spacer.png, 0 kB
Χρήστος Μηλίτσης: Ρήγας Φεραίος. Εκτύπωση E-mail


 
Σημαδιακή μέρα η 11η Ιουνίου του 1798 που έγινε ο απαγχονισμός του Μεγάλου Βάρδου της Ελευθερία μας . Ας την επαναφέρουμε στη μνήμη μας.

Πυκνό σκοτάδι, πισσοσκόταδο σκέπαζε τότε πέρα για πέρα τα’ αγιασμένα μας χώματα. Ήταν τα μαύρα και άραχλα χρόνια της πικρής σκλαβιάς. Καυτό δάκρυ αυλάκωνε το μαυροκαπνισμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο του δυστυχισμένου ραγιά. Βαρύς ο πόνος, σαν μολύβι θέριευε στα σπλάχνα του κι  έσφιγγε τη καρδιά του. Ατέλειωτες οι νύχτες του μαρτυρίου. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια φρικτής σκλαβιάς και βάρβαρης τυραννίας, έλιωναν σαν το πασχαλινό αγιοκέρι κάθε Ελληνική ψυχή. Ένα μεγάλο ατελείωτο πυρακτωμένο χωνευτήρι έκαιγε μερόνυχτα τη ζωντανή σάρκα της Πατρίδας μας και μέσα εκεί έσβηναν καθημερινά τα όνειρα και οι ελπίδες του μαρτυρικού γένους. Η Ελλάδα αιματοβαμμένη, πικραμένη και αποκαρδιωμένη, ανέβαινε ολομόναχη το δρόμο του μαρτυρικού Γολγοθά, χωρίς ελπίδες για Ανάσταση. Η δόξα η μεγάλη και η πανάρχαια, άρχισε να επισκιάζεται. Το Βυζάντιο θάφτηκε με τη πτώση της Βασιλεύουσας. Η δυνατή ηγεσία αφανίστηκε και ο λαός απορφανίστηκε. Αν έλειψε όμως ο δυνατός νους, η ηγεσία, αν θάφτηκε το Βυζάντιο, δεν χάθηκε και η πολυστένακτη ζωή του Ελληνικού Έθνους. Δεν χάθηκε ολότελα ο λαός, που τα σπλάχνα του αποτελούν το αιώνιο φυτώριο των ηρώων και των μαρτύρων της Ελληνικής γενιάς. Έτσι από τα πρώτα κιόλας χρόνια της φοβερής του καταστροφής, άρχισε στα δύσβατα και κακοτράχαλα βουνά τον ένοπλο ηρωικό αγώνα. Λυγισμένος απ’ τα βαριά σίδερα της σκλαβιάς και ποδοπατημένος κάτω από την αιμοστάλαχτη σπάθα του Γενιτσάρου, ένιωθε τη καρδιά του ακόμα να χτυπά, όσο κι’ αν μάτωνε, όσο κι’ αν πονούσε. Στις φλέβες του ένοιωθε το αίμα του να κυλά ακόμη θερμό, καθάριο, αναλλοίωτο και αμόλυντο σαν φλόγα ηλιακή. Έφτανε στη καρδιά του βαθιά και την θέρμαινε, την ζωογονούσε και από κει δειλά-δειλά στην αρχή, σπιθούλες, ένα σωρό σπιθούλες ξεπήδαγαν σαν καλοκαιρινές πυγολαμπίδες και σπάθιζαν το βαρύ και πένθιμο σκοτάδι της σκλαβιάς. Ο Ρήγας γεννημένος ήρωας σ’ ένα μικρό χωριό τότε της Θεσσαλίας, το Βελεστίνο, σπούδασε δάσκαλος στην αρχή και ασχολήθηκε για λίγο στο Κισσό του Πηλίου με το θεάρεστο τούτο επάγγελμα. Η αδάμαστη ψυχή του δεν μπόρεσε να ανεχθεί το ζυγό. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι μπρος τη βαναυσότητα των Τούρκων. Έμεινε για λίγο καταδιωγμένος στις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και ύστερα έφυγε για την πόλη, αφού άφησε ολόκληρη τη ψυχή του στην Ελλάδα. Εκεί στη μακρινή ξενιτιά, κάτω από το μάτι του Σουλτάνου, δούλεψε και πάλεψε σκληρά για την πολυπόθητη και λαμπρή ιδέα της Ελευθερίας. Μακριά στα ξένα, η συντριμμένη και ραγισμένη απ’ το πόνο για τη σκλαβωμένη χώρα του, καρδιά, πνίγονταν από αγανάκτηση, δέρνονταν απ’ τη λαχτάρα και γίνονταν τούτη η λαχτάρα χείμαρρος από στίχους. Λόγια φλογερά, θαρρετά, καυτά, πυρακτωμένα που το κάθε ένα ήτανε σπίθα, κι όλα μαζί μια φλόγα πύρινη, μια πυρκαγιά ξεσηκωμού που κατάκαψε πέρα ως πέρα τη Τουρκιά και έδωσε φτερά στα πόδι του σκλαβωμένου δούλου.

Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά;   

Και τα τραγούδια τούτα  ήταν μπουρλότα, π’ άναψαν στο κάθε σκλάβο τη φλόγα για τη λευτεριά. Παίρνουν φτερά και φτερουγίζουν. Πετούν πάνω από στεριές και θάλασσες. Σπαθίζουν τους γαλανούς Ελληνικούς αιθέρας. Περνούν τα δασωμένα στήθια των βουνών. Ξεσκίζουν τον καταδυναστευμένο κάμπο και δίνουν θάρρος στο ξεπεσμένο κολλήγα και σκορπίζονται απ’ τα ψαροκάικα ως τις πιο απρόσιτες τσοπανοκάλυβες. Γίνονται σ’ όλους τους σκλάβους προσευχή. Τραγουδιούνται, συγκινούν και ενθουσιάζουν. Κτυπούν και πάλουν κάθε Ελληνική καρδιά. Ζυμώνονται μ’ αυτή, γίνονται δάκρυα στα μάτια, ζητωκραυγή στο στόμα, σπαθί στο χέρι, χτύπος ζωφόρος και χαρούμενος στη καρδιά του κάθε ραγιά. Δυναμώνουν έτσι τη ψυχή του και το πνεύμα του και φέρνουν ξεσηκωμό στη Ρωμιοσύνη. Εργάζεται σκληρά. Γράφει κείμενα επαναστατικά και προκηρύξεις. Τυπώνει ποιήματα. Σχεδιάζει χάρτες της μεγάλης Ελλάδας, όπως την ονειρεύεται. Ενθουσιάζεται απ’ τους αγώνες του Ναπολέοντα και ο ενθουσιασμός αυτός γίνεται πίστη για την επιτυχία του αγώνα και μεταλαμπαδεύεται αργότερα με την ευλογία της εκκλησίας στους αγωνιστές του 21. Φιλοδοξεί και αγωνίζεται να ενώσει όλους τους λαούς της βαλκανικής εναντίον του Σουλτάνου.(Βούλγαροι, Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμνοί, /Για την ελευθεριά μας, ας ζώσουμε σπαθί). Μ’ αυτή τη φλόγα στα στήθη του ξεκινά να επιστρέψει στη σκλαβωμένη του πατρίδα. Μαζί του φέρνει τα δικά του ειρηνικά όπλα, το δικό του μπαρούτι, τα δικά του βόλια που θα χαρίσει στο λαό, τα τραγούδια του για το ξεσηκωμό του. Φέρνει τις προκηρύξεις του, τις ιδέες του, την αδούλωτη ψυχή του, το αίμα του τα πάντα. Προδίνεται όμως και φυλακίζεται απ’ τους Αυστριακούς στα άχαρα και ανήλια κελιά της Αστυνομίας της Βιέννης. Επιχειρεί να αυτοκτονήσει, αλλά δεν το κατορθώνει. Η απόπειρα αυτή ανησυχεί πάρα πολύ τους Αυστριακούς. Αυτό το βλέπουμε στις αναφορές που έκαμε ο Διοικητής της Αστυνομίας της Τεργέστης BRIKYNTO στον υπουργό PERKEN. Άρρωστος με ανεπούλωτα τα τραύματα, με την τραγική ειρωνεία στη ψυχή του, χωρίς να ξέρει τίποτα σχετικά με την τύχη των συντρόφων του, ο Ρήγας κατορθώνει να στείλει από τη φυλακή, ένα γράμμα στο Γάλλο πρόξενο BRESSE και να του ζητήσει την επέμβαση της Γαλλίας. Ο Γάλλος πρόξενος επενέβη χωρίς αποτέλεσμα και οι Αυστριακοί τον παραδίδουν στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκοτώνουν μαζί με τους συντρόφους του. Οι σύντροφοι του που θυσιάστηκαν μαζί του για την Ελευθερία της Ελλάδας στις 11 Ιουνίου του 1798 ήταν  ο Αντώνιος Κορωνιός, έμπορος και λόγιος από τη Χίο ετών 27, ο Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός από τη Ζίτσα Ιωαννίνων ετών 32, ο Θεοχάρης  Γ. Τουράντζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα ετών 22, ο Ιωάννης Καραντζάς, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου ετών 31, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής της Ιατρικής, από τη Καστοριά ετών 24, και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, αδελφός του Γιάννη, υπάλληλος του Αργέντη από τη Καστοριά  ετών 22.  Όταν έφτασε η ώρα του μαρτυρίου, ήταν τότε 41 ετών και ο Δήμιος πλησίασε να τον παραλάβει, ο Ρήγας σα βράχος ορθώθηκε μπροστά του. Πάλεψε και λευτερώθηκε απ’ τα αιματοβαμμένα χέρια του Δημίου. Ύστερα ώσπου να έρθουν οι άλλοι να τον πάρουν, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και με δυνατή φωνή παλλόμενη από συγκίνηση, αυτά τα αθάνατα και προφητικά λόγια είπε. « Αρκετό σπόρο έσπειρα, το γένος μου ας θερίσει τους καρπούς μου». Και ο σπόρος του Ρήγα, γερός, μεστωμένος δυνατός, έπεσε πάνω στη εύφορη γη του γένους κι βλάστησε. Έγινε δέντρο πελώριο και σκέπασε με τον βαθύ του ίσκιο και δρόσισε την καταδυναστευμένη χώρα μας και έφερε σ’ αυτή το λυτρωμό της. Κάτω απ’ τους ευωδιαστούς και θαλερούς κλώνους του δοξάστηκε η γενιά του 21. Ποτίστηκε με το αίμα, τα δάκρυα και τις θυσίες του έθνους μας. Ριζοβόλησε, θέριωσε και στέριωσε τόσο γερά, όπου όσες φορές  στο πέρασμα του χρόνου χτύπησαν πάνω του κεραυνοί, όσες φορές το έδειραν βοριάδες, μπόρες και, καταιγίδες, είχε τη δύναμη να κρατηθεί όρθιο, στητό, περήφανο, καμαρωτό. Μόνο για λίγο θέλησε η μοίρα να το λυγίσει, αλλά και πάλι γρήγορα ξανά ορθώθηκε και έγινε πιο δυνατό και πιο μεγάλο το δέντρο της Ελληνικής  λεβεντιάς, το δέντρο της Ελευθερίας και σκέπασε με τη βοήθεια του Θεού τη γη τούτη την Άγια, τη δοξασμένη, την όμορφη και ηρωική.

 


 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr