spacer.png, 0 kB
Γουίλιαμ Μακφί: Το παιδί πέρα από το ποτάμι Εκτύπωση E-mail

Το παιδί πέρα από το ποτάμι

(The Kid across the River)

Γουίλιαμ Μακφί (William McFee)

Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Ένα παράξενο πράγμα συνέβη φέτος το καλοκαίρι ενώ ήμασταν στην εξοχή. Είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι στο ποτάμι, το οποίο κυλούσε γάργαρο ακριβώς κάτω από τη βεράντα μας και πάνω από κάτι μεγάλες κοτρώνες, σχηματίζοντας ένα είδος φράγματος, γεγονός που μου έδινε την ευκαιρία να ψαρεύω. Από την απέναντι όχθη φύτρωνε μια πυκνή συστάδα από θάμνους και δέντρα. Νομίζω ότι ήταν το ποτάμι που μας έκανε ν’ αποφασίσουμε να νοικιάσουμε το σπίτι. Οι νεαροί είχαν βάλει στο μάτι ένα μπανγκαλόου σαν εκείνο που πάντα είχαμε, αλλά δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στο ποτάμι. Ήταν μια αλλαγή από την πόλη, να κάθεσαι στη βεράντα και ν’ ακούς το μουρμουρητό του νερού.

Ξαφνικά, ένα βραδινό στις αρχές του καλοκαιριού, είδαμε ένα αγοράκι στην απέναντι όχθη. Δεν το είχαμε δει να έρχεται. Απλά βρισκόταν εκεί, να στέκεται και να μας κοιτάζει, έχοντας το δάχτυλό του στα χείλη του. Η γυναίκα μου του κούνησε το χέρι και ένα από τα παιδιά φώναξε «γεια!» αλλά αυτό δεν απάντησε. Στεκόταν απλά στην άκρη του νερού, ένα δεκάχρονο – κάπου σ’ αυτή την ηλικία – αγόρι, ξυπόλητο, με χακί παντελονάκι και μ’ ένα σχισμένο μπλε πουκάμισο. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του ήταν ξασπρισμένα από τον ήλιο. Πίσω του ήταν κι ένα μεγάλο σκυλί. Έξαφνα όπως ήρθε, έφυγε. Κανείς μας δεν το είδε να φεύγει. Απλά εξαφανίστηκε.

«Υποθέτω πως μένει σ’ εκείνο το μεγάλο σπίτι που φαίνεται μέσα από τα δέντρα», είπε η γυναίκα μου. «Άκουσα πως το οικόπεδό τους εκτείνεται μέχρι εδώ κάτω στο ποτάμι».

«Εγώ έχω ακούσει πιο πολλά απ’ αυτά», είπα. «Φασαρίες από ξεφαντώματα τις νύχτες. Ο μεσίτης είπε πως έχουν μια πισίνα που ήθελαν να τη νοικιάσουν για το καλοκαίρι, αλλά παραήταν ακριβή για μας. Φαίνεται μια δυνατή λάμψη από φώτα τη νύχτα. Και ακούς επίσης εκκωφαντικούς θορύβους του κερατά».

«Τι ακούς;» έκανε η γυναίκα μου σε αυστηρό τόνο, ενώ ένα από τα αγόρια γέλασε. «Δέχονται πολλούς επισκέπτες. Ακούγονται τα αμάξια τους που φεύγουν αργά».

«Εγώ θα έλεγα νωρίς», είπα. «Ήταν τέσσερις το πρωί όταν μια φορά άκουσα ένα τρακάρισμα. Η αυλόπορτά τους ήταν σπασμένη όταν πέρασα να προλάβω των οχτώ και τέταρτο».

«Χμ», είπε η γυναίκα μου. «Αλλά μπορεί απλά να είχαν κανένα αθώο γλεντάκι, πού ξέρεις;»

Είχε περάσει περίπου μια βδομάδα όταν το ξαναείδαμε. Στεκόταν εκεί στο ίδιο σημείο, όπου το ποτάμι κυλούσε πάνω από τις πέτρες. Ήταν πράγματι ένα συμπαθητικό παιδί. Τα δικά μας παιδιά έκαναν πικνίκ δίπλα στο ποτάμι πάνω στην αμμούδα, κι έτσι στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Το μεγαλόσωμο σκυλί – Δαλματίας, νομίζω – στεκόταν δίπλα του. Έπαιρνε να σουρουπώσει και σκεφτόμασταν να μπούμε μέσα εξαιτίας των κουνουπιών, αλλά περιμέναμε λιγάκι. Τελικά φώναξα: «Γεια!» και μια πολύ αδύναμη, γλυκιά παιδική λεπτή φωνούλα απάντησε: «Α, γεια!».

Το ρώτησα: «Τι κάνεις;» και τα σχετικά.

«Ω, πολύ καλά, ευχαριστώ», είπε. Κοίταξε τον σκύλο του χτυπώντας τον χαϊδευτικά στο λαιμό του. Πρόσθεσα ότι θα ήταν χαρά μας να περάσει απέναντι και να μας επισκεφτεί.

«Ίσως να έρθω», απάντησε μ’ εκείνη την απόμακρη, γλυκιά φωνή. Γύρισα να πω κάτι στη γυναίκα μου κι αυτή γύρισε να με κοιτάξει. Μόνο για μια στιγμή, αλλά στη στιγμή εκείνη το αγόρι εξαφανίστηκε πάλι.

Πέρασαν μερικές μέρες με έντονο καύσωνα και ξηρασία. Η στάθμη του ποταμιού έπεσε κι οι πέτρες στέγνωσαν. Και τότε ξαναείδαμε το αγοράκι, για το οποίο είχαμε μια διαφωνία εγώ κι η γυναίκα μου. H γυναίκα μου έλεγε: «Πολύ θα ήθελα να σιγουρευτώ». Ήξερα καλά τι ήθελε να πει, αλλά δε θέλησα να εξάψω την επιθυμία της για μυστήρια.

«Δε γίνεται να νομίζεις πως η φαντασία μας μάς παίζει παιχνίδια», της είπα. Κι αυτή απάντησε: «Να…» μ’ έναν σαφή τόνο της φωνής της που την καταλάβαινα.

«Αλλά τη φορά εκείνη το είδαμε. Δηλαδή, το είδαμε στην πραγματικότητα να εμφανίζεται, παραμερίζοντας τη φυλλωσιά και να στέκεται με τον σκύλο του. «Γεια!» του φώναξα. «Δεν έρχεσαι προς τα εδώ;»

Η γυναίκα μου αναφώνησε. «Έρχεται!» το είπε λες και δεν πίστευε καθόλου στην ύπαρξή του πριν.

Ήρθε τρέχοντας ανάλαφρα και αθόρυβα με τα γυμνά του ηλιοκαμένα πόδια, πατώντας από πέτρα σε πέτρα, με τον σκύλο του να τον ακολουθεί χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της βεράντας και στάθηκαν εκεί. Ήταν ένα συμπαθέστατο αγοράκι, έτσι μου φάνηκε. Η γυναίκα μου είπε πως έμοιαζε με αγγελούδι.

«Δεν έχεις άλλα παιδάκια να παίζεις εκτός από τον σκύλο σου;» τον ρώτησα. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι τώρα, όχι πια», είπε. Τουλάχιστον έτσι ακούστηκε ότι μου είπε. Η γυναίκα μου επιμένει πως κάτι άλλο είπε αλλά τι ήταν αυτό δεν θέλει να το πει. Τον ρώτησα τι κάνουν οι δικοί, έτσι για να του δώσω μια λαβή για συζήτηση.

«Ω, είναι όλοι τους τύφλα», παρατήρησε. Η γυναίκα μου όμως επιμένει πως είπε ότι είναι όλοι τους «τέλεια», γεγονός που παραδέχομαι πως ακούγεται πιο λογικό. Αλλά τυχαίνει να είμαι εντελώς σίγουρος. Παραήμουν κατάπληκτος για να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο. Ξεκίνησε να φύγει. Του είπα να μείνει λίγο ακόμη. Τα παιδιά σίγουρα θα γύριζαν με παγωτά.

«Πρέπει να φύγω τώρα», είπε. «Δε θα τους άρεσε να βρίσκομαι εδώ. Γεια». Μας κοίταξε έντονα και με πολλή θέρμη για μια στιγμή.

Ήμουν έτοιμος να διαμαρτυρηθώ, αλλά κατέβηκε τρέχοντας και αθόρυβα τα σκαλιά, και λες και πέταξε πάνω από τις πέτρες. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως είδα τον σκύλο να φεύγει. Ακούσαμε όμως μια παιδική κραυγή και ένα μπάσο γαύγισμα σκύλου λίγο αργότερα μέσα στο δάσος.

Τα Σάββατα, συνήθιζε να περνάει ένας νεαρός με το ποδήλατό του και μ’ ένα καλάθι λουκουμάδες. Εμείς συνήθως αγοράζαμε καμιά δωδεκαριά για τα παιδιά. Τη μέρα εκείνη έτυχε να επιδιορθώνω τη σήτα της κουζίνας και του είπα πως θα ήθελα ν’ αφήσει μερικούς λουκουμάδες στο μεγάλο σπίτι ανεβαίνοντας το δρόμο. Κούνησε το κεφάλι του. Είπε πως δεν υπήρχαν παιδιά εκεί πια. Η γυναίκα μου κι εγώ τον κοιτάξαμε με απορία.

«Ζούσε κάποιο παιδί εκεί», είπε. «Ερχόταν στην αυλόπορτα και μου έδινε χρήματα. Είχε κι ένα μεγάλο σκυλί. Αλλά σκοτώθηκαν».

Τον κοιτάξαμε άναυδοι.

«Επέστρεφαν σπίτι αργά», συνέχισε, «και ήταν μεθυσμένοι, νομίζω. Το αυτοκίνητό τους αναποδογύρισε, ήρθε το ασθενοφόρο και τους πήγε όλους στο νοσοκομείο. Το παιδί και το σκυλί σκοτώθηκαν επί τόπου. Τούτο έγινε πριν ένα χρόνο. Ο επιστάτης τους υποθέτει πως πίνουν για να τα ξεχάσουν όλα. Λοιπόν, λέω να πηγαίνω. Αλλά δε ζει κανένα παιδί εκεί τώρα….»

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Γουίλιαμ Μακφί (15 Ιουνίου 1881 – 2 Ιουλίου 1966), που το πραγματικό του όνομα ήταν Μόρλι Πάνσον, γεννήθηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε στην Αγγλία, αλλά μετά πήγε στην Αμερική, όπου κι εγκαταστάθηκε. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο Βρετανικό Ναυτικό και επιστρέφοντας στην Αμερική, απόκτησε την Αμερικανική υπηκοότητα. Έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονται στη θάλασσα.




 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr