spacer.png, 0 kB
Ρέι Μπράντμπερι: Η Βίζα Έληξε. Εκτύπωση E-mail

Η Βίζα Έληξε (Θα Σε Δω Ποτέ)

(I See You Never)

Ρέι Μπράντμπερι (1920 - 2012) Ray Bradbury

Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Ένας απαλός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα της κουζίνας και όταν η κυρία Ομπράιεν την άνοιξε, στην πίσω βεραντούλα ήταν ο καλύτερος νοικάρης της, ο κύριος Ραμίρεζ, στριμωγμένος και μικρούλης ανάμεσα σε δυο αστυνομικούς.

«Μπα, κύριε Ραμίρεζ!» είπε η κυρία Ομπράιεν. Ο κύριος Ραμίρεζ ήταν καταβεβλημένος. Φαινόταν να μη μπορεί να βρει λέξεις να εξηγήσει τι συμβαίνει.

Είχε έρθει στην κυρία Ομπράιεν, που νοίκιαζε δωμάτια, περισσότερο από δυο χρόνια πριν και έμενε εκεί έκτοτε. Είχε φτάσει με λεωφορείο από το Μεξικό στο Σαν Ντιέγκο και κατόπιν ανέβηκε στο Λος Άντζελες. Εκεί βρήκε το καθαρό δωματιάκι με το γυαλιστερό γαλάζιο μουσαμά στο πάτωμα, με τα κάδρα και τα ημερολόγια στη λουλουδάτη ταπετσαρία του τοίχου, και την κυρία Μπράιεν, την αυστηρή μεν, αλλά καλοσυνάτη σπιτονοικοκυρά. Στον πόλεμο είχε δουλέψει σ’ ένα εργοστάσιο, όπου κατασκεύαζε ανταλλακτικά γι’ αεροπλάνα που πετούσαν κάπου μακριά, κι ακόμη μέχρι σήμερα, μετά τον πόλεμο, συνέχισε να κρατάει τη δουλειά του. Απ’ την αρχή έβγαζε καλά λεφτά. Αποταμίευε λίγα, το έριχνε στο μεθύσι μόνο μια φορά τη βδομάδα – προνόμιο που, σύμφωνα με τη νοοτροπία της κυρίας Ομπράιεν, κάθε καλός εργαζόμενος το αξίζει ασυζητητί και χωρίς επίπληξη.

Μέσα στην κουζίνα της κυρίας Ομπράιεν, ψήνονταν πίτες στο φούρνο. Σύντομα θα έβγαιναν από το φούρνο με χρώμα σαν το πρόσωπο της κυρίας Ομπράιεν, ροδοκόκκινο και λαμπερό, και τραγανές, με σχισμές πάνω τους για τον αέρα, σχεδόν σαν τις σχισμές των σκούρων ματιών του κυρίου Ραμίρεζ. Η κουζίνα ευωδίαζε. Οι αστυνομικοί έσκυψαν προς τα μπρος δελεαζόμενοι από τη μυρωδιά. Ο κύριος Ραμίρεζ κοιτούσε επίμονα τα πόδια του, λες κι αυτά να τον οδήγησαν σ’ όλον αυτό τον μπελά.

«Τι έγινε, κύριε Ραμίρεζ;» ρώτησε η κυρία Ομπράιεν.

Πίσω από την κυρία Ομπράιεν, καθώς σήκωσε το βλέμμα του, ο κύριος Ραμίρεζ είδε το μακρύ τραπέζι, στρωμένο με καθαρό άσπρο λινό τραπεζομάντηλο με μια πιατέλα πάνω του, με αστραφτερά κρυστάλλινα ποτήρια, και με μια κανάτα με νερό όπου κολυμπούσαν παγάκια. Υπήρχε επίσης μια γαβάθα με φρέσκια πατατοσαλάτα, και μια άλλη με φρουτοσαλάτα από μπανάνες και πορτοκάλια, κομμένα σε κύβους και ζαχαρωμένα. Γύρω απ’ αυτό το τραπέζι κάθονταν τα παιδιά της κυρίας Ομπράιεν – οι τρεις μεγάλοι γιοι της, που έτρωγαν συζητώντας, και οι δυο νεότερες κόρες της, που, καθώς έτρωγαν, κοίταζαν με περιέργεια τους αστυνομικούς.

«Βρίσκομαι εδώ ήδη τριάντα μήνες,» είπε ήσυχα ο κύριος Ραμίρεζ, κοιτάζοντας τα παχουλά χέρια της κυρίας Ομπράιεν.

«Είσαι όμως έξη μήνες εκπρόθεσμος,» είπε ένας από τους αστυνομικούς. «Κατείχε μόνο μια προσωρινή βίζα. Εμείς απλά τον ψάξαμε και τον βρήκαμε.»

Σύντομα μετά την άφιξή του στις ΗΠΑ, ο κύριος Ραμίρεζ αγόρασε ένα ραδιόφωνο για το δωματιάκι του. Τα βράδια το έβαζε πολύ δυνατά και το απολάμβανε. Είχε επίσης αγοράσει κι ένα ρολόι χειρός, που απολάμβανε κι αυτό. Και πολλές φορές τις νύχτες περπατούσε στους σιωπηλούς δρόμους και θαύμαζε τα λαμπερά ρούχα στις βιτρίνες, και αγόραζε μερικά, έβλεπε τα κοσμήματα και αγόραζε κι απ’ αυτά για τις λίγες φιλεναδίτσες του. Και πήγαινε σινεμά πέντε βράδια τη βδομάδα στις αρχές. Του άρεσε έπειτα ν’ ανεβαίνει στα τραμ – μερικές φορές όλη τη νύχτα – να μυρίζει τον ηλεκτρισμό, να ρίχνει τα σκούρα μάτια του εδώ κι εκεί και να βλέπει τις διαφημίσεις, να νιώθει τις ρόδες να βροντούν κάτω απ’ τα πόδια του, να παρακολουθεί τα κοιμισμένα σπίτια και τα μεγάλα ξενοδοχεία να γλιστρούν από δίπλα του. Επιπλέον, είχε πάει σε μεγάλα εστιατόρια, όπου είχε παραγγείλει πολλών πιάτων γεύματα, και είχε ακόμη πάει στην όπερα και στο θέατρο. Προσέτι, είχε αγοράσει κι αυτοκίνητο, το οποίο αργότερα, όταν ξέχασε να πληρώσει τη δόση, είχε έρθει ο έμπορος και θυμωμένος το πήρε οδηγώντας το από μπροστά από το σπίτι, όπου ήταν παρκαρισμένο.

«Λοιπόν, είμαι εδώ,» είπε ο κύριος Ραμίρεζ τώρα, «για να σου πω ότι πρέπει να σου παραδώσω το δωμάτιο, κυρία Ομπράιεν. Έρχομαι να πάρω τις αποσκευές μου και τα ρούχα και να πάω μ’ αυτούς τους ανθρώπους.»

«Πίσω στο Μεξικό;»

«Ναι. Στο Λάγος. Είναι μια μικρή κωμόπολη βόρεια από την Πόλη του Μεξικού.»

«Λυπάμαι, κύριε Ραμίρεζ.»

«Έχω πακετάρει,» είπε με βραχνή φωνή ο κύριος Ραμίρεζ, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα σκούρα του μάτια και κουνώντας μπροστά του τα χεριά χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Οι αστυνομικοί δεν τον άγγιζαν. Δεν ήταν αναγκαίο κάτι τέτοιο. «Ορίστε το κλειδί, κυρία Ομπράιεν,» είπε ο κύριος Ραμίρεζ. «Έχω τη βαλίτσα μου κιόλας.»

Η κυρία Ομπράιεν, για πρώτη φορά, παρατήρησε μια βαλίτσα να στέκεται στη βεράντα. Ο κύριος Ραμίρεζ κοίταξε ξανά την τεράστια κουζίνα, τα αστραφτερά μαχαιροπίρουνα και τα νεαρά άτομα που έτρωγαν, καθώς και το γυαλιστερό κερωμένο πάτωμα. Γύρισε και έριξε μια παρατεταμένη ματιά στη διπλανή τριώροφη πολυκατοικία, ψηλή και ωραία. Κοίταξε τα μπαλκόνια και τις εξόδους κινδύνου, και τις σκάλες υπηρεσίας, και στα σχοινιά όπου τα απλωμένα ρούχα φτερούγιζαν στον άνεμο.

«Ήσουν καλός νοικάρης,» είπε η κυρία Ομπράιεν.

«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, κυρία Ομπράιεν,» είπε με απαλή φωνή. Έκλεισε τα μάτια του.

Η κυρία Ομπράιεν στεκόταν κρατώντας την πόρτα μισάνοιχτη. Ένας απ’ τους γιους της φώναξε ξωπίσω της πως το δείπνο θα κρυώσει, αλλά αυτή του κούνησε το κεφάλι της και γύρισε πίσω αντικρίζοντας τον κύριο Ραμίρεζ. Θυμήθηκε ένα ταξίδι που είχε κάνει η ίδια σε κάποια Μεξικανικά χωριά στα σύνορα – τις καυτές μέρες, τους αμέτρητους γρύλλους, άλλοι να πηδούν κι άλλοι να πέφτουν ή να κείτονται νεκροί και εύθραυστοι σαν μικροσκοπικά σιγαρίλος που ήταν εκτεθειμένα στις βιτρίνες των καταστημάτων, και τα κανάλια που πότιζαν τα καψαλισμένα από τον ήλιο χωράφια, τους χωματόδρομους, τα ξεθωριασμένα ρούχα, το διαβρωμένο τοπίο. Θυμήθηκε τις σιωπηλές κωμοπόλεις, τη χλιαρή μπίρα, τα καυτερά και παχύρευστα καθημερινά φαγητά. Θυμήθηκε τα αργοκίνητα, τεμπέλικα άλογα για κάρα και τα τσουρουφλισμένα αγριοκούνελα στο δρόμο. Θυμήθηκε τα σαν από σίδερο φτιαγμένα βουνά και τις σκονισμένες κοιλάδες, καθώς και τις ακτές του ωκεανού να απλώνονται εκατοντάδες μίλια χωρίς κανέναν ήχο εκτός εκείνον των κυμάτων – ούτε αυτοκίνητα, ούτε κτήρια, ούτε τίποτε.

«Πράγματι λυπάμαι, κύριε Ραμίρεζ,» είπε.

«Δε θέλω να γυρίσω πίσω, κυρία Ομπράιεν,» είπε ξεψυχισμένα. «Μ’ αρέσει εδώ. Θέλω να μείνω εδώ. Έχω δουλέψει. Έχω λεφτά. Είμαι εντάξει, δεν είμαι; Και δε θέλω να γυρίσω πίσω!»

«Λυπάμαι, κύριε Ραμίρεζ,» είπε. «Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι.»

«Κυρία Ομπράιεν!» ξεφώνισε ξαφνικά, με δάκρυα να κυλούν κάτω από τα βλέφαρά του. Άπλωσε κι έβαλε το χέρι της στα δικά του με θέρμη, σφίγγοντάς το δυνατά και δεν έλεγε να το αφήσει. «Κυρία Ομπράιεν, θα σε δω ποτέ!»

Οι αστυνομικοί χαμογέλασαν με τα λαθεμένα αγγλικά του, αλλά ο κύριος Ραμίρεζ δεν το πρόσεξε, και πολύ γρήγορα σταμάτησαν να χαμογελούν.

«Αντίο, κυρία Ομπράιεν. Ήσουν καλή μαζί μου. Αχ, αντίο, κυρία Ομπράιεν. Θα σε δω ποτέ.»

Οι αστυνομικοί περίμεναν ο κύριος Ραμίρεζ, να πάει να σηκώσει τη βαλίτσα του και ν’ απομακρυνθεί. Κατόπιν τον ακολούθησαν αγγίζοντας το μπορ του καπέλου τους σ’ ένδειξη ευγένειας προς την κυρία Ομπράιεν. Αυτή τους παρακολουθούσε να κατεβαίνουν τα σκαλιά της βεράντας. Κατόπιν έκλεισε αθόρυβα την πόρτα και κατευθύνθηκε με αργά βήματα στη θέση της στο τραπέζι. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Πήρε το γυαλιστερό μαχαίρι και πιρούνι και άρχισε να ξανατρώει την μπριζόλα της.

«Μαμά, κάνε γρήγορα,» είπε ένας γιος της. «Θα κρυώσει.»

Η κυρία Ομπράιεν έβαλε μια μπουκιά, τη μάσησε αργά, για πολλή ώρα. Κατόπιν κοίταξε επίμονα την κλειστή πόρτα. Ακούμπησε στο τραπέζι το μαχαίρι και τι πιρούνι της.

«Τι τρέχει, μαμά;» ρώτησε ο γιος της.

«Μόλις συνειδητοποίησα,» είπε η κυρία Ομπράιεν – καλύπτοντας το πρόσωπό της με το χέρι – «Δε θα ξαναδώ ποτέ τον κύριο Ραμίρεζ.»

Ο Ρέι Μπράντμπερι ήταν ιδιαίτερα γνωστός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Για την επίδρασή του στη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα αποκαλείτο «πατέρας» της επιστημονικής φαντασίας. Βικιπαίδεια

Γέννηση: 22 Αυγούστου 1920, Γουόκεγκαν, Ιλινόι, ΗΠΑ

Απεβίωσε: 5 Ιουνίου 2012, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, ΗΠΑ

Βιβλία: Φαρενάιτ 451

Υποψηφιότητες: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερης δραματικής παρουσίασης, Περισσότερα

Βραβεία: Πάνθεον βραβείου Prometheus, Περισσότερα



 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr