Τζορτζ Αύγουστος Μουρ: Η Αναζήτηση του Υπαλληλάκου |
|
|
Η Αναζήτηση του Υπαλληλάκου (The Clerk's Quest)
Τζορτζ Αύγουστος Μουρ (George Augustus Moore)
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Για τριάντα χρόνια ο Έντουαρντ Ντέμπσι εργαζόταν με το όνομά του γραμμένο σχεδόν τελευταίο στον κατάλογο των υπαλλήλων της τράπεζας Κουίν και Γουή. Έκανε τη δουλειά του τόσο καλά που φαινόταν σαν να ήταν γεννημένος γι’ αυτή, και πιστευόταν πως οποιαδήποτε αλλαγή που θα αφορούσε τον Ντέμπσι θα ήταν ατυχής. Τα αφεντικά έβλεπαν τον Ντέμπσι με αμφιβολία και τον άφηναν στις συνήθειες του. Καινούριοι εταίροι ήρθαν στην επιχείρηση αλλά ο Ντέμπσι δεν έδειξε κανένα ίχνος ενδιαφέροντος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το γραφειάκι του. Ήταν τοποθετημένο δίπλα στο σκοτεινό παράθυρο, πάνω του υπήρχαν οι πένες του, εκεί βρισκόταν ο καθαριστήρας της μελάνης, λίγο πιο πέρα ο χάρακας, και στην άκρη το στυπόχαρτο. Ο Ντέμπσι ήταν ο πρώτος που ερχόταν κι ο τελευταίος που έφευγε. Στα τριάντα χρόνια υπηρεσίας του μόνο μια φορά δέχτηκε να κάνει διακοπές. Τούτο έγινε θέμα συζήτησης όλο το πρωινό, και οι άλλοι υπάλληλοι κάγχασαν όταν τον είδαν να επιστρέφει στην τράπεζα το απόγευμα λέγοντας ότι όλο το πρωινό κοίταζε τις βιτρίνες των καταστημάτων και κατέβηκε στην τράπεζα να δει πώς τα πήγαιναν. Ήταν ένας ασήμαντος, μυστικοπαθής, λιγομίλητος ανθρωπάκος, καταλαμβάνοντας στη ζωή μόνο τον αναγκαίο χώρο για να σκύβει πάνω από ένα γραφείο, ενώ το κωνικό του κεφάλι έγερνε προς τη μια μεριά σαν δείγμα της ταπεινότητάς του. Ο Ντέμπσι έδειχνε πως δεν είχε καμιά άλλη φιλοδοξία από το να τον αφήσουν να λιμνάσει σ’ ένα γραφείο μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή η ταπεινή του φιλοδοξία θα πραγματοποιούταν αν δεν συνέβαινε ένα ασήμαντο συμβάν – το μοναδικό που παρεισέφρησε στην καλά οργανωμένη και στενά προστατευμένη ζωή του. Μια καλοκαιρινή μέρα, η ζέστη απ’ έξω έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και οι νυσταγμένες αισθήσεις του Ντέμπσι ερεθίστηκαν από ένα απαλό και γλυκό άρωμα. Στην αρχή δεν μπόρεσε να καταλάβει από πού ερχόταν. Μετά όμως αντιλήφθηκε πως ερχόταν από μια δέσμη επιταγών που κρατούσε στο χέρι του, και το ευωδιαστό χαρτί ήταν μια επιταγή σε απαλό ροζ χρώμα στη μέση της δέσμης. Ο Ντέμπσι για τριάντα χρόνια σπάνια είχε δει ένα λουλούδι, γι’ αυτό δεν μπορούσε να προσδιορίσει εάν το άρωμα ήταν ρεζεντά, αγιόκλημα ή βιολέτα. Όμως τη στιγμή εκείνη τον φώναξαν να παραδώσει τις επιταγές. Τις παρέδωσε στον προϊστάμενό του, και με σταθερό χέρι και καθαρό μυαλό συνέχισε να κάνει καταχωρήσεις στο καθολικό μέχρι που έκλεισε η τράπεζα. Όμως εκείνη τη νύχτα, την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος, η ανάμνηση του ερεθιστικού αρώματος ήρθε στο νου του. Αναρωτήθηκε σε ποιον να ανήκε η επιταγή και μετάνιωσε που δεν κοίταξε την υπογραφή. Και πολλές φορές τις ακόλουθες εβδομάδες κοντοστεκόταν ενώ ενημέρωνε το καθολικό για να σκεφτεί εάν το άρωμα που τον είχε στοιχειώσει ήταν τριαντάφυλλο, λεβάντα ή ρεζεντά. Δεν ήταν άρωμα τριαντάφυλλου, γι’ αυτό ήταν βέβαιος. Και άρχισε να γεννιέται μια ασαφής κυρίαρχη ελπίδα. Όνειρα που είχαν πεθάνει ή ποτέ δεν είχαν γεννηθεί άρχισαν ν’ αναδύονται σαν ξεβράσματα από τα βάθη της θάλασσας, και πολλά πράγματα που είχε ονειρευτεί ή ποτέ δεν ονειρεύτηκε πλανιόνταν γύρω του. Μέσα από τα βάθη της ζωής του, μια ελπίδα που ποτέ του δεν γνώρισε ή την είχε αναχαιτίσει ο σκληρός νόμος της καθημερινότητας πριν από πολύν καιρό, άρχισε να παλεύει για να διεκδικήσει θέση στη ζωή του. Και όταν ξαναμύρισε το ίδιο γλυκό άρωμα – τώρα το αναγνώρισε πως ήταν άρωμα ηλιοτροπίου – η καρδιά του αναγάλλιασε και κατακλύστηκε από μια γλυκιά κτητική ανησυχία. Αναζητούσε την επιταγή ανάμεσα στη δέσμη επιταγών, και, βρίσκοντάς την, την ακουμπούσε στο πρόσωπό του. Η επιταγή ήταν γραμμένη σ’ έναν λεπτό γυναικείο χαρακτήρα και υπογεγραμμένη Ερριέτα Μπράουν. Το όνομα και τα γράμματα ήταν μεστά με απόκρυφες έννοιες μέσα στο ταραγμένο μυαλό του Ντέμπσι. Το χέρι του σταματούσε να περνάει καταχωρήσεις και ξαφνικά γινόταν κάτοχος μιας επίγνωσης κάποιας ακαθόριστης, σκιώδους μορφής, γεμάτης χάρη και γλυκού αρώματος σαν την ανοιξιάτικη νοτερή σκιά ενός περιπλανώμενου νέφους – μια γήινη πνοή ή η ΓΥΝΑΙΚΑ η ίδια; Ο Ντέμπσι βυθιζόταν σε στοχασμούς, και η αφηρημάδα του γινόταν αισθητή μεταξύ των υπαλλήλων και αποτελούσε αντικείμενο σχολίων. Για πρώτη φορά στη ζωή του χαιρόταν όταν τελείωνε το ωράριο του γραφείου. Ήθελε να βρεθεί μόνος του, ήθελε να σκεφτεί, ένιωθε πως έπρεπε να αφεθεί στη νέα επίδραση που τόσο ξαφνικά είχε μπει στη ζωή του. Ερριέτα Μπράουν! Το όνομα είχε καρφωθεί στο μυαλό του σαν μια μισοξεχασμένη μελωδία και προσπαθώντας να φτιάξει την ομορφιά της στο νου του, σταματούσε μπροστά από τις φωτογραφικές εκθέσεις στις βιτρίνες των καταστημάτων. Αλλά καμιά από τις ονομαστές διασημότητες των φωτογραφιών δεν τον βοηθούσε στο ελάχιστο. Θα μπορούσε μόνο να φτιάξει την εικόνα της Ερριέτας Μπράουν απομακρύνοντας τις σκέψεις του από τον εξωτερικό κόσμο και αναζητώντας την οικεία αίσθηση των αρωματισμένων της επιταγών. Το τέλος κάθε μήνα έφερνε και μια επιταγή από την Ερριέτα Μπράουν, και για μερικές στιγμές ο υπάλληλος εκστασιαζόταν και ζούσε πέρα από τον εαυτό του. Μια ιδέα του καρφώθηκε στο μυαλό. Δεν ήξερε, και δεν τον ένοιαζε, αν η Ερριέτα Μπράουν ήταν νέα ή ηλικιωμένη, όμορφη ή άσχημη, παντρεμένη ή ελεύθερη. Το άρωμα και το όνομα ήταν αρκετά και δεν μπορούσε πλέον να αποκολληθεί από την ιδέα, που τώρα εισχωρούσε βίαια μέσα από τις χαραμάδες του λειψού εγκεφάλου αυτού του εργένη υπαλληλάκου – την ιδέα του φωτός και της αγάπης και της χάρης, πράγματα που έμφυτα ενυπάρχουν σε κάθε άνθρωπο, αλλά αντίξοες περιστάσεις είχαν αναγκάσει τον Ντέμπσι να εξορίσει από τη ζωή του. Ο Ντέμπσι ήταν υποχρεωμένος για πολλά χρόνια να συντηρεί τη μητέρα του και του ήταν δύσκολο να αποταμιεύει. Όμως μετά το θάνατο της μητέρας του μπόρεσε να βάλει στην μπάντα περίπου εκατόν πενήντα λίρες. Τον έπιανε δέος με τη σκέψη αυτών των χρημάτων, και με το δέος αυτό για την καλή του τύχη, αναρωτιόταν πόσο περισσότερα θα μπορούσε να εξοικονομήσει πριν αναγκαστεί ν’ αφήσει τη δουλειά του. Το ν’ αγγίξει μια πένα από τις οικονομίες του ισοδυναμούσε σε αμάρτημα που άγγιζε την ιεροσυλία. Κι όμως δε δίστασε ούτε στιγμή να στείλει στην Ερριέτα Μπράουν, τη διεύθυνση της οποίας κατόρθωσε να βρει από τα βιβλία της τράπεζας, μια διαμαντένια καρφίτσα που του στοίχισε είκοσι λίρες. Παρέλειψε ν’ αναφέρει τον αποστολέα, και για μέρες ζούσε σε μια χαρούμενη ζεστασιά, ικανοποιημένος με τη σκέψη ότι η Ερριέτα Μπράουν φορούσε κάτι που ο ίδιος είχε δει και αγγίξει. Το ιδεώδες ίνδαλμά του ήταν τώρα πάντα μαζί του, και η κυριαρχία του ήταν τόσο τελειωτική που παραμελούσε τα καθήκοντά του στην τράπεζα και δεχόταν δριμείες παρατηρήσεις από τον κατάπληκτο διευθυντή του. Η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν τόσο εμφανής που έγινε αντικείμενο κουτσομπολιών, και τα αστεία τώρα κατέληγαν σε σοβαρές υποθέσεις. Ο Ντέμπσι δεν έδινε καμιά σημασία, και τα σχέδιά του ωρίμαζαν εν μέσω αστεϊσμών και θεωριών. Η επιθυμία του να γράψει και ν’ αποκαλύψει το άτομό του στην αγαπημένη του είχε ήδη καταστεί επιτακτική. Μετά από κάποιους μικρούς δισταγμούς – διότι ενεργούσε περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη λογική – έγραψε μια επιστολή αναθεματίζοντας το μοιραίο των περιστάσεων που τους χώριζε, και εξηγούσε μάλλον αντί να δικαιολογεί την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Το γράμμα του ήταν πλήρες δέοντος σεβασμού, αλλά ταυτοχρόνως δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ως προς τη φύση της προσήλωσής του και των ελπίδων που έτρεφε. Η απάντηση σ’ αυτό το γράμμα ήταν μια σύντομη ευγενική απάντηση παρακαλώντας τον να μην επιμείνει σ’ αυτή του την αλληλογραφία και προειδοποιώντας τον πως αν συνέχιζε να της γράφει, θα αναγκαζόταν να γράψει στον διευθυντή της τράπεζας. Ωστόσο, η επιστροφή της καρφίτσας του δεν απέτρεψε τον Ντέμπσι από την επιδίωξη του σκοπού του. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο του ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί και συνέχιζε να της γράφει ερωτικά γράμματα και να της στέλνει που και που κοσμήματα ως δώρα. Όταν τα γράμματα και τα κοσμήματα του τα έστειλε πίσω, αυτός τα έβαλε κάπου ανέμελα, και της αγόρασε τα πρώτα αστραφτερά διαμάντια που του γυάλισαν το μάτι, και της έστειλε ένα σετ δαχτυλίδι, βραχιόλι και σκουλαρίκια, με κάθε λέξη που του ήρθε στο νου για να εκφράσει τον εκστατικό του έρωτα. Μια μέρα τον κάλεσε στο γραφείο του ο διευθυντής και τον επέπληξε αυστηρά. Τελικά όμως τον συγχώρησε λαμβάνοντας υπόψη την μακρά και πιστά ευσυνείδητη υπηρεσία του. Όμως οι επιπλήξεις των εργοδοτών του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και ο Ντέμπσι συνέχισε να γράφει στην Ερριέτα Μπράουν, όντας όλο και πιο πολύ απρόσεχτος σχετικά με το μυστικό του. Ξεχνούσε εδώ κι εκεί στο γραφείο καρφίτσες και γράμματά του. Τελικά το θέμα ψιθυριζόταν από γραφείο σε γραφείο και η απόλυση του Ντέμπσι ήταν η μόνη λύση για την επιχείρηση. Ακολούθως, προς μεγάλη λύπη τους, οι συνέταιροι είπαν στον παλιό τους υπάλληλο ότι οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον αναγκαίες. Προς έκπληξή τους ο Ντέμπσι δεν έδειξε να στενοχωρείται καθόλου με την απόλυσή του. Τουναντίον, φαινόταν ανακουφισμένος και έφυγε από την τράπεζα με το χαμόγελο στα χείλη και με την Ερριέτα στις σκέψεις του, αμελώντας παντελώς την έλλειψη πόρων. Ούτε καν σκέφτηκε να προμηθευτεί χρήματα πουλώντας μερικά από τα κοσμήματα που είχε μαζί του, ούτε πάλι να πάει στο δωμάτιο που νοίκιαζε και να μαζέψει τα ρούχα του και ούτε να φροντίσει πώς θα πάει στο Εδιμβούργο – εκεί έμενε η Ερριέτα. Ο νους του κυριαρχούταν απ’ αυτήν στο σημείο που ο ίδιος δε σκεφτόταν τον απλούστατο τρόπο που θα του επέτρεπε να πάει κοντά της. Ήταν ευχαριστημένος που περπατούσε στους δρόμους με χαρούμενη διάθεση, προσδοκώντας μια σύντομη ματιά σε μια φευγαλέα γυναικεία οπτασία στην άκρη του δάσους να φορά στο μέτωπό της ένα αστέρι, ή να πιάνει το μάτι του ανεπαίσθητα έναν ώμο να λαμπυρίζει και πόδια να τρέχουν πετώντας προς τον καλαμιώνα. Γεμάτος χαρούμενη προσδοκία, περιπλανιόταν στην εξοχή ψάχνοντας να βρει το δρόμο του μέσα από σκόρπια χωριά που κρέμονται σαν παιδιά γύρω από τα περίχωρα του Δουβλίνου. Περνώντας το σούρουπο μέσα από ένα τέτοιο χωριό και νιώθοντας κουρασμένος, μπήκε στο καπηλειό ενός πανδοχείου και ζήτησε ψωμί και τυρί. «Έρχεσαι από μακριά, αφεντικό;» είπε ο ένας από δυο άξεστους τύπους. «Πηγαίνω πολύ μακριά», απάντησε ο Ντέμπσι. «Πάω βόρεια – πολύ βόρεια». «Και γιατί, με την άδειά σου, πας βόρεια, αφεντικό;» «Πάω να συναντήσω την κυρά που αγαπώ, και της πηγαίνω όμορφα κοσμήματα ως δώρα». Οι δύο άγαρμποι τύποι αλληλοκοιτάχτηκαν με σημασία. Και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πώς ξεγέλασαν τον Ντέμπσι να τους δώσει τα διαμάντια για να τα πάνε δήθεν σ’ έναν φίλο τους εκεί γύρω και να τον ζητήσουν να εκτιμήσει την αξία τους. Μετά από μια σύντομη αναμονή, ο Ντέμπσι πλήρωσε το ψωμοτύρι του και πήγε να βρει τους κλέφτες. Όμως το πρόσωπο της Ερριέτας Μπράουν έσβησε κάθε ανάμνηση των κλεφτών και των διαμαντιών. Συνέχισε να περιπλανιέται για μερικές μέρες εδώ κι εκεί, συντηρούμενος με το όνειρό του και μ’ ένα ξεροκόμματο που του έδιναν όσοι τον λυπόνταν βλέποντας την εμφάνισή του. Τελικά αμέλησε ακόμη και να ζητήσει κι αυτό το ξεροκόμματο, και άσιτος, από την ανατολή μέχρι τη δύση, ακολουθούσε το όραμα που τον έγνεφε κοντά του. Ήταν μια γλυκιά, ήσυχη νύχτα όταν ο Ντέμπσι ξάπλωσε να κοιμηθεί για τελευταία φορά. Αισθανόταν εξαντλημένος, περιφερόταν όλη μέρα, και έπεσε να ξαπλώσει στο χορτάρι στην άκρη του δρόμου. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος κοιτάζοντας τα αστέρια, με την Ερριέτα στους λογισμούς του, γνωρίζοντας πως όλα του ξέφευγαν και ο ίδιος περνούσε σε μια ουράνια σφαίρα. Έβλεπε την Ερριέτα να έρχεται κοντά του και με μια φωτεινή διαύγεια να του αποκαλύπτεται. Όταν τελικά η λέξη του θανάτου έφτασε στο λαιμό του και για στερνή φορά άνοιξε τα μάτια του, του φάνηκε ότι ένα από τα αστέρια κατέβηκε από τον ουρανό και ακούμπησε το λαμπρό του πρόσωπο στον ώμο του.
George Augustus Moore (1852 - 1933). Άγγλος συγγραφέας. Χαρακτηρίζεται για την καθαρότητα και την ομορφιά του πεζού του λόγου. Τα κύρια έργα του είναι: Μοντέρνος Εραστής (A Modern Lover), Εσθήρ Γουότερς (Esther Waters), Η Εξομολόγηση Ενός Νέου Άντρα (Confessions of a Young Man).
|
|
Επιλογή Γλώσσας
Online τώρα
|