spacer.png, 0 kB
Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις: Ο διαρρήκτης του Βαν Μπίμπερ Εκτύπωση E-mail
Ο διαρρήκτης του Βαν Μπίμπερ (Van Bibber's Burglar)
Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις (Richard Harding Davis)
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Δινόταν ένας χορός κάπου απόκεντρα αλλά επειδή ο Βαν Μπίμπερ δεν Την βρήκε εκεί, αποδέχτηκε την πρόταση του νεαρού Τράβερς να τραβήξουν προς το Τζέρσεϋ Σίτι για να δουν μια «αναμέτρηση» μεταξύ του ‘Ντάτσι’ Μακ και ενός εγχρώμου που ήταν γνωστός με το επαγγελματικό όνομα ‘Μαύρο Διαμάντι’. Κάλυψαν κάθε σημάδι της βραδινής τους αμφίεσης με τα επανωφόρια τους και γέμισαν τις τσέπες τους με πούρα, γιατί ο καπνός που περιβάλλει μια αναμέτρηση τσούζει τα ευαίσθητα ρουθούνια, καθώς επίσης έδεσαν καλά τα ρολόγια τους και στις δυο αλυσίδες. Ο Αλφ Άλπιν, που έκανε χρέη τελετάρχη, καταχάρηκε κολακευμένος από τον ερχομό τους και βροντοφωνάζοντας επέμενε να καθίσουν στην εξέδρα. Γρήγορα κυκλοφόρησε η είδηση ανάμεσα στους θεατές πως «δύο καθώς πρέπει κύριοι με ψηλά καπέλα» είχαν καταφτάσει με μια άμαξα. Τούτο και τα λουστρίνια τους παπούτσια τούς καθιστούσαν άτομα έντονου ενδιαφέροντος. Ψιθυρίστηκε ακόμη πως στοιχημάτισαν τα λεφτά τους υπέρ του ‘Μαύρου Διαμαντιού’ και ενάντια του ‘Χέστερ Στριτ Τζάκσον’. Και η πράξη τους αυτή τους περιέβαλε με μια αύρα σεβασμού. Του Βαν Μπίμπερ του ζητήθηκε να κρατήσει το ρολόι και να χρονομετρήσει, αλλά αυτός αρνήθηκε την τιμή, σοφά πράττοντας, πράγμα που ανέλαβε να κάνει ο Άντι Σπίλμαν, ο αθλητικογράφος της εφημερίδας  Στίβος  και Παλαίστρα, του οποίου η θήκη του ρολογιού ήταν καλυμμένη με διαμάντια, και ήταν ακριβώς το είδος του ρολογιού που ένας χρονομέτρης έπρεπε να κρατήσει.
Ήταν δυο ή ώρα πριν ο υποστηρικτής του ‘Ντάτσι’ Μακ πετάξει το σφουγγάρι στον αέρα, και τρεις πριν φτάσουν στην πόλη. Πήραν κι έναν άλλο δημοσιογράφο στην άμαξα μαζί τους εκτός από τον κύριο που με γενναιότητα κρατούσε το ρολόι σε πείσμα αρκετών προσφορών «για να κάνει τα στραβά μάτια». Και καθώς ο Βαν Μπίμπερ πεινούσε σαν λύκος και αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να βρει κάτι να φάνε στη λέσχη, δέχτηκαν την πρόσκληση του Σπίλμαν και πήγαν για ψαρονέφρι με κρεμμύδια στη Φωλιά της Κουκουβάγιας, στο διανυκτερεύον εστιατόριο του Γκας Μακ Γκάουαν στην Τρίτη Λεωφόρο.
Ήταν ένα άθλιο, βρωμερό στέκι, αλλά ήταν ζεστό σαν το μηχανοστάσιο ενός ατμόπλοιου και η μπριζόλα τέλεια ψημένη και τρυφερή. Ήταν πολύ αργά να πέσουν για ύπνο, κι έτσι κάθονταν γύρω από το τραπέζι με τις καρέκλες γερμένες προς τα πίσω και τα γόνατά τους στηριγμένα στην άκρη της επιφάνειάς του. Οι δυο άνθρωποι της λέσχης είχαν βγάλει τα επανωφόρια τους και το μπροστινό φαρδύ μέρος των πουκάμισών τους με τους μεταξένιους γιακάδες γυάλιζε με μεγαλοπρέπεια στο μουντό φως από τους καπνούς των γκαζόλαμπων καθώς κι από την κόκκινη πυρά της σχάρας στη γωνία. Μιλούσαν για τη ζωή που έκαναν οι δημοσιογράφοι, και οι άσχετοι έκαναν ανόητες ερωτήσεις, τις οποίες οι κύριοι του τύπου απαντούσαν χωρίς να δείχνουν πόσο ανόητες ήταν.
«Και υποθέτω πως έχετε κάθε λογής περίεργες περιπέτειες», είπε ο Βαν Μπίμπερ διστακτικά.
«Εδώ που τα λέμε, όχι. Δε θα έλεγα περιπέτειες», είπε ένας από τους δημοσιογράφους. «Ποτέ δεν έχω δει κάτι που θα μπορούσε να εξηγηθεί ή να αποδοθεί άμεσα σε κάποια γνωστή αιτία, όπως εγκληματική πράξη ή φτώχεια ή ποτό. Στην αρχή πιθανόν να νομίσεις πως σκόνταψες σε κάτι παράξενο και ρομαντικό, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται εντελώς ασήμαντο. Υποθέτεις πως σε μια μεγαλούπολη σαν κι αυτή θα έπεφτες τυχαία πάνω σε κάτι που δε θα είχε κάποια μυστήρια εξήγηση ή ασυνήθη, όπως η συλλογή διηγημάτων του Στίβενσον Η Λέσχη Αυτοκτονιών. Αλλά δε βρήκα κάτι τέτοιο. Κάποτε ο Ντίκενς είπε στον Τζέιμς Πέιν ότι το πιο περίεργο πράγμα που είχε δει ποτέ όταν σεργιάνιζε άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου ήταν ένας κουρελιάρης που στεκόταν σκυμμένος κάτω από το παράθυρο ενός αρχοντικού όπου ο οικοδεσπότης έκανε χορό. Ενώ ο άνθρωπος κρυβόταν κάτω από ένα παράθυρο στο ισόγειο, μια γυναίκα υπέροχα ντυμένη και πανέμορφη σήκωσε από μέσα το πάνω πλαίσιο του παραθύρου και έριξε απαλά το μπουκέτο της στο χέρι του κουρελιάρη, ο οποίος ένευσε, το έχωσε κάτω από το παλτό του και έφυγε τρέχοντας.
«Τώρα ένα τέτοιο συμβάν εγώ το ονομάζω πράγματι περίεργο. Όμως σ’ εμένα ποτέ δε συνέβη κάτι παρόμοιο, αν και έχω βρεθεί σε κάθε γωνιά αυτής της μεγαλούπολης, και κάθε ώρα της νύχτας και του πρωινού, κι ούτε μου λείπει η φαντασία, αλλά καμιά απαχθείσα κοπέλα δε μου ένευσε πίσω από καγκελόφραχτα παράθυρα ούτε ‘κανένα άσπρο χεράκι δεν μου έκανε νόημα από μια άμαξα που προσπερνούσε’. Ο Μπαλζάκ, ο Ντε Μυσέ και ο Στίβενσον υπαινίσσονται πως είχαν περιπέτειες, εγώ όμως δεν είχα ούτε μία. Όλα είναι κοινότοπα και πρόστυχα και πάντα καταλήγουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα ή με τον τίτλο ‘βρέθηκε πνιγμένος/η’ στον Βόρειο Ποταμό.
Ο Μακ Γκάουαν, που είχε πάρει έναν υπνάκο πίσω από το μπαρ, τινάχτηκε ξαφνικά και τουρτουρίζοντας έτριψε ζωηρά τα μπράτσα του. Μια γυναίκα χτύπησε τη διπλανή πόρτα ζητιανεύοντας ένα ποτό ‘για την αγάπη του Θεού’ και ο άνθρωπος που φρόντιζε τη σχάρα τής είπε να του δίνει. Την άκουσαν να ψάχνει να βρει το δρόμο της ψηλαφώντας τον τοίχο και να βρίζει καθώς έβγαινε τρεκλίζοντας στο σοκάκι. Τρεις άντρες με έναν αμαξά μπήκαν στο στέκι και ήθελαν να κεράσουν σ’ όλους ένα ποτηράκι. Όταν οι κύριοι αρνήθηκαν ευγενικά, αυτοί συμπεριφέρθηκαν μα αυθάδεια και κατά συνέπεια τους πέταξε έξω έναν-έναν ο ίδιος ο Μακ Γκάουαν, ο οποίος ξαναγύρισε αμέσως να κοιμηθεί με το κεφάλι του ν’ ακουμπάει ανάμεσα στις κούτες με τα πούρα και στις πυραμίδες των ποτηριών στο πίσω μέρος του μπαρ, και άρχισε να ροχαλίζει.
«Βλέπεις», είπε ο δημοσιογράφος, «όλα είναι ακριβώς έτσι. Η νύχτα σε μια μεγάλη πόλη δεν είναι φαντασμαγορική κι ούτε θεατρική. Είναι τετριμμένη, μερικές φορές κτηνώδης, αρκετά συναρπαστική μέχρι να τη συνηθίσεις, αλλά έχει μια σταθερή ρουτίνα. Είναι τραγική, αλλά η πλοκή είναι παλιά και τα κίνητρα και οι ήρωες είναι οι ίδιοι».
Ο υπόκωφος θόρυβος από βαριά φορτηγά κάρα και το κροτάλισμα καροτσιών με μπουκάλια γάλα τους υπενθύμισε πως ήταν κιόλας πρωί και καθώς άνοιξαν την πόρτα ο κρύος καθαρός αέρας μπήκε μέσα στο μαγαζί και τους ανάγκασε να κλείσουν τους γιακάδες τους γύρω από τον λαιμό τους και να χτυπήσουν τα πόδια τους στο πάτωμα για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος.
Το πρωινό αεράκι φύσηξε προς την πάροδο  από τον Ανατολικό Ποταμό και το φως από τις λάμπες του δρόμου φάνταζε αχνό και κακόγουστο. Ο Τράβερς και ο δημοσιογράφος κατευθύνθηκαν σ’ ένα χαμάμ και ο κύριος που κράτησε το ρολόι και που την τελευταία ώρα το είχε ρίξει στον ύπνο, μπήκε σ’ ένα αμάξι που διανυκτέρευε και είπε τον αμαξά να τον πάει σπίτι. Είχε τώρα φέξει για καλά και έκανε τσουχτερό κρύο, κι έτσι ο Βαν Μπίμπερ πήρε την απόφαση να περπατήσει. Είχε το παράξενο συναίσθημα που νιώθει κανείς που ξενυχτά μέχρι να βγει ο ήλιος ότι κάπου έχει χαθεί μια μέρα, και ο χορός που είχε παρακολουθήσει λίγες ώρες πριν του φαινόταν πως είχε γίνει πριν από μέρες, η δε πάλη στο Τζέρσεϋ Σίτι είχε συμβεί πολύ πίσω στο παρελθόν.
Τα σπίτια στην πάροδο από την οποία περνούσε ήταν σιωπηλά όπως και οι τόσοι ανέκφραστοι τοίχοι, και μόνο εδώ κι εκεί κουνιόταν κάποια δαντελένια κουρτίνα από το ανοιχτό παράθυρο όπου κάποιος έντιμος πολίτης κοιμόταν. Ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Ούτε γάτα ή ένας αστυνομικός δε βρισκόταν και τα βήματα του Βαν Μπίμπερ αντηχούσαν ζωηρά στο πεζοδρόμιο. Στη γωνία της Λεωφόρου με την πάροδο όπου βάδιζε βρισκόταν ένα μεγαλοπρεπές σπίτι. Η πρόσοψη του σπιτιού έβλεπε στη Λεωφόρο ενώ ένας πέτρινος τοίχος περιέβαλλε έναν πέτρινο επίσης στάβλο που έβγαινε στην πάροδο. Υπήρχε μια πόρτα σ’ αυτόν τον τοίχο, και καθώς ο Βαν Μπίμπερ την πλησίασε ενώ περπατούσε ολομόναχος, η πόρτα άνοιξε με προφύλαξη και φάνηκε το κεφάλι ενός άντρα για λίγο για να εξαφανιστεί αστραπιαία πάλι και η πόρτα να κλείσει βίαια. Ο Βαν Μπίμπερ στάθηκε, κοίταξε την πόρτα και το σπίτι, καθώς επίσης μπροστά και πίσω του. Το σπίτι ήταν ερμητικά κλειστό λες και κάποιος κειτόταν  μέσα νεκρός, και οι δρόμοι ήταν ακόμη έρημοι.
Ο Βαν Μπίμπερ δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πως η εμφάνιση του προσώπου στην πόρτα ήταν αρκετά τρομακτική για να φοβίσει έναν έντιμο άνθρωπο. Γι’ αυτό έκρινε πως το άτομο πίσω από την πόρτα πρέπει να ανήκει σε ανέντιμο άτομο. Φυσικά, είπε στον εαυτό του, δεν ήταν δική του δουλειά, αλλά το γεγονός ήταν περίεργο, του άρεσε και η περιπέτεια, και θα ήθελε να αποδείξει στον φίλο του, τον δημοσιογράφο, που δεν πίστευε σε περιπέτειες, ότι είχε άδικο. Έτσι, πλησίασε στην πόρτα κλεφτά, πήδησε κι έπιασε την κορυφή του τοίχου, πατώντας με το ένα του πόδι πάνω στο χερούλι της πόρτας και το άλλο πάνω στο ρόπτρο. Μετά σύρθηκε προς τα πάνω και κοίταξε προσεχτικά προς την μέσα μεριά του τοίχου. Δεν είχε κάνει κανέναν θόρυβο παρά μόνο το κροτάλισμα στο χερούλι της πόρτα όταν πάτησε για να στηριχτεί. Ο άντρας από μέσα νόμισε πως κάποιος απ’ έξω πάσχιζε ν’ ανοίξει την πόρτα, και αντιστάθηκε στο υποτιθέμενο άνοιγμα ρίχνοντας βαριά τον ώμο του πάνω στην πόρτα. Ο Βαν Μπίμπερ, κουρνιασμένος στην κορυφή του τοίχου, κοίταξε προς τα κάτω, ακριβώς πάνω από το κεφάλι και τους ώμους του άλλου. Έβλεπε πως ο άντρας βρισκόταν μόνο μισό μέτρο από κάτω του και στο ένα του χέρι κρατούσε ένα περίστροφο, ενώ στα πόδια του βρίσκονταν δύο σάκοι με διάφορα είδη διαφορετικού μεγέθους να προεξέχουν.
Δεν χρειάζονταν περαιτέρω αποδείξεις να καταλάβει ο Βαν Μπίμπερ πως ο άντρας από κάτω του είχε διαρρήξει το γωνιακό σπίτι, και εάν δεν τύχαινε να περάσει την ώρα εκείνη από εκεί, ο διαρρήκτης θα το είχε σκάσει με τα λάφυρά του. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως δεν ήταν αστυνομικός και γι’ αυτό μια συμπλοκή με έναν διαρρήκτη δεν ήταν στη ρουτίνα της ζωής του. Μετά ακολούθησε μια δεύτερη σκέψη πως αν και ο κάτοχος των αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στους σάκους δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, όμως σαν ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας είχε περισσότερο δικαίωμα εκτίμησης από τον άντρα με το περίστροφο.
Το γεγονός ότι τώρα, είτε του άρεσε είτε όχι, ήταν κουρνιασμένος πάνω στον τοίχο σαν τον Χάμπτι Ντάμπτι, και ότι ο διαρρήκτης θα μπορούσε να τον αντιληφθεί και να τον πυροβολήσει από τη μια στιγμή στην άλλη, επηρέασε άμεσα την επόμενη κίνησή του. Έτσι, ισορροπώντας προσεκτικά και αθόρυβα, ρίχτηκε πάνω στο κεφάλι και τους ώμους του άντρα ξαπλώνοντάς τον φαρδύ-πλατύ πάνω στο πλακόστρωτο έχοντάς τον από κάτω του. Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε κατά τη συμπλοκή και πριν ο κακοποιός καταλάβει από πού δέχτηκε την επίθεση, ο Βαν Μπίμπερ στεκόταν όρθιος από πάνω του με τη φτέρνα του να πιέζει δυνατά το χέρι του διαρρήκτη και να κλωτσάει το περίστροφο από τα δάχτυλα του. Μετά με γρήγορα βήματα πήγε και το μάζεψε απ’ όπου βρισκόταν, και στρέφοντάς το προς το μέρος του διαρρήκτη, είπε: «Μη διανοηθείς να σηκωθείς γιατί σε πυροβολώ». Ένιωσε μια εκτός χρόνου και τόπου ευτράπελη διάθεση να προσθέσει, «που μάλλον θα αστοχήσω», αλλά την χαλιναγώγησε. Ο διαρρήκτης, προς μεγάλη κατάπληξη του Βαν Μπίμπερ, δεν έκανε καμιά απόπειρα να σηκωθεί, μόνο που ανακάθισε με τα χέρια περασμένα σφικτά γύρω από τα γόνατα και είπε: «Άντε, πυροβόλα. Πολύ θα το ήθελα να το κάνεις».
Είχε σφίξει τα δόντια του και το πρόσωπό του έδειχνε απελπισμένο και πικρόχολο, η δε έκφρασή του έφτασε στο άκρο άωτο της απόγνωσης που ο Βαν Μπίμπερ δεν είχε ποτέ φανταστεί να φτάνει άνθρωπος.
«Άντε, λοιπόν, τι κάθεσαι;» επανέλαβε ο άντρας πεισματικά. «Δε θα κουνηθώ. Ρίξε μου».
Η κατάσταση είχε γίνει πολύ δυσάρεστη. Ο Βαν Μπίμπερ ένιωσε το πιστόλι να χαλαρώνει στο χέρι του και αισθάνθηκε μια σφοδρή επιθυμία να το αφήσει κάτω και να βάλει τον διαρρήκτη να του αφηγηθεί όλο το περιστατικό.
«Δεν έχεις και πολύ θάρρος», είπε ο Βαν Μπίμπερ τελικά. «Πολύ ανίκανος είσαι για διαρρήκτης, θα έλεγα».
«Τι ωφελεί;» είπε ο άντρας με σφοδρότητα. «Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω – δεν πρόκειται να πάω πίσω εκεί ζωντανός. Έκανα το χρόνο μου για πάντα μέσα σ’ εκείνη την τρύπα. Κι αν πρέπει να ξαναπάω εκεί – μα το Θεό – ούτε για φύλακας, κι ας πεθάνω γι’ αυτό.
«Να ξαναγυρίσεις πού;» ρώτησε ο Βαν Μπίμπερ, με κάποια ηπιότητα, και με μεγάλο ενδιαφέρον. «Μήπως στη φυλακή;»
«Μάλιστα, στη φυλακή!» αναφώνησε ο άντρας με βραχνή φωνή. «Σ’ έναν τάφο. Να πού θα πάω. Κοίτα το πρόσωπό μου», πρόσθεσε, «κοίτα τα μαλλιά μου και θα σου πουν πού ήμουν. Όλο το χρώμα έφυγε από το δέρμα μου κι όλη η δύναμη από τα πόδια μου. Δε χρειάζεται να με φοβάσαι. Δε θα μπορούσα να σε βλάψω ακόμη κι αν το ήθελα. Είμαι σκέτος σκελετός και σαν μωρό, εκεί έχω καταντήσει. Δε θα μπορούσα να σκοτώσω ούτε γάτα. Και τώρα εσύ θα με στείλεις πάλι πίσω για μια άλλη ολόκληρη ζωή. Τη φορά αυτή είκοσι χρόνια μέσα σ’ εκείνη την κρύα, πανάθλια τρύπα, αφού έχω ήδη εκτίσει την ποινή μου και τόσο σκληρά δούλεψα». Ο Βαν Μπίμπερ μετακίνησε το πιστόλι στο άλλο του χέρι και κοίταξε τον κρατούμενό του με δυσπιστία.
«Πόσον καιρό είσαι έξω;» τον ρώτησε και κάθισε στα εξωτερικά σκαλιά της κουζίνας κρατώντας το περίστροφο ανάμεσα στα γόνατα. Ο ήλιος διέλυε την πρωινή αχλή, κι ο Βαν Μπίμπερ ξέχασε το κρύο.
«Βγήκα χθες», είπε ο άντρας.
Ο Βαν Μπίμπερ έριξε μια ματιά στους σάκους και σήκωσε το περίστροφο. «Δεν έχασες, βλέπω, τον χρόνο σου», είπε.

«Όχι», απάντησε ο άντρας δύσθυμα, «όχι, δεν έχασα. Ήξερα το μέρος και χρειαζόμουν λεφτά να πάω δυτικά, στους δικούς μου, και η κοινωνία είπε πως έπρεπε να περιμένω μέχρι να το δικαιούμαι, κι εγώ δεν μπορούσα να περιμένω. Έχω να δω τη γυναίκα μου και την κόρη μου εφτά χρόνια. Εφτά χρόνια, νεαρέ μου. Για σκέψου το – εφτά χρόνια. Μπορείς να καταλάβεις πόσος καιρός είναι; Εφτά χρόνια χωρίς να δεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου! Και αυτοί να είναι νομοταγείς άνθρωποι». Πρόσθεσε βιαστικά. «Η γυναίκα μου μετακόμισε στις Δυτικές Πολιτείες μετά τη φυλάκισή μου και άλλαξε όνομα, κι η κόρη δεν ξέρει τίποτε για μένα. Νομίζει πως ταξιδεύω ναυτικός στις θάλασσες. Επρόκειτο να πάω να τους βρω. Το σχέδιό μου ήταν το εξής: Σκέφτηκα να ξαφρίσω κάτι από δω για να αγοράσω τα ναύλα, και να τώρα», πρόσθεσε, σκεπαζοντας το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Πρέπει τώρα να πάω πίσω. Κι έλεγα να ζήσω τίμια αν πήγαινα δυτικά – μα το Θεό, θα ζούσα τίμια! Έτσι κι αλλιώς, τώρα, τι σημασία έχει. Κι ούτε με νοιάζει αν με πιστεύεις ή όχι», πρόσθεσε με αγανάκτηση.
«Δεν είπα αν σε πιστεύω ή όχι», απάντησε ο Βαν Μπίμπερ με σοβαρό σκεπτικισμό.
Κοίταξε τον άντρα για λίγο χωρίς να πει τίποτε, και ο διαρρήκτης ανταπέδωσε το βλέμμα του, αψηφώντας τον πεισματικά, χωρίς κανένα ίχνος ελπίδας ή υπόνοιας παράκλησης για λύπηση στα μάτια του. Ίσως εξαιτίας της στάσης του άντρα ή ίσως για τη γυναίκα και το παιδί του, ο Βαν Μπίμπερ συγκινήθηκε, αλλά ανεξάρτητα από τα κίνητρα, ενήργησε αυθόρμητα. «Υποθέτω, όμως», είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, «πως πρέπει να σε παραδώσω».
«Ποτέ δε θα πάω πίσω ζωντανός», αποκρίθηκε ο διαρρήκτης ήσυχα.
«Τι να σου πω, κι εγώ λυπάμαι», είπε ο Βαν Μπίμπερ. «Φυσικά δεν ξέρω αν λες αλήθεια ή ψέματα, και όσο για το ότι εννοείς να ζήσεις τίμια, πολύ αμφιβάλλω. Όμως, θα σου βγάλω ένα εισιτήριο για εκεί που μένει η γυναίκα σου και θα σε συνοδέψω να σε δω να μπαίνεις στο τρένο. Αλλά εσύ μπορεί να κατεβείς στον επόμενο σταθμό και να ληστέψεις το δικό μου σπίτι αύριο βράδυ, αν σου έρθει η όρεξη. Ρίξε τώρα αυτούς τους σάκους μέσα από εκείνη την πόρτα όπου θα τους βρει η υπηρέτρια πριν τους δει ο γαλατάς, και περπάτα μπροστά μου με τα χέρια στις τσέπες, και μη διανοηθείς να το σκάσεις. Θυμήσου πως κρατώ το πιστόλι σου».
Ο άντρας έβαλε τους σάκους μέσα από την πόρτα της κουζίνας, και κοιτώντας με αμφιβολία τον ‘δεσμοφύλακά’ του, βγήκε στο δρόμο και άρχισε να βαδίζει, όπως του υποδείχθηκε, προς τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ο Βαν Μπίμπερ ακολουθούσε ακριβώς πίσω του, αναμασώντας την ερώτηση στο νου του για το τι όφειλε να κάνει. Ένιωσε ένοχος περνώντας δίπλα από έναν αστυφύλακα, αλλά συνήλθε σκεφτόμενος τη γυναίκα και το παιδί του άντρα που ζούσαν τίμια κάπου στις Δυτικές Πολιτείες.
«Για πού;» ρώτησε ο Βαν Μπίμπερ καθώς στεκόταν μπροστά στο γκισέ. «Χέλενα, Μοντάνα», απάντησε ο άντρας ανασαίνοντας με ανακούφιση για πρώτη φορά. Ο Βαν Μπίμπερ αγόρασε το εισιτήριο και το έδωσε στον διαρρήκτη. «Υποθέτω ότι γνωρίζεις», είπε, «πως μπορείς να πουλήσεις το εισιτήριο κάπου στην πόλη μισοτιμής». «Ναι, το γνωρίζω», απάντησε ο διαρρήκτης. Ήθελε μισή ώρα για την αναχώρηση του τρένου και ο Βαν Μπίμπερ οδήγησε τον ‘προστατευόμενό’ του στο εστιατόριο και τον παρακολουθούσε να τρώει ό, τι του έφερναν μπροστά του και να ρίχνει συνέχεια ματιές δεξιά κι αριστερά. Κατόπιν του έδωσε μερικά χρήματα, του είπε να του γράψει και του έδωσε το χέρι αποχαιρετώντας τον. Ο άντρας ένευσε με προθυμία και έβγαλε το καπέλο του καθώς το τρένο έμπαινε στο σταθμό. Ο Βαν Μπίμπερ κατέβηκε ξανά στην πόλη με τις πωλήτριες και τους υπαλλήλους, προβληματιζόμενος ακόμη εάν είχε πράξει σωστά.
Πήγε στο διαμέρισμα που νοίκιαζε και άλλαξε, έκανε ένα κρύο μπάνιο και μετά τράβηξε κατά το Ντολμένικο για να πάρει το πρωινό του. Ενώ ο σερβιτόρος έστρωνε το τραπέζι, ο Βαν Μπίμπερ έριξε μια ματιά στους τίτλους μιας εφημερίδας. Διάβασε επί τροχάδην με ευγενικό ενδιαφέρον για το χορό της προηγούμενης βραδιάς και παρατήρησε το όνομά του ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Με μεγαλύτερο ενδιαφέρον διάβασε για τον αγώνα μεταξύ του ‘Ντάτσι’ Μακ και του ‘Μαύρου Διαμαντιού’ και κατόπιν διάβασε προσεκτικά πώς ο ‘Έιμπ’ Χάμπαρντ ή ‘Τζίμι ο Κύριος’, σεσημασμένος διαρρήκτης, είχε δραπετεύσει από τη φυλακή του Νιου Τζέρσεϋ και εντοπίστηκε στη Νέα Υόρκη. Υπήρχε και μια περιγραφή του άντρα, και η ανάσα του Βαν Μπίμπερ έγινε πιο γρήγορη καθώς διάβασε παρακάτω. «Οι αστυνομικοί έχουν στοιχεία για το πού βρίσκεται», έλεγε το άρθρο. «Αν βρίσκεται ακόμη στην πόλη, είναι πεπεισμένοι πως θα τον ξανασυλλάβουν. Φοβούνται όμως πως οι ίδιοι φίλοι που τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη φυλακή, είναι πιθανόν να τον βοηθήσουν να φύγει από την πόλη ή να πάει στις Δυτικές Πολιτείες.


Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις (Richard Harding Davis)

Γεννήθηκε
18 Απριλίου 1864
στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνιας
Απεβίωσε
11 Απριλίου 1916 ( 51 ετών)
στη Νέα Υόρκη

Αμερικανός συγγραφέας, πολεμικός ανταποκριτής και δημοσιογράφος











 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr