spacer.png, 0 kB
Ναθαναήλ Χόθορν: ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΡ. ΧΑΊΝΤΕΓΚΕΡ Εκτύπωση E-mail

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΡ. ΧΑΊΝΤΕΓΚΕΡ

(Dr. Heidegger's Experiment)


Ναθαναήλ Χόθορν, (Nathaniel Hawthorne), 1804-1864


Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Εκείνος ο πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο γέρο Δρ Χαϊντέγκερ, κάλεσε κάποτε τέσσερις αξιοσέβαστους φίλους να τον συναντήσουν στο γραφείο του. Ήταν τρεις κύριοι με άσπρα γένια, ο Κύριος Μέντμπουρν, ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου και ο Κύριος Γκασκόιν, καθώς και μια ξερακιανή κυρία ονόματι Χήρα Γουήτσερλι. Και οι τέσσερις ήταν μελαγχολικά ηλικιωμένα άτομα που υπήρξαν άτυχα στη ζωή τους και που η μεγαλύτερη ατυχία τους ήταν που εδώ και καιρό ζούσαν ακόμη. Ο Κύριος Μέντμπουρν, στην ακμή της ζωής του υπήρξε ένας πετυχημένος έμπορος αλλά τα έχασε όλα σ’ ένα παράτολμο επιχειρηματικό ρίσκο και κατέληξε τώρα σχεδόν ζητιάνος. Ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου σπατάλησε τα καλύτερα χρόνια του, κατέστρεψε την υγεία του και σκόρπισε την περιουσία του σε επιδιώξεις αμαρτωλών ηδονών, οι οποίες του προξένησαν σωρεία ασθενειών όπως ποδάγρα και ποικίλα άλλα βάσανα της ψυχής και του σώματος. Ο Κύριος Γκασκόιν ήταν ένας κατεστραμμένος πολιτικός, ένας άνθρωπος κακόφημος, ή τουλάχιστον υπήρξε τέτοιος μέχρι που ο χρόνος τον εξάλειψε από την μνήμη της παρούσης γενιάς και τον κατέστησε άσημο αντί αχρείο. Όσο για τη Χήρα Γουήτσερλι, φημολογείται πως ήταν μια καλλονή στις μέρες της. Όμως εδώ και πολύν καιρό ζούσε σε μεγάλη μοναξιά εξαιτίας ορισμένων σκανδαλιστικών ιστοριών, οι οποίες επηρέασαν αρνητικά την καλή κοινωνία της πόλης για το άτομό της. Σημειωτέον ότι ο καθένας από τους τρεις γηραιούς κυρίους, ο Κύριος Μέντμπουρν, ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου και ο Κύριος Γκασκόιν, υπήρξαν από τους πρώτους εραστές της Χήρας Γουήτσερλι, και είχαν φτάσει ακόμη στο σημείο παρά λίγο να σκοτωθούν μεταξύ τους για χάρη της. Αλλά, πριν προχωρήσουμε παρακάτω, θα υπαινιχθώ τούτο μόνο: ότι ο Δρ Χαϊντέγκερ κι όλοι οι φαύλοι του επισκέπτες ενίοτε θεωρούνταν πως τους είχε λίγο στρίψει, - όπως συχνά συμβαίνει με την περίπτωση γερόντων όταν πλήττονται από τωρινά βάσανα ή θλιβερές αναμνήσεις.


«Αγαπητοί μου φίλοι», είπε ο Δρ Χαϊντέγκερ, κάνοντάς τους νόημα να καθίσουν, «Ζητώ τη συμμετοχή σας σ’ ένα από εκείνα τα μικρά πειράματα με τα οποία διασκεδάζω εδώ στο γραφείο μου».


Αν όλες οι ιστορίες αληθεύουν, το γραφείο του Δρ Χαϊντέγκερ πρέπει να ήταν ένα πολύ περίεργο μέρος. Το γραφείο του ήταν ένα σκοτεινό, παλιομοδίτικο δωμάτιο, διακοσμημένο με ιστούς από αράχνες και πασπαλισμένο με αιώνια σκόνη. Ολόγυρα στους τοίχους έστεκαν αρκετές βιβλιοθήκες από ξύλο οξιάς, που τα κάτω ράφια τους ήταν καλυμμένα με σειρές από γιγάντιους δίφυλλους και τετράφυλλους φακέλους με μαύρους τίτλους, και τα πάνω ράφια με μικρές δωδεκάφυλλες περγαμηνές. Πάνω από την κεντρική βιβλιοθήκη υπήρχε μια μπρούντζινη προτομή του Ιπποκράτη, την οποία, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ο Δρ Χαϊντέγκερ συνήθιζε να συμβουλεύεται σε κάθε δύσκολη περίπτωση του ιατρικού του επαγγέλματος. Στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου βρισκόταν μια ψηλή και στενή δρύινη ντουλάπα, με την πόρτα της μισάνοιχτη, μέσα στη οποία αναμφίβολα μπορούσε να δει κανείς έναν ανθρώπινο σκελετό. Μεταξύ δύο από τις βιβλιοθήκες ήταν κρεμασμένος ένας μακρόστενος, σκονισμένος καθρέφτης πλαισιωμένος από μια πολυκαιρισμένη επίχρυση κορνίζα. Μεταξύ των πολλών καταπληκτικών ιστοριών που λέγονταν γι’ αυτόν τον καθρέφτη, ήταν και η φήμη ότι τα πνεύματα όλων των αποθανόντων ασθενών του γιατρού κατοικούσαν μέσα στην περιοχή του, και ατένιζαν κατά πρόσωπο τον ίδιο κάθε φορά που κοίταζε προς τα εκεί. Η απέναντι πλευρά του δωματίου ήταν διακοσμημένη με το ολόσωμο πορτρέτο σε φυσικό μέγεθος μιας νεαρής γυναίκας, ντυμένης με μεγαλοπρέπεια μ’ ένα ξεθωριασμένο μεταξωτό, σατινένιο και χρυσοποίκιλτο μπροκάρ φόρεμα, το δε πρόσωπό της ήταν κι αυτό ξεθωριασμένο όπως κι η ενδυμασία της. Πριν πάνω από μισό αιώνα, ο Δρ Χαϊντέγκερ επρόκειτο να νυμφευθεί αυτή τη νεαρή γυναίκα, αλλά έχοντας η νεαρή προσβληθεί από κάποια νευρική διαταραχή, είχε καταπιεί ένα ολόκληρο μπουκάλι από τα φάρμακα του αγαπημένου της και πέθανε τη νύχτα του γάμου τους. Το πιο αξιοπερίεργο στο γραφείου δεν αναφέρθηκε ακόμη: κι αυτό ήταν ένας ογκώδης πολυσέλιδος τόμος, δερματόδετος, που έκλεινε με δυο πόρπες από ατόφιο ασήμι. Δεν είχε τίποτε γραμμένο στα εξώφυλλά του και κανείς δεν ήταν σε θέση να ξέρει τον τίτλο του βιβλίου. Όμως ήταν γνωστό σε όλους πως επρόκειτο για βιβλίο μαγείας. Και κάποτε, όταν η υπηρέτρια το σήκωσε απλώς για να το ξεσκονίσει, ο σκελετός είχε κροταλίσει μέσα στην ντουλάπα, η εικόνα της νεαρής γυναίκας είχε κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός πάνω στο πάτωμα, και κάποιες απαίσιες μορφές είχαν κρυφοκοιτάξει μέσα από τον καθρέφτη, ενώ το μπρούντζινο κεφάλι του Ιπποκράτη σκυθρώπιασε και είπε: «Μην το πειράζεις!»

Αυτό ήταν το γραφείο του Δρ Χαϊντέγκερ. Το καλοκαιρινό απόγευμα της εξιστόρησής μας, ένα στρόγγυλο τραπεζάκι, μαύρο σαν έβενος, ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου. Πάνω του υπήρχε ένα κρυστάλλινο βάζο με ωραίο σχήμα και περίτεχνα δουλεμένο. Το φως του ήλιου έμπαινε μέσα από το παράθυρο, ανάμεσα από τις βαριές ντραπαρίες των δύο ξεθωριασμένων δαμασκηνί κουρτινών κι έπεφτε ακριβώς στο βάζο με τρόπο που αυτό αντανακλούσε μια απαλή λάμψη πάνω στις σταχτιές μορφές των πέντε γέρικων ατόμων που κάθονταν γύρω του. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τέσσερα ποτήρια σαμπάνιας.

«Αγαπητοί μου παλιόφιλοι», επανέλαβε ο Δρ Χαϊντέγκερ, «Μπορώ να βασιστώ στη βοήθειά σας για την εκτέλεση ενός εξαιρετικά περίεργου πειράματος;»

Τώρα ο Δρ Χαϊντέγκερ ήταν ένας πολύ παράξενος γέρος, που η εκκεντρικότητά του είχε γίνει ο πυρήνας χιλιάδων φανταστικών ιστοριών. Μερικά από αυτά τα μυθεύματα, ας ειπωθεί τούτο προς ντροπή μου, αποδίδονται μάλλον στη δική μου κατ’ ισχυρισμόν αλήθεια. Και αν οποιαδήποτε εδάφια του παρόντος διηγήματος ενδέχεται να κλονίσουν την πίστη του αναγνώστη, θα πρέπει αγόγγυστα να επωμιστώ εγώ το στίγμα του μυθομανούς.

Όταν οι τέσσερις καλεσμένοι του γιατρού τον άκουσαν να μιλάει για το προτεινόμενο πείραμα, δεν πρόσμεναν τίποτε πιο εκπληκτικό από τη δολοφονία ενός ποντικού μέσα σε μια αντλία αέρα ή την εξέταση ενός ιστού αράχνης κάτω από το μικροσκόπιο ή κάποια παρόμοια ανοησία, πράγματα με τα οποία ολοένα συνήθιζε ο γιατρός να βασανίζει τους γνωστούς του. Αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Δρ Χαϊντέγκερ διέσχισε κουτσαίνοντας το δωμάτιο και επέστρεψε κρατώντας τον προαναφερθέντα δερματόδετο τόμο, που κοινές αναφορές επιβεβαιώνουν πως επρόκειτο για βιβλίο μαγείας. Ξεκούμπωσε τις ασημένιες πόρπες, άνοιξε το ογκώδες βιβλίο κι έβγαλε μέσα από τις σελίδες του, γραμμένες με χοντρά γράμματα, ένα τριαντάφυλλο, ή μάλλον ό, τι ήταν κάποτε τριαντάφυλλο, αν και τώρα τα πράσινα φύλλα και τα βαθυκόκκινα πέταλά του είχαν πάρει μια σκουρόχρωμη χροιά, και το παμπάλαιο αυτό άνθος έδειχνε έτοιμο να θρυμματιστεί και να γίνει σκόνη στα χέρια του γιατρού.

«Το τριαντάφυλλο αυτό», είπε ο Δρ Χαϊντέγκερ, αναστενάζοντας, «τούτο το λουλούδι, μαραμένο και έτοιμο να κονιορτοποιηθεί, άνθισε πριν από πενήντα πέντε χρόνια. Μου το έδωσε η Σίλβια Γουόρντ, που το πορτρέτο της κρέμεται σ’ εκείνον εκεί τον τοίχο. Κι επρόκειτο να το φορέσω στο πέτο μου τη μέρα του γάμου μας. Για πενήντα πέντε χρόνια το φύλαγα σαν θησαυρό μέσα στις σελίδες αυτού του παλιού τόμου. Λοιπόν, θα πιστεύατε πως τούτο δω το τριαντάφυλλο θα μπορούσε ποτέ να ανθίσει ξανά μετά από μισό αιώνα;»

«Ανοησίες!» είπε η Χήρα Γουήτσερλι, μ’ ένα ευέξαπτο τίναγμα του κεφαλιού της. «Θα μπορούσες κάλλιστα να αναρωτηθείς αν το ρυτιδωμένο πρόσωπο μιας γριάς θα μπορούσε ποτέ να ξανανιώσει».

«Για κοιτάξτε!» απάντησε ο Δρ Χαϊντέγκερ.

Ξεσκέπασε το βάζο και έριξε το μαραμένο τριαντάφυλλο στο νερό που περιείχε. Στην αρχή, αυτό έμεινε να επιπλέει ελαφρά στην επιφάνεια του υγρού, χωρίς να δείχνει να απορροφά κάτι από την υγρασία του. Γρήγορα, όμως, άρχισε να γίνεται ορατή μια ασυνήθιστη αλλαγή. Τα τσακισμένα και αποξηραμένα πέταλα άρχισαν να αναδεύονται και να παίρνουν μια βαθυκόκκινη απόχρωση, λες και το λουλούδι ζωντάνευε από έναν νεκρικό ύπνο. Το εύθραυστο κοτσανάκι και τα κλαδάκια των φύλλων του πρασίνιζαν. Και να, το τριαντάφυλλο ηλικίας μισού αιώνα, έδειχνε το ίδιο φρέσκο όπως ήταν όταν η Σίλβια Γουόρντ το είχε δώσει για πρώτη φορά στον αγαπημένο της. Δεν είχε καλά-καλά ακόμη επανέλθει στην πλήρη άνθισή του, διότι κάποια από τα κόκκινα φυλλαράκια ήταν κουλουριασμένα δειλά γύρω από το υγρό στέλεχος, μέσα στο οποίο άστραφταν κάνα δυο δροσοσταλίδες.

«Τούτο βέβαια είναι μια πολύ ωραία οφθαλμαπάτη», είπαν οι φίλοι του γιατρού, χωρίς όμως να εντυπωσιαστούν, διότι είχαν δει πιο εντυπωσιακά τεχνάσματα σε ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις. «Πώς το κάνατε αυτό, σε παρακαλούμε;»

«Δεν έχετε ποτέ ακούσει για την Πηγή της Νεότητας;» ρώτησε ο Δρ Χαϊντέγκερ, «εκείνη που ο Πόνσε Ντε Λεόν*, ο Ισπανός τυχοδιώκτης, πήγε να βρει πριν από τρεις αιώνες;»

«Αλλά ο Πόνσε Ντε Λεόν τη βρήκε ποτέ;» είπε η Χήρα Γουήτσερλι.

«Όχι», απάντησε ο Δρ Χαϊντέγκερ, «γιατί ποτέ δεν έψαξε στο σωστό μέρος. Η μυθική Πηγή της Νεότητας, αν είμαι σωστά πληροφορημένος, βρίσκεται στο νότιο μέρος της χερσονήσου της Φλόριντας, κοντά στη λίμνη Μακάκο. Η πηγή σκιάζεται από αρκετές γιγαντιαίες μανόλιες, οι οποίες, αν και αμέτρητους αιώνες γέρικες, διατηρούνται φρέσκες σαν βιολέτες με τις ιδιότητες αυτού του θαυματουργικού νερού. Ένας γνωστός μου, γνωρίζοντας την περιέργειά μου για τέτοια θέματα, μου έστειλε αυτό που βλέπετε μέσα στο βάζο».

«Χμ!» έκανε ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου, που δεν πίστεψε λέξη από τα λεγόμενα του γιατρού. «Και τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει αυτό το υγρό στον ανθρώπινο οργανισμό;»

«Αυτό θα το κρίνεις ο ίδιος, αγαπητέ μου συνταγματάρχα», αποκρίθηκε ο Δρ Χαϊντέγκερ, «και όλοι σας, αξιοσέβαστοι φίλοι μου, καλείστε να δοκιμάστε τόσο απ’ αυτό το θαυμαστό υγρό όσο να μπορέσει να σας ξαναδώσει το άνθος της νιότης. Όσο για μένα, έχοντας περάσει πολλές σκοτούρες γερνώντας, δε βιάζομαι και πολύ να ξαναγίνω νέος. Γι’ αυτό, με την άδειά σας, εγώ θα είμαι ένας απλός παρατηρητής της διαδικασίας του πειράματος».

Ενώ ο Δρ Χαϊντέγκερ μιλούσε, παράλληλα γέμιζε τα τέσσερα ποτήρια σαμπάνιας με το νερό της Πηγής της Νεότητας. Ήταν προφανώς διαποτισμένο με κάποιο αναβράζον αέριο, διότι μικρές φυσαλίδες ανέβαιναν συνεχώς από τον πυθμένα των ποτηριών και έσκαγαν σε ασημένιο αφρό στην επιφάνεια. Καθώς το υγρό ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα, τα γέρικα άτομα δεν αμφισβητούσαν πλέον ότι τούτο περιείχε ζωτικές και ευεργετικές ιδιότητες. Αν και πεπεισμένοι σκεπτικιστές για την αναζωογονητική του δύναμη, προθυμοποιήθηκαν να το πιουν αμέσως. Όμως ο Δρ Χαϊντέγκερ τους παρακάλεσε να περιμένουν μια στιγμή.

«Πριν πιείτε, αξιοσέβαστοι παλιοί μου φίλοι», είπε ο γιατρός, «Θα ήταν σκόπιμο, με την πείρα μιας ολόκληρης ζωής για οδηγό σας, να ακολουθήσετε μερικούς κανόνες προς καθοδήγησή σας, περνώντας για δεύτερη φορά από τις συμπληγάδες της νιότης. Αναλογιστείτε τι ντροπή και αμαρτία θα αποτελεί, με τα ασυνήθιστα προτερήματά σας, το να μην καταστείτε παραδείγματα αρετής και σοφίας για όλη την νεολαία!»

Οι τέσσερις φίλοι του γιατρού δεν του έδωσαν καμιά απάντηση, παρά μόνο έβγαλαν ένα αδύναμο και τρεμουλιαστό γέλιο: τόσο πολύ γελοία φάνηκε η ιδέα ώστε, γνωρίζοντας πόσο κοντά η μετάνοια ακολουθεί τα βήματα του λάθους, να βαδίσουν ποτέ εκ νέου το δρόμο της Κακίας.

«Πιείτε, λοιπόν», είπε ο γιατρός με μια υπόκλιση: «Χαίρομαι που τόσο καλά έχω διαλέξει τα άτομα για το πείραμά μου».

Με τρεμάμενα χέρια έφεραν τα ποτήρια στα χείλη τους. Το υγρό, εάν πράγματι είχε τέτοιες ευεργετικές ιδιότητες όπως το καταλόγιζε ο Δρ Χαϊντέγκερ, δεν μπορούσε να δωριθεί αλλού παρά μόνο στους τέσσερις αυτούς ανθρώπους που τόσο απελπισμένα το είχαν ανάγκη. Φαίνονταν σαν να μην είχαν ποτέ γνωρίσει τι σημαίνει νιάτα και χαρά, αλλά να ήταν εξαρχής φυσικά προϊόντα ξεμωράματος, ασπρομάλλικα, ετοιμόρροπα, ξεζουμισμένα, αξιοθρήνητα πλάσματα, που κάθονταν τώρα σκυφτά γύρω από το τραπέζι του γιατρού, χωρίς αρκετή ικμάδα ούτε στην ψυχή ούτε στο σώμα τους για να πάρουν κουράγιο από την προοπτική του να ξαναγίνουν νέοι. Ήπιαν το νερό μονορούφι κι απίθωσαν τα ποτήρια τους πάνω στο τραπέζι.

Υπήρξε στα σίγουρα μια σχεδόν άμεση βελτίωση στην ατμόσφαιρα της παρέας, παρόμοια μ’ εκείνη που δημιουργείται μετά από ένα ποτήρι δυνατού κρασιού, μαζί με μια ζεστασιά από χαρούμενη λιακάδα που φώτιζε παντού στην όψη τους. Τα μάγουλά τους κατακλύστηκαν από ένα υγιές χρώμα, αντίθετα με τη μέχρι τούδε χροιά που τους προσέδιδε όψη πτώματος. Ατένιζαν ο ένας τον άλλον κι ένιωθαν πως κάποια μαγική δύναμη είχε πράγματι αρχίσει να λειαίνει και να αφαιρεί τις βαθιές και μελαγχολικές χαρακιές που ο πανδαμάτορας χρόνος είχε προ πολλού σκαλίσει στο μέτωπό τους. Η Χήρα Γουήτσερλι έσιαξε το καπελάκι της, γιατί ένιωσε σχεδόν γυναίκα πάλι.

«Δώσε μας κι άλλο απ’ αυτό το θαυματουργό νερό!» ξεφώνισαν με λαχτάρα. «Γίναμε ξανά νέοι – αλλά παραείμαστε ακόμη γέροι! Γρήγορα – δώσε μας κι άλλο!»

«Υπομονή, υπομονή!» είπε ο Δρ Χαϊντέγκερ, ο οποίος καθόταν και παρακολουθούσε το πείραμα με φιλοσοφική αταραξία. «Κάνατε πολύν καιρό να γεράσετε. Σίγουρα θα μπορούσατε να είστε ικανοποιημένοι να γίνετε νέοι σε μισή ώρα! Το νερό είναι στη διάθεσή σας».


Ξαναγέμισε τα ποτήρια τους με το υγρό της νεότητας, απ’ το οποίο παρέμεινε αρκετό στο βάζο να καταστήσει τον μισό πληθυσμό της πόλης στην ηλικία των εγγονών τους. Ενώ οι φυσαλίδες συνέχιζαν να στραφταλίζουν στο χείλος των ποτηριών, οι τέσσερις καλεσμένοι του γιατρού άρπαξαν με απληστία τα ποτήρια τους από το τραπέζι και κατέβασαν το περιεχόμενο μονορούφι. Μήπως ήταν πλάνη; Ακόμη κι ενώ η ρουφηξιά περνούσε από τον οισοφάγο τους, φάνηκε πως προκάλεσε μια αλλαγή σ’ ολόκληρο τον οργανισμό τους. Τα μάτια τους έγιναν λαμπερά, η όρασή τους βελτιώθηκε και μια βαθιά σκούρα απόχρωση εμφανίστηκε στους ασημένιους βοστρύχους των κυρίων. Τώρα γύρω από το τραπέζι κάθονταν τρεις μεσήλικες κύριοι, και μια χυμώδης γυναίκα μόλις λίγο πάνω από την ακμή της.

«Αγαπητή μου κυρία, είστε πράγματι χάρμα!» απευθύνθηκε στη Χήρα αναφωνώντας ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου, που δεν μπορούσε να πάρει τη ματιά του από το πρόσωπό της, που έδιωχνε τις σκιές της ηλικίας σαν τη ροδαυγή που το διώχνει τη σκοτεινιά.

Η ωραία Χήρα γνώριζε παλαιόθεν πως οι φιλοφρονήσεις του Συνταγματάρχη Κίλιγκρου δεν ανταποκρίνονταν πάντα στην πεζή πραγματικότητα. Γι’ αυτό σηκώθηκε απότομα και κατευθύνθηκε τρέχοντας στον καθρέφτη, διατηρώντας ακόμη το φόβο μήπως το άσχημο είδωλο μιας γριάς την ατενίσει κατά πρόσωπο. Εντωμεταξύ, οι τρεις κύριοι συμπεριφέρονταν με τέτοιο τρόπο λες και το νερό της Πηγής της Νιότης περιείχε κάποιες μεθυστικές ιδιότητες, εκτός κι αν, πράγματι, η αγαλλίαση του πνεύματός τους ήταν απλά μια ελαφρά ζάλη που την προξένησε το απότομο ξαλάφρωμα από το φορτίο των χρόνων. Το μυαλό του Κυρίου Γκασκόιν έδειχνε να πηγαίνει σε πολιτικά θέματα, αλλά αν αυτά αφορούσαν το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστεί, αφού η ίδια φρασεολογία και οι ίδιες ιδέες ήταν σε χρήση εδώ και πενήντα χρόνια. Πότε άρχισε να ρητορεύει βαθύφωνα για πατριωτισμό, εθνική δόξα και για τα δικαιώματα του λαού, πότε να χαμηλώνει τη φωνή του και μιλάει για θέματα επικίνδυνα και ύπουλα, σχεδόν ψιθυριστά, και τόσο προσεχτικά που ακόμη κι η ίδια η συνείδησή του μετά βίας μπορούσε να ανακαλύψει το μυστικό. Και πότε πάλι, μιλούσε μετρημένα και μ’ ευλαβικό τόνο, λες και κάποιο βασιλικό αυτί θα άκουγε τις εύγλωττές του προτάσεις. Ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου σ’ αυτό το μεταξύ έλεγε με μακρόσυρτη φωνή ένα κεφάτο βακχικό τραγούδι κουδουνίζοντας το ποτήρι του σε συγχορδία, ενώ τα μάτια του περιπλανιόνταν στην στρουμπουλή μορφή της Χήρας Γουήτσερλι. Από την άλλη μεριά του τραπεζιού ο Κύριος Μέντμπουρν ήταν απορροφημένος σε υπολογισμούς δολαρίων και σεντ, οι οποίοι κατά παράδοξο τρόπο αφορούσαν ένα σχέδιο εφοδιασμού των Ανατολικών Ινδιών με πάγο, προσδένοντας ένα κοπάδι φάλαινες σε παγόβουνα.

Η δε Χήρα Γουήτσερλι, καμάρωνε μπροστά στον καθρέφτη χαζογελώντας και κάνοντας υποκλίσεις στο είδωλό της και χαιρετίζοντάς το σαν τον φίλο που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλη την υπάρχουσα οικουμένη. Κολλούσε το πρόσωπό της κοντά στο γυαλί για να δει αν κάποια πολύ γνώριμη ρυτίδα ή εκείνες γύρω από τα μάτια είχαν εξαφανιστεί. Εξέταζε εάν τα χιόνια είχαν λιώσει από τα μαλλιά της και αν το σεβάσμιο καπελάκι της μπορούσε με ασφάλεια να πεταχτεί στην μπάντα. Επί τέλους, απομακρύνθηκε με ζωηρό βήμα και, κουνιστή και λικνιστή, πλησίασε στο τραπέζι.

«Αγαπητέ μου γεροντάκο γιατρέ», ξεφώνισε, «παρακαλώ θα με υποχρεώσετε μ’ ένα ποτήρι ακόμη!»


«Ευχαρίστως, αγαπητή μου κυρία, μετά χαράς!» αποκρίθηκε ο πάντα πρόθυμος γιατρός, «ορίστε! Έχω κιόλας γεμίσει τα ποτήρια».

Και πράγματι, εκεί βρίσκονταν τα τέσσερα ποτήρια, γεμάτα μέχρι χείλους με το θαυματουργό υγρό, που ο αστραφτερός του αφρός, καθώς ανάβραζε στην επιφάνεια των ποτηριών, έμοιαζε με την τρεμουλιαστή λάμψη διαμαντιών. Πλησίαζε σχεδόν να βασιλέψει ο ήλιος και το δωμάτιο άρχιζε να γίνεται σκοτεινότερο από πριν. Όμως μια ήπια και φεγγαρόφωτη λάμψη φεγγοβολούσε μέσα από το βάζο και έπεφτε το ίδιο πάνω στους τέσσερις καλεσμένους καθώς και στη σεβάσμια μορφή του γιατρού. Ο τελευταίος καθόταν σε μια δρύινη πολυθρόνα με ψηλή πλάτη, περίτεχνα σκαλισμένη, δεσπόζοντας με την πολιά του μεγαλοπρέπεια της όψης του που κάλλιστα θα ταίριαζε στον πανδαμάτορα χρόνο, του οποίου η δύναμη δεν είχε ποτέ αμφισβητηθεί παρά μόνο από την παρούσα τυχερή παρέα. Ακόμη κι ενώ άπληστα κατέβαζαν το τρίτο ποτήρι της Πηγής της Νιότης, θωρούσαν σχεδόν με δέος την έκφραση της μυστηριώδους όψης του.

Όμως, την επόμενη στιγμή, το συναρπαστικό ξεχείλισμα της νιότης άρχισε να κυκλοφορεί ορμητικά στις φλέβες τους. Τώρα βρίσκονταν στην ευτυχισμένη ακμή της νεότητας. Τα γηρατειά, με την αξιοθρήνητη σωρεία από στενοχώριες, λύπες και αρρώστιες, ήταν πλέον μια ανάμνηση σαν την ταλαιπωρία ενός ονείρου από το οποίο ξύπνησαν χαρούμενοι. Η νωπή στιλπνότητα της ψυχής, τόσο νωρίς χαμένη, και χωρίς την οποία οι διαδοχικές σκηνές του κόσμου δεν θα ήταν παρά μια πινακοθήκη από ξεθωριασμένους πίνακες, έριξε εκ νέου τη γοητεία της πάνω σ’ όλες τους τις προσδοκίες. Ένιωσαν σαν ξαναγεννημένα όντα σ’ ένα ξαναγεννημένο σύμπαν.

«Είμαστε νέοι! Είμαστε νέοι!» ξεφώνιζαν με αγαλλίαση.

Τα νιάτα, όπως και τα βαθιά γεράματα, είχαν σβήσει τα έντονα χαρακτηριστικά της μέσης ηλικίας και αμοιβαία τα είχαν όλα αφομοιώσει. Ήταν τώρα μια εύθυμη νεαρή παρέα, σχεδόν ξετρελαμένη με την πληθωρική ζωηρότητα των χρόνων τους. Το πιο ασυνήθιστο αποτέλεσμα της ευθυμίας τους ήταν μια παρόρμηση να κοροϊδέψουν την αδυναμία και τη σωματική φθορά που τόσο πρόσφατα υπήρξαν θύματά τους. Γελούσαν δυνατά με τα παλιομοδίτικα ρούχα τους, με τα φαρδιά επανωφόρια και τα πτερυγωτά γιλέκα που φορούσαν τώρα ως νέοι, και με το αρχαίο καπελάκι και φόρεμα της νέας τώρα σαν λουλούδι κοπέλας. Ένας τους διέσχισε κουτσαίνοντας το δωμάτιο σαν παππούς με ποδάγρα, άλλος έβαλε ένα ζευγάρι γυαλιά χαμηλά πάνω στη μύτη κι έκανε πως διάβαζε απορροφημένος τις με χοντρά γράμματα γρμμένες σελίδες της σολομωνικής. Ένας τρίτος ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα και πάσχιζε να μιμηθεί τη σεβάσμια μεγαλοπρέπεια του Δρα Χαϊντέγκερ. Μετά όλοι τους ξεφώνιζαν χαρούμενα και χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί μέσα στο δωμάτιο. Η χήρα Γουήτσερλι – αν μια τέτοια κοπελίτσα σαν τα κρύα νερά θα μπορούσε να λέγεται χήρα – προχώρησε λικνιστά προς τη θέση του γιατρού, με μια σκανταλιάρικη φαιδρότητα στο ροδαλό της προσωπάκι».

«Γιατρέ, καλέ μου και γλυκέ», ξεφώνισε, «σήκω να με χορέψεις!» και τότε οι τέσσερις νεαροί ξέσπασαν σε δυνατότερα γέλια από ποτέ σκεπτόμενοι τι σόι θέαμα θα παρουσίαζε ο καημένος ο γιατρός.

«Παρακαλώ συγχώρησέ με» απάντησε ήρεμα ο γιατρός. «Εγώ είμαι γέρος και με ρευματισμούς, οι δε μέρες του χορού έχουν περάσει προ πολλού. Αλλά ένας από αυτούς τους εύθυμους νεαρούς κυρίους θα ήταν ευτυχής να γίνει ο καβαλιέρος σου».

«Χόρεψε μαζί μου, Κλάρα!» φώναξε ο Συνταγματάρχης Κίλιγκρου.

«Όχι, όχι, εγώ θα είμαι ο καβαλιέρος της!» ξεφώνισε ο Κύριος Γκασκόιν.

«Η ίδια μου υποσχέθηκε το χέρι της πενήντα χρόνια πριν!» αναφώνησε ο Κύριος Μέντμπουρν.




Όλοι τους μαζεύτηκαν γύρω της. Ένας έπιασε τα δυο της χέρια στα δικά τους με πάθος, ένας άλλος την αγκάλιασε από τη μέση – και ο τρίτος έβαλε τα χέρια του μέσα στις λαμπερές μπούκλες που ήταν μαζεμένες κάτω από το σκουφί της χήρας. Κοκκινίζοντας, ασθμαίνοντας, παλεύοντας, μαλώνοντας, γελώντας, ανεμίζοντας τη ζεστή ανάσα της στα πρόσωπά τους, πάσχιζε να απαλλαγεί, κι όμως συνέχιζε να βρίσκεται αιχμαλωτισμένη στο τριπλό τους αγκάλιασμα. Ποτέ δεν υπήρξε ζωηρότερη εικόνα νεανικού ανταγωνισμού και ερωτοτροπίας, με τρόπαιο μια μαγευτική καλλονή. Όμως, δημιουργήθηκε μια παράξενη ψευδαίσθηση: θέλεις από το μισοσκόταδο τους δωματίου, θέλεις από τα παλιομοδίτικα ρούχα που φορούσαν ακόμη, ο ψηλός καθρέφτης λέγεται ότι αντανακλούσε τις μορφές τριών γέρικων, πολιών και μαραμένων παππούδων να μαλώνουν γελοιωδώς για την κοκκαλιάρικη ασχήμια μιας σταφιδιασμένης γριάς.

Όμως αυτοί ήσαν νέοι: το αποδείκνυε το φλογερό τους πάθος. Ερεθισμένοι μέχρι τρέλας από την κοκεταρία της χήρας-κοριτσιού, η οποία ούτε χάριζε αλλά ούτε και εντελώς αρνιόταν την εύνοιά της, οι τρεις αντεραστές άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν απειλητικές ματιές. Και εξακολουθώντας από τη μια να κρατούν γερά το ωραίο τρόπαιό τους, αρπάχτηκαν ο ένας με τον άλλο άγρια από το λαιμό. Και καθώς πάλευαν μπρος πίσω, αναποδογύρισαν το τραπέζι, και το βάζο έπεσε με πάταγο και έγινε χίλια κομμάτια. Και το πρώην Νερό της Νιότης έρεε σ’ ένα λαμπερό ρυάκι πάνω στο πάτωμα, μουσκεύοντας τα φτερά μιας πεταλούδας, η οποία, γερασμένη κι αυτή στο τέλους του καλοκαιριού, είχε καθίσει εκεί για να πεθάνει. Το έντομο φτερούγισε ανάλαφρο μέσα στο δωμάτιο κι εγκαταστάθηκε στο κάτασπρο κεφάλι του Δρ Χαϊντέγκερ.

«Ελάτε, ελάτε, κύριοι! – ελάτε κι εσείς κυρία Γουήτσερλι», αναφώνησε ο γιατρός, «αλήθεια, διαμαρτύρομαι γι’ αυτήν τη βίαιη συμπεριφορά σας».

Σταμάτησαν απότομα και ανατρίχιασαν, διότι φάνηκε πως ο γηραιός Χρόνος τους καλούσε πίσω από τη φωτεινή τους νεότητα, κάτω μακριά στην ψυχρή και ζοφερή κοιλάδα των χρόνων. Κοίταξαν τον Δρ Χαϊντέγκερ, ο οποίος καθόταν στη σκαλισμένη πολυθρόνα του, κρατώντας το μισού αιώνα ηλικίας τριαντάφυλλο, που είχε περισώσει από τα συντρίμμια του σπασμένου βάζου. Στην κίνηση του χεριού του οι τέσσερις ταραξίες ξανακάθισαν στις θέσεις τους, και μάλιστα με περισσή προθυμία, διότι οι βίαιες προσπάθειές τους τούς είχαν καταβάλει, παρόλη τη νεότητά τους.

«Αχ, το τριαντάφυλλο της φτωχής μου Σίλβιας!» αναφώνησε ο Δρ Χαϊντέγκερ, κρατώντας το στο φως του συννεφιασμένου βασιλέματος. «Φαίνεται να μαραίνεται ξανά».

Και πράγματι έτσι ήταν. Κι ενώ η παρέα το κοιτούσε, το λουλούδι συνέχιζε να ζαρώνει μέχρι που ξεράθηκε και έγινε τόσο εύθραυστο όπως όταν ο γιατρός το πρωτοέριξε στο βάζο. Το κούνησε να πέσουν λίγες δροσοσταλίδες που είχαν μείνει ακόμη στα πέταλά του.


«Εγώ το αγαπώ το ίδιο όπως κι όταν ήταν στην πρώτη του δροσερή φρεσκάδα», παρατήρησε, πιέζοντας το μαραμένο τριαντάφυλλο στα μαραμένα του χείλη. Ενώ μιλούσε, η πεταλούδα φτερούγισε πετώντας από το χιονισμένο κεφάλι του γιατρού κι έπεσε στο πάτωμα.


Οι καλεσμένοι του ανατρίχιασαν για μια ακόμη φορά. Μια παράξενη ψύχρα – αν ήταν στο σώμα τους ή στο πνεύμα τους δεν μπορούσαν να ξέρουν – άρχισε να έρπει προοδευτικά πάνω τους. Ατένιζαν ο ένας τον άλλον, και αναπολούσαν πως κάθε φευγαλέα στιγμή φεύγοντας άρπαζε μαζί της μια μαγεία, και άφηνε ξωπίσω της μια βαθιά αυλακιά εκεί που δεν υπήρχε πριν. Μήπως ήταν μια ψευδαίσθηση; Είχαν οι αλλαγές μιας ολάκερης ζωής συνωστιστεί σ’ ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, και ήταν αυτοί τώρα τέσσερα γηραλέα άτομα, που κάθονταν συντροφιά με τον παλιό τους φίλο, τον Δρα Χαϊντέγκερ;

«Ξαναγίναμε γέροι τόσο σύντομα;» ξεφώνισαν με θλίψη.

Στ’ αλήθεια είχαν ξαναγίνει γέροι. Το Νερό της Νιότης περιείχε μια ευεργετική ιδιότητα περισσότερο παροδική απ’ ό, τι το κρασί. Το παραλήρημα χαράς που προκάλεσε είχε εξατμιστεί. Μάλιστα! Ξανάγιναν γέροι. Με μια αυθόρμητη κίνηση, που την έκανε να αναρριγήσει και έδειχνε πως ήταν ακόμη γυναίκα, η χήρα κάλυψε το πρόσωπό της με τα κοκκαλιάρικα χέρια της, και ένιωσε πως ήταν καλύτερα να το έκρυβε το κάλυμμα του φέρετρου, μια και δεν μπορούσε να είναι πια ωραία.

«Μάλιστα, φίλοι μου, είστε πάλι γέροι», είπε ο Δρ Χαϊντέγκερ, «Και κοιτάξτε! Το Νερό της Νιότης έχει όλο χαραμιστεί στο πάτωμα. Λοιπόν – δεν θα θρηνήσω γι’ αυτό. Ακόμη κι αν η πηγή ανάβλυζε στο ίδιο μου το κατώφλι, δε θα έσκυβα να βρέξω τα χείλη μου – όχι, αν και το παραλήρημα αγαλλίασης θα διαρκούσε για χρόνια αντί για λίγες στιγμές. Αυτό το μάθημα μου διδάξατε!»

Όμως, οι τέσσερις φίλοι του γιατρού δεν πήραν ένα παρόμοιο μάθημα οι ίδιοι. Γι’ αυτό πήραν την απόφαση να πάνε ένα προσκύνημα στη Φλόριντα, και να πίνουν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, από την Πηγή της Νεότητας.


Σημείωση του συγγραφέα: Σε μια κριτική στην Αγγλία πριν από λίγο καιρό κατηγορήθηκα για λογοκλοπή της ιδέας του παρόντος διηγήματος από ένα κεφάλαιο ενός από τα έργα του Αλέξανδρου Δουμά. Υπήρξε αναμφίβολα μια λογοκλοπή, από τη μια ή από την άλλη μεριά. Το διήγημά μου όμως γράφηκε πριν πάνω από είκοσι χρόνια, και εφόσον το έργο [του Δουμά] χρονολογείται πολύ πιο πρόσφατα, μου κάνει μεγάλη ευχαρίστηση να σκέφτομαι ότι ο κύριος Δουμάς μου έκανε την τιμή να οικειοποιηθεί μια από τις φανταστικές μου συλλήψεις της νεότητάς μου. Εγκάρδια τον καλωσορίζω στην ιδέα μου. Και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα που ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος έχει εξασκήσει το προνόμιό της απαιτητικής του μεγαλοφυΐας να σφετερίζεται την πνευματική περιουσία λιγότερο επιφανών ανθρώπων για δική του χρήση και όφελος. Σεπτέμβριος 1860.

*Ο Χουάν Πόνσε ντε Λεόν ανακάλυψε τη Φλόριντα στις 2 Απριλίου 1513, ημέρα Πάσχα, και την ονόμασε Pascua Florida­ (Ανθισμένο Πάσχα). Λέγεται πως ανακάλυψε τη χερσόνησο ψάχνοντας για το Νερό της Νιότης. (ΣτΜ)

O συγγραφέας

Ναθάνιελ Χόθορν

Γέννηση

4 Ιουλίου 1804[1]
Σάλεμ, Μασαχουσέτη, ΗΠΑ[1]

Θάνατος

19 Μαΐου 1864 (59 ετών)

Πλύμουθ, Νιου Χάμσαϊρ, ΗΠΑ[1]

Γλώσσα

αγγλικά

Εθνικότητα

Αμερικανός

Αξιοσημείωτα έργα

Το άλικο γράμμα, Το σπίτι με τα εφτά αετώματα κ.α.



 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr