Η Έσχατη Ερώτηση (The Last Question)
Του Ισαάκ Ασίμοφ
(Μετάφραση – απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Η Έσχατη Ερώτηση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1956. Ο συγγραφέας θεωρεί το διήγημα αυτό το καλύτερο που έγραψε ποτέ. Ακόμη κι αν ο αναγνώστης δεν κατέχει το κατάλληλο επιστημονικό υπόβαθρο για να γνωρίζει τις επιστημονικές έννοιες που παρουσιάζονται εδώ, το τέλος θα τον εντυπωσιάσει.
Το διήγημα αυτό είναι το πιο αγαπημένο που έχω ποτέ γράψει. Γιατί, στο κάτω-κάτω, ανέλαβα να εξιστορήσω αρκετά τρισεκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης ιστορίας σ’ ένα σύντομο διήγημα και επαφίεμαι στην κρίση σου, αγαπητέ αναγνώστη, για το πόσο καλά τα κατάφερα. Επίσης ανέλαβα κι ένα άλλο έργο, αλλά δε θα σου το πω για να μη σου χαλάσω τη διήγηση. Το περίεργο γεγονός είναι ότι αναρίθμητοι αναγνώστες μου έχουν ρωτήσει εάν εγώ έγραψα αυτό το διήγημα. Φαίνεται πως ποτέ δε θυμούνται τον τίτλο του διηγήματος ή (στα σίγουρα) το συγγραφέα, διατηρώντας ίσως μια αμυδρή ανάμνηση ότι ίσως να ήμουν εγώ. Αλλά, φυσικά, ποτέ δεν ξεχνούν το διήγημα το ίδιο, ιδίως το τέλος. Η ιδέα φαίνεται να επισκιάζει τα πάντα – και είμαι ικανοποιημένος γι’ αυτό.
Ισαάκ Ασίμοφ
Η έσχατη ερώτηση έγινε για πρώτη φορά, μισοσοβαρά μισοαστεία, στις 21 Μαΐου 2061, σε μια χρονική στιγμή που η ανθρωπότητα βγήκε στο φως. Η ερώτηση ήρθε σαν αποτέλεσμα ενός στοιχήματος πέντε δολαρίων για κοκτέιλ, και συνέβη ως εξής:
Ο Αλεξάντερ Άντελ και ο Μπέρτραμ Λουπόφ ήταν δύο από τους πιστούς χειριστές του Μούλτιβακ. Όπως κάθε άνθρωπος στον κόσμο, ήξεραν τι βρισκόταν πίσω από το ψυχρό πρόσωπο του γιγαντιαίου υπολογιστή, που γουργούριζε και αναβόσβηνε συνδεδεμένος σ’ ένα τεράστιο, πολλών χιλιομέτρων, δίκτυο. Αυτοί είχαν τουλάχιστον μια αμυδρή εικόνα του γενικού σχεδίου των συνδέσεων και των κυκλωμάτων, πράγματα όμως που από καιρό ήταν πέρα από κάθε κατανόηση ενός μέσου ανθρώπου.
Ο Μούλτιβακ είχε την ικανότητα να αυτορυθμίζεται και να αυτοεπιδιορθώνεται. Κι έτσι έπρεπε, διότι κανένα ανθρώπινο χέρι δεν ήταν σε θέση να τον ρυθμίσει και να τον επιδιορθώσει γρήγορα και επαρκώς. Κι έτσι ο Άντελ και ο Λουπόφ χειρίζονταν τον τερατώδη γίγαντα μόνο επιπόλαια και επιφανειακά, όπως εξάλλου μπορούσε κάθε τυχόν άνθρωπος. Τον τροφοδοτούσαν με δεδομένα, στάθμιζαν τις ερωτήσεις στις ανάγκες του και ερμήνευαν τις απαντήσεις που έδιδε. Φυσικά, οι ίδιοι και κάθε άλλος σαν κι αυτούς, είχαν πλήρη δικαιώματα να μοιράζονται τη δόξα που ανήκε στον Μούλτιβακ.
Για δεκαετίες ο Μούλτιβακ είχε βοηθήσει να σχεδιασθούν διαστημόπλοια και να προσδιορισθούν οι τροχιές που επέτρεψαν τους ανθρώπους να κατακτήσουν τη Σελήνη, τον Άρη, και την Αφροδίτη, αλλά πέρα από εκεί, οι λιγοστοί πόροι της γης δεν μπορούσαν να τροφοδοτήσουν και να συντηρήσουν τα πλοία. Η ενέργεια δεν επαρκούσε για μακρινά ταξίδια. Ο πλανήτης μας εκμεταλλεύτηκε τον άνθρακα και το ουράνιο με αυξανόμενη αποδοτικότητα, και λίγες ποσότητες έμειναν κι από τα δύο.
Σιγά σιγά όμως ο Μούλτιβακ έμαθε αρκετά για να απαντήσει πιο βαθιές και θεμελιώδεις ερωτήσεις, και στις 14 Μαΐου 2061, η θεωρία έγινε πραγματικότητα.
Η ενέργεια του ήλιου δεσμεύτηκε, συσσωρεύτηκε, μετασχηματίστηκε και χρησιμοποιήθηκε άμεσα σε παγκόσμια κλίμακα. Ολόκληρος ο πλανήτης απαλλάχτηκε από την καύση του άνθρακα και τη σχάση του ουρανίου, και γύρισε το διακόπτη που συνέδεε ένα μικρό διαστημικό σταθμό, διαμέτρου δύο χιλιομέτρων, σε τροχιά γύρω από τη γη στα μισά της απόστασης από τη Σελήνη. Όλος ο πλανήτης άρχισε να λειτουργεί με την αόρατη ακτινοβολία της ηλιακής ενέργειας.
Μια βδομάδα δεν ήταν αρκετή να επισκιάσει τη δόξα αυτού του γεγονότος όταν ο Άντελ και Λουπόφ κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν από τα δημόσια καθήκοντά τους, και να συναντηθούν στα κρυφά κάπου όπου κανείς δε θα σκεφτόταν να τους ψάξει, στα εγκαταλειμμένα υπόγεια δωμάτια, όπου ήταν ορατά μέρη του θαμμένου κορμιού του Μούλτιβακ. Αβοήθητος πλέον, νωχελικός, ταξινομώντας δεδομένα με χαρούμενα τεμπέλικα γουργουρητά, ο Μούλτιβακ είχε κερδίσει κι αυτός τις διακοπές του, πράγμα που τα δυο αγόρια εκτιμούσαν. Αρχικά δεν είχαν καμιά πρόθεση να ταράξουν την ηρεμία του. Είχαν φέρει μαζί τους μια μπουκάλα, και η μόνη τους έννοια ήταν να χαλαρώσουν σαν δυο καλά φιλαράκια απολαμβάνοντας συγχρόνως το περιεχόμενο του μπουκαλιού.
«Είναι καταπληκτικό όταν το σκεφτείς», είπε ο Άντελ. Στο πλατύ του πρόσωπο είχαν σχηματιστεί ρυτίδες κούρασης. Ανακάτευε το ποτό του μ’ ένα γυάλινο ραβδάκι παρακολουθώντας τα παγάκια να επιπλέουν αδέξια εδώ κι εκεί. «Άπλετη ενέργεια που μπορούμε να έχουμε για πάντα, και μάλιστα δωρεάν. Τόση ενέργεια που, αν το θελήσουμε, θα μπορούμε να λιώσουμε ολόκληρη τη γη μετατρέποντάς την σε μια τεράστια σταγόνα ακάθαρτου υγρού σιδήρου, και να μας μείνει όση θέλουμε τόσο που να μπορούμε να τη χρησιμοποιούμε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, δηλαδή για πάντα.
Ο Λουπόφ έγειρε ελαφρά το κεφάλι του προς τα πλάγια. Συνήθως το έκανε αυτό όταν ήθελε να διαφωνήσει, και τώρα ήθελε να διαφωνήσει, εν μέρει επειδή ήταν αυτός που του έλαχε να κουβαλήσει τον πάγο και τα ποτήρια. «Όχι για πάντα», είπε.
«Ο, διάβολε, περίπου για πάντα. Μέχρι που να ξεμείνει ο ήλιος από καύσιμα, Μπερτ».
«Ναι, αλλά αυτό δε σημαίνει για πάντα».
«Εντάξει, εντάξει. Δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια. Δέκα δις ίσως. Είσαι ικανοποιημένος».
Ο Λουπόφ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα αραιωμένα του μαλλιά σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι του είχαν μείνει ακόμη μερικά και ρούφηξε απαλά το ποτό του. «Δέκα δις χρόνια δε σημαίνει για πάντα».
«Ε, θα διαρκέσει όσο ζουν άνθρωποι, έτσι δεν είναι;»
«Το ίδιο ισχύει για τον άνθρακα και το ουράνιο».
«Εντάξει, αλλά τώρα μπορούμε να συνδέσουμε κάθε διαστημόπλοιο με τον Ηλιακό Σταθμό και να το πάμε στον Πλούτωνα και πίσω εκατομμύρια φορές χωρίς να ανησυχούμε για τα καύσιμα. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το κάνουμε με τον άνθρακα ή το ουράνιο. Ρώτησε τον Μούλτιβακ, αν δε με πιστεύεις».
«Δε χρειάζεται να ρωτήσω τον Μούλτιβακ. Το ξέρω».
«Τότε σταμάτα να τα βάζεις μ’ ό, τι έχει κάνει ο Μούλτιβακ για μας», είπε ο Άντελ ξαναμμένος, «ό, τι έκανε, το έπραξε σωστά».
«Ποιος λέει το αντίθετο; Αυτό που λέω είναι ότι ο ήλιος δε θα διαρκέσει για πάντα. Είμαστε ασφαλείς για δέκα δις χρόνια, αλλά μετά;» ο Λουπόφ του κούνησε ένα τρεμάμενο δάχτυλο. Και μη μου πεις πως μετά θα πάμε σ’ έναν άλλον ήλιο».
Επικράτησε σιγή για λίγο. Ο Άντελ έβαζε το ποτήρι στα χείλη του μόνο περιστασιακά, και ο Λουπόφ αργά- αργά έκλεινε τα μάτια. Ξεκουράζονταν κι οι δυο τους. Ξαφνικά ο Λουπόφ άνοιξε τα μάτια. «Σκέφτεσαι πως θ’ αλλάξουμε ήλιο όταν ο δικός μας θα τελειώσει, ε;»
«Δε σκέφτομαι».
«Και φυσικά σκέφτεσαι. Δεν είσαι δυνατός στη λογική, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Είσαι σαν τον τύπο της ιστορίας που τον έπιασε μια ξαφνική μπόρα και έτρεξε σε μια συστάδα δέντρων να καλυφθεί κάτω από ένα. Δεν ανησυχούσε γιατί υπολόγισε όταν το δέντρο θα μούσκευε τελείως, θα πήγαινε να καλυφθεί κάτω από ένα άλλο».
«Το’ πιασα », είπε ο Άντελ. «Μη φωνάζεις. Όταν ο ήλιος μας πεθάνει, θα έχουν πεθάνει και τα υπόλοιπα άστρα».
«Και βέβαια θα έχουν πεθάνουν, του κερατά!» μουρμούρισε ο Λουπόφ. «Τα πάντα είχαν μια αρχή στην αρχική κοσμική έκρηξη, ό, τι κι αν ήταν αυτή, και τα πάντα θα έχουν ένα τέλος όταν όλα τα αστέρια θα έχουν εξαντληθεί. Μερικά εξαντλούνται γρηγορότερα από άλλα. Διάβολε, οι γίγαντες δε θα βαστάξουν ούτε εκατό εκατομμύρια χρόνια. Ο ήλιος θα κρατήσει δέκα δις χρόνια και πιθανόν οι νάνοι θα διαρκέσουν διακόσια δις, για όποια αξία κι αν έχει αυτό. Αλλά σ’ ένα τρις χρόνια όλα θα χαθούν στο σκοτάδι. Η εντροπία θα αυξηθεί στο μέγιστο, αυτό είναι όλο».
«Γνωρίζω όλα τα σχετικά με την εντροπία», είπε ο Άντελ, υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπειά του.
«Του κερατά και γνωρίζεις».
«Ξέρω τόσα όσο και συ».
«Άρα ξέρεις ότι όλα θα σταματήσουν μια μέρα».
«Εντάξει, ποιος λέει το αντίθετο;»
«Εσύ το είπες, ανόητε. Είπες έχουμε όλη την ενέργεια που θέλουμε επ’ άπειρον. Είπες επ’ άπειρον».
Ήταν τώρα η σειρά του Άντελ να εναντιωθεί. «Ίσως μπορέσουμε να αναστρέψουμε τα πράγματα μια μέρα», είπε.
«Ποτέ».
«Γιατί όχι; Κάποτε».
«Ποτέ!»
«Ρώτα τον Μούλτιβακ».
«Ρώτα τον εσύ, σε προκαλώ. Πάω στοίχημα πέντε δολάρια ότι θα πει πως δε γίνεται».
Ο Άντελ ήταν αρκετά μεθυσμένος να δοκιμάσει, αλλά και αρκετά νηφάλιος για να είναι σε θέση να πληκτρολογήσει τα κατάλληλα σύμβολα και να εκτελέσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την ερώτηση, η οποία σε λέξεις θα αντιστοιχούσε στο εξής: θα μπορέσει η ανθρωπότητα μια μέρα χωρίς την ωφέλιμη δαπάνη ενέργειας να αποκαταστήσει τον ήλιο στην πλήρη νεότητά του, ακόμη κι αν θα έχει πεθάνει από γερατειά; Ή ίσως πιο απλά διατυπωμένα: πώς μπορεί το καθαρό ποσό της εντροπίας του σύμπαντος να μειωθεί;
Ο Μούλτιβακ σταμάτησε και σίγησε. Τα αργό αναβόσβημα των φώτων σταμάτησε και οι μακρινές συνδέσεις του έπαψαν να γουργουρίζουν. Και τότε, καθώς οι δυο τρομαγμένοι τεχνικοί αισθάνονταν να μην μπορούν να κρατήσουν πια την ανάσα τους, το συνδεδεμένο με τον Μούλτιβακ τηλέτυπο ξαφνικά πήρε ζωή, τυπώνοντας τις εξής πέντε λέξεις: ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
«Δεν ισχύει το στοίχημα», ψιθύρισε ο Λουπόφ και έφυγαν βιαστικά. Το επόμενο πρωί, οι δυο τους, ζαλισμένοι με ισχυρό πονοκέφαλο και μ’ ένα στόμα σαν τσαρούχι, είχαν ξεχάσει το συμβάν.
*
Ο Τζέροντ, η Τζεροντίν, και οι Τζεροντέτ Ι και ΙΙ παρακολουθούσαν τη γεμάτη αστέρια εικόνα στην οθόνη ν’ αλλάζει καθώς ολοκληρωνόταν σε μηδενικό χρόνο η διάβαση μέσα από τον υπερχώρο στις κανονικές διαστάσεις του χωροχρόνου. Αμέσως το ομαλό πασπάλισμα των άστρων υποχώρησε και στη θέση τους κυριάρχησε ένας μόνο λαμπρός φεγγοβόλος δίσκος, στο μέγεθος μιας μπίλιας, στην οθόνη του πιλοτηρίου.
«Εκείνος είναι ο ήλιος του πλανήτη Χ-23», είπε ο Τζέροντ με σιγουριά. Τα λεπτεπίλεπτα χέρια του σφίχτηκαν πίσω από την πλάτη του κάνοντας τις αρθρώσεις των δαχτύλων του να ασπρίσουν.
Οι μικρές Τζεροντέτ είχαν δοκιμάσει το πέρασμα στον υπερχώρο για πρώτη φορά και ένιωθαν παράξενα με την αίσθηση σαν κάποιος να τους γύρισε προς στιγμή το μέσα τους έξω. Με πνιχτά χαχανητά άρχισαν να κυνηγιούνται γύρω από τη μητέρα τους ξεφωνίζοντας. «Φτάσαμε στον Χ-23, φτάσαμε στον Χ-23, φτάσαμε…»
«Ήσυχα, παιδιά», είπε η Τζεροντίν αυστηρά. «Είσαι σίγουρος, Τζέροντ;»
«Σιγουρότατος» απάντησε ο Τζέροντ, σηκώνοντας τα μάτια του και κοιτώντας το σωληνοειδές εξόγκωμα, καμωμένο από ένα ακαθόριστο μέταλλο, κάτω από την οροφή. Διέτρεχε το όλο μήκος της καμπίνας και εξαφανιζόταν μέσα απόν τοίχο από άκρη σε άκρη. Έπιανε το μήκος ολόκληρου του πλοίου.
Ο Τζέροντ δε σκάμπαζε σχεδόν τίποτε γι’ αυτό το μεταλλικό εξόγκωμα, παρά μόνο ότι το έλεγαν Μίκροβακ, στο οποίο ρωτούσες κάτι, αν ήθελες κι αυτό απαντούσε, ότι αν δεν ήθελες να κάνεις ερωτήσεις, αυτό εξακολουθούσε να κατευθύνει το πλοίο προς τον προκαθορισμένο προορισμό, ότι τροφοδοτούταν με ενέργεια από Υπογαλαξιακούς Σταθμούς Ισχύος, και ότι υπολόγιζε τις εξισώσεις για τα υπερχωρικά άλματα.
Ο Τζέροντ και η οικογένειά του έπρεπε να περιμένουν και να διαμείνουν στα άνετα διαμερίσματα του πλοίου τους πριν μετακομίσουν σε καινούριο σπίτι. Κάποιος είχε κάποτε εξηγήσει στον Τζέροντ ότι το ακ στο τέλος του Μίκροβακ σημαίνει αυτόματος υπολογιστής (automatic computer) στα αρχαία αγγλικά, αλλά ο Τζέροντ γρήγορα επρόκειτο να το ξεχάσει.
Τα μάτια της Τζεροντίν βούρκωσαν καθώς παρακολουθούσε την οθόνη. «Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Αισθάνομαι παράξενα που φύγαμε από τη γη».
«Για το Θεό, γιατί;» θέλησε να μάθει ο Τζέροντ. «Εκεί δεν είχαμε τίποτε. Θα έχουμε τα πάντα στον Χ-23. Δε θα είσαι μόνη. Δε θα είσαι πρωτοπόρος. Υπάρχουν κιόλας πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη. Θεέ και Κύριε, τα τρισέγγονά μας θα ψάχνουν καινούριους κόσμους γιατί ο Χ-23 θα έχει πρόβλημα υπερπληθυσμού». Κατόπιν, αφού συλλογίστηκε για λίγο, είπε, «τούτο σας λέω, είμαστε τυχεροί που οι υπολογιστές επεξεργάστηκαν τα διαστρικά ταξίδια με το ρυθμό που αυξάνεται η φυλή μας».
«Το ξέρω, το ξέρω», είπε η Τζεροντίν άκεφα. Η Τζεροντέτ Ι διέκοψε χαρούμενη. «Ο δικός μας Μίκροβακ είναι ο καλύτερος του κόσμου».
«Το ίδιο νομίζω κι εγώ», είπε ο Τζέροντ, ανακατεύοντας στοργικά τα μαλλιά της.
Αισθανόσουν ωραία να έχεις τον δικό σου Μίκροβακ και ο Τζέροντ απολάμβανε να ζει στη δική του γενιά και όχι σ’ άλλη. Στα νιάτα του πατέρα του, οι υπολογιστές ήταν πελώριες μηχανές που έπιαναν εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα χώρου. Υπήρχε μόνο ένας πλανήτης και οι υπολογιστές λέγονταν ΑΚ. Το μέγεθός τους όλο και μεγάλωνε σταθερά για χίλια χρόνια, και ξαφνικά ήρθε η βελτίωση. Τα τρανζίστορ αντικαταστάθηκαν από τις μοριακές βαλβίδες, κι έτσι ο μεγαλύτερος πλανητικός υπολογιστής είχε τον μισό όγκο ενός διαστημόπλοιου.
Ο Τζέροντ αισθανόταν μια ευφορία κάθε φορά που σκεφτόταν ότι ο προσωπικός του Μίκροβακ ήταν πολύ πιο πολύπλοκος από ότι ο αρχαίος και πρωτόγονος Μούλτιβακ που είχε πρωτοδεσμεύσει την ηλιακή ενέργεια, και σχεδόν τόσο πολύπλοκος όσο και ο πλανητικός υπολογιστής στη γη (ο μεγαλύτερος), ο οποίος είχε λύσει για πρώτη φορά το πρόβλημα των υπερχωρικών ταξιδιών και κατέστησε δυνατή τη μετάβαση στα άστρα.
«Τόσα πολλά άστρα, άπειροι πλανήτες», αναστέναξε η Τζεροντίν, βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. «Υποθέτω πως οικογένειες θα συνεχίσουν για πάντα να πηγαίνουν σε καινούριους πλανήτες, όπως κάνουμε κι εμείς τώρα».
«Όχι για πάντα», είπε ο Τζέροντ χαμογελώντας. «Όλα αυτά θα σταματήσουν μια μέρα, αλλά όχι πριν από δισεκατομμύρια χρόνια. Πολλά δισεκατομμύρια. Ακόμη και τα άστρα θα σβήσουν, ξέρεις. Η εντροπία θα αυξηθεί».
«Τι είναι η εντροπία, μπαμπά;» ρώτησε με τη διαπεραστική φωνούλα η Τζεροντέτ ΙΙ.
«Εντροπία, γλυκιά μου, είναι μια λέξη που σημαίνει το ποσό της εξάντλησης του σύμπαντος. Όλα εξαντλούνται, ξέρεις, όπως το ρομπότ σου που περπατάει και μιλάει, θυμάσαι;»
«Και δεν μπορείς να βάλεις καινούριες μπαταρίες, όπως γίνεται με το ρομπότ μου;»
«Τα αστέρια τα ίδια είναι οι μπαταρίες, αγάπη μου. Άμα σβήσουν, δεν υπάρχουν άλλες μπαταρίες».
Η Τζεροντέτ Ι έμπηξε τα κλάματα. «Μην τ’ αφήσεις, μπαμπά μου. Κάνε να μη σβήσουν τα αστέρια».
«Κοίτα τώρα τι έκανες» ψιθύρισε οργισμένα η Τζεροντίν.
«Πού να το φανταστώ πως θα τρόμαζαν;» απάντησε ο Τζέροντ ψιθυριστά.
«Ρώτησε τον Μίκροβακ», είπε κλαψουρίζοντας η Τζεροντέτ Ι. «Ρώτησέ τον πώς να κάνουμε τα αστέρια να ξανανάψουν».
«Άντε, κάντο», είπε η Τζεροντίν. «Αυτό θα τους ηρεμήσει». (Τώρα άρχισε να κλαίει και η Τζεροντέτ ΙΙ).
Ο Τζέροντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ελάτε, ελάτε, γλυκές μου. Θα ρωτήσω τον Μίκροβακ κι αυτός θα μας πει, μην ανησυχείτε».
Ρώτησε τον Μίκροβακ, προσθέτοντας γρήγορα: «Εκτύπωσε την απάντηση».
Ο Τζέροντ έκρυψε με τη χούφτα του χεριού του την απάντηση που ήταν γραμμένη σε μια λεπτή μεμβράνη και είπε προσεχτικά: «Ακούστε τώρα, ο Μίκροβακ λέει πως θα φροντίσει για όλα όταν έρθει εκείνη η ώρα, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείτε».
«Και τώρα παιδιά, ώρα για ύπνο. Σύντομα θα βρεθούμε στο καινούριο μας σπίτι», είπε η Τζεροντίν.
Ο Τζέροντ διάβασε πάλι τις λέξεις στη μεμβράνη πριν την καταστρέψει: ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
Ανασήκωσε τους ώμους και κοίταξε την οθόνη. Ο Χ-23 ήταν ακριβώς μπροστά.
*
O BZ-23X του Λάμεθ ατένισε το μαύρο φόντο του μικρής κλίμακας τρισδιάστατου χάρτη του Γαλαξία και είπε, «Αστείοι είμαστε να ανησυχούμε τόσο για το ζήτημα».
Ο ΜΚ-17Ζ του Νίκρον κούνησε το κεφάλι του. «Δε νομίζω. Ξέρεις ότι ο Γαλαξίας θα γεμίσει σε πέντε χρόνια με τον τωρινό ρυθμό επέκτασης».
Οι δυο άντρες έδειχναν εικοσάρηδες και ήταν τέλεια σχηματισμένοι.
«Κι όμως», είπε ο ΒΖ-23Χ, «διστάζω να υποβάλω μια απαισιόδοξη αναφορά στο Γαλαξιακό Συμβούλιο».
«Εγώ δε θα πρότεινα καμιά άλλη αναφορά. Ανατάραξέ τους λίγο. Πρέπει να τους αναταράξουμε, το χρειάζονται».
Ο ΒΖ-23Χ αναστέναξε. «Το διάστημα είναι άπειρο. Πάνω από εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες είναι στη διάθεσή μας».
«Εκατό δισεκατομμύρια δεν είναι άπειρα και γίνονται όλο και λιγότερα με το χρόνο. Για σκέψου! Πριν από είκοσι χιλιάδες χρόνια, η ανθρωπότητα έλυσε το πρόβλημα της χρησιμοποίησης της ηλιακής ενέργειας για πρώτη φορά, και λίγους αιώνες αργότερα, επετεύχθησαν τα διαστρικά ταξίδια. Χρειάστηκε η ανθρωπότητα ένα εκατομμύρια χρόνια να κατακλύσει έναν μικρό κόσμο και κατόπιν δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια να κατακλύσει τον υπόλοιπο Γαλαξία. Τώρα ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια…»
Ο ΒΖ-23Χ τον διέκοψε. «Κι αυτό γίνεται χάρη στην αθανασία».
«Δε λέω. Η αθανασία ισχύει και θα πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη. Παραδέχομαι πως έχει και τη δυσάρεστη πλευρά της, τούτη εδώ η αθανασία. Ο Γαλαξιακός ΑΚ μας έχει λύσει πολλά προβλήματα, αλλά με το να αποτρέψει το γήρας και το θάνατο, έχει υποβαθμίσει όλες τις άλλες παραμέτρους».
«Κι όμως δε θα ήθελες να χάσεις τη ζωή σου, υποθέτω».
«Θεός φυλάξοι!», είπε απότομα ο ΜΚ-17Ζ, και αμέσως μαλακώνοντας πρόσθεσε. «Όχι ακόμη. Δεν είμαι οπωσδήποτε πολύ γέρος. Εσύ ποσό χρονών είσαι;»
«Διακόσια είκοσι-τρία. Κι εσύ;»
«Είμαι ακόμη κάτω από διακόσια. Αλλά στο θέμα μας. Ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια. Και μιας και αυτός ο Γαλαξίας θα είναι πλήρης, θα έχουμε κατακλύσει έναν άλλο σε δέκα χρόνια. Σε άλλα δέκα χρόνια θα έχουμε υπερπληρώσει δυο ακόμη. Άλλα δέκα χρόνια, άλλους τέσσερις. Σε εκατό χρόνια, θα έχουμε κατακλύσει χίλιους γαλαξίες. Σε χίλια χρόνια, ένα εκατομμύριο γαλαξίες. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια, ολόκληρο το γνωστό μας σύμπαν. Μετά τι μέλλει γενέσθαι;»
Ο ΒΖ-23Χ είπε, «μια παρενέργεια αυτού είναι και το πρόβλημα της μεταφοράς. Αναρωτιέμαι πόσες ηλιακές μονάδες ισχύος θα χρειαστούν να μεταφερθούν ολόκληροι γαλαξιακοί πληθυσμοί από τον έναν γαλαξία στον άλλο».
«Πολύ σωστή παρατήρηση. Ήδη η ανθρωπότητα δαπανά δυο ηλιακές μονάδες ισχύος κατ’ έτος».
«Η πιο πολλή ενέργεια χάνεται. Ο δικός μας γαλαξίας μόνο εκπέμπει χίλιες ηλιακές μονάδες ισχύος κάθε χρόνο κι εμείς χρησιμοποιούμε μόνο δύο».
«Σωστά, αλλά με 100% αποδοτικότητα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι παρατείνουμε το τέλος. Οι ενεργειακές μας ανάγκες αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, ακόμη γρηγορότερα από τον πληθυσμό μας. Θα μείνουμε από ενέργεια πολύ πιο γρήγορα από ότι θα μείνουμε από γαλαξίες. Εδώ υπάρχει μεγάλο θέμα».
«Απλά θα πρέπει να φτιάξουμε καινούρια αστέρια από διαστρικό αέριο».
«Ή μήπως από εκφυλισμένη θερμότητα;» ρώτησε ο ΜΚ-17Ζ με ειρωνεία.
«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος ν’ αναστρέψουμε την εντροπία. Να ρωτήσουμε τον Γαλαξιακό ΑΚ».
Ο ΒΖ-23Χ δεν το είπε στα σοβαρά, παρόλα αυτά ο ΜΚ-17Ζ τράβηξε τον προσωπικό υπολογιστή σύνδεσης με τον ΑΚ από την τσέπη του και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μπροστά του.
«Λέω να», είπε. «Είναι κάτι που η ανθρώπινη φυλή θα το αντιμετωπίσει μια μέρα».
Κοίταξε σκυθρωπά τον υπολογιστή σύνδεσης με τον ΑΚ. Ήταν ένα συνηθισμένο κουτί περίπου εφτά κυβικά εκατοστά, αλλά ήταν συνδεδεμένο διαμέσου του υπερχώρου με τον μεγάλο Γαλαξιακό ΑΚ που εξυπηρετούσε ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Λαμβάνοντας υπόψη τον υπερχώρο, το εξάρτημα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του Γαλαξιακού ΑΚ.
Ο ΜΚ-17Ζ αναρωτήθηκε για λίγο αν κάποτε στην αθάνατη ζωή του θα είχε την ευκαιρία να δει τον Γαλαξιακό ΑΚ. Ο ΑΚ βρισκόταν στο δικό του μικρό κόσμο, σαν ένας ιστός αράχνης αποτελούμενος από δέσμες δυνάμεων που συγκρατούσαν την ύλη, μέσα στην οποία ενεργειακές εξάρσεις κυμάτων υπομεσονίων αντικαθιστούσαν τις απηρχαιωμένες και χοντροκομμένες μοριακές βαλβίδες. Παρόλη την υποαιθερική του λειτουργία, ήταν γνωστό ότι ο Γαλαξιακός ΑΚ είχε μέγεθος τριακόσια ολόκληρα μέτρα.
Ο ΜΚ-17Ζ ρώτησε ξαφνικά τον υπολογιστή του, «Είναι δυνατόν να αναστραφεί η εντροπία;»
Ο ΒΖ-23Χ τον κοίταξε ξαφνιασμένος και αμέσως είπε, «Α, κοίτα, δεν το είπα στα σοβαρά ώστε να κάνεις αυτή την ερώτηση».
«Γιατί όχι;»
«Και οι δυο μας ξέρουμε ότι η εντροπία δεν είναι αναστρέψιμη. Δεν μπορείς να πάρεις τον καπνό και τη στάχτη και να φτιάξεις το δέντρο που κάηκε».
«Έχετε εσείς δέντρα στον κόσμο σας;» ρώτησε ο ΜΚ-17Ζ.
Ο ήχος του Γαλαξιακού ΑΚ τους ξάφνιασε κάνοντάς τους να σιωπήσουν. Η λεπτή και ωραία φωνούλα του υπολογιστή μέσα από τη σύνδεση πάνω στο τραπέζι ακούστηκε να λέει: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
«Βλέπεις!» είπε ο ΒΖ-23Χ.
Οι δυο άντρες μετά απ’ αυτό ξαναγύρισαν στο θέμα της αναφοράς που έπρεπε να υποβάλουν στο Γαλαξιακό Συμβούλιο.
*
Ο νους του Ζι Πράιμ επεκτάθηκε εξετάζοντας τον καινούριο γαλαξία μ’ ένα αμυδρό ενδιαφέρον στις αμέτρητες σπείρες των άστρων που τον πασπάλιζαν. Τούτον εδώ δεν τον είχε πριν ξαναδεί. Θα τους έβλεπε άραγε όλους; Τόσοι πολλοί, κι ο καθένας με το ανθρώπινο φορτίο του. Αλλά ένα φορτίο που σχεδόν ήταν νεκρό βάρος. Όλο και πιο πολύ, η πραγματική υπόσταση των ανθρώπων βρισκόταν εδώ έξω, στο διάστημα.
Νους, όχι σώματα! Τα αθάνατα σώματά των ανθρώπων παρέμειναν πίσω στους πλανήτες, σε τεχνητή αναστολή εδώ και αμέτρητους αιώνες. Ενίοτε ανάνηφαν για κάποια υλική δραστηριότητα, αλλά κι αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνια. Πολύ λίγα άτομα γεννιόνταν για να συμμετάσχουν στο τεράστιο πλήθος ανθρώπων, αλλά του κάκου. Δεν υπήρχε πολύς χώρος στο Σύμπαν για καινούρια άτομα.
Ο Ζι Πράιμ τον έβγαλαν από το ονειροπόλημά του οι αιθέριες σπείρες ενός άλλου νου.
«Είμαι ο Ζι Πράιμ», είπε ο Ζι Πράιμ. «Εσύ ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Ντι Σπουμπ Γουν. Ο Γαλαξίας σου;»
«Τον λέμε απλά Γαλαξία. Κι ο δικός σου;»
«Το ίδιο όνομα έχει κι ο δικός μου. Όλοι οι άνθρωποι ονομάζουν τον Γαλαξία τους Γαλαξία και τίποτε άλλο. Γιατί όχι;»
«Σωστά. Αφού όλοι οι γαλαξίες ίδιοι είναι».
«Όχι όλοι. Η φυλή μας προήλθε από έναν συγκεκριμένο γαλαξία, και τούτο τον κάνει διαφορετικό».
Ο Ζι Πράιμ ρώτησε, «από ποιον γαλαξία;»
«Δεν μπορώ να σου πω. Ο Συμπαντικός ΑΚ ίσως ξέρει».
«Τον ρωτάμε; Μ’ έπιασε μια ξαφνική περιέργεια».
Η αντίληψη του Ζι Πράιμ διευρύνθηκε μέχρι του σημείου που οι ίδιοι οι γαλαξίες συρρικνώθηκαν «οπτικά» και έγιναν ένα διάχυτο πασπάλισμα πάνω σ’ ένα μεγαλύτερο φόντο. Πολλές εκατοντάδες δισεκατομμυρίων από αυτούς, όλοι με τα αθάνατα όντα τους, όλοι να κουβαλούν το φορτίο τους με ευφυείς συνειδήσεις που περιφέρονταν εδώ κι εκεί στο διάστημα. Κι όμως ένας από αυτούς τους γαλαξίες, στο θολό μακρινό παρελθόν, ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός που κατοικήθηκε από τον άνθρωπο.
Ο Ζι Πράιμ φλεγόταν από περιέργεια να δει το γαλαξία απ’ όπου καταγόταν και κάλεσε: «Συμπαντικέ ΑΚ! Από ποιον γαλαξία έλκει την καταγωγή του ο άνθρωπος;»
Ο Συμπαντικός ΑΚ άκουσε, εφόσον σε κάθε κόσμο και σ’ όλη την έκταση του διαστήματος είχε τους αισθητήρες του έτοιμους, και κάθε αισθητήρας συνδεόταν δια μέσου του υπερχώρου με κάποιο άγνωστο σημείο όπου ο Συμπαντικός ΑΚ παρέμεινε απρόσιτος.
Ο Ζι Πράιμ γνώρισε μόνο έναν άνθρωπο που οι σκέψεις του είχαν διαπεράσει εντός αισθητής απόστασης από τον Συμπαντικό ΑΚ, και ανέφερε ότι το μόνο που αντιλήφθηκε ήταν μια δυσδιάκριτη λαμπερή σφαίρα με διάμετρο περίπου εξήντα εκατοστά.
«Μα πώς μπορεί να είναι αυτή η μικρή σφαίρα ολόκληρος ο Συμπαντικός ΑΚ;» είχε ρωτήσει Ο Ζι Πράιμ.
«Το μεγαλύτερο μέρος του,» ήταν η απάντηση, «βρίσκεται στον υπερχώρο. Σε τι μορφή, δεν μπορώ να το φανταστώ».
Και κανένας δεν μπορούσε, γιατί είχε εδώ και καιρό περάσει η μέρα, απ’ όσο γνώριζε ο Ζι Πράιμ, που είχε κάποιος συμμετάσχει στη δημιουργία ενός Συμπαντικού ΑΚ. Κάθε Συμπαντικός ΑΚ σχεδίαζε και κατασκεύαζε το διάδοχό του. Κάθε υπολογιστής, κατά την ύπαρξή του επί ένα εκατομμύρια χρόνια και περισσότερα συσσώρευε τα απαιτούμενα δεδομένα και κατασκεύαζε έναν καλύτερο και πιο πολύπλοκο, πιο αποδοτικό αντικαταστάτη, στον οποίο συγχώνευε τα δικά του αποθηκευμένα δεδομένα καθώς επίσης και την ατομικότητά του.
Ο Συμπαντικός ΑΚ διέκοψε τις ονειροπόλες σκέψεις του Ζι Πράιμ, όχι με λέξεις, αλλά με καθοδήγηση. Η νόηση του Ζι Πράιμ καθοδηγήθηκε σε μια νεφελώδη θάλασσα γαλαξιών, και ιδιαίτερα ένας απ’ αυτούς μεγεθύνθηκε ώστε να διακρίνονται τα αστέρια.
Μετά ήρθε μια σκέψη, απείρως μακρινή, αλλά κι απείρως σαφής. ΤΟΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΙΚΟΣ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Πλην όμως ο γαλαξίας ήταν ίδιος με τους άλλους και ο Ζι Πράιμ έπνιξε την απογοήτευσή του.
Ο Ντι Σουμπ Γουν, που ο νους του συνόδευε τον Ζι Πράιμ, είπε ξαφνικά, «και ποιο από αυτά τα άστρα είναι το αρχικό άστρο του ανθρώπου;»
Ο Συμπαντικός ΑΚ απάντησε, ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΧΕ ΕΚΡΑΓΕΙ ΣΕ ΝΟΒΑ, ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ ΣΕ ΛΕΥΚΟ ΝΑΝΟ.
«Και πέθαναν οι άνθρωποι κοντά σ’ αυτό;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ζι Πράιμ χωρίς να σκεφτεί.
Ο Συμπαντικός ΑΚ είπε, ΟΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΩΜΑΤΑ.
«Μα φυσικά,» είπε ο Ζι Πράιμ, αλλά ακόμη κι έτσι μια αίσθηση απώλειας τον κατέβαλε. Ο νους του αποδέσμευσε την προσοχή του από τον αρχικό γαλαξία του Ανθρώπου, τον επανέφερε πίσω στην πραγματικότητα και τον άφησε να περιπλανηθεί ανάμεσα στις νεφελώδεις κουκίδες του διαστήματος. Ποτέ δε θέλησε πια να δει το γαλαξία του.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ντι Σουμπ Γουν.
«Τα αστέρια πεθαίνουν. Το αρχικό μας άστρο είναι νεκρό».
«Και γιατί όχι; Όλα κάποτε θα πεθάνουν».
«Αλλά όταν όλη η ενέργεια δαπανηθεί, τα σώματά μας τελικά θα πεθάνουν, και μαζί τους εσύ κι εγώ».
«Θα περάσουν όμως δισεκατομμύρια χρόνια».
«Εγώ πάντως δε θα το ήθελα έστω και μετά από δισεκατομμύρια χρόνια. Συμπαντικέ ΑΚ! Πώς μπορεί να αποτραπεί ο θάνατος των άστρων;»
Ο Ντι Σουμπ Γουν είπε μ’ ένα μειδίαμα, «Ξέρεις ότι ρωτάς αν η εντροπία μπορεί να αναστραφεί;»
Και ο Συμπαντικός ΑΚ απάντησε: ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
Του Ζι Πράιμ οι σκέψεις έσπευσαν πίσω στο γαλαξία του. Δεν έδωσε περαιτέρω προσοχή στον Ντι Σουμπ Γουν, που το σώμα του πιθανόν περίμενε σ’ έναν γαλαξία ένα τρισεκατομμύριο έτη φωτός μακριά, ή σ’ ένα άστρο κοντά στου Ζι Πράιμ. Δεν είχε όμως σημασία».
Με θλιμμένη διάθεση ο Ζι Πράιμ άρχισε να μαζεύει διαστρικό υδρογόνο για να κατασκευάσει ένα δικό του αστέρι. Αν όλα τα άστρα έμελλε να πεθάνουν μια μέρα, τουλάχιστον μερικά μπορούσαν ακόμη να δημιουργηθούν.
*
Ο Άνθρωπος συσκέφθηκε με τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο, γιατί πλέον ο Άνθρωπος, νοητικά, ήταν ένας. Αποτελούταν από τρεις φορές τρισεκατομμύρια αγέραστα σώματα, το καθένα στο δικό του μέρος, να αναπαύονται ήσυχα και αδιάφθορα, να φροντίζονται από αυτόματες μηχανές, επίσης αδιάφθορες, ενώ ο νους του κάθε σώματος ήταν ελεύθερα και αδιάκριτα συγχωνευμένος μ’ άλλους.
Και είπε ο Άνθρωπος, «Το σύμπαν πεθαίνει».
Ο Άνθρωπος κοίταξε τριγύρω του τους γαλαξίες που σκοτείνιαζαν. Τα σπάταλα γιγαντιαία άστρα ήταν τα πρώτα που έφυγαν, πίσω στο αμυδρότατο και απώτατο παρελθόν. Σχεδόν όλα τα αστέρια είχαν γίνει λευκοί νάνοι και έβαιναν προς στο τέλος τους.
Καινούρια άστρα είχαν δημιουργηθεί από τη διαστρική σκόνη, μερικά με φυσική διαδικασία, άλλα με την επέμβαση του Ανθρώπου, αλλά κι αυτά πέθαιναν. Οι λευκοί νάνοι μπορούσαν ακόμη να συνθλιβούν μεταξύ τους και από τις σφοδρότατες απελευθερωμένες δυνάμεις να γεννηθούν καινούρια άστρα, αλλά κι εκείνων κάποτε θα έφθανε το τέλος.
Και είπε ο Άνθρωπος, «Με φειδωλή διαχείριση και με οδηγίες του Κοσμικού ΑΚ, η εναπομείνασα ενέργεια σ’ όλο το σύμπαν θα διαρκέσει δισεκατομμύρια χρόνια».
«Αλλά ακόμη κι έτσι», είπε ο Άνθρωπος, «τελικά θα επέλθει το τέλος όλων. Όμως παρόλη τη σωστή διαχείριση και την οικονομία, η ενέργεια που δαπανάται χάνεται και δεν αποκαθίσταται. Η εντροπία θα πρέπει αέναα να αυξηθεί στο μέγιστο».
Και είπε ο Άνθρωπος, «Είναι η εντροπία αναστρέψιμη; Ας ρωτήσουμε τον Κοσμικό ΑΚ».
Ο Κοσμικός ΑΚ περιέβαλλε τον Άνθρωπο, αλλά όχι στο χώρο. Ούτε ένα μέρος του βρισκόταν πια στο χώρο. Βρισκόταν ολοκληρωτικά στον υπερχώρο και ήταν κατασκευασμένος από κάτι που δεν ήταν ούτε ύλη ούτε ενέργεια. Το ζήτημα του μεγέθους του και η φύση του δεν είχε καμιά έννοια σε όρους που μπορούσε να κατανοήσει ο Άνθρωπος.
«Κοσμικέ ΑΚ,» είπε ο Άνθρωπος, «Πώς μπορεί να αναστραφεί η εντροπία;»
Ο Κοσμικός ΑΚ απάντησε: ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
Και είπε ο Άνθρωπος, «Συγκέντρωσε επί πλέον δεδομένα».
Ο Κοσμικός ΑΚ απάντησε: ΑΥΤΟ ΚΑΝΩ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΚΑΤΟ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΡΩΤΗΘΗΚΑΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ Μ’ ΑΥΤΟ. ΟΛΑ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΕΠΑΡΚΗ.
«Θα έρθει στιγμή», είπε ο Άνθρωπος, «που θα υπάρξουν επαρκή δεδομένα ή μήπως το πρόβλημα είναι άλυτο σ’ όλες τις κατανοητές περιστάσεις;»
Ο Κοσμικός ΑΚ απάντησε: ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΥΤΟ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ.
Και είπε ο Ανθρωπος, «πότε θα έχεις αρκετά δεδομένα για ν’ απαντήσεις στην ερώτησή μου;»
Ο Κοσμικός ΑΚ απάντησε: ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
«Εσύ όμως θα συνεχίσεις να επεξεργάζεσαι το πρόβλημα;»
Ο Κοσμικός ΑΚ απάντησε: ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ.
Και είπε ο Άνθρωπος, «Θα περιμένουμε».
*
Τα άστρα και οι γαλαξίες έσβησαν και πέθαναν και ο χώρος του διαστήματος μετά από δέκα τρισεκατομμύρια χρόνια πορείας έγινε μαύρος – σκοτάδι.
Ένα ένα τα υλικά σώματα του Ανθρώπου συγχωνεύτηκαν με τον ΑΚ, κάθε σώμα έχασε την νοητική του ταυτότητα κατά έναν τρόπο που ήταν μάλλον κέρδος παρά απώλεια.
Ο τελευταίος νους του ανθρώπου κοντοστάθηκε πριν από τη συγχώνευση, παρατηρώντας έναν χώρο που δεν περιελάμβανε τίποτε εκτός από τα κατακάθια ενός τελευταίου σκοτεινού άστρου και την απίστευτα λεπτεπίλεπτη ύλη, η οποία αναταρασσόταν εδώ κι εκεί από ίχνη θερμότητας που χανόταν ασυμπτωματικά και κατέληγε στο απόλυτο μηδέν.
Και είπε ο Άνθρωπος, «ΑΚ, ήρθε το τέλος; Δεν μπορεί πια αυτό το χάος να αναστραφεί και να δημιουργηθεί εκ νέου το σύμπαν; Δεν μπορεί να γίνει αυτό;»
Ο ΑΚ απάντησε: ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΑΡΚΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
Ο τελευταίος νους του Ανθρώπου συγχωνεύτηκε και μόνο ο ΑΚ υπήρχε – και αυτός στον υπερχώρο.
*
Η ύλη και η ενέργεια είχαν τελειώσει και μαζί τους ο χώρος και ο χρόνος. Ακόμη παρέμεινε ο ΑΚ για χάρη της έσχατης ερώτησης που δεν είχε ποτέ απαντηθεί από την εποχή που ένας μισομεθυσμένος τεχνικός πριν από δέκα τρισεκατομμύρια χρόνια είχε κάνει την ερώτηση σ’ έναν υπολογιστή που έμοιαζε με τον ΑΚ πολύ λιγότερο από ότι ο άνθρωπος με τον Άνθρωπο.
Όλες οι άλλες ερωτήσεις είχαν απαντηθεί, και μέχρι ν’ απαντηθεί κι αυτή η έσχατη ερώτηση, ο ΑΚ δε θα αποδέσμευε την επίγνωσή του.
Όλα τα δυνατά δεδομένα συγκεντρώθηκαν. Δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο για να συλλεχθεί.
Αλλά όλα τα συγκεντρωμένα δεδομένα δεν είχαν ακόμη συσχετισθεί και καταχωρηθεί στη σωστή τους θέση. Πέρασε ένα άχρονο διάστημα για να γίνει αυτό. Και εγένετο ότε ο ΑΚ έμαθε πώς να αναστρέψει την εντροπία. Μόνο που δεν υπήρχε τώρα άνθρωπος στον οποίο να δώσει την απάντηση στην έσχατη ερώτηση. Αδιάφορο. Η απάντηση συμβολικά θα δίνονταν μόνη της. Για ένα άλλο άχρονο διάστημα ο ΑΚ σκέφτηκε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να το κατορθώσει αυτό. Προσεκτικά ο ΑΚ οργάνωσε το πρόγραμμα.
Η επίγνωση του ΑΚ περιέβαλε όλο εκείνο που κάποτε ήταν το Σύμπαν και συλλογίστηκε πάνω σ’ αυτό που τώρα ήταν το Χάος. Βήμα βήμα πρέπει να γίνει.
Και ο ΑΚ είπε: ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ! Και εγένετο φως.
Ο Ισαάκ Ασίμωφ γεννήθηκε με το όνομα Isaak Yudovich Ozimov στο Πετροβίτσι της Ρωσίας στις 2 Ιανουαρίου 1920 και πέθανε στις ΗΠΑ στις 6 Απριλίου του 1992 και είναι ιδιαίτερα γνωστός για το συγγραφικό του έργο και συγκεκριμένα για τα έργα επιστημονικής ... Βικιπαίδεια
Απεβίωσε: 6 Απριλίου 1992, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Εκπαίδευση: Πανεπιστήμιο Κολούμπια
Ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές: Εγώ, το ρομπότ, Ο άνθρωπος των δύο αιώνων
Υποψηφιότητες: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερου διηγήματος, Περισσότερα
Βραβεία: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερου μυθιστορήματος
|