν, νεαρέ μου;»

Τα πρόσωπα στην οθόνη πολλαπλασιάστηκαν τώρα. Άντρες και γυναίκες συνωστίστηκαν για να δουν τον Τζορτζ, με τα πρόσωπά τους να δείχνουν ποικίλες εκφράσεις ιλαρότητας και περιέργειας.

Ο Τζορτζ προσπάθησε να φανεί περιφρονητικά απαθής. Όλοι τους, με τον δικό τους τρόπο, Νόβιοι καθώς κι ο Γήινος, τον ‘μελετούσαν’ λες και ήταν ένα έντομο περασμένο σε καρφίτσα. Ο Ινγκενέσκου καθόταν σε μια γωνιά, τώρα, και τον παρατηρούσε με βλέμμα κουκουβάγιας.

Ανόητοι, σκέφτηκε σφιγμένος, όλοι σας. Αλλά θα έπρεπε να καταλάβουν. Να τους δώσει να καταλάβουν.

Συνέχισε: «Ήμουν στον αγώνα των Μεταλλουργών σήμερα το απόγευμα».

Κι εσύ;» είπε ο Νοβιανός με μειλίχιο τόνο. «Φαίνεται πως όλη η Γη ήταν παρούσα».

«Όχι όλη, Εντιμότατε, αλλά εγώ ήμουν. Είχα ένα φίλο που έλαβε μέρος αλλά τα πήγε πολύ άσχημα επειδή εσείς χρησιμοποιήσατε μηχανήματα Μπίμαν. Η εκπαίδευσή του περιλάμβανε μόνο Χενσλερ, προφανώς έναν παρωχημένο τύπο. Όπως είπατε, η τροποποίηση που χρειαζόταν ήταν πολύ μικρή, τόση δα». Ο Τζορτζ σήκωσε δυο δάχτυλα κολλημένα μαζί μιμούμενος συνειδητά την προηγούμενη χειρονομία του άλλου. «Και ο φίλος μου ήξερε προκαταβολικά εδώ και καιρό ότι θα απαιτούσατε μηχανήματα Μπίμαν.»

«Και τούτο τι σημασία έχει;»

«Ο φίλος μου είχε φιλοδοξία ζωής να προκριθεί για τη Νόβια. Ήδη ήταν ειδικευμένος στα Χένσλερ. Έπρεπε όμως να μάθει και τα Μπίμαν για να κριθεί κατάλληλος και τούτο το ήξερε. Για να μάθει τα Μπίμαν θα χρειαζόταν απλά λίγα μόνο περισσότερα στοιχεία, λίγα πιο πολλά δεδομένα, και λίγη ίσως εξάσκηση. Με τη φιλοδοξία του να βαραίνει στην ζυγαριά, θα μπορούσε να το κατορθώσει –»

«Και πού θα εύρισκε μια ταινία για τα επιπρόσθετα στοιχεία και δεδομένα; Ή μήπως η Παιδεία εδώ στη Γη έγινε ιδιωτική υπόθεση για κατ’ οίκον μελέτη;»

«Ακούστηκε ένα γέλιο στο βάθος από τα υπόλοιπα άτομα που θεωρούσαν καθήκον τους να χαϊδέψουν τ’ αυτιά του ομιλούντος.

Ο Τζορτζ συνέχισε: «Να γιατί δεν έμαθε, Εντιμότατε. Νόμισε πως χρειαζόταν ταινία. Ούτε κατά διάνοια σκέφτηκε να προσπαθήσει χωρίς ταινία, με κάθε κόστος. Δε θέλησε να προσπαθήσει χωρίς ταινία».

«Δε θέλησε, ε; πιθανόν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα ήθελε να πετάξει χωρίς αεροταξί».

Ακούστηκαν κι άλλα γέλια, και ο Νοβιανός καταδέχτηκε να χαμογελάσει καλοσυνάτα λέγοντας: «Ο φιλαράκος έχει πλάκα. Συνέχισε, σου δίνω λίγα ακόμη λεπτά».

Ο Τζορτζ είπε σφιγμένος: «Μην το παίρνετε σαν αστείο. Οι ταινίες είναι στην πραγματικότητα κακές. Σου έχουν μάθει πιο πολλά απ’ όσα πρέπει. Παραείναι ανώδυνες. Κάποιος που μαθαίνει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο δεν ξέρει να μαθαίνει μ’ οποιονδήποτε άλλον. Έχει παγώσει στο σημείο που έχει υποστεί την εμφύτευση. Από την άλλη μεριά, εάν κάποιος δεν μάθαινε με ταινίες αλλά αναγκαζόταν να μάθει χειρονακτικά, θα έλεγε κανείς, από την αρχή. Τότε θα αποκτούσε τη συνήθεια να μαθαίνει και θα συνέχιζε να μαθαίνει. Δεν ακούγεται λογικό; »Εφόσον η συνήθεια αυτή αναπτυχθεί κι εξελιχθεί, το άτομο θα αποκτά μια μικρή ποσότητα γνώσεων μέσω ταινιών, ίσως να γεμίσει τα κενά και να βελτιώσει λεπτομέρειες. Μετά όμως μπορεί να κάνει περαιτέρω πρόοδο μόνος του. Άρα, μπορείτε να παραγάγετε Μεταλλουργούς τύπου Μπίμαν από Μεταλλουργούς τύπου Χένσλερ με τη μέθοδο αυτή και να μη χρειάζεται να έρχεστε στη Γη για καινούρια μοντέλα».

Ο Νοβιανός ένευσε και ρούφηξε μια γουλιά από το ποτό του. «Και πού αποκτά κάποιος γνώση χωρίς ταινίες; Από το διαστρικό κενό;»

«Από βιβλία. Με τη μελέτη των ίδιων των οργάνων. Με τη σκέψη».

«Βιβλία; Πώς μπορεί κανείς να καταλάβει τα βιβλία χωρίς Παιδεία;»

«Τα βιβλία είναι γραμμένα με λέξεις. Οι λέξεις γίνονται κατανοητές στο μεγαλύτερό τους μέρος. Λέξεις ειδικευμένης ορολογίας θα εξηγούνται από τους τεχνικούς που ήδη έχετε».

«Και για την ανάγνωση; Θα επιτρέπονται ταινίες ανάγνωσης;»

«Οι ταινίες ανάγνωσης είναι εντάξει. Υποθέτω, αλλά δεν αποκλείεται η μάθηση ανάγνωσης με τον παλιό τρόπο επίσης. Τουλάχιστον, εν μέρει».

Ο Νοβιανός ρώτησε συνεχίζοντας: «Για να αναπτύξεις καλές συνήθειες από την αρχή;»

«Ναι, ναι», απάντησε ο Τζορτζ αναθαρρώντας. Ο άνθρωπος άρχισε να καταλαβαίνει.

«Και με τα μαθηματικά;»

«Αυτό είναι το ευκολότερο πράγμα απ’ όλα, κύριε – Εντιμότατε. Τα μαθηματικά είναι διαφορετικά από τα άλλα τεχνικά μαθήματα. Ξεκινούν με ορισμένες απλές αρχές και προχωρούν σταδιακά. ΜΠΟΡΕΙΣ ν’ αρχίσεις με τίποτε και να μάθεις. Τα μαθηματικά έχουν σχεδιαστεί για το σκοπό αυτό. Κατόπιν, άπαξ και κατανοήσεις τους σωστούς τύπους των μαθηματικών, κι άλλα τεχνικά βιβλία γίνονται πολύ κατανοητά. Ιδίως αν αρχίσεις με τα εύκολα».

«Και υπάρχουν εύκολα βιβλία;»

«Ασφαλώς. Κι αν ακόμη δε θα υπήρχαν, οι τεχνικοί που έχετε μπορούν να προσπαθήσουν να γράψουν εύκολα βιβλία. Μερικοί απ’ αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη γνώση των τεχνικών με λέξεις και σύμβολα».

«Θεέ και Κύριε», είπε ο Νοβιανός στον κόσμο που μαζεύτηκαν γύρω του. «Τούτος ο διαβολάκος έχει έτοιμες απαντήσεις για όλα».

«Έχω, έχω» ξεφώνισε ο Τζορτζ. «Ρωτήστε με».

«Εσύ έχεις δοκιμάσει να μάθεις από βιβλία; Ή ό, τι λες είναι απλά μια δική σου θεωρίας;»

Ο Τζορτζ γύρισε να δει τον Ινγκενέσκου, αλλά ο Ιστορικός παρέμεινε απαθής. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε τίποτε εκτός από ένα καλοσυνάτο ενδιαφέρον.

Ο Τζορτζ απάντησε: «Έχω δοκιμάσει».

«Και το βρίσκεις πως έχει αποτελέσματα;»

«Μάλιστα, Εντιμότατε», είπε ο Τζορτζ μ’ ενθουσιασμό. «Πάρτε με μαζί σας στη Νόβια. Μπορώ να σας καταστρώσω ένα πρόγραμμα και να διευθύνω–»

«Μη βιάζεσαι. Έχω να σου κάνω μερικές ακόμη ερωτήσεις. Πόσο χρόνο υποθέτεις πως θα χρειαστείς να γίνεις ένας Μεταλλουργός ικανός να χειρίζεσαι ένα μηχάνημα Μπίμαν, ξεκινώντας απ’ το μηδέν και χωρίς εκπαιδευτικές ταινίες;»

Ο Τζορτζ κοντοστάθηκε. «Να σας πω – ίσως χρόνια».

«Δυο χρόνια; Πέντε; Δέκα;»

«Δεν μπορώ να ξέρω, Εντιμότατε».

«Λοιπόν, να μια ερώτηση ζωτικής σημασίας για την οποία δεν έχεις απάντηση, έχεις; Να πούμε πέντε χρόνια; Φαίνεται ένα λογικό διάστημα;»

«Υποθέτω πως ναι».

«Εντάξει, λοιπόν. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν τεχνικό που σπουδάζει μεταλλουργία με τη δική σου τη μέθοδο για πέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτή, ομολογουμένως, δεν μας παρέχει καμιά ωφέλεια, αλλά θα πρέπει να φάει να στεγαστεί και να πληρώνεται όλον αυτόν τον καιρό».

«Ναι, αλλά – »

«Άσε με να τελειώσω. Όταν τελειώσει τις σπουδές του και είναι ικανός να χειρίζεται Μπίμαν, θα έχουν περάσει πέντε χρόνια. Δεν σου περνάει από το νου πως σ’ αυτό το μεταξύ εμείς θα έχουμε τροποποιήσει τα Μπίμαν κι αυτός τότε δε θα είναι σε θέση να τα χειρίζεται;»

«Μέχρι τότε, όμως, αυτός θα είναι εμπειρότατος στο να μαθαίνει. Θα είναι γι’ αυτόν θέμα ημερών να μάθει τις καινούριες λεπτομέρειες».

«Έτσι λες. Και ας υποθέσουμε πως αυτός ο φίλος σου, για παράδειγμα, έχει μελετήσει τα Μπίμαν μόνος του και κατόρθωσε να τα μάθει. Θα ήταν τόσο έμπειρος στο χειρισμό τους όσο ένας ανταγωνιστής του που έμαθε από ταινίες;»

«Ίσως όχι –» απάντησε ο Τζορτζ.

«Α», έκανε ο Νοβιανός.

«Μια στιγμή, παρακαλώ, να τελειώσω. Ακόμη κι αν δεν ξέρει κάτι το ίδιο καλά, είναι η ικανότητά του να μαθαίνει περισσότερα που έχει σημασία. Μπορεί να έχει την ικανότητα να επινοεί πράγματα, καινούρια πράγματα που κανείς εκπαιδευμένος με ταινίες θα μπορούσε. Θα έχετε μια δεξαμενή πρωτότυπων στοχαστών – »

«Όσον αφορά στη δική σου μελέτη», είπε ο Νοβιανός, «έχεις επινοήσει καινούρια πράγματα;»

«Όχι, αλλά είμαι απλά κάποιος που δεν έχει ασχοληθεί αρκετά – »

«Μάλιστα. – Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, διασκεδάσαμε αρκετά;»

«Περιμένετε», ξεφώνισε ο Τζορτζ, ξαφνικά πανικοβλημένος. «Θέλω να κανονίσω μια προσωπική συνέντευξη. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να σας εξηγήσω από το εικονοτηλέφωνο. Υπάρχουν λεπτομέρειες – »

Ο Νοβιανός πήρε το βλέμμα του από τον Τζορτζ. «Ινγκενέσκου! Νομίζω πως σου έκανα τη χάρη. Τώρα, πράγματι, έχω ένα βαρύ πρόγραμμα για αύριο. Να είσαι καλά!»

Η οθόνη σκοτείνιασε.

Τα χέρια του Τζορτζ τινάχτηκαν προς την οθόνη, λες και μ’ αυτή του την αυθόρμητη κίνηση θα έφερνε την εικόνα πίσω. «Δε με πίστεψε. Δε με πίστεψε», φώναξε.

«Όχι, Τζορτζ», είπε ο Ινγκενέσκου, «νόμισες πως θα σε πίστευε;»

Ο Τζορτζ ούτε καν που τον άκουγε. «Μα γιατί όχι; Είναι όλα πραγματικά. Είναι όλα προς όφελός του. Δεν διακινδυνεύει τίποτε. Δουλεύοντας εγώ μαζί με λίγο προσωπικό – καμιά δεκαριά άντρες να εκπαιδεύονται για κάποια χρόνια θα του στοίχιζαν λιγότερο απ’ όσο ένας τεχνικός. – Ήταν πιωμένος! Πιωμένος! Δεν καταλάβαινε».

Ο Τζορτζ κοίταξε τριγύρω του με κομμένη την ανάσα. «Πώς μπορώ να τον βρω. Πρέπει να τον βρω. Έκανα λάθος που χρησιμοποίησα το εικονοτηλέφωνο. Χρειάζομαι χρόνο. Εκ του σύνεγγυς. Πώς μπορώ – »

«Δε θα θέλει να σε δει, Τζορτζ. Ακόμη κι αν σ’ έβλεπε, δε θα σε πίστευε», απάντησε ο Ινγκενέσκου.

«Θα με δει, σας λέω. Όταν είναι νηφάλιος, θα –». Γύρισε απότομα αντικρίζοντας κατά πρόσωπο τον Ιστορικό με διάπλατα μάτια. «Γιατί με είπατε Τζορτζ

«Αυτό δεν είναι το όνομά σου; Τζορτζ Πλάτεν

«Με ξέρετε;»

«Το κάθε τι για σένα».

Ο Τζορτζ έμεινε σύξυλος ενώ το στήθος ανεβοκατέβαινε σαν αντλία ασθμαίνοντας.

Ο Ινγκενέσκου συνέχισε: «Θέλω να σε βοηθήσω, Τζορτζ. Σου είπα πως είσαι αντικείμενο μελέτης μου και θέλω να σε βοηθήσω».

«Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου», ούρλιαξε ο Τζορτζ. «Δεν είμαι διανοητικά καθυστερημένος. Ο κόσμος όλος μπορεί να είναι, εγώ όμως όχι. Γύρισε σαν σίφουνας και όρμησε σαν τρελός προς την πόρτα. Την άνοιξε βίαια και τότε σηκώθηκαν ξαφνικά δύο εν υπηρεσία αστυνομικοί που φρουρούσαν το δωμάτιο και τον ακινητοποίησαν. Παρόλη τη σθεναρή του αντίσταση, ο Τζορτζ ένιωσε το υποδερμικό σπρέι στο σαρκώδες σημείο ακριβώς κάτω από το σαγόνι του και όλα σκοτείνιασαν. Το τελευταίο πράγμα που χαράχτηκε στη μνήμη του ήταν το πρόσωπο του Ινγκενέσκου που τον κοίταζε μ’ ένα καλοσυνάτο ενδιαφέρον.

Ο Τζορτζ άνοιξε τα μάτια του αντικρίζοντας τη λευκότητα ενός άσπρου ταβανιού. Θυμήθηκε αμέσως τι είχε συμβεί. Τα θυμήθηκε όλα σαν κάτι μακρινό σαν να είχαν συμβεί σε κάποιον άλλο. Συνέχιζε να κοιτάζει έντονα το ταβάνι μέχρι που η λευκότητά του γέμισε τα μάτια του και ξέπλυνε το μυαλό του, αφήνοντας εμφανώς χώρο μόνο για καινούριες ιδέες και νέο τρόπο σκέψεως. Δεν είχε ιδέα πόσο χρόνο βρισκόταν εκεί ακολουθώντας την ξέφρενη πορεία των σκέψεών του.

Άκουσε μια φωνή στο αυτί του. «Είσαι ξυπνητός;»

Ο Τζορτζ άκουσε το δικό του βογκητό για πρώτη φορά. Βογκούσε στ’ αλήθεια; Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι του. Η φωνή συνέχισε: «Πονάς, Τζορτζ;»

Ο Τζορτζ ψιθύρισε: «Περίεργο. Ανυπομονούσα τόσο να φύγω από τη Γη. Δεν κατάλαβα τι έγινε».

«Ξέρεις πού βρίσκεσαι;»

«Πίσω στον – Οίκο». Ο Τζορτζ κατόρθωσε να γυρίσει. Η φωνή ήταν του Ομάνι. Ο Τζορτζ επανέλαβε: «Περίεργο. Δεν κατάλαβα τι έγινε».

Ο Ομάνι χαμογέλασε με καλοσύνη: «Έλα, κοιμήσου ξανά».

Κι ο Τζορτζ κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε το μυαλό του ήταν λαμπικαρισμένο. Ο Ομάνι καθόταν στην άκρη του κρεβατιού διαβάζοντας και παράτησε το βιβλίο όταν ο Τζορτζ άνοιξε τα μάτια του.

Ο Τζορτζ πάσχισε να ανασηκωθεί.

«Γεια», είπε.

«Πεινάς;»

«Σαν λύκος!» κοίταξε τον Ομάνι με περιέργεια. «Με ακολούθησαν όταν έφυγα, έτσι δεν είναι;»

Ο Ομάνι ένευσε καταφατικά. «Σε παρακολουθούσαμε όλη την ώρα. Λέγαμε να σε κατευθύνουμε προς τον Αντονέλι για να βγάλεις την επιθετικότητά σου. Πιστεύαμε πως αυτός θα ήταν ο τρόπος για να κάνεις πρόοδο. Η συγκινησιακή σου φόρτιση εμπόδιζε την εξέλιξή σου».

Ο Τζορτζ απάντησε με κάποια αμηχανία: «Τον αδίκησα τον καημένο».

«Δεν έχει σημασία τώρα. Όταν στάθηκες να κοιτάξεις στην πινακίδα της Μεταλλουργίας στο αεροδρόμιο, ένας πράκτοράς μας ανέφερε τον κατάλογο των ονομάτων. Εσύ κι εγώ είχαμε μιλήσει αρκετά για το παρελθόν σου, κι έτσι αντιλήφθηκα τη σπουδαιότητα του ονόματος του Τρεβέλιαν. Ζήτησες οδηγίες να πας στους Ολυμπιακούς. Υπήρχε η πιθανότητα ότι τούτο μπορούσε να οδηγήσει στην κρίση εκείνη για την οποία ελπίζαμε. Στείλαμε λοιπόν τον Λάντισλας Ινγκενέσκου στην αίθουσα να σε συναντήσει και ν’ αναλάβει αυτός.

«Είναι σημαντικό πρόσωπο στην κυβέρνηση, έτσι δεν είναι;»

«Βέβαια, είναι».

Και τον αναθέσατε να με αναλάβει. Τούτο με κάνει να δείχνω σπουδαίος».

«Μα είσαι σπουδαίος, Τζορτζ».

Την ώρα εκείνη έφτασε ένα παχύρρευστο βραστό που άχνιζε και μοσχοβολούσε. Ο Τζορτζ μειδίασε λαίμαργα και τράβηξε τα σεντόνια από πάνω του να ελευθερώσει τα χέρια του. Ο Ομάνι τον βοήθησε να τακτοποιήσει το τραπεζάκι πάνω στο κρεβάτι. Ο Τζορτζ έτρωγε σιωπηλά για κάποια ώρα, και κατόπιν είπε: «Ξύπνησα και πάλι εδώ πριν από λίγη ώρα».

«Το ξέρω. Εδώ ήμουν», πρόσθεσε ο Ομάνι.

«Ναι, θυμάμαι. Ξέρεις όλα άλλαξαν. Ήμουν τόσο κουρασμένος που ένιωθα κενός από συναισθήματα. Έπαψα να είμαι θυμωμένος. Μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να με νάρκωσαν για να εξαλείψουν κάθε συγκίνηση».

«Δε σε νάρκωσαν», είπε ο Ομάνι. «Απλά ήσουν σε καταστολή. Ξεκουράστηκες».

«Λοιπόν, τέλος πάντων, όλα ξεκαθάρισαν μέσα μου, σαν να το ήξερα όλον τον καιρό αλλά δεν ήθελα να ακούω τον εαυτό μου. και σκέφτηκα: τι ήταν αυτό που ήθελα από τη Νόβια να μ’ αφήσει να κάνω; Ήθελα να πάω στη Νόβια και ν’ αναλάβω μια ομάδα από ανεκπαίδευτους νεαρούς και να τους διδάξω πώς να μαθαίνουν από βιβλία. Ήθελα να ιδρύσω έναν Οίκο για τους Καθυστερημένους­ – όπως εδώ – και στη Γη υπάρχουν κιόλας πολλοί».

Έλαμψαν τα άσπρα δόντια του Ομάνι καθώς χαμογέλασε. «Ινστιτούτα Ανωτάτων Σπουδών είναι το σωστό όνομα γι’ αυτά τα ιδρύματα».

«Τώρα το βλέπω καθαρά», είπε ο Τζορτζ, «είμαι κατάπληκτος που τόσο εύκολα δεν μπόρεσα να δω. Στο κάτω- κάτω ποιος εφευρίσκει τα καινούρια μοντέλα εργαλείων που τα χειρίζονται οι νέου τύπου τεχνικοί; Ποιος για παράδειγμα εφεύρε τον φασματογράφο Μπίμαν; Φαντάζομαι κάποιος που τον λένε Μπίμαν, ο οποίος δεν είχε προηγουμένως υποστεί εμφύτευση με ταινία, αλλιώς πώς μπορούσε να έχει κάνει αυτήν την καινοτομία;»

«Ακριβώς».

«Ή ποιος κατασκευάζει της εκπαιδευτικές ταινίες; Ειδικοί τεχνίτες; Κι ύστερα ποιος κάνει τις ταινίες που καταρτίζει τους προηγούμενους; Πιο καταρτισμένοι τεχνικοί; Και πάλι ποιος κάνει τις ταινίες – καταλαβαίνεις τι εννοώ. Κάπου πρέπει να υπάρχει ένα τέλος. Κάπου πρέπει να υπάρχουν άντρες και γυναίκες με ικανότητα για πρωτότυπες σκέψεις».

«Ναι, Τζορτζ».

Ο Τζορτζ ακούμπησε πίσω κοιτάζοντας πάνω από το κεφάλι του Ομάνι και για μια στιγμή στο βλέμμα του επανήλθε κάτι σαν αβεβαιότητα».

«Γιατί δεν μου το είπατε από την αρχή;»

«Ω, μακάρι να μπορούσαμε», είπε ο Ομάνι, «θα γλιτώναμε τόση φασαρία. Μπορούμε να αναλύουμε ένα μυαλό, Τζορτζ, και να πούμε πως αυτός εδώ θα γίνει ένας ικανός αρχιτέκτων ή εκείνος εκεί ένας καλός ξυλουργός. Όμως, δεν ξέρουμε κανέναν τρόπο να εντοπίσουμε τις πρωτότυπες, τις δημιουργικές σκέψεις. Είναι πολύ πολύπλοκο. Φυσικά, έχουμε εμπειρικές μεθόδους που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε άτομα που ενδέχεται να είναι ταλαντούχα.

»Τέτοια άτομα μας αναφέρονται τη Μέρα Ανάγνωσης, όπως εσύ, για παράδειγμα. Σε γενικές γραμμές, ο αριθμός τέτοιων ατόμων είναι ένα στις δέκα χιλιάδες. Μέχρι την Ημέρα της Παιδείας, αυτά τα άτομα επενελέγχονται και εννιά στα δέκα αποδεικνύονται λάθος συναγερμός. Οι υπόλοιποι στέλνονται σε ιδρύματα όπως αυτό».

«Μα, τι πειράζει να γίνει γνωστό ότι ένας στους εκατό χιλιάδες θα σταλούν σε τέτοια μέρη; Τότε δε θα υποστούν το σοκ όσοι θα το ξέρουν», ρώτησε ο Τζορτζ.

«Και οι υπόλοιποι εννιακόσιοι ενενήντα εννιά χιλιάδες; Δε θέλουμε όλοι αυτοί να θεωρούν τον εαυτό τους αποτυχημένους. Στην άγνοιά τους στοχεύουν στο ένα ή στο άλλο επάγγελμα που θα κάνουν, και θα είναι υπερήφανοι να έχουν δίπλα στο όνομά τους τον τίτλο Πιστοποιημένος. Ούτως ή άλλως, ο καθένας έχει τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κι αυτό είναι αναγκαίο».

«Αλλά σε μας;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Στους έναν από τις δέκα χιλιάδες, που αποτελούμε εξαίρεση, γιατί δε μας το λέτε;»

«Δεν πρέπει να το ξέρετε, γιατί πρέπει να υποστείτε την τελευταία δοκιμασία. Ακόμη κι απ’ αυτούς που επελέγησαν την Ημέρα Παιδείας και ήρθαν εδώ εννιά στους δέκα δεν αποτελούν τη στόφα της δημιουργικής μεγαλοφυΐας, κι εμείς δεν έχουμε μηχανικό τρόπο να ξεχωρίσουμε τους εννιά από τον δέκατο. Ο δέκατος πρέπει να φανεί μόνος του».

«Πώς;»

«Σας φέρνουμε εδώ στον Οίκο των Καθυστερημένων, κι εκείνος που δε θέλει να το παραδεχτεί είναι το άτομο που ζητούμε. Είναι μια σκληρή μέθοδος αλλά αλάνθαστη. Δεν αρκεί να πεις σε κάποιον μπορείς να δημιουργήσεις, κάνε το. Είναι ασφαλέστερο να περιμένεις τον ίδιο να πει, θα δημιουργήσω είτε το θέλετε είτε όχι. Υπάρχουν δέκα χιλιάδες σαν κι εσένα, Τζορτζ, που αποτελούν τους στυλοβάτες μιας εξελιγμένης τεχνολογίας χιλίων πεντακοσίων κόσμων. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αναλώσουμε τις προσπάθειές μας σε κάποιον που δε θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας και να χάσουμε το κατάλληλο άτομο».

Ο Τζορτζ παραμέρισε το άδειο του πιάτο από μπροστά του και έφερε την κούπα καφέ στα χείλη του.

«Και τι γίνεται μ’ αυτούς που δεν – ανταποκρίνονται;»

«Τελικά υποβάλλονται σε εμφύτευση και γίνονται οι Κοινωνιολόγοι μας. Ένας τέτοιος είναι ο Ινγκενέσκου. Εγώ πάλι είμαι Πιστοποιημένος Ψυχολόγος. Σε σχέση μ’ εσένα, εμείς αποτελούμε το Δεύτερο Βαθμό, θα μπορούσα να πω».

Ο Τζορτζ τελείωσε τον καφέ του. «Ένα πράγμα ακόμη δεν καταλαβαίνω», είπε.

«Τι δεν καταλαβαίνεις;»

Ο Τζορτζ απαλλάχτηκε από τα σεντόνια και σηκώθηκε όρθιος. «Γιατί τους λένε Ολυμπιακούς;»


Η παρούσα νουβέλα πρωτοεμφανίστηκε το 1957 στο τεύχος του Ιουλίου του περιοδικού Astounding Science Fiction και αποτέλεσε την πρώτο διήγημα της συλλογής Nine Tomorrows, που εκδόθηκε το 1959.

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr