spacer.png, 0 kB
Μέρι Ε. Ουίλκινς : Ο Ληρ του Χωριού Εκτύπωση E-mail

Ο Ληρ του Χωριού (A Village Lear)

Μέρι Ε. Ουίλκινς (Mary E. Wilkins)*

Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Από το Harper's Bazar, τόμος 20, αριθ. 45 (10 Νοεμβρίου 1888)


«Για ένα λεπτό, Σαρούλα». Ο γέροντας έκανε μια κρυφή προς τα πίσω κίνηση του χεριού του. Η φωνή του ακούστηκε σαν προσεκτικός ψίθυρος.


Η Σάρα Άρνολντ κοντοστάθηκε και περίμενε. Ήταν μια ευτραφής, όμορφη νεαρή γυναίκα και φορούσε ένα καφετί φόρεμα από τσίτι. Κρατούσε ένα πιάτο με πηκτή ταπιόκας που έφερε για το δείπνο του γέροντα, και ανυπομονούσε να του το δώσει και μετά να φύγει. Δεν είπε όμως τίποτα. Ο γέροντας στεκόταν στην πόρτα του μικρού του μαγαζιού. Στο ένα του χέρι είχε ένα ζαχαρωτό με γεύση δυόσμου σε σχήμα μπαστουνιού με άσπρες και κόκκινες ρίγες και το έδειχνε δελεαστικά σ’ ένα αγοράκι ντυμένο με μια άσπρη ποδιά. Το αγοράκι είχε ένα γλυκό ροδαλό προσωπάκι, και γυαλιστερά ανοιχτόχρωμα μαλλιά που ήταν προσεκτικά χτενισμένα σε μπούκλες. Στεκόταν έξω στην χορταριασμένη αυλή με τα πόδια του μέσα στα ανθισμένα αγριοραδίκια. Ήταν Μάιος, και ο αέρας ήταν ζεστός και μοσχοβολούσε γλυκά. Πάνω σε μια πλευρά του φράκτη ήταν απλωμένα κάτι λινά για να ξασπρίσουν στον ήλιο.

Το αγοράκι κοίταξε τον γέροντα κατσουφιάζοντας και παράλληλα μαγεμένο. Ο γέροντας του πρότεινε το ζαχαρωτό και προσπάθησε να το καλοπιάσει: «Για κοίτα εδωδά, Γουίλι!» είπε με την απαλή και ραγισμένη φωνή του. «Για κοίτα δω! Δες τι έχει ο παππούς: ένα ολόκληρο ζαχαρωτό! Το αγόρασε από το μαγαζί για να το δώσει στον Γουίλι, κι αυτός μπορεί να το κάνει δικό του αν έρθει μόνο κοντά και δώσει στον παππού ένα φιλάκι. Έι, ο Γουίλι το θέλει; - το θέλει ο Γουίλι;». Ο γέροντας έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός.

Το παιδί όμως τραβήχτηκε προς τα πίσω και κούνησε το κεφάλι του βίαια κατσουφιάζοντας περισσότερο. «Όχι, όχι», είπε με τη σφοδρότητα ενός μωρού.

Ο γέροντας έκανε κι αυτός ένα βήμα πίσω και άρχισε πάλι. Ήταν σαν να πήγαινε να παγιδεύσει ένα πουλί. «Έλα τώρα, Γουίλι», είπε, «Για κοίτα δω! Δεν του αρέσουν του Γουίλι τα ζαχαρωτά;»

Το παιδί στεκόταν ακίνητο, αλλά τα γαλάζια του σοβαρά μάτια είχαν προσηλωθεί στο ζαχαρωτό.

«Λοιπόν», συνέχισε ο παππούς, «εδώ σου έχω ένα ολόκληρο μπαστουνάτο ζαχαρωτό, κατευθείαν από το μαγαζί. Αληθινό ζαχαρωτό με δυόσμο, και ο Γουίλι θα το πάρει αν μόνο και μόνο θα έρθει εδώ και θα δώσει στον παππού ένα φιλάκι».

Το παιδί άπλωσε το χέρι του απεγνωσμένα. «Δώσε μου το» φώναξε επιτακτικά.

«Και βέβαια, ο Γουίλι θα το πάρει μόνο αν δώσει στον παππού ένα φιλάκι». Ο γέροντας ανέμισε το μπαστουνάκι του ζαχαρωτού μπροστά στο παιδί. Το φαφούτικο στόμα του συσπάστηκε σ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Δες το, δες το! Γουίλι, για δες το! Κόκκινο και άσπρο ζαχαρωτό, πολύ γλυκό κι ωραίο, με γεύση δυόσμου. Κοίτα πόσο καμπυλωτό είναι! Ο Γουίλι το θέλει!»

Το παιδί άρχισε να προχωράει προς τα εμπρός με σχεδόν ανεπαίσθητα βήματα, με τα μάτια καρφωμένα στο ζαχαρωτό. Ο παππούς του στεκόταν ακίνητος ενώ το χαμόγελό του γινόταν πιο πλατύ. Για μια στιγμή έριξε ένα βλέμμα ικανοποίησης προς τη Σάρα. Το παιδί συνέχισε να προχωράει διστακτικά.

Ξαφνικά ο γέροντας τινάχτηκε προς τα μπρος. «Σ’ έπιασα τώρα!» φώναξε. Έσφιξε τα χέρια του γύρω από το αγόρι αγκαλιάζοντάς το σφικτά.

Το παιδί πάσχιζε να ξεφύγει. «Άφησέ με – άφησέ με!» φώναζε κλαψουρίζοντας.

«Ναι, ο Γουίλι θα φύγει μόνο όταν δώσει στον παππού το φιλί», είπε ο γέροντας. «Δώσε στον παππού εκείνο το φιλί κι αυτός θα σου δώσει το ζαχαρωτό και θα σ’ αφήσει να φύγεις».

Το παιδί ανασήκωσε το όμορφο ροδαλό προσωπάκι του και σούφρωσε τα χείλη του βλοσυρά. Ο παππούς έσκυψε και το φίλησε εκστατικά.

«Έλα! Τώρα ο Γουίλι μπορεί να έχει το ζαχαρωτό του, γιατί φίλησε τον παππού του. Είναι καλό παιδί και ο παππούς του θα του δώσει το ζαχαρωτό τώρα αμέσως, χωρίς άλλη καθυστέρηση».

Το αγόρι άρπαξε το ζαχαρωτό και έφυγε τρέχοντας προς την άλλη άκρη της αυλής.

Ο γέροντας άρχισε να γελάει και το γέλιο του ακουγόταν σαν ένα διαπεραστικό, εκστατικό κακάρισμα, σαν τις υψηλές νότες ενός γέρικου παπαγάλου. Γύρισε προς τη νεαρή γυναίκα. «Τον δελέασα», είπε. «Ήξερα ότι μπορούσα να τον καλοπιάσω. Του πιτσιρικά του αρέσουν τα γλυκά, σου λέω».

Η Σάρα χαμογέλασε με συμπάθεια και του άπλωσε το πιάτο με την πηκτή. «Σου έφερα λίγη από την πηκτή μας», είπε. «Η μητέρα σκέφτηκε πως θα την ευχαριστηθείς».

Ο γέροντας τη δέχτηκε με ήρεμη προθυμία. «Έφερες και κουτάλι φαντάζομαι».

«Ναι. Σκέφτηκα πως θα ήθελες ίσως να τη φας εδώ έξω».

«Να σου πω, θα μπορούσα κάλλιστα να τη φάω εδώ έξω παρά να την πάω μέσα. Η Βίνυ μπορεί να σκεφτεί ότι θα προκαλέσω κάποια ακαταστασία. Απλά θα καθίσω εδώ κάτω και θα φάω την πηκτή και δε θα χρειαστεί να φάω βραδινό στο σπίτι. Φαντάζομαι πως θα έχουν βοδινό για δείπνο και το βοδινό δεν το κάνω γούστο τελευταία. Θα προτιμούσα μαλακή τροφή. Όμως η Βίνυ δε μαγειρεύει συχνά μαλακά φαγητά. Στα μέλη του σπιτιού δεν τους αρέσουν».

Ο γέροντας πήρε στα χέρια του το πιάτο με την πηκτή αλλά δεν άρχισε να τρώει αμέσως. Τα μάτια του ακολούθησαν το αγοράκι, που στεκόταν παράμερα κάτω από μια ανθισμένη μηλιά και έγλειφε το ζαχαρωτό του.

«Για κοίταξέ τον», είπε με θαυμασμό. «Σου το λέω, Σαρούλα, του πιτσιρικά του αρέσουν τα ζαχαρωτά. Μπορώ πάντα να τον καλοπιάνω μ’ ένα μπαστουνάκι ζαχαρωτό. Αλλά είναι τρομερά ντροπαλός. Υποθέτω πως η Έλεν δε θέλει το παιδί να έρχεται και πολύ εδώ στο μαγαζί. Τον ντύνει πολύ ωραία και καθαρά μ’ εκείνες τις άσπρες ποδίτσες και φοβάται να μην τις λερώσει. Γι’ αυτό, φαντάζομαι, του λέει να μην έρχεται εδώ κι έτσι τον αποθαρρύνει. Υποθέτω πως έχει την εντύπωση ότι κι ο ίδιος δεν είμαι και τόσο καθαρός να τον αγγίζω, και δεν ξέρω αν είμαι ή δεν είμαι, αλλά πάντα πλένω τα χέρια μου σχολαστικά πριν τον πιάσω. Η λεκάνη που πλένω τα χέρια μου είναι εκεί πάνω στον πάγκο, και είμαι πολύ σχολαστικός με την καθαριότητα».

Ο γέροντας έδειξε μ’ ένα νεύμα του χεριού του μια σκουριασμένη λεκάνη πάνω στον πάγκο του τσαγκάρη κάτω από το παράθυρο. Πάνω από το παράθυρο υπήρχε μια καπνισμένη κουρτίνα, όπως ήταν κι οι σοβάδες στους τοίχους και το ταβάνι. Όλο το μέρος ήταν σκοτεινό και φωτιζόταν από το μουντό φως. Η Σάρα, με την ανοιχτόχρωμη ροδαλή επιδερμίδα και φορώντας το καφετί της φόρεμα, στεκόταν και περίμενε πότε θα σταματήσει να μιλάει ο γέρος.

«Λοιπόν, πρέπει να πηγαίνω τώρα», είπε. «Ούτε κι εγώ έχω πάρει το βραδινό μου».

«Για περίμενε ένα λεπτό», ψιθύρισε ο γέροντας μ’ έναν αέρα μυστηρίου. Μέσα στο μαγαζάκι, δίπλα στον παλιό πάγκο του παπουτσή, ήταν ένα τραπέζι, σκούρο και σκοτεινό από την πολυκαιρία και τη βρόμα, στοιβαγμένο με διάφορα παλιοπράματα. Ο γέροντας άνοιξε με δυσκολία ένα συρτάρι, που κόλλησε για λίγο. «Κοίτα δω», ψιθύρισε, «κοίτα δω, Σαρούλα».

Η Σάρα πλησίασε και κοίταξε προσεκτικά πίσω από τον αγκώνα του.

Ο γέροντας έβγαλε ένα δεματάκι ανάμεσα από κομμάτια δέρματος, κερωμένες κλωστές και πρόκες που σχεδόν γέμιζαν το συρτάρι. Το ξετύλιξε προσεκτικά. «Κοίτα – κοίτα δω», επανέλαβε χαχανίζοντας σιγανά. Σήκωσε ένα μπαστουνάκι ενός ροζ ζαχαρωτού. «Να», συνέχισε κλείνοντας ένα γαλανό μάτι στη Σάρα. «Δε θα του το δώσω παρά μόνο αύριο. Αύριο θα τον καλοπιάσω με τούτο δω, το βλέπεις, ε;»

«Χαμοκέρασο είναι, ε;»

«Ναι, χαμοκέρασο είναι, αλλά το άλλο ήταν δυόσμος. Σήμερα το πρωί από το μαγαζί εκεί κάτω αγόρασα δύο μπαστουνάκια ζαχαρωτών, ένα χαμοκέρασο κι ένα δυόσμος. Ξέρεις, μπάλωσα ένα παπούτσι για το αγόρι του Μπρικγς και μου έδωσε δέκα λεπτά για τον κόπο μου. Λογάριαζα να τα ξοδέψω για καπνό – τελευταία δεν είχα καθόλου – αλλά όσο το σκεφτόμουν τόσο μου ερχόταν στο νου ν’ αγοράσω λίγα ζαχαρωτά. Βλέπεις τι λαχτάρα έχει ο μικρός για ένα ζαχαρωτό. Όσο κι αν στέκεται μακριά μου δε θα άντεχε καθόλου να χάσει το ζαχαρωτό του. Δεν ξέρω αλλά ο ίδιος ο Εξαποδός θα τον δελέαζε μ’ ένα μπαστουνάκι ζαχαρωτό, είναι τόσο λιχούδης στα γλυκά. Ποτέ δεν είδα άλλο τέτοιο παιδί να λαχταρά τόσο τα ζαχαρωτά». Ο γέροντας άρχισε πάλι ένα σιγανό χαχανητό, και η Σάρα, γελώντας κι αυτή, βγήκε από την πίσω πόρτα του μαγαζιού. «Χίλια ευχαριστώ στη μητέρα σου, Σαρούλα, έτσι πες την», φώναξε ξωπίσω της.

Ξανάβαλε το ζαχαρωτό στο συρτάρι, συνεχίζοντας γελάει μόνος του. Κατόπιν κάθισε κάτω να απολαύσει την πηκτή του. Κάθισε στον πάγκο του, που ήταν ακριβώς πίσω από την πόρτα και έφαγε. Πλατάγισε τα χείλη του με θόρυβο. Του άρεσε αυτή η γλυκιά και μαλακή τροφή.


Ο Μπάρνι Σουάν ήταν ένας μικρόσωμος, ντελικάτος γεροντάκος. Έσκυβε με αδυναμία, και δεν έδειχνε μεγαλύτερος από ένα παιδί, όπως καθόταν εκεί πάνω στον πάγκο του. Και το πρόσωπό του ήταν σαν παιδιού. Το ρουφηγμένο στόμα του είχε μια αθώα παιδική έκφραση, και τα μάτια του ένα άδειο ατενές βλέμμα, που τρεμόπαιζε πονηρά κάπου – κάπου, όπως το μάτι ενός μωρού. Τα αραιά άσπρα του μαλλιά κρέμονταν μέχρι τους ώμους του, και δεν είχε καθόλου γένια. Είχε ένα μοναδικό σακάκι και το κρατούσε αποκλειστικά για τις Κυριακές. Πάντα πήγαινε στη λειτουργία. Τις καθημερινές φορούσε το καφετί του φτιαγμένο από τσίτι πουκάμισό του και το παλιό του ξεχειλωμένο γιλέκο. Το σακουλιασμένο επίσης σκούρο μαύρο παντελόνι του ήταν τραβηγμένο προς τα επάνω, δεμένο γύρω από τη μέση του, έτσι που τα κότσια του φαίνονταν, όπως ενός μικρού παιδιού.

Ο γέρο Μπάρνι Σουάν καθόταν στον πάγκο του μπαλωματή το μεγαλύτερο μέρος της εξηντάχρονης ζωής του. Ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν ήταν παπουτσής και μπαλωματής και είχε μάθει στον Μπάρνι την τέχνη όταν ήταν ακόμη παιδί. Ο Μπάρνι δούλεψε πιστά όλη του τη ζωή. Τώρα όχι μόνο τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, αλλά και η ίδια η τέχνη είχε πέσει σε παρακμή. Στην πόλη είχαν γίνει δυο εργοστάσια που κατασκεύαζαν μπότες και παπούτσια, τα οποία ήταν πιο ραφινάτα στην όψη από εκείνα τα άγαρμπα του τσαγκάρη. Ο γέρο Μπάρνι παραήταν γέρος να πάει και να δουλέψει στο εργοστάσιο παπουτσιών, αλλά είναι αμφίβολο αν θα πήγαινε έτσι κι αλλιώς. Πάντα είχε μια παιδική ξεροκεφαλιά παρ’ όλον τον ήπιο χαρακτήρα του, που δεν είχε μειωθεί με την ηλικία. «Εάν ο κόσμος θέλει να φορά βιομηχανοποιημένα παπούτσια, να τα φοράει», συνήθιζε να λέει με μια ξαφνική ανόρθωση της σκυφτής του πλάτης, «άχρηστα πράματα! Έπρεπε να δεις εκείνα τα παπούτσια που μου έφερε το αγόρι των Μπριγκς τις προάλλες. Ούτε για καλαπόδι δεν κάνουν και ποτέ δεν έκαναν».


Αν και τώρα τα έσοδα του γέρου Μπάρνι προερχόταν από το αγόρι των Μπριγκς και διαφόρων άλλων σκληροτράχηλων και άγαρμπων αγυιόπαιδων, που το δέρμα των παπουτσιών τους δεν απαιτούσε άλλο παρά μόνο τις φτηνότερες και επιμελέστερες επιδιορθώσεις που μπορούσαν να γίνουν, είχε μαζέψει ένα αρκετά καλό κομπόδεμα με τον φιλότιμο μόχθο του πάνω σ’ εκείνη τη δερμάτινη θέση στην άκρη του παμπάλαιου πάγκου του. Αλλά του ήταν ευκολότερο να συσσωρεύσει μια περιουσία από το να τη διαχειριστεί. Το μεγαλύτερο χάρισμά του ήταν η υπομονετική, ακατάπαυστη δουλειά και η οικονομία. Οι οικονομικές του αρχές περιορίζονταν μέχρις εδώ. Πριν δέκα χρόνια είχε μια αναποδιά και έχασε μερικές εκατοντάδες δολάρια, και τότε ένιωσε τόσο ταπεινωμένος και αποθαρρυμένος για το θέμα αυτό που μεταβίβασε την περιουσία του στις κόρες του με αντάλλαγμα να τον συντηρούν διά βίου. Οι τελευταίες από καιρό τον παρότρυναν να προβεί σ’ έναν τέτοιο διακανονισμό. Είχε δυο κόρες, τη Μαλβίνα και την Έλεν. Η γυναίκα του είχε πεθάνει όταν οι κόρες του ήταν γύρω στα είκοσι. Η γυναίκα του ήταν μια λεπτεπίλεπτη και φιλάσθενη γυναικούλα, αλλά προικισμένη με μια συγκεκριμένη δική της ζωντάνια. Όταν ζούσε, οι κόρες της αγωνίζονταν σκληρά για τον έλεγχο του μικρού νοικοκυριού, αλλά μόνο με μερική επιτυχία. Μετά το θάνατό της απόκτησαν την απόλυτη κυριαρχία. Ο Μπάρνι πάντα θεωρούσε ότι οι κόρες του ήταν άψογες. Για καθετί είχαν τον τρόπο τους, εκτός από τα χρήματα. Για λίγο καιρό ο Μπάρνι δεν τα άφηνε από τα χέρια του. Ήταν προσκολλημένος με παιδαριώδη τρόπο στα λιγοστά του δολάρια που τα κέρδισε με την αξία του και άλλα είχε κρύψει στο σπίτι, άλλα στον καταπράσινο λιβαδότοπο και άλλα τα είχε καταθέσει στην τράπεζα του χωριού. Αγαπούσε τα δολάρια γι’ αυτά τα ίδια. Η έννοια του θησαυρού τον ευχαριστούσε. Δε νοιαζόταν να τα ξοδέψει για τον εαυτό του, γιατί πολύ λίγα πράγματα επιθυμούσε εκτός από ένα αξιοπρεπές κυριακάτικο σακάκι και λίγο καπνό. Ο καπνός ήταν ένα σημείο για το οποίο ήταν αμετάκλητος. Οι κόρες του ποτέ δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν. Αυτός συνήθιζε περιστασιακά να απολαμβάνει το τσιμπουκάκι του εν μέσω επιπλήξεων και αγανάκτησης. Όμως δυστυχώς ο καπνός μειώθηκε δραστικά μετά τη μεταβίβαση της περιουσίας του. Τώρα είχε μόνο από όσα λίγα κέρδιζε για την αγορά του. Οι κόρες του δεν του έδιναν καθόλου λεφτά να ξοδεύει, με τον ισχυρισμό ‘ο πατέρας δεν είναι σε θέση να κουμαντάρει λεφτά’. Έτσι τα απολύτως απαραίτητα του τα παρείχαν με φειδώ.


Όταν μοιράστηκε η περιουσία του, η μεγαλύτερη κόρη, η Μαλβίνα, πήρε ως μερίδιο το σπίτι κι ένα μέρος των καταθέσεων. Η Έλεν, η νεότερη, πήρε το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων και κάποια δασώδη έκταση. Η Μαλβίνα ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στέγη και φροντίδα στον γέροντα όσο ζούσε, και η Έλεν υποχρεούταν να πληρώνει την αδερφή της ένα ορισμένο πόσο για τη συντήρηση του πατέρα τους. Και οι δυο κόρες ήταν παντρεμένες εκείνη την εποχή. Η Μαλβίνα είχε αποκτήσει μια κόρη, αλλά της Έλεν ο μικρός Γουίλι δεν ήταν ακόμη γεννημένος. Η Μαλβίνα είχε μείνει στο παλιό της σπίτι μετά το γάμο της, άλλα η Έλεν είχε μετακομίσει σε μια πόλη κάπου τριάντα χιλιόμετρα πιο μακριά. Ο πατέρας της την επισκεπτόταν αρκετές φορές αλλά ποτέ του δεν του άρεσε να μένει για πολύ. Και ποτέ δε θα πήγαινε αν δεν επέμενε η Μαλβίνα. Η Μαλβίνα θεωρούσε ότι η αδερφή της όφειλε να μοιραστεί το μερίδιο του καθήκοντός της, και να την ξεκουράζει που και που. Κι έτσι ο Μπάρνι πήγαινε αλλά απρόθυμα, διότι στ’ αλήθεια το μαγαζάκι του ήταν ο αγαπημένος του χώρος, η μοναχική φωλίτσα του, όπου μπορούσε να κουρνιάζει με γαλήνη. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει με πόση νοσταλγία το σκεπτόταν όσο διαρκούσαν οι επισκέψεις του στην Έλεν. Όλον το χρόνο που έμενε εκεί, καθόταν ως επί το πλείστον στην κουζίνα, πλάι στη μασίνα και με κατήφεια αφοσιωνόταν στον καζαμία ή σε κάποιο θρησκευτικό έντυπο. Οπότε του δινόταν η ευκαιρία, πήγαινε κρυφά πίσω από τον αχερώνα να καπνίσει την πίπα του, αλλά του έβγαινε πάντα ξινό γιατί μετά έπρεπε να αντιμετωπίσει την αυστηρή επίπληξη της Έλεν. Η Έλεν ήταν μια μικροσκοπική γυναίκα με ανοιχτή επιδερμίδα. Ήταν λεπτεπίλεπτη σαν τη μακαρίτισσα τη μητέρα της, η δε αδυναμία και η νευρικότητά της καθιστούσαν την αυταρχικότητά της λιγότερο εμφανή, αλλά περισσότερο αποτελεσματική. Ο γέρο Μπάρνι αισθανόταν περισσότερο δέος μπροστά της από όσο στη Μαλβίνα. Έδειχνε με προθυμία σεβασμό στον άντρα της Έλεν, ο οποίος ήταν ρωμαλέος και αμίλητος άνθρωπος που έκρυβε τα σχέδιά του και τις απογοητεύσεις του με τη σιωπηρότητά του. Δούλευε μόνιμα σαν εργάτης σε μια φάρμα και ήταν πολύ σφικτός με τα λεφτά του γέρο-Μπάρνι, των οποίων βέβαια τον απόλυτο έλεγχο είχε η γυναίκα του. Με μερικά απ’ αυτά είχε αγοράσει ένα σύνολο επίπλων για το σαλόνι με κόκκινη βελούδινη επένδυση, και ένα καινούριο μεταξωτό φόρεμα. Κάπου – κάπου ο γέρο Μπάρνι στεκόταν στο κατώφλι του σαλονιού και χάζευε με θαυμασμό τα έπιπλα, αλλά αν τολμούσε να κάνει ένα βήμα μέσα, η κόρη του τον σταματούσε: «Πατέρα, μην μπαίνεις στο σαλόνι», του φώναζε, «θα αφήσεις πατημασιές».

«Όχι, δεν μπαίνω, Έλεν», απαντούσε ο Μπάρνι και υπάκουα έσερνε τα πόδια του να πάει πίσω στην κουζίνα.


Ο γέρο Μπάρνι ήταν πολύ υποτακτικός και στις δυο του θυγατέρες, και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει κάτι εις βάρος τους. Πάντα μιλούσε με θαυμασμό γι’ αυτές και δεν ξεχώριζε την μία από την άλλη. Κι όμως αναμφίβολα προτιμούσε τη Μαλβίνα. Η Μαλβίνα ήταν μια μεγαλόσωμη, γεροδεμένη γυναίκα, και μερικοί θεωρούσαν πως στην όψη έμοιαζε του πατέρα της. Όταν μοιράστηκε η περιουσία, η Μαλβίνα έβαλε και έβαψαν όλα τα δωμάτια και πέρασε καινούρια ταπετσαρία στους τοίχους. Μετά καθόταν και τα πρόσεχε σαν μαντρόσκυλο. Ήταν βέβαια νοικοκυρεμένη κι από πριν, αλλά με τους φρεσκοβαμμένους τοίχους, την καινούρια ταπετσαρία και τα λίγα καινούρια χαλιά, η καθαριότητά της σχεδόν της έγινε μονομανία. Ήταν σχετικά αγριωπή και η φωνή της ακουγόταν μερικές φορές σαν γάβγισμα όταν ο γέρο Μπάρνι, με παπούτσια γεμάτα λάσπες και με ρούχα λεκιασμένα με υγρό ταμπάκο, έσερνε τα βήματά του μπαίνοντας στο πεντακάθαρο σπίτι. Ωστόσο, κατά κάποιον άγαρμπο τρόπο έκανε το καθήκον της προς τον απλοϊκό, γέρο πατέρα της. Φρόντιζε πάντα τα ρούχα του να είναι άνετα, ζεστά και καλομπαλωμένα, να έχει το καλό φαγητό του, αν και ποτέ δε ζητούσε τη γνώμη του για τις ατομικές του προτιμήσεις. Ωστόσο, απαρέγκλιτα τον καλούσαν στα γεύματα και το πιάτο του ήταν πολύ καλά γεμάτο. Η κόρη του δεν ήθελε να τον έχει στο σπίτι, πράγμα που το έκανε σαφές, και δεν είχε καθόλου τύψεις επί του θέματος, γιατί ο ίδιος προτιμούσε το μαγαζάκι του. Ποτέ δεν του έδινε χαρτζιλίκι, γιατί πίστευε πως δεν ήταν ικανός να το ξοδέψει με σύνεση. Όσα χρειαζόταν, του τα παρείχε η ίδια. Ήταν καλή οικονόμος και κατόρθωνε τα λιγοστά να διαρκούν πολύ.


Ο άντρας της Μαλβίνας είχε πεθάνει, και η κόρη της ήταν τώρα δεκαοχτώ χρονών. Την έλεγαν Άνι. Ήταν όμορφη κοπέλα και είχε εραστή και επρόκειτο να παντρευτεί σύντομα. Του Μπάρνι δεν του είχαν πει τίποτε, αλλά το ανακάλυψε δυο βδομάδες πριν το γάμο. Ένα πρωί στεκόταν στην είσοδο του μαγαζιού και διακριτικά φώναξε τη Σάρα Άρνολντ. (Οι Άρνολντ ζούσαν στο διπλανό σπίτι και η Σάρα ήταν έξω στην αυλή και έκοβε τριαντάφυλλα). «Σαρούλα, έλα δω μια στιγμή», φώναξε και η Σάρα πλησίασε με τα τριαντάφυλλα στο χέρι. Ο γέροντας της ένευσε μ’ έναν αέρα μυστηρίου να μπει στο μαγαζάκι. Αποσύρθηκε μακριά από την πόρτα και έχοντας κοιτάξει προσεκτικά προς τα παράθυρα του σπιτιού, άρχισε να της λέει: «Μήπως πήρε κάτι το αυτί σου, Σαρούλα», ψιθύρισε, «αν τρέχει κάτι εκεί πέρα; Ε, τι λες;» κι έδειξε με μια απότομη κίνηση του χεριού του πίσω προς το σπίτι.



Η Σάρα γέλασε. «Υποθέτω πως ξέρω», απάντησε αυτή.


«Πόσον καιρό το ξέρεις, ε;»


«Να, άκουσα πως θα γινόταν εδώ και καιρό».


«Ο γάμος θα γίνει σε δυο βδομάδες. Το ήξερες και αυτό, ε;»


«Το άκουσα».


«Λοιπόν, εγώ είναι η πρώτη φορά που το μαθαίνω. Έβλεπα βέβαια εκείνον τον νεαρό να περιφέρεται εδώ τριγύρω πολύ συχνά, και υπόθεσα πως θα γινόταν κάτι αργά ή γρήγορα, αλλά δεν είχα ιδέα πως θα γινόταν τόσο γρήγορα. Πρόσεξε τώρα, Σαρούλα» – η Σάρα, ήρεμη, ωραία και ευγενική, κρατώντας τα τριαντάφυλλά της, τον κοίταξε με προσοχή – «Εγώ – έχω σκοπό να της δώσω κάτι».


«Και τι μπορείς να της δώσεις;»


«Θα δεις. Έχω βάλει στην άκρη μερικά λεφτά, και ξέρω πώς να εξοικονομήσω ακόμη περισσότερα. Θα δεις όταν έρθει εκείνη η ώρα – θα δεις». Ο γέρος άρχισε να χασκογελάει μ’ ευχαρίστηση, και μετά σιώπησε απότομα ρίχνοντας μια επιφυλακτική ματιά προς το σπίτι. «Δε θα πεις τίποτε, έτσι Σαρούλα;» την παρακάλεσε.

«Όχι, δε θα πω ούτε λέξη γι’ αυτό», απάντησε η Σάρα. Κατόπιν η Σάρα με τα τριαντάφυλλά της και χαμένη στις σκέψεις της πήγε σπίτι. Κι αυτή επρόκειτο να παντρευτεί σύντομα, αλλά δε θα γινόταν τόση φασαρία για το γάμο της όσο γινόταν για της Άνι. Οι Άρνολντ ήταν παρακατιανοί άνθρωποι σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση στο χωριό, και δεν είχαν πολλά πάρε δώσε με τους γείτονές τους. Ο γέρο κυρ Άρνολντ κέρδιζε τα προς του ζην φροντίζοντας τους κήπους των άλλων και πριονίζοντας ξύλα. Η κυρία Άρνολντ μαζί με τη Σάρα έραβαν, κι ακόμη έβγαιναν γι επιπλέον δουλειά όταν οι πιο ευκατάστατοι χωρικοί δέχονταν κόσμο. Όμως, η Σάρα επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον νεαρό που είχε βάλει στην άκρη ένα αρκετά σημαντικό ποσό. Ο νεαρός έκτιζε ένα καινούριο σπίτι σ’ ένα σταυροδρόμι στην άλλη άκρη του λιβαδιού πίσω από το μαγαζάκι του Μπάρνι Σουάν. Η Σάρα του είχε εκμυστηρευθεί όλα, κι αυτός συχνά έκανε τη βόλτα του προς το λιβάδι και παρακολουθούσε τους εργάτες μ’ έναν πολύξερο και ενδιαφέροντα αέρα. Συμπαθούσε πολύ τη Σάρα. Η Σάρα είχε τη δική της γνώμη για την Άνι και τις θυγατέρες του γέροντα, αλλά δεν την εξέφραζε ούτε και στην ίδια τη μητέρα της. Ήταν ένα κορίτσι με ωριμότητα γυναίκας. Ωστόσο, μερικές φορές ξεσπούσε με αγανάκτηση.

«Λέω πως είναι ντροπή», είπε στη μητέρα της κουβαλώντας τα τριαντάφυλλα μέσα στο σπίτι, «που δεν έχουν πει τίποτε στον παππού Σουάν για τον επικείμενο γάμο της Άνι, κι ο καημένος ο γεράκος, που το κατάλαβε μόνος του, σχεδιάζει να της κάνει και δώρο». Δάκρυα είχαν αναβλύσει στα γαλανά μάτια της Σάρας. Στρίμωξε τα τριαντάφυλλα μέσα σ’ ένα μεγάλο κύπελλο.

Και αμέσως την άλλη μέρα ο γέρο Μπάρνι την φώναξε ξανά στο μαγαζάκι για να της δείξει το δώρο. Ήταν τόσο ανυπόμονος που δε βάσταξε να περιμένει άλλο. Όμως, η ιδέα για το δώρο πως δεν έπρεπε να γίνει γνωστή στην εγγονή του μέχρι τη μέρα του γάμου της ήταν βαθιά καρφωμένη στο μυαλό του. Είχε μάθει κατά κάποιο τρόπο πως έτσι ήταν η παράδοση και ήταν αποφασισμένος να τηρήσει την ετικέτα, όσο κι αν τον έτρωγε η ανυπομονησία. «Το έχω εδώ πανέτοιμο, αλλά, ξέρεις, δε θα της το δώσω παρά την ημέρα του γάμου της», είπε στη Σάρα ενώ ψαχούλευε στο συρτάρι του τραπεζιού (που ήταν το μικρό του θησαυροφυλάκιο). Εκεί φύλαγε τα λαθραία κομμάτια ταμπάκου μαζί με την πίπα του και τους μικρούς σωρούς από πενταροδεκάρες. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς τράβηξε έξω ένα τετράγωνο δεματάκι. Το έλυσε με σχολαστικότητα. «Για κοίτα δω!» σ’ ένα κουτάκι κοσμημάτων, πάνω σε μια στρώση από ροζ βαμβάκι, φάνταζε μια επίχρυση καρφίτσα με μια κόκκινη πέτρα στο κέντρο της. Ο γέροντας στεκόταν κρατώντας την και κοιτάζοντας τη Σάρα με μια βουβή έκκληση για ν’ αποσπάσει το θαυμασμό της Σάρας.


«Για κοίτα, κι αν δεν είναι όμορφο!» είπε η Σάρα. «Δεν μπορεί να γίνει καλύτερο!»


Ο γέρο Μπάρνι εξακολουθούσε να σιωπά. Στεκόταν και κρατούσε το κουτάκι, άλαλος σαν άγαλμα που μοναδικός του σκοπός είναι να στέκεται και να το θαυμάζουν.


«Πού το αγόρασες;» ρώτησε η Σάρα.


Ο γέροντας άρθρωσε τις λέξεις του μ’ ένα θριαμβευτικό χάχανο. «Στου Μπίξμπι, και ήταν το ομορφότερο πράγμα που είχε σ’ εκείνη την αποθήκη που τη λέει μαγαζί. Και δε μου κόστισε και λίγα, δε θα σου πω πόσο, αλλά δεν έδωσα και λίγα, στα σίγουρα. Είχα βάλει στην μπάντα κάτι λίγα, και έδωσα και κάτι άλλο σε αντάλλαγμα. Ήμουν αποφασισμένος να πάρω κάτι που ν’ αξίζει ενώ το σκεφτόμουν».


Καθώς μιλούσε ο Μπάρνι, η Σάρα παρατήρησε πως ο γέρος δε φορούσε το ασημένιο του ρολόι με την αλυσίδα, και κυριεύτηκε από την υποψία ως προς το τι ήταν το «κάτι άλλο», αλλά δεν είπε τίποτε. Στάθηκε και θαύμασε την καρφίτσα προς μεγάλη ικανοποίηση του Μπάρνι, ο οποίος την τοποθέτησε πίσω στο συρτάρι θριαμβευτικά με καμάρι. Παρέμεινε πιστός στην απόφασή του να μην αναφέρει το δώρο στην εγγονή του, αλλά δεν μπορούσε να μην κάνει διάφορους υπαινιγμούς για το επερχόμενο γεγονός. Όμως, κανείς δεν έδινε καμιά σημασία στα υπονοούμενά του. Ήξεραν πολύ καλά τα οικονομικά του Μπάρνι για να έχουν μεγάλες προσδοκίες απ’ αυτόν, κι έτσι όλη η οικογένεια δεν έδινε καμιά προσοχή στις φλυαρίες του γέρου. Συνέχεια μιλούσε πολύ κι έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Οι δικοί του έδειχναν να τον θεωρούν σαν έναν σεβάσμιο γρύλο να τερετίζει διαρκώς στη εστία τους, που για κάποιον ακαθόριστο θρησκευτικό λόγο όφειλαν να τον περιθάλπουν.


Το ζήτημα της εμφάνισης του γέρο Μπάρνι στο γάμο ήταν πολύ σοβαρό. Ο γάμος επρόκειτο να αποτελέσει ένα λαμπρό γεγονός για το χωριό, κι ο γέρος δεν έπρεπε φυσικά να βρεθεί σε κοινή θέα. Και πάλι η ιδέα να μην τον επιτρέψουν να παρευρεθεί δεν ήταν δυνατόν σωστή, κι έτσι η Μαλβίνα άρχισε να τον εκπαιδεύει να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη εμφάνιση. Τον καθοδήγησε να προσέχει τη συμπεριφορά του, κι έφτασε στο σημείο να του κάνει ένα μεταξωτό περιλαίμιο να φορέσει στο γάμο. Ήταν τόσο χαρούμενος γι’ αυτό που ήθελε να το πάρει αμέσως και να το κρύψει στο συρτάρι του, αλλά η κόρη του δεν του επέτρεπε με κανέναν τρόπο. Η Μαλβίνα, το πρωινό του γάμου, είχε φροντίσει ο γέρος να φρεσκοξυριστεί, να βουρτσιστούν προσεκτικά τα ρούχα του και να ψαχτούν οι τσέπες του για τεμάχια ταμπάκου. «Θα νιώσω ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί αν ο παππούς σου εμφανιστεί όπως κάνει μερικές φορές», είπε στην κόρη της, την Άνι.


Της Άνι λίγο της ένοιαξε. Ήταν μια νεαρή κοπέλα, με μια γλυκιά και υποτακτική ψυχοσύνθεση. Σωματικά ήταν κάπως λεπτεπίλεπτη και την χαρακτήριζε μια νωθρότητα, εν μέρει από αδυναμία κι εν μέρει εκ φύσεως. Η μητέρα της την ανάγκαζε να δουλεύει τόσο σκληρά για την προετοιμασία των νυφικών της που σχεδόν αρρώστησε. Ο μικρός της δείκτης ήταν τρυπημένος από βελονιές και υπήρχαν βαθουλώματα κάτω από τα μάτια της. Η Μαλβίνα πάντα ήταν μια αυθεντική βασιλομήτωρ.


Η Έλεν μαζί με το αγοράκι της επισκέφτηκε τη Μαλβίνα αρκετές βδομάδες πριν από το γάμο. Η Έλεν τη βοηθούσε με το ράψιμο. Ήταν άξια ράφτρα.


Ο γέρο Μπάρνι δεν τολμούσε να μένει για πολύ στο σπίτι, και περιφερόταν εδώ κι εκεί στην αυλή, κρυφοκοιτάζοντας παράλογα μέσα από πόρτες και παράθυρα. Πίσω στη δεύτερη ηλικία του, ένιωθε όλη τη ευτυχισμένη προσμονή ενός παιδιού εν όψει ενός σπουδαίου γεγονότος. Ίσως να ήταν μια πενιχρή και αξιοθρήνητη ευτυχία, αλλά αυτός ήταν τόσο ευτυχισμένος με το δικό του τρόπο όσο και η Άνι για τον επερχόμενο γάμο της, και, στο κάτω – κάτω η ευτυχία βρίσκεται μόνο στην καρδιά αυτού που τη νιώθει.


Όμως, τρεις μέρες πριν από το γάμο ο γέρο Μπάρνι προσβλήθηκε από ένα βαρύ κρυολόγημα, και όλες του οι προσδοκίες πήγαν στράφι. Το κρυολόγημα επιδεινώθηκε και οι κόρες του αμέσως αποφάσισαν να μην παρευρεθεί καθόλου στην τελετή. «Δεν αξίζει να επιμένεις, πατέρα», είπε η Μαλβίνα, «Δεν είναι δυνατόν να πας. Εσύ θα βήχεις και θα φτερνίζεσαι όλη την ώρα, κι εμείς δεν γίνεται να ασχολούμαστε μαζί σου».


Ο γέροντας παρακάλεσε, έκλαψε, αλλά του κάκου. Τη μέρα του γάμου εξορίστηκε κακήν κακώς στο μαγαζάκι του στην αυλή. Η έξαψη μέσα στο σπίτι έφτασε στο ζενίθ και δεν τον επέτρεψαν να μπει μέσα μετά το πρωινό. Το γεύμα του αποτελούμενο από ψωμί, βούτυρο και κρύο βοδινό του το πήγαν στο μαγαζάκι του. Καθόταν κι αυτός στο κατώφλι και χάζευε το σπίτι και τον κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν. Φώναξε τη Σάρα Άρνολντ πολλές φορές. Τον έπιασε πανικός για το τι θα έκανε. «Πώς θα της δώσω την καρφίτσα της αν δε μ’ αφήσουν να πάω στο γάμο;» αναρωτιόταν με μεγάλη ανησυχία. «Δε θέλω κανείς άλλος να της δώσει την καρφίτσα».


«Φαντάζομαι θα βρεις κάποια ευκαιρία», τον παρηγόρησε η Σάρα.


Όταν ήταν ώρα να έρθουν οι καλεσμένοι για το γάμο, η Έλεν φορώντας το μεταξωτό της φόρεμα, με τα μαλλιά της εξαίσια χτενισμένα σε μπούκλες, πήγε βιαστικά στο μαγαζί και πρόσταξε τον γέρο Μπάρνι να φύγει από την πόρτα.

«Πατέρα, για όνομα του Θεού, τραβήξου από την πόρτα. Θέαμα θα γίνεις στον κόσμο που έρχεται. Θα έπρεπε να το γνωρίζεις καλύτερα». Το μέτωπο της Έλεν είχε κατσουφιάσει με ρυτίδες ανησυχίας. Ήταν όλο νεύρα και δυστροπία. Έφτασε στο σημείο να σπρώξει τον πατέρα της μακριά από την πόρτα με τα μακρουλά φλεβώδη χέρια της. Κατόπιν έκλεισε την πόρτα με βρόντο.


Μετά ο Μπάρνι στάθηκε και έβλεπε από το παράθυρο. Κρατούσε το μικρό κουτάκι με το κόσμημα σφιχτά μέσα στην παλάμη του. Τα τζάμια ήταν όλο σκόνη και αράχνες και δυσκολευόταν με τα αδύναμα γέρικα μάτια του να δει, αλλά έκανε πίσω τη λεκιασμένη κουρτίνα και προσπάθησε να δει όσο καλύτερα μπορούσε.


Έβλεπε να έρχονται στο γάμο οι γείτονες. Αρκετά κάρα ήταν σταθμευμένα έξω στην αυλή. Όταν μπήκε ο ιερέας στην αυλή, με το ζόρι κρατήθηκε να μην βγει ορμώντας έξω από την πόρτα.


«Νάτος, Νάτος!», είπε δυνατά μονολογώντας. «Ήρθε να τους παντρέψει!»


Η οχλοβοή από το σπίτι έφτασε στ’ αυτιά του γέρο Μπάρνι. Λίγο μετά από την έλευση του ιερέα έπεσε σιωπή. «Τώρα τους παντρεύει!» αναφώνησε ο Μπάρνι χοροπηδώντας πάνω κάτω πίσω από το παράθυρο.


Μετά τη σιωπή οι φωνές ξανάρχισαν δυνατότερες από πριν. Ο Μπάρνι κρατούσε τα μάτια του καρφωμένα στο σπίτι. Μετά από δυο ώρες περίπου ο κόσμος άρχισε να ξεπροβάλλει από τις πόρτες φεύγοντας.


«Ο γάμος τελείωσε!» ξεφώνισε ο Μπάρνι. Έδειχνε εντελώς έξαλλος. Τινάχτηκε, άνοιξε την πόρτα και έπιασε τη συνηθισμένη του θέση στο κατώφλι. Όλοι τους έβλεπαν στο φτηνό καφετί βαμβακερό πουκάμισό του, το απεριποίητο ξεχειλωμένο γιλέκο και το σακουλιασμένο παντελόνι του. Τα άσπρα του μαλλιά έπεφταν άτακτα πάνω στους ώμους του. Το πρόσωπό του δεν ήταν πολύ καθαρό. Ξαφνικά η Έλεν, καθώς στεκόταν χαζογελώντας στην πόρτα του σπιτιού, τον είδε. Αμέσως διέσχισε την αυλή μ’ έναν αριστοκρατικό αέρα και με τις φούστες της να θροΐζουν. Χαμογελούσε σ’ όλη τη διαδρομή και ο γέρο Μπάρνι της ανταπέδιδε το χαμόγελο με αθωότητα καθώς τον πλησίαζε. Όμως αναπήδησε έντρομος ακούγοντας την τόσο άγρια φωνή της.


«Πατέρα, μπες μέσα αυτή τη στιγμή και κλείσε και την πόρτα», του είπε ανάμεσα στα χαμογελαστά της χείλη.


Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα, αλλά αυτή δεν πρόλαβε καλά – καλά να φτάσει πάλι σπίτι και ο γέρο Μπάρνι την άνοιξε και στάθηκε απέξω. Συνέχιζε να κρατάει το κουτάκι.


Οι νεόνυμφοι επρόκειτο να στήσουν το νοικοκυριό τους σ’ ένα χωριό καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα μακριά. Και θα έφευγαν την ίδια νύχτα. Όταν επιτέλους ο γαμπρός και η νύφη εμφανίστηκαν στην πόρτα, ο γέρο Μπάρνι έκανε προς τα μπρος με κομμένη την ανάσα. Το γυαλιστερό αμάξι του γαμπρού και ο ντορής περίμεναν στην αυλή. Το άλογο ήταν ανήσυχο και ο νεαρός το κρατούσε από το καπίστρι.


Ο γέρο Μπάρνι δεν τόλμησε να δρασκελίσει την πόρτα του μαγαζιού του. Η Μαλβίνα και η Έλεν ήταν και οι δυο στην αυλή, αλλά η ψυχή του γέροντα ήταν σαν να έψαχνε να βρει τρόπους να προσεγγίσει το νεαρό ζευγάρι. Έγερνε προς τα μπρος με τα μάτια να προεξέχουν, με βλέμμα έντονο και να κουνάει το χέρι με το κουτάκι κάνοντας μεγάλες και άγαρμπες κινήσεις.


Η νύφη, στο πλευρό του άντρα της, διέσχισε την πράσινη αυλή μέχρι το αμάξι. Ο γάμος τους ήταν ένας απλός επαρχιακός γάμος και η Άνι θα πήγαινε φορώντας το νυφικό της στο καινούριο της σπιτικό. Το νυφικό ήταν φτιαγμένο από άσπρη μουσελίνα, με λεπτεπίλεπτα κρόσσια και φιογκάκια από κορδέλες που ανέμιζαν στον αέρα. Καθώς περπατούσε, ο αέρας τη φύσαγε και η Άννι έγερνε προς τη μια μεριά σαν ένα άσπρο λουλούδι. Ο λεπτός λαιμός της και τα χέρια της φάνταζαν ροδαλά μέσα από τη μουσελίνα. Φορούσε επίσης και το νυφικό της καπελάκι, ολόασπρο, με κορδέλες δεμένες σε φιόγκους και με φτερά. Τα μαγουλά της ήταν κατακόκκινα.


Ο γέρο Μπάρνι έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Θεέ και κύριε!» είπε με κομμένη την ανάσα από θαυμασμό. Άρχισε να γελά εκστατικά. Για μια στιγμή ξέχασε το γαμήλιο δώρο του. «Κοίταξέ τους, κοίταξέ τους!» έλεγε και ξανάλεγε. Ξαφνικά φώναξε. «Άνι! Άνι! Για κοίτα εδώ! Δες τι σου έχει ο παππούς σου».


Η Άνι στάθηκε και κοίταξε. Κοντοστάθηκε και φάνηκε να πλησιάζει τον Μπάρνι όταν το άλογο τινάχτηκε φοβισμένο. Ο νεαρός δυσκολεύτηκε πολύ να το συγκρατήσει. Ο γαμπρός μετά σήκωσε τη νύφη και την έβαλε στο αμάξι και μόλις το άλογο ηρέμησε αρκετά, πήδησε κι αυτός μέσα και βγήκαν σχεδόν πετώντας από την αυλή ενώ όλοι ξεφώνιζαν χαρούμενα πίσω τους. Η αξιολύπητη κραυγή του γέρο Μπάρνι «Άνι! Άνι! Έλα δω μια στιγμή!» χάθηκε εντελώς μέσα στην οχλοβοή.


Ο γέροντας γύρισε πίσω στο μαγαζάκι και έκλεισε την πόρτα με τη δική του θέληση τη φορά αυτή. Κατόπιν ξανάβαλε το κουτάκι στο συρτάρι. Έπειτα έπεσε βαρύς στον παλιό του πάγκο κι έβαλε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Σύντομα έπαθε μια κρίση έντονου βήχα. Κανείς δεν πήγε κοντά του παρά μόνο όταν είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Τότε η Μαλβίνα τον ρώτησε με μια άπονη αφηρημάδα αν ήθελε να πάει σπίτι για δείπνο εκείνο το βράδυ.


Ο γέρο Μπάρνι σηκώθηκε και σέρνοντας τα πόδια του την ακολούθησε. Έφαγε το δείπνο που του σερβίρισε και κατόπιν πήγε για ύπνο. Δεν ξανάβγαλε την καρφίτσα της Άνι από το συρτάρι. Κι ποτέ δεν την ανάφερε στη Σάρα Άρνολντ, ούτε σε κανέναν άλλο. Είχε τη θλιμμένη αξιοπρέπεια του δωρητή ενός περιφρονημένου δώρου. Καθώς προχωρούσαν οι εβδομάδες, το κρυολόγημά του χειροτέρευε. Ο βήχας του γινόταν όλο και πιο έντονος. Μια φορά η Μαλβίνα του έδωσε κάποιο φάρμακο για τον βήχα αλλά δεν του έφερε καμιά βελτίωση. Ο γέροντας άρχισε να αδυνατίζει και να χάνει τις δυνάμεις του. Η κόρη του όμως δεν το συνειδητοποιούσε, ώσπου ο δυνατός του βήχας τράβηξε την προσοχή της. Την κούραζε να τον ακούσει να βήχει συνεχώς.


Η Σάρα Άρνολντ παντρεύτηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αυτή κι ο άντρας της πήγαν να ζήσουν στο καινούριο σπιτικό τους στην άλλη μεριά του λιβαδιού που συνόρευε με το μαγαζάκι του γέρο Μπάρνι.

Η Σάρα ήταν παντρεμένη λίγες βδομάδες όταν μια βραδιά ο γέρο Μπάρνι ήρθε παραπατώντας μέσα από το λιβάδι στο σπίτι της. Ήταν τόσο αδύναμος που τρέκλιζε, αλλά προσπαθούσε να τρέξει. Η κοντή βλάστηση από χρυσαφένιες καλαμιές ξερού χόρτου που του έγδερνε τα πόδια ήταν αρκετά ικανή να τον κάνει να σκοντάψει. Βάδιζε μέσα από τα χόρτα λες και ήταν μια χρυσαφένια θάλασσα που σύντομα θα τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει. Όμως αυτός δε χαλάρωσε το βήμα του μέχρι που έφτασε στην πόρτα της Σάρας. Αυτή βλέποντάς τον, έτρεξε να τον συναντήσει.


«Μα, τι τρέχει;» αναφώνησε. Το πρόσωπο του γέρο Μπάρνι ήταν χλομό και αγριεμένο. Την κοίταξε λαχανιάζοντας. Η Σάρα τον έπιασε από το μπράτσο, τον τράβηξε μέσα στο σπίτι, και τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. «Τι συμβαίνει;» ξαναρώτησε. Κι ή ίδια είχε γίνει άσπρη σαν πανί από το φόβο της.


Ο γέρο Μπάρνι δεν απαντούσε για λίγο. Φαινόταν να ανακτά την αναπνοή του. Κατόπιν ξέσπασε σε ένα έντονο αναφιλητό: «Το μαγαζί μου! το μαγαζάκι μου! Θέλει να βάλει να γκρεμίσουν το μαγαζί μου! Αρχίζουν από αύριο. Βγάζουν τον πάγκο μου. Ω! ω!»


Η Σάρα στάθηκε κοντά του και του χάιδευε το κεφάλι. «Ποιος θέλει να το γκρεμίσουν;»


«Η Μαλ – βι – νούλα».


«Πότε το είπε;»


«Να – τώρα – ήρθε και μου το είπε. Λέει – το παλιόπραμα – δείχνει απαίσια εκεί έξω – στην αυλή, και θέλει να βάλει να – το γκρεμίσουν. Θέλει να με στείλει – στην Έλεν να μείνω – και να περάσω εκεί όλον τον χειμώνα. Θα βάλει τον πάγκο μου – πάνω στη σοφίτα. Δε – δε θα έχω τον – πάγκο μου πια, όχι, ω!»


Το όμορφο στόμα της Σάρας σφίχτηκε από αγανάκτηση. Έβαλε τον γέρο Μπάρνι να ξαπλώσει στον καναπέ του σαλονιού της και του έφερε μια κούπα τσάι. Ήταν φανερό πως ο γέροντας ήταν εντελώς εξουθενωμένος. Δε θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι περπατώντας όσο κι αν πάσχιζε. Η Σάρα κάθισε δίπλα του, άκουσε το παράπονό του και προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Όταν επέστρεψε σπίτι ο άντρας της για το τσάι, η Σάρα του εξιστόρησε τα καθέκαστα, κι αυτός πριν βγάλει το σακάκι του, πήγε μέσα από το λιβάδι μέχρι το μαγαζάκι.


«Πράγματι, έτσι είναι», γρύλλισε όταν επέστρεψε. «Κουβαλούν τα πράγματα έξω. Είναι ντροπή. Ο καημένος ο γεράκος!»


Ο άντρας της Σάρας είχε ένα μελαμψό αγορίστικο πρόσωπο με ένα αποφασιστικό πηγούνι. Έβγαλε το σακάκι του και άρχισε να πλένει τα χέρια του στον νεροχύτη της κουζίνας με τέτοια θυμωμένη ενεργητικότητα που λες και οι δερμάτινοι λεκέδες ήταν η αχαριστία του κόσμου.


«Είπες τίποτε ότι ο πατέρας της βρίσκεται σ’ εμάς;»


«Όχι, δεν είπα. Ας τους να τον ψάχνουν».


Κατά τις εννιά εκείνου του βραδινού κατέφτασε η Μαλβίνα διαβαίνοντας το λιβάδι και κρατώντας τη φούστα της να μην σχιστεί από τα ξερόχορτα. Είχε δει πως έλλειπε ο πατέρας της και τον έψαξε στης Σάρας. Η Σάρα και ο άντρας της τον είχαν βολέψει για ύπνο στον μικρό τους χαριτωμένο ξενώνα πριν έρθει η Μαλβίνα. Ήταν πλέον εμφανές πως ο γέροντας ήταν πολύ άρρωστος. Παραμιλούσε και πάθαινε τρομερούς παροξυσμούς βήχα. Ανάσαινε αγκομαχώντας. Η Μαλβίνα στάθηκε και τον κοίταξε. Ο άντρας της Σάρας προσπαθούσε ν’ ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, αλλά η γυναίκα του τον σκουντούσε συνέχεια να παραμείνει σιωπηλός. Τελικά όμως μίλησε:


«Έχει αναστατωθεί που θα γκρεμιστεί το μαγαζάκι του», είπε και η φωνή του ήταν τολμηρή όπως και οι προθέσεις του.


«Δεν είναι αυτό», αποκρίθηκε η Μαλβίνα. «Είναι τρομερά αμελής. Περπατούσε έξω χωρίς παπούτσια, μόνο με τις κάλτσες του και χειροτέρεψε το κρυολόγημά του. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν βλέπω πώς μπορώ να τον πάρω σπίτι απόψε».


«Μπορεί κάλλιστα να μείνει εδώ», είπε η Σάρα και ξανασκούντησε τον άντρα της.


«Τότε θα έρθω το πρωί να τον πάρω σπίτι», είπε η Μαλβίνα.


Όμως δεν μπορούσε να τον πάρει σπίτι όταν ήρθε το άλλο πρωί. Ο γέρο Μπάρνι ποτέ δεν ξαναγύρισε σπίτι. Πέθανε δυο μέρες μετά τον ερχομό του στο σπίτι της Σάρας. Και οι δυο του κόρες ήρθαν να τον δουν και έκαναν ό, τι περνούσε από το χέρι τους, αλλά ο γέρος δεν φαινόταν να τις αντιλαμβάνεται και πολύ. Μια ώρα πριν πεθάνει, κάλεσε κοντά του τη Σάρα. Αυτή πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο. Την ώρα εκείνη δεν ήταν κανείς άλλος στο σπίτι. Ο γέρο Μπάρνι ανακάθισε στο κρεβάτι και έδειχνε από το παράθυρο πέρα από το λιβάδι. Το δάκτυλό του έτρεμε, η όψη του ήταν πελιδνή, αλλά υπήρχε μια παράξενη, παιδική αγαλλίαση πάνω της.


«Για κοίτα εκεί πέρα, Σαρούλα – για κοίτα κει», έλεγε ο γέρο Μπάρνι. «Να πέρα από το λιβάδι – κοίτα. Έρχεται η Έλεν μαζί με τη Βίνι, και δείχνουν όπως ήταν νέα κορίτσια. Η Έλεν μου φέρνει λίγο τσάι και η Βίνι λίγη γαλατόπιτα. Και πίσω τους έρχεται ο Γουίλι χοροπηδώντας. Για κοίτα, έρχεται ο πιτσιρίκος να δει τον παππού του με τη δική του θέληση. Να και η Άνι ντυμένη όλη στα λευκά, όμορφη σαν ζωγραφιά, έρχεται να πάρει την καρφίτσα της. Δες τους, Σαρούλα». Ο γέροντας γελούσε. Τα κατάχλομα, χτυπημένα από τον επερχόμενο θάνατο χαρακτηριστικά του ακτινοβολούσαν την έκφραση ενός ευτυχισμένου παιδιού. «Για κοίτα τους, Σαρούλα», έλεγε και ξανάλεγε.


Η Σάρα κοίταξε και το μόνο που είδε ήταν το λιβάδι με την κομμένη χρυσαφιά βλάστηση που ανέμιζε και από πάνω έλαμπε ο καταγάλανος Σεπτεμβριανός ουρανός.


*Mary Eleanor Wilkins Freeman



Γεννήθηκε

31 Οκτωβρίου, 1852

Απεβίωσε

13 Μαρτίου, 1930 ( 77 ετών)

Ασχολία

Συγγραφέας

Εθνικότητα

ΗΠΑ

Σημαντικά Έργα

(Μια Καλόγρια από τη Νέα Αγγλία) A New England Nun









 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr