spacer.png, 0 kB
Ρέι Μπράντμπερι: Το Ράγισμα στον Τοίχο Εκτύπωση E-mail
Το Ράγισμα στον Τοίχο (Ήλιος και Σκιά)
Sun and Shadow
Ρέι Μπράντμπερι
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Η κάμερα έκανε ένα απαλό κροτάλισμα όπως ένα έντομο. Ήταν μεταλλική και γαλάζια, σαν μια μεγάλη και παχιά κατσαρίδα, που την κρατούσε ο άντρας στα άξια και έμπειρα χέρια του. Τρεμόπαιξε αντανακλώντας το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. «Φσστ, Ρικάρντο, φύγε από κει!» [είπε η γυναίκα του]
«Έ, συ κει κάτω!» φώναξε ο Ρικάρντο βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο. «Ρικάρντο, σταμάτα!» ξαναείπε η γυναίκα του. Ο Ρικάρντο γύρισε προς τη γυναίκα του. «Μη λες σε μένα να σταματήσω, σ’ εκείνους πες να σταματήσουν. Κατέβα και πες τους, ή μήπως φοβάσαι;»
«Δεν κάνουν τίποτε κακό.» Είπε η γυναίκα του υπομονετικά. Την αγνόησε και έσκυψε έξω από το παράθυρο κοιτάζοντας κάτω στο σοκάκι. «Ε, σεις!» φώναξε. Ο άντρας στο σοκάκι με την κάμερα σήκωσε τα μάτια του, και κατόπιν συνέχιζε να εστιάζει τη μηχανή του στην κοπέλα με τ’ άσπρο σαν αλάτι θαλασσινό σορτσάκι, τον λευκό στηθόδεσμο και το καρό πράσινο φουλάρι. Ήταν ακουμπισμένη στον ξεφλουδισμένο σοβά του κτηρίου. Πίσω της χαμογελούσε ένα μελαχρινό αγοράκι με το χέρι του στο στόμα.
«Τομάς!» φώναξε ο Ρικάρντο. Γύρισε στη γυναίκα του. «Ιησού Χριστέ, ο Τομάς είναι στο δρόμο, ο ίδιος μου ο γιος χασκογελάει εκεί κάτω!» Ο Ρικάρντο ξεκίνησε να βγει απ’ την πόρτα.
«Μην κάνεις τίποτε άσχημο!» είπε η γυναίκα του, αλλά αυτός είχε φύγει.
«Θα τους κόψω τα πόδια,» είπε ο Ρικάρντο κι έγινε καπνός.
Κάτω στο δρόμο η νωχελική γυναίκα χουζούρευε τώρα ακουμπώντας στην ξεφλουδισμένη μπλε μπογιά της κουπαστής μιας σκάλας. Ο Ρικάρντο εμφανίστηκε εγκαίρως και την βρήκε εκεί. «Αυτά είναι τα κάγκελά μου!» είπε. Ο φωτογράφος έσπευσε προς το μέρος του. «Μη, μη, βγάζουμε φωτογραφίες. Όλα εντάξει. Σε λίγο θα πάμε αλλού.»
«Τίποτε δεν είναι εντάξει,» είπε ο Ρικάρντο και τα μάτια του άστραψαν. Κούνησε το ρυτιδιασμένο χέρι του. «Αυτή εδώ βγαίνει μπροστά στο σπίτι μου.»
«Βγάζουμε φωτογραφίες μόδας,» είπε ο φωτογράφος μ’ ένα χαμόγελο.
«Κι εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;» είπε ο Ρικάρντο. «Να ξετρελαθώ από το μαντάτο; Ν’ αρχίζω να χορεύω γύρω – γύρω σαν ντερβίσης;»
«Αν πρόκειται για λεφτά, λοιπόν, ορίστε πέντε πέσος,» είπε ο φωτογράφος. Ο Ρικάρντο του έσπρωξε το χέρι προς τα πίσω.
«Εγώ δουλεύω για τα λεφτά μου. Δε με κατάλαβες. Σε παρακαλώ φύγετε από δω.»
Ο φωτογράφος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Για στάσου…»
«Τομάς, μπες στο σπίτι!»
«Μα, μπαμπά, …»
«Κουνήσου!» βρυχήθηκε ο Ρικάρντο.
Το αγοράκι εξαφανίστηκε.
«Τούτο δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ πριν,» είπε ο φωτογράφος.
«Πάνε αυτά που ξέρατε! Τι είμαστε; Δειλοί;»
Ρώτησε ο Ρικάρντο, έτσι στο βρόντο.
Άρχισε να συγκεντρώνεται ένα πλήθος. Μουρμούριζαν και χαμογελούσαν  και σκουντιόνταν με τους αγκώνες τους. Ο φωτογράφος πειραγμένος αλλά με καλή θέληση έκλεισε τη μηχανή του και είπε γυρίζοντας πίσω στο μοντέλο: «Δεν πειράζει, θα χρησιμοποιήσουμε εκείνον εκεί το δρόμο. Είδα έναν ωραίο ραγισμένο τοίχο και οι σκιές πέφτουν πλάγια. Αν βιαστούμε – »
Η κοπέλα, που κατά τη διάρκεια της λεκτικής διαμάχης καθόταν ακίνητη και στριφογύριζε στα χέρια της το φουλάρι, άρπαξε το σετ του μακιγιάζ και προσπέρασε γρήγορα τον Ρικάρντο, αλλά όχι πριν αυτός της αγγίξει το μπράτσο. «Μη με παρεξηγείς,» της είπε γρήγορα. Αυτή στάθηκε και τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. Αυτός συνέχισε. «Δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Ούτε μ’ εσένα –» απευθύνθηκε στο φωτογράφο.
«Τότε τι –» είπε ο φωτογράφος.
Ο Ρικάρντο κούνησε το χέρι του. «Εσύ έχεις τη δουλειά σου, κι εγώ έχω τη δική μου. Είμαστε όλοι εργαζόμενοι. Πρέπει να έχουμε αλληλοκατανόηση. Όταν όμως έρχεσαι στο σπίτι μου με τη μηχανή σου, τότε η αλληλοκατανόηση πάει περίπατο. Δε θέλω να χρησιμοποιούν το σοκάκι για τις όμορφες φωτοσκιάσεις του, ούτε τον ουρανό μου για τον ήλιο του, ούτε το σπίτι μου επειδή υπάρχει ένα ενδιαφέρον ράγισμα στον τοίχο του, να εδώ! Το βλέπεις! Αχ, τι ωραίο! Ακούμπα εκεί! Πιάσ’ το! Ω, σ’ άκουσα. Νομίζεις πως είμαι χαζός; Έχω βιβλία στο δωμάτιό μου. Βλέπεις εκείνο το παράθυρο; Μαρία!» το κεφάλι της γυναίκας του πρόβαλε έξω.
«Δείξ’ του τα βιβλία μου!» φώναξε.
Αυτή με βιασύνη και μουρμουρητό μια στιγμή αργότερα κρατούσε στα χέρια της δείχνοντας ένα, δύο και κατόπιν μισή ντουζίνα βιβλία, στρέφοντας το κεφάλι της αλλού, λες κι έπιανε μπαγιάτικα ψάρια.
«Και καμιά δωδεκαριά άλλα ίδια είναι πάνω!» φώναξε ο Ρικάρντο. «Δε μιλάς, λοιπόν, με κάποιο ζωντόβολο στο δάσος, μιλάς με συνάνθρωπό σου!»
«Κοίτα,» είπε ο φωτογράφος, συμμαζεύοντας τις πλάκες του γρήγορα. «Φεύγουμε. Ευχαριστώ για το τίποτα.»
«Πριν φύγεις, θέλω να καταλάβεις πού το πάω,» είπε ο Ρικάρντο. «Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Αλλά γίνομαι εύκολα ένας θυμωμένος άνθρωπος. Μοιάζω μ’ ένα κομμάτι κόντρα-πλακέ;»
«Κανείς δε σου είπε πως μοιάζεις μ’ οτιδήποτε». Ο φωτογράφος σήκωσε το βαλιτσάκι του και ξεκίνησε να φύγει.
«Υπάρχει ένα φωτογραφείο δυο τετράγωνα από δω,» είπε ο Ρικάρντο, ακολουθώντας τον. «Εκεί έχουν κομμάτια κοντραπλακέ με ζωγραφιές πάνω τους. Στέκεσαι μπροστά τους. Η εικόνα γράφει GRAND HOTEL. Σου βγάζουν μια φωτογραφία και δείχνει σαν να είσαι μπροστά από το Γκραντ Οτέλ. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Το σοκάκι μου είναι δικό μου, η ζωή μου είναι δική μου, ο γιος μου είναι δικός μου. Ο γιος μου δεν είναι ένα κομμάτι κοντραπλακέ! Σε είδα που έβαλες το γιο μου να σταθεί στον τοίχο, εκεί κι εκεί, τάχατες για φόντο. Πώς το λες αυτό – η σωστή σκηνή; Για να πετύχεις ένα ελκυστικό σύνολο, με την κυρία μπροστά του;»
«Αργήσαμε,» είπε ο φωτογράφος με τον ιδρώτα να τρέχει. Το μοντέλο βάδισε από την άλλη πλευρά του με λικνιστό βήμα. «Είμαστε φτωχοί άνθρωποι,» συνέχισε ο Ρικάρντο. «Οι πόρτες μας ξεφλουδίζουν την μπογιά τους, οι τοίχοι μας ραγίζουν και θρυμματίζονται, οι υπόνομοί μας βρωμάνε στους δρόμους, τα σοκάκια είναι κακοτράχαλα. Αλλά γίνομαι έξαλλος από θυμό όταν σας βλέπω να υποκρίνεστε γι’ αυτά τα πράγματα λες και τα είχα σχεδιάσει μ’ αυτόν τον τρόπο, σαν να είχα εδώ και χρόνια προκαλέσει ο τοίχος να ραγίσει. Πιστεύατε πως ήξερα ότι θα ερχόσασταν, κι επίτηδες αναπαλαίωσα την μπογιά; Ή τάχατες γνώριζα πως θα ερχόσασταν και θα έντυνα το γιο μου με τα πιο βρόμικα ρούχα; Εμείς δεν είμαστε στούντιο! Είμαστε άνθρωποι και σαν τέτοιους πρέπει να μας συμπεριφέρεστε. Έγινα σαφής;»
«Με κάθε λεπτομέρεια,» απάντησε βιαστικά ο φωτογράφος χωρίς να τον κοιτάξει.
«Τώρα που ξέρεις τι θέλω και πώς το φιλοσοφώ, να φερθείτε και σεις φιλικά και να γυρίσετε στην πατρίδα σας.»
«Πολύ φαιδρός είσαι, φίλε μου,» είπε ο φωτογράφος.
«Έι!»  Πιο κάτω συναντήθηκαν με μια ομάδα από πέντε άλλα μοντέλα κι ένας δεύτερος φωτογράφος που καθόταν στη βάση ενός τεράστιου ανηφορικού κλιμακωτού δρόμου, στρωμένου με πλατύσκαλα όμοια με γαμήλια τούρτα, ο οποίος οδηγούσε στην ασπρισμένη πλατεία του χωριού. «Πώς τα πας, Τζό;»
«Πήραμε μερικές ωραίες λήψεις κοντά στον Ιερό Ναό της Παρθένου, φωτογραφήσαμε κάμποσα αγάλματα χωρίς μύτες, χαριτωμένα πράγματα,» είπε ο Τζο.
«Τι ήταν αυτή φασαρία;»
«Ο Πάντσο από δω αναστάτωσε τα πάντα. Φαίνεται πως ακουμπήσαμε στο  σπίτι του και του το γκρεμίσαμε.»
«Το όνομά μου είναι Ρικάρντο και το σπίτι μου είναι εντελώς απείραχτο.»
«Θ’ αρχίσουμε να φωτογραφίζουμε εδώ, καλή μου,» είπε ο πρώτος φωτογράφος. «Πάρε πόζα κοντά στην καμάρα εκείνου του μαγαζιού. Υπάρχει ένας ωραίος παλιός τοίχος εκεί πέρα.» Κοίταξε προσεχτικά μέσα στα μυστήρια της μηχανής του. «Να έτσι!» Ο Ρικάρντο έμεινε φοβερά ήσυχος. Παρακολουθούσε την προετοιμασία τους. Όταν ήταν έτοιμοι να τραβήξουν τη φωτογραφία προχώρησε βιαστικά προς τα κει και φώναξε έναν άντρα που στεκόταν στο κατώφλι.
«Χόρχε! Εσύ τι κάνεις;»
«Απλά στέκομαι εδώ,» είπε ο άντρας.
«Μα,» είπε ο Ρικάρντο, «αυτή δεν είναι η καμάρα σου;»
«Εμένα δε μ’ ενοχλούν,» είπε ο Χόρχε. Ο Ρικάρντο τον σκούντηξε από το μπράτσο. «Μεταχειρίζονται την περιουσία σου σαν κινηματογραφικό πλάνο. Δε σε προσβάλει αυτό;»
«Δεν το έχω σκεφτεί.» Ο Χόρχε άρχισε να σκαλίζει τη μύτη του.
«Θεέ και Κύριε, σκέψου, άνθρωπέ μου!»
«Δε βλέπω τίποτε το κακό,» είπε ο Χόρχε.
«Εγώ είμαι λοιπόν ο μοναδικός στον κόσμο με στόμα και μιλιά;» είπε ο Ρικάρντο κοιτώντας τα άδεια του χέρια. «Τούτη η πόλη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος από ψεύτικες κινηματογραφικές σκηνές; Δεν εννοεί κανείς να κάνει κάτι γι’ αυτό εκτός από μένα;»
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ τους είχε ακολουθήσει καθώς κατέβαιναν το δρόμο, μαζεύοντας κι άλλους ανθρώπους. Είχε γίνει τώρα αρκετά πολυάριθμο και όλο και περισσότερος κόσμος συνέρρεε, προσελκόμενος από τις αγριοφωνάρες του Ρικάρντο. Χοροπηδούσε θυμωμένος. Απειλούσε κουνώντας τις γροθιές του. Έφτυνε στο έδαφος. Ο φωτογράφος και τα μοντέλα τον παρακολουθούσαν με νευρικότητα.
«Θέλεις έναν γραφικό τύπο στο φόντο, φωτογράφε; Θα ποζάρω εγώ εδώ πίσω. Με θέλεις κοντά σ’ αυτόν τον τοίχο, με το καπέλο μου έτσι, τα πόδια μου έτσι, το φως να πέφτει έτσι και τα σαντάλια μου, που τα έφτιαξα μόνος μου, να τα φοράω κατ’ αυτόν τον τρόπο; Θέλεις να σχίσω πιο πολύ το πουκάμισό μου να φανεί μεγαλύτερη αυτή η τρύπα του, ε, να έτσι; Λοιπόν! Είναι το πρόσωπό μου αρκετά μουντζουρωμένο από τον ιδρώτα; Είναι τα μαλλιά μου αρκετά ακούρευτα, καλέ μου κύριε;»
«Στάσου εκεί αν το θέλεις,» είπε ο φωτογράφος.
«Δε θα κοιτάξω στην κάμερα,» τον διαβεβαίωσε ο Ρικάρντο.
Ο φωτογράφος χαμογέλασε και σήκωσε τη μηχανή.
«Εκεί προς τ’ αριστερά, καλή μου.» Το μοντέλο ξεκίνησε να πάρει θέση.
«Τώρα γύρνα το αριστερό σου πόδι. Πολύ ωραία. Άριστα, άριστα. Τώρα ακίνητη!»
Το μοντέλο κοκάλωσε, με το πηγούνι ανασηκωμένο. Και τότε ακριβώς ο Ρικάρντο κατέβασε τα παντελόνια του.
«Θεέ μου!» φώναξε ο φωτογράφος. Μερικές από τα μοντέλα τσίριξαν. Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια χτυπώντας ο ένας τον άλλον φιλικά με τις γροθιές τους. Ο Ρικάρντο ανέβασε ήσυχα τα παντελόνια του και ακούμπησε στον τοίχο. «Δεν ήταν όλο αυτό αρκετά γραφικό;» είπε.
«Ω, Θεέ μου!» μουρμούρισε ο φωτογράφος.
«Να κατεβούμε στην προκυμαία,» πρότεινε ο βοηθός του.
«Λέω να έρθω κι εγώ.» είπε ο Ρικάρντο χαμογελώντας.
«Θεέ και Κύριε, τι θα κάνουμε μ’ αυτόν τον παλαβό;» ψιθύρισε ο φωτογράφος.
«Εξαγόρασέ τον.»
«Το επιχείρησα.»
«Δε θα του έδωσες αρκετά.»
«Άκου, τρέξε να φέρεις έναν αστυνομικό. Θα βάλω ένα τέρμα σ’ αυτό.»
Ο βοηθός του έφυγε τρέχοντας. Όλοι στέκονταν γύρω καπνίζοντας το τσιγάρο τους νευρικά, με τα μάτια τους προσηλωμένα στον Ρικάρντο. Πέρασε ένα σκυλί και για μια στιγμή έβρεξε τον τοίχο.
«Για κοιτάξτε αυτό!» αναφώνησε ο Ρικάρντο. «Για θαυμάστε τέχνη! Τι ωραίο σχέδιο που άφησε στον τοίχο! Κάντε γρήγορα πριν το στεγνώσει ο ήλιος!»
Ο φωτογράφος γύρισε την πλάτη του και κοίταξε προς τη θάλασσα. Ο βοηθός του ήρθε τρέχοντας από το δρόμο. Πίσω του έναν ντόπιος αστυνομικός περπατούσε με το πάσο του. Ο βοηθός σταμάτησε για λίγο και γύρισε πίσω τρέχοντας να παροτρύνει τον αστυνομικό να βιαστεί. Ο αστυνομικός τον διαβεβαίωσε με μια χειρονομία από μακριά πως ή μέρα δεν τελείωσε ακόμη και πως στον κατάλληλο χρόνο θα έφταναν στον τόπο της καταστροφής, όποια κι αν ήταν αυτή.
Ο αστυνομικός πήρε θέση πίσω από τους δυο φωτογράφους.
«Τι τρέχει;»
«Εκείνος εκεί πέρα. Να φύγει.»
«Εκείνος εκεί πέρα, απ’ ό, τι βλέπω, απλά ακουμπά σ’ έναν τοίχο,» είπε ο αστυνομικός.
«Μα όχι, δεν ακουμπά μόνο, αυτός – ω, διάβολε,» είπε ο φωτογράφος. «Ο μόνος τρόπος να σου εξηγήσω είναι να σου δείξω. Πάρε πόζα, καλή μου.»
Η κοπέλα πήρε πόζα. Ο Ρικάρντο πήρε κι αυτός πόζα, χαμογελώντας σαν να μην τρέχει τίποτε.
«Ακίνητη!»
Η κοπέλα στάθηκε ασάλευτη. Ο Ρικάρντο κατέβασε τα παντελόνια του. Τσακ ακούστηκε από την κάμερα.
«Α,» έκανε ο αστυνομικός.
«Έχω την απόδειξη ακριβώς μέσα σ’ αυτή την παλιά κάμερα αν τη χρειαστείς!» είπε ο φωτογράφος.
«Α,» είπε ο αστυνομικός, μένοντας στη θέση του με το χέρι στο πηγούνι του.
«Λοιπόν.» Αξιολόγησε το μέρος σαν ερασιτέχνης φωτογράφος κι αυτός. Κοίταξε το μοντέλο με το αναψοκοκκινισμένο, νευρικό μαρμάρινο πρόσωπο, τις κακοτράχαλες πλάκες του δρόμου, τον τοίχο και τον Ρικάρντο. Ο Ρικάρντο έστεκε καπνίζοντας το τσιγάρο του με μεγαλοπρέπεια κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, που έλαμπε σ’ έναν καταγάλανο ουρανό, και με τα παντελόνια του σε τέτοια θέση όπου σπάνια τα φοράει ένας άντρας.
«Λοιπόν, όργανο;» είπε ο φωτογράφος με προσμονή.
«Τι ακριβώς θέλετε να κάνω;» είπε ο αστυνομικός βγάζοντας το πηλήκιό του και σκουπίζοντας το μελαμψό του μέτωπο.
«Να συλλάβετε εκείνον τον άντρα! Για προσβολή δημοσίας αιδούς!»
«Α,» έκανε ο αστυνομικός.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο φωτογράφος.
Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από το πλήθος. Όλες οι καθώς πρέπει κυρίες μανεκέν είχαν τα μάτια τους στραμμένα προς τους γλάρους και τη θάλασσα. [Δεν ήταν βλέπεις συνηθισμένες στην αντρική γύμνια!*]
«Εκείνος ο άντρας στον τοίχο,» είπε ο αστυνομικός, «μου είναι γνωστός. Τον λένε Ρικάρντο Ρέγες.»
«Τι χαμπάρια, Εστεμπάν;» φώναξε ο Ρικάρντο. Ο αστυνομικός του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
«Γεια σου, Ρικάρντο.» χαιρετήθηκαν κουνώντας τα χέρια τους.
«Δεν κάνει τίποτε κακό, απ’ ό, τι βλέπω,» είπε ο αστυνομικός.
«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε ο φωτογράφος. «Είναι τσίτσιδος. Αυτό είναι ανήθικο!»
«Εκείνος ο άντρας δεν κάνει τίποτε το ανήθικο. Απλά στέκεται εκεί,» είπε ο αστυνομικός. «Τώρα, αν έκανε κάτι, κάτι τρομερό για την κοινή θέα, θα ενεργούσα αμέσως. Όμως, μια και στέκεται, ακουμπώντας απλά στον τοίχο, άπραγος χωρίς να κουνάει ούτε άκρο ούτε μυ, δε βλέπω τίποτε κακό.»
«Μα είναι, γυμνός, ξεγύμνωτος!» ούρλιαξε ο φωτογράφος.
«Δε σας καταλαβαίνω.» Είπε ο αστυνομικός ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.
«Δεν μπορείς να τριγυρίζεις έτσι γυμνός, νομίζω.»
«Υπάρχουν γυμνοί άνθρωποι και γυμνοί άνθρωποι,» είπε ο αστυνομικός. «Καλοί και κακοί. Νηφάλιοι και μεθυσμένοι. Εγώ κρίνω πως τούτος εδώ ο άντρας δεν είναι μεθυσμένος, είναι καλός άνθρωπος με υπόληψη. Γυμνός μεν, αλλά δεν κάνει με τη γύμνια του τίποτε κακό που να προσβάλλει το κοινό.»
«Τι είσαι, τέλος πάντων, ο αδερφός του; Τι είσαι, ο σύμμαχός του;» είπε ο φωτογράφος. Έδειχνε πως από ώρα σε ώρα ήταν έτοιμος να ξεσπάσει και να γαυγίσει, να ουρλιάξει, να δαγκώσει και να τρέξει κάνοντας κύκλους κάτω από τον καυτό ήλιο.
«Πού είναι η δικαιοσύνη; Τι γίνεται εδώ; Άντε, κορίτσια, θα πάμε κάπου αλλού!»
«Στη Γαλλία,» είπε ο Ρικάρντο.
«Τι είπες;» Ο φωτογράφος γύρισε απότομα.
«Είπα στη Γαλλία ή στην Ισπανία,» πρότεινε ο Ρικάρντο. «Ή στη Σουηδία. Έχω δει μερικές πολύ ωραίες φωτογραφίες από τοίχους στη Σουηδία. Μόνο που δεν έχουν πολλά ραγίσματα. Συγγνώμη για την πρότασή μου.»
«Θέλεις δε θέλεις, εμείς θα βγάλουμε φωτογραφίες!» Ο φωτογράφος του κούνησε τη γροθιά του και την κάμερα.
«Θα είμαι εκεί,» είπε ο Ρικάρντο. «Αύριο, μεθαύριο, στις ταυρομαχίες, στην αγορά, παντού όπου και να πάτε, θα έρχομαι κι εγώ, ήσυχα, με χάρη. Με αξιοπρέπεια θα εκτελώ το περιττό καθήκον μου.»
Κοιτάζοντάς τον, κατάλαβαν πως το έλεγε σοβαρά.
«Μα ποιος είσαι – ποιος στο διάβολο νομίζεις πως είσαι –» ξεφώνισε ο φωτογράφος.
«Αυτό ακριβώς περίμενα να με ρωτήσεις,» είπε ο Ρικάρντο. «Κοίταξέ με προσεχτικά. Μετά γύρνα στην πατρίδα σου και σκέψου ποιος είμαι. Εφόσον υπάρχει ένας άνθρωπος σαν κι εμένα σε μια πόλη των δέκα χιλιάδων κατοίκων, ο κόσμος θα δουλεύει ρολόι. Χωρίς εμένα όλος ο κόσμος θα γίνει χάος.»
«Τώρα μας φώτισες, φιλαράκο!» είπε ο φωτογράφος, και ολόκληρο το ασκέρι – κυρίες, καπελιέρες, κάμερες και βαλιτσάκια μακιγιάζ – αποχώρησε παίρνοντας το δρόμο προς την προκυμαία. «Ώρα για γεύμα, καλές μου. Αργότερα κάτι θα σκεφτούμε.»
Ο Ρικάρντο τους παρακολουθούσε ήσυχα να φεύγουν. Δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του. Το πλήθος χαμογελώντας συνέχισε να τον κοιτά.
Τώρα, σκέφτηκε ο Ρικάρντο, θα πάρω το δρόμο για το σπίτι μου, που η μπογιά της πόρτας του ξεφλουδίζει, αν και την έχω βάψει χιλιάδες φορές, οπότε ευκαιρούσα, και θα περπατήσω πάνω σ’ αυτό το καλντερίμι που εδώ και σαράντα έξι χρόνια το γυάλισα φθείροντάς το με το βάδισμά μου, και θα ψηλαφίσω το ράγισμα στο τοίχο του δικού μου σπιτιού, το ράγισμα εκείνο που έγινε στο σεισμό του 1930. Θυμάμαι σαν τώρα τη νύχτα, όλοι μας κοιμόμασταν, ο Τομάς ακόμη αγέννητος, η Μαρία κι εγώ τόσο πολύ ερωτευμένοι που νομίσαμε ότι το σπίτι κουνήθηκε από την αγάπη μας, τη ζεστή και μεγάλη εκείνη τη νύχτα. Όμως ήταν η γη που έτρεμε, και το πρωί, να το ράγισμα στον τοίχο. Και θ’ ανεβώ τα σκαλιά που βγάζουν στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού με τα δαντελωτά κάγκελα, που τα έφτιαξε ο ίδιος ο πατέρας μου με τα χέρια του, και θα απολαύσω το φαγητό που θα μου σερβίρει η γυναίκα μου σ’ αυτό το μπαλκόνι, με τα βιβλία δίπλα μου. Και κοντά μου θα έχω το γιο μου, τον Τομάς, που τον έκανα εγώ, από γερό υλικό, ναι, πάνω σε αμόλυντα σεντόνια, ας το παραδεχτούμε, μαζί με την καλή μου γυναικούλα. Και θα καθόμαστε να τρώμε και να μιλάμε, χωρίς φωτογραφίες, χωρίς ψεύτικες σκηνές πάνω σε κοντραπλακέ, χωρίς ζωγραφιές, χωρίς σκηνικά, κανείς από μας. Αλλά όλοι εμείς θα είμαστε οι αληθινοί ηθοποιοί της ζωής.
Και προς επίρρωση της τελευταίας του σκέψης, ένας ξαφνικός ήχος ήρθε στ’ αυτιά του. Ενώ με επισημότητα, με μεγάλη αξιοπρέπεια και χάρη, σήκωνε τα παντελόνια του και τα έσφιγγε με τη ζώνη του γύρω από τη μέση του, άκουσε αυτόν τον θαυμάσιο ήχο, που ερχόταν σαν το απαλό φτερούγισμα περιστεριών στον αέρα. Ήταν χειροκροτήματα. Το μικρό πλήθος, ατενίζοντάς τον, εκτελούσε την τελευταία σκηνή του έργου πριν το γεύμα. Θαύμαζε με τι ομορφιά και ευγενική ευπρέπεια ανύψωνε τα παντελόνια του. Τα χειροκροτήματα ξέσπασαν σαν ένα σύντομο κύμα πάνω στην ακτή της παρακείμενης θάλασσας. Ο Ρικάρντο χαιρέτησε και χαμογέλασε σ’ όλους. Στο δρόμο για το σπίτι του πάνω στο λόφο έκανε χειραψία με το σκύλο που είχε βρέξει τον τοίχο.

*Ειρωνικό σχόλιο του μεταφραστή.
 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr