spacer.png, 0 kB
Άρθουρ Κλαρκ: Παρασιτισμός. Εκτύπωση E-mail

Παρασιτισμός

(Τίτλος του πρωτοτύπου: The Possessed)


Του Άρθουρ Κλαρκ (Arthur C. Clarke)

Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Ο ήλιος ήταν τώρα μπροστά του τόσο κοντά που η θύελλα του ηλιακού ανέμου πίεζε αναγκάζοντας το Σμήνος να υποχωρήσει πίσω στη σκοτεινή νύχτα του διαστήματος. Σύντομα δε θα μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο. Τις καταιγίδες του φωτός πάνω στις οποίες ταξίδευε από άστρο σε άστρο δεν μπορούσε πλέον να τις αντέξει τόσο κοντά στην πηγή τους. Εάν δε συναντούσε έναν πλανήτη πολύ σύντομα, πάνω στον οποίο να πέσει με ηρεμία και ασφάλεια στη σκιά του, θα έπρεπε να εγκαταλείψει και τούτον τον ήλιο όπως είχε εγκαταλείψει τόσους άλλους πριν.

Είχε εξερευνήσει και απορρίψει έξη εξωτερικούς ψυχρούς κόσμους. Είτε ήσαν παγωμένοι πέρα από κάθε ελπίδα ύπαρξης οργανικής ζωής ή διαφορετικά παρείχαν κατοικία σε όντα ανώφελα στο Σμήνος. Αν λοιπόν το Σμήνος έμελε να επιβιώσει, έπρεπε να βρει ξενιστές παρόμοιους μ’ εκείνους που άφησε πίσω του στην μακρινή του καταδικασμένη κατοικία του. Το Σμήνος είχε ξεκινήσει την περιπλάνησή του προς τα άστρα πριν από εκατομμύρια χρόνια παρασυρόμενο από τις φωτιές του δικού του ήλιου που εξερράγη πνέοντας τα λοίσθια. Κι όμως ακόμη και τώρα η ανάμνηση της χαμένης πατρίδας ήταν νωπή και καθαρή, ένας νόστος που ποτέ δεν εννοούσε να σβήσει.

Μπροστά τους τώρα φάνηκε ένας πλανήτης ταλαντεύοντας τον κώνο της σκιάς του μέσα στη φλογοβόλα νύχτα. Οι αισθήσεις που είχε αναπτύξει στη μακρά του Οδύσσεια ένιωσαν τον κόσμο που πλησίαζε και το Σμήνος αντιλήφθηκε πως ήταν καλός.

Το αδυσώπητο σφυροκόπημα της ακτινοβολίας σταμάτησε καθώς ο μαύρος δίσκος του πλανήτη κάλυψε τον ήλιο. Σε ελεύθερη πτώση με την επίδραση της βαρύτητας, το Σμήνος έπεσε με ταχύτητα μέχρι που προσέκρουσε στο ανώτερο όριο της ατμόσφαιρας. Την πρώτη φορά που είχε επιχειρήσει πτώση σε πλανήτη παρά λίγο να βρει την καταστροφή του, αλλά τώρα συρρίκνωσε την λεπτή του σύσταση με απίστευτη επιδεξιότητα μετά από μακρά εμπειρία και εξάσκηση και έγινε μια μικροσκοπική, πυκνή σφαίρα. Επιβραδύνοντας την πτώση του κατόρθωσε να αιωρηθεί ακίνητο μεταξύ ουρανού και γης.

Για πολλά χρόνια παρασυρόταν από τους ανέμους της στρατόσφαιρας από τον έναν Πόλο στον άλλον, ή άφηνε τις ριπές της αυγής να το ωθούν βίαια προς τη Δύση μακριά από τον ανατέλλοντα ήλιο. Εύρισκε παντού ζωή, αλλά πουθενά νοήμονα όντα. Υπήρχαν ζωντανά που άλλα σέρνονταν, άλλα πετούσαν και άλλα κινούνταν κάνοντας άλματα, αλλά δεν υπήρχαν όντα να μιλούν και να δημιουργούν. Μετά από δέκα εκατομμύρια χρόνια έμελε να υπάρξουν στον πλανήτη πλάσματα με νου που θα μπορούσε το Σμήνος να παρασιτήσει πάνω τους και να τα κατευθύνει στους δικούς του σκοπούς. Τώρα όμως δεν υπήρχε ίχνος απ’ αυτά. Το Σμήνος δεν μπορούσε να μαντέψει ποια από τις αναρίθμητες μορφές ζωής πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη θα γινόταν ο κληρονόμος του μέλλοντος, και χωρίς έναν τέτοιο ξενιστή ήταν ανήμπορο – απλά μια μορφή ηλεκτρικού φορτίου, ένα σύστημα με τάξη και αυτοεπίγνωσης σ’ ένα χαοτικό σύμπαν. Με τις δικές του και μόνο δυνάμεις, το Σμήνος δεν είχε κανέναν έλεγχο πάνω στη ύλη, αλλά άπαξ και υποτάξει το νου των ατόμων μιας νοήμονος φυλής, δε θα υπήρχε τίποτε που να υπερβαίνει τις δυνάμεις του.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, κι ούτε θα ήταν η τελευταία, που ο πλανήτης παρατηρήθηκε από επισκέπτες του διαστήματος – αν και όχι με τόσο ιδιαίτερη και επείγουσα ανάγκη. Το Σμήνος βρέθηκε σ’ ένα βασανιστικό δίλημμα. Ή θα ξεκινούσε ακόμη μια φορά το κουραστικό του ταξίδι με την ελπίδα τελικά να βρει τις συνθήκες που έψαχνε ή θα παρέμεινε εδώ σ’ αυτόν τον κόσμο περιμένοντας υπομονετικά έως ότου να εμφανιστεί μια φυλή που να ταιριάζει στους σκοπούς του.

Συνέχισε να κινείται σαν μια αχλή μέσα στις σκιές αφήνοντας να παρασυρθεί όπου φυσάει ο άνεμος. Τα άγαρμπα, κακοφορμισμένα ερπετά αυτού του νεαρού κόσμου δεν ήταν ποτέ σε θέση να το αντιληφθούν. Αυτό όμως τα παρατηρούσε, τα κατέγραφε, τα ανέλυε προσπαθώντας να εξαγάγει συμπεράσματα ως προς τη μελλοντική τους εξέλιξη. Δεν άξιζε και πολύ να διαλέξει ανάμεσα απ’ όλα αυτά τα πλάσματα. Ούτε ένα δεν έδειχνε έστω και μια αχνή σπίθα συνειδητού νου. Όμως αν παρατούσε αυτόν τον κόσμο για να ψάξει έναν άλλο, πιθανόν να περιπλανιόταν μάταια στο σύμπαν μέχρι το τέλος του χρόνου.

Τελικά πήρε την απόφαση. Σύμφωνα με τη φύση του την ίδια, είχε δυο εναλλακτικές επιλογές: Το μεγαλύτερο τμήμα του Σμήνους θα συνέχιζε να ταξιδεύει ανάμεσα στ’ άστρα, κι ένα μέρος του θα παρέμεινε σ’ αυτόν τον κόσμο σαν σπόρος που φυτεύεται με την ελπίδα μιας μελλοντικής συγκομιδής.

Το Σμήνος άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του και το λεπτεπίλεπτο σώμα του να πλαταίνει και να γίνεται δίσκος αμφιταλαντευόμενος στα όρια του ορατού. Έγινε ένα αμυδρό φάντασμα, ένας ανεπαίσθητος φωσφορισμός που ξαφνικά σχίστηκε σε δύο άνισα τεμάχια. Η περιστροφή του σταμάτησε σταδιακά: Το Σμήνος είχε χωριστεί στα δύο, το καθένα κομμάτι μια ξεχωριστή οντότητα με όλες τις αναμνήσεις και με όλες τις επιθυμίες και τις ανάγκες του αρχικού.

Συντελέστηκε μια τελευταία ανταλλαγή σκέψεων μεταξύ γονέως και τέκνου που παράλληλα ήσαν και απαράλλαχτα δίδυμα. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχή τόσο στο ένα κομμάτι όσο και στο άλλο, είχε συμφωνηθεί να ξανασυναντηθούν στο μακρινό μέλλον σ’ αυτή την κοιλάδα μεταξύ των βουνών όπου βρίσκονταν τώρα. Το ένα που θα έμενε θα ερχόταν στο συγκεκριμένο σημείο κατά κανονικά διαστήματα στην πορεία των αιώνων. Το άλλο που έμελε να συνεχίσει την έρευνά του, θα έστελνε πίσω έναν αγγελιοφόρο εάν βρισκόταν ένας καλύτερος κόσμος. Και τότε θα ενώνονταν ξανά, όχι πλέον απάτριδες εξόριστοι να ματαιοπονούν περιπλανώμενοι ανάμεσα στα αδιάφορα άστρα.

Το φως της αυγής άρχισε να διαχέεται πάνω από τα τραχιά, νεοφανή βουνά όταν το μητρικό σμήνος υψώθηκε να συναντήσει τον ήλιο. Στις παρυφές της ατμόσφαιρας οι θύελλες της ακτινοβολίας το συνέλαβαν και το παρέσυραν χωρίς να προβάλει καμιά αντίσταση προς τους εξωτερικούς πλανήτες και πέρα απ’ αυτούς, σε μια ατέλειωτη αναζήτηση.

Το θυγατρικό που έμεινε πίσω στον πλανήτη άρχισε εξίσου μιαν απέλπιδα προσπάθεια. Χρειαζόταν ένα ζώο που να μην είναι τόσο σπάνιο ώστε από ασθένειες ή ατυχήματα να κινδυνέψει να εξαλειφθεί. Ούτε πάλι να είναι υπερβολικά μικροσκοπικό που να μην μπορεί ποτέ να εξασκήσει κάποια εξουσία στον φυσικό κόσμο. Επίσης θα έπρεπε να πολλαπλασιάζεται με ταχύ ρυθμό ούτως ώστε να κατευθύνεται και να ελέγχεται η εξέλιξή του όσο το δυνατό γρηγορότερα.

Η αναζήτηση υπήρξε μακρά και η επιλογή δύσκολη, αλλά τελικά το Σμήνος διάλεξε τον ξενιστή του. Σαν βροχή που πέφτει σε διψασμένο έδαφος, μπήκε στα σώματα ορισμένων μικρών σαυρών και άρχισε να κατευθύνει την εξέλιξή τους.

Το έργο ήταν τεράστιο, ακόμη και για μια οντότητα που ποτέ δε θα γνώριζε το θάνατο. Γενιές αμέτρητες από σαύρες παρήλθαν πριν έρθει και η παραμικρή βελτίωση στη φυλή. Και πάντοτε στον καθορισμένο χρόνο το Σμήνος επέστρεφε μέσα στα βουνά στο ραντεβού του, και πάντοτε γύριζε πίσω απογοητευμένο. Δεν υπήρχε κανείς απεσταλμένος από τα άστρα για να φέρει την είδηση για μια καλύτερη τύχη κάπου αλλού.

Τα χρόνια περνούσαν και γίνονταν αιώνες και οι αιώνες χιλιετηρίδες. Με γεωλογικά κριτήρια, οι σαύρες άλλαζαν άρδην. Δεν ήταν σαύρες πλέον, αλλά θερμόαιμα, ζωοτόκα πλάσματα καλυμμένα με γούνα. Ήταν ακόμη μικρά και αδύναμα και το μυαλό τους στοιχειώδες, αλλά περιείχαν τον σπόρο μιας μελλοντικής σπουδαιότητας.

Δεν ήταν όμως τα ζωντανά πλάσματα που άλλαζαν με το αργό πέρασμα των αιώνων, αλλά και οι ήπειροι άρχισαν να χωρίζουν, τα βουνά να εξαφανίζονται από τη διάβρωση και την ακατάπαυστη βροχή. Και μέσα απ’ όλες αυτές τις αλλαγές, το Σμήνος έμεινε προσηλωμένο στο σκοπό του. Πάντοτε στον καθορισμένο χρόνο προσερχόταν στον τόπο της συνάντησης που είχαν προσδιορίσει προ αμνημονεύτων ετών, περίμενε υπομονετικά για λίγο και μετά αποχωρούσε. Πιθανόν το μητρικό Σμήνος εξακολουθούσε να ψάχνει ή ίσως – ήταν μια δύσκολη και τρομερή σκέψη να τη συλλάβει – κάποια άγνωστη καταστροφή το είχε προλάβει και είχε ακολουθήσει τη μοίρα της φυλής που κάποτε εξουσίαζε. Δεν υπήρχε καμιά άλλη λύση από του να περιμένει να δει εάν η επίμονη ζωή αυτού του πλανήτη θα αναγκαζόταν να ακολουθήσει το μονοπάτι που οδηγεί στην νοημοσύνη.

Και οι αιώνες περνούσαν ακάθεκτοι…

Κάπου στον λαβύρινθο της εξέλιξης το Σμήνος έκανε το μοιραίο σφάλμα και πήρε λάθος δρόμο. Είχαν περάσει ένα εκατομμύριο χρόνια από τότε που ήρθε στη Γη και κουράστηκε. Δεν μπορούσε όμως να πεθάνει, γι’ αυτό εκφυλίστηκε. Οι αναμνήσεις της αρχαίας του πατρίδας και της μοίρας του ξέφτιζαν. Η νοημοσύνη του άρχισε σιγά – σιγά να χάνεται ακόμη κι όταν οι ξενιστές του ανέβαιναν την ανηφόρα που θα οδηγούσε στην αυτοεπίγνωση.

Κατά μια κοσμική ειρωνεία της τύχης, αντί αν δώσει την ώθηση που θα έφερνε τη νοημοσύνη και την ευφυΐα σ’ αυτόν τον κόσμο, το Σμήνος εξαντλήθηκε και έφτασε πλέον στο στάδιο του παρασιτισμού. Δεν μπορούσε πια να επιβιώσει αναπόσπαστο από τον ξενιστή του. Ποτέ πια δε θα ταξίδευε ελεύθερο πάνω από τον κόσμο, παρασυρόμενο από τον άνεμο και τον ήλιο. Για να κάνει το αρχαίο του προσκύνημα στον τόπο της συνάντησης, έπρεπε τώρα να ταξιδέψει αργά και επίπονα μέσα σε χιλιάδες μικρά σώματα. Κι όμως συνέχιζε το πανάρχαιο έθιμο, ωθούμενο από τον πόθο για επανένωση που έκαιγε όλο και με μεγαλύτερη μανία τώρα που γνώρισε την πίκρα της αποτυχίας. Μόνο αν το μητρικό σμήνος επέστρεφε και απορροφούσε ξανά το θυγατρικό, τότε ολόκληρο το Σμήνος θα αποκτούσε καινούργια ζωή και σφρίγος.

Οι παγετώνες ήρθαν και έφυγαν. Από θαύμα τα μικρά ζωάκια που φιλοξενούσαν την όλο και φθίνουσα νοημοσύνη του Σμήνους γλίτωσαν από τα νύχια του παγετού. Οι ωκεανοί κατέκλυσαν την ξηρά, αλλά η φυλή επέζησε συνεχίζοντας να αυξάνεται και να πληθύνεται, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Δεν έμελε να κληρονομήσει αυτόν τον κόσμο, διότι σε μια άλλη ήπειρο ένας ορισμένος πίθηκος είχε εγκαταλείψει τα δέντρα και ατένιζε τα άστρα με μια πρώτη αναλαμπή περιέργειας.

Ο νους του Σμήνους διασκορπιζόταν και έφθινε μέσα σε εκατομμύρια σωματάκια, μη μπορώντας πλέον να ενωθεί και να επιβάλει τη θέλησή του. Είχε χάσει όλη του τη συνοχή. Οι θύμησές του ξεθώριαζαν και σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια το πολύ θα χάνονταν εντελώς.

Μόνο ένα πράγμα παρέμεινε – η τυφλή του ακατανίκητη ορμή, η οποία κατά διαστήματα γινόταν ακόμη συχνότερη από κάποια παράξενη ανωμαλία και το ωθούσε να βρει την ολοκλήρωσή του σε μια κοιλάδα, που έπαψε πια να υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες.

*

Πλέοντας ήσυχα ακολουθώντας τη γραμμή του σεληνόφωτος, το κρουαζιερόπλοιο πέρασε το νησάκι με το φάρο που αναβόσβηνε και μπήκε στο φιόρδ. Βασίλευε μια υπέροχη ησυχία μέσα στη νύχτα, με τον Αποσπερίτη να δύει πέρα από τα νησιά Φερόες. Τα φώτα του λιμανιού αντικατοπτρίζονταν σχεδόν χωρίς κανένα τρέμουλο στα ήρεμα νερά μπροστά τους.

Ο Νιλς και η Χριστίνα απολάμβαναν την απόλυτη ευτυχία. Ακουμπώντας πάνω στην κουπαστή, πιασμένοι σφικτά χέρι με χέρι, χάζευαν τις δασώδεις πλαγιές καθώς περνούσαν πλάι τους. Τα ψηλά δέντρα φάνταζαν ακίνητα μέσα στο φεγγαρόφωτο, με τα φύλλα τους ατάραχα ακόμη και από την παραμικρή πνοή του ζέφυρου, και με τους ψηλόλιγνους κορμούς τους να υψώνονται σε μια λευκή απόχρωση από τα σκοτεινές σκιές τους. Όλη η πλάση ησύχαζε και μόνο το πλοίο τολμούσε να διαταράξει τη μαγεία της νύχτας.

Και τότε η Χριστίνα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και ο Νιλς ένιωσε τα δάχτυλά της να σφίγγονται σπασμωδικά στα δικά του. Ακολούθησε το βλέμμα της που ήταν καρφωμένο πέρα από το νερό προς τους σιωπηρούς φρουρούς του δάσους.

«Τι τρέχει, αγάπη μου;» ρώτησε ανησυχώντας.

«Κοίτα!» ψιθύρισε απαλά που μετά βίας την άκουσε ο Νιλς. «Να, εκεί – κάτω από τα πεύκα!»

Ο Νιλς με του έριξε το βλέμμα του η μαγεία της νύχτας άρχισε να χάνεται καθώς φυλετικές κληρονομικές φρίκες έρχονταν έρποντας από το εξόριστο παρελθόν. Κάτω από τα δέντρα το έδαφος έδειχνε ζωντανό: μια πιτσιλιστή καφετιά παλίρροια κατέβαινε τις πλαγιές του βουνού και γινόταν ένα με τα σκοτεινά νερά.

Υπήρχε εκεί ένα ξέφωτο όπου το φως του φεγγαριού έπεφτε ανεμπόδιστο από σκιές. Και το ξέφωτο συνεχώς άλλαζε καθώς κοιτούσε: η επιφάνεια του εδάφους φαινόταν να κατηφορίζει κυματιστά σαν ένας αργός καταρράκτης προσπαθώντας να ενωθεί με τη θάλασσα.

Και τότε ο Νιλς άρχισε να γελάει κι ο κόσμος ξανάγινε φυσιολογικός. Η Χριστίνα τον κοίταξε με απορία αλλά καθησυχασμένη.

«Δεν το θυμάσαι;» τη ρώτησε μ’ ένα εύθυμο γέλιο. «Το διαβάσαμε στην εφημερίδα σήμερα το πρωί. Το κάνουν κάθε λίγα χρόνια και πάντοτε τη νύχτα. Το συνεχίζουν για μέρες».

Την κοίταξε περιπαικτικά για να διώξει την ένταση των τελευταίων λίγων λεπτών. Η Χριστίνα ανταποκρίθηκε στο βλέμμα του και ένα αργό χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό της.

«Μα βέβαια! » είπε. «Ανοησία μου! » Κατόπιν γύρισε και κοίταξε τη στεριά πάλι και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε μια θλιμμένη έκφραση, γιατί είχε τρυφερή καρδιά.

«Τα καημένα», αναστέναξε. «Αναρωτιέμαι γιατί το κάνουν».

Ο Νιλς ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

«Ποιος ξέρει; » απάντησε. «Είναι κι αυτό ένα μυστήριο. Δεν πρέπει να σε στενοχωρεί. Κοίτα – σύντομα θα μπούμε στο λιμάνι!»

Γύρισαν και κοίταξαν τα φώτα που τους καλωσόριζαν όπου βρισκόταν το μέλλον τους. Η Χριστίνα έριξε ακόμη μια ματιά προς την τραγική, παράλογη παλίρροια που συνέχισε να ρέει κάτω από το φεγγαρόφωτο.

Υπακούοντας ένα ένστικτο που δεν μπορούσαν ποτέ να ξέρουν την αιτία, καταδικασμένες λεγεώνες από λέμμινγκ έβρισκαν τη λήθη κάτω από τα κύματα.


(Επιλεγμένα Διηγήματα. Άρθουρ Κλαρκ)


*Τα λέμμινγκ έχουν αποτελέσει το θέμα μιας ευρέως λαϊκής παρανόησης ότι επιδίδονται σε μια μαζική αυτοκτονία κατά τη μετανάστευσή τους. Όταν πρόκειται να διασχίσουν μια θαλάσσια έκταση, κολυμπούν μέχρι να πνιγούν προσπαθώντας ενδεχομένως να βρουν ένα καινούριο φυσικό περιβάλλον.



 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr