spacer.png, 0 kB
Χάρι Χάρισον: ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΑΣΚΑΛΩΝΟΣ Εκτύπωση E-mail

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΑΣΚΑΛΩΝΟΣ

(Τίτλος του πρωτοτύπου: AN ALIEN AGONY or THE STREETS OF ASHKELON)

Χάρι Χάρισον (1925 - 2012)*


Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης


Κάπου ψηλά, μέσα στα αιώνια σύννεφα του Κόσμου του Γουέσκερ, ακούστηκε μια βροντή σαν κεραυνός που όλο και μεγάλωνε. Ο έμπορος Τζον Γκαρθ στάθηκε στο άκουσμά της, με τις μπότες του να χώνονται στο βούρκο, κάνοντας χωνί με την παλάμη του πάνω στο καλό του αυτί για να πιάσει τον ήχο. Ο ήχος αυξομειωνόταν στην πυκνή ατμόσφαιρα και όλο γινόταν δυνατότερος.

«Αυτός ο ήχος είναι ό ίδιος με εκείνον του ουρανόπλοιού σου», είπε ο Ίτιν με την άκαμπτη λογικότητα των Γουέσκερ, ο οποίος κονιορτοποιούσε την ιδέα στο μυαλό του και κατόπιν εξέταζε έναν- έναν τους κόκκους πολύ προσεκτικά. «Το πλοίο σου όμως βρίσκεται ακόμη στο μέρος όπου το προσεδάφισες. Κι εκεί πρέπει να βρίσκεται, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να το δούμε, γιατί είσαι ο μοναδικός που μπορεί να το χειριστεί. Κι αν ακόμη κάποιος άλλος μπορούσε να το χειριστεί, θα το ακούγαμε να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό. Εφόσον δεν ακούσαμε κάτι τέτοιο, κι αν αυτός ό ήχος προέρχεται από ουρανόπλοιο, τούτο πρέπει να σημαίνει…»

«Ναι, ένα άλλο πλοίο», είπε ο Γκαρθ, αρκετά απορροφημένος στις δικές του σκέψεις για να περιμένει να φτάσει στο τέλος της η επίπονη λογική αλυσίδα του Γουέσκερ. Και βέβαια ήταν κάποιος άλλος ταξιδιώτης του διαστήματος, ήταν μόνο θέμα χρόνου πότε θα εμφανιζόταν, και χωρίς αμφιβολία τούτος εδώ εστιαζόταν πάνω στον ανακλαστήρα του ραντάρ όπως είχε κάνει και ο ίδιος. Το πλοίο του θα φαινόταν καθαρά πάνω στην οθόνη του νεοφερμένου καθώς το πλήρωμα θα το προσεδάφιζε όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο δικό του.

«Καλά θα κάνεις να ξεκινήσεις, Ίτιν», είπε. «Πήγαινε από το νερό για να φτάσεις στο χωριό γρήγορα. Πες σ’ όλους να γυρίσουν πίσω στους βάλτους, μακριά από στεγνό έδαφος. Εκείνο το πλοίο θα προσεδαφιστεί αυτόματα και όποιος βρεθεί από κάτω κατά την προσεδάφιση θα ψηθεί».

Αυτή η άμεση απειλή ήταν αρκετά σαφής για το μικροσκοπικό αμφίβιο του Γουέσκερ. Πριν καλά-καλά σταματήσει να μιλάει ο Γκαρθ, ο Ίτιν δίπλωσε τα βραγχιοειδή του αυτιά σαν τις φτερούγες της νυχτερίδας και γλίστρησε αθόρυβα στο κοντινό κανάλι. Ο Γκαρθ προχώρησε πλατσουρίζοντας μέσα στη λάσπη προσπαθώντας να κερδίσει όσο μπορούσε περισσότερο χρόνο μέσα από τη γλίτσα που κολλούσε. Μόλις είχε φθάσει στην άκρη της πλατείας του χωριού όταν το υπόκωφο μπουμπουνητό έγινε ένας βρυχηθμός που σου έσπαζε το κεφάλι και το διαστημόπλοιο πρόβαλε από ψηλά μέσα από το χαμηλό στρώμα νέφωσης. Ο Γκάρθ σκέπασε τα μάτια του προστατεύοντάς τα από την πύρινη φλόγα που έγγιζε το έδαφος και εξέτασε το σχήμα του γκριζόμαυρου πλοίου με ανάμεικτα συναισθήματα.

Μετά από ένα σχεδόν τοπικό έτος στον πλανήτη Γουέσκερ πάσχιζε να καταπιέσει κάθε λαχτάρα για κάθε είδος ανθρώπινης συντροφικότητας. Ενώ αυτό το θαμμένο κομμάτι του ομαδικού πνεύματος αναζητούσε την υπόλοιπη πιθηκοειδή φυλή του, το εμπορικό του πνεύμα τραβούσε μια οριζόντια γραμμή κάτω από μια στήλη αριθμών για να βρει το άθροισμά τους. Τούτο θα μπορούσε να είναι ένα άλλο εμπορικό πλοίο και, σε τέτοια περίπτωση, θα σήμαινε το τέλος του αποκλειστικού του μονοπωλίου με τον Κόσμο των Γουέσκερ. Από την άλλη μεριά πάλι, μπορεί να μην ήταν καθόλου εμπορικό, και για το λόγο αυτόν έμεινε κάτω από τη γιγαντιαία φτέρη και ξέσφιξε το πιστόλι του από τη δερμάτινη θήκη του.

Το πλοίο έψησε ξηραίνοντας εκατό τετραγωνικά μέτρα λάσπης, το βίαιο μουγκρητό καταλάγιασε και τα πέλματα προσεδάφισης χώθηκαν τριζοβολώντας μέσα στην εύθραυστη κρούστα. Το μέταλλο έτριξε και μπήκε στη θέση του ενώ το νέφος καπνού και υδρατμών παρασύρθηκε χαμηλότερα στον υγρό αέρα.

«Γκαρθ – βρε απατεώνα, παλιοεκβιαστή των ιθαγενών – πού κρύβεσαι;» βροντοφώναξαν τα μεγάφωνα του πλοίου. Το σουλούπι του διαστημοπλοίου τού ήταν κάπως γνώριμο, αλλά αναγνώρισε χωρίς αμφιβολία τους οξείς και εκνευριστικούς τόνους εκείνης της φωνής. Με χαμόγελο στα χείλη ο Γκαρθ βγήκε στο άνοιγμα και σφύριξε διαπεραστικά μέσα από δυο δάχτυλα. Ένα κινούμενο μικρόφωνο έτριξε μέσα στη βάση του πάνω στο φτερό του πλοίου και έστριψε προς το μέρος του.

«Τι γυρεύεις εδώ, Σινγκ;» φώναξε προς το μικρόφωνο. «Παραείσαι απατεώνας για να βρεις το δικό σου πλανήτη και αναγκάζεσαι να έρθεις εδώ να κλέψεις τα κέρδη ενός έντιμου εμπόρου;»

«Σιγά τον έντιμο!» βρυχήθηκε η ενισχυμένη φωνή. «Εσύ το λες αυτό που βρέθηκες σε περισσότερες φυλακές παρά σε πορνεία – και πολλές φορές βέβαια; Ήμαρτον! Συγγνώμη, φίλε της νιότης μου, αλλά δε θα συμμετάσχω στην εκμετάλλευση αυτής της βρομερής πρωτόγονης τρύπας. Η πορεία μου είναι για κάποιον κόσμο με καλύτερη ατμόσφαιρα, όπου σκοπεύω να κάνω την τύχη μου. Απλά σταμάτησα εδώ μια και μου δόθηκε η ευκαιρία να κερδίσω κάτι εντίμως κάνοντας τον ταξιτζή. Σου φέρνω φιλία, την τέλεια συντροφικότητα, κάποιον με διαφορετική ασχολία, ο οποίος μπορεί να σε βοηθήσει και στη δική σου. Θα έβγαινα ο ίδιος να σου πω ένα γεια, μόνο που μετά θα έπρεπε να απολυμανθώ από τυχόν βιολογικές λοιμώξεις. Σου παραδίδω τον επιβάτη μέσα από την αεροστεγή έξοδο και ελπίζω πως δε θα σε πειράξει να τον βοηθήσεις με τις αποσκευές του.

Τουλάχιστον δε θα υπήρχε άλλος έμπορος στον πλανήτη τώρα, του έφυγε αυτή ή έγνοια. Όμως ο Γκαρθ αναρωτιόταν τι σόι επιβάτης θα έβγαζε εισιτήριο χωρίς επιστροφή για έναν ακατοίκητο πλανήτη. Και τι σήμαινε εκείνο το καλυμμένο ίχνος ευθυμίας στη φωνή του Σινγκ; Περπάτησε γύρω προς την άλλη πλευρά του διαστημοπλοίου όπου είχε πέσει η ράμπα και κοίταξε προς τον άντρα που κατέβαινε από την έξοδο εκφόρτωσης πασχίζοντας μάταια να κουμαντάρει ένα μεγάλο κιβώτιο. Ο άντρας γύρισε προς το μέρος του και ο Γκαρθ είδε το άσπρο κολάρο του κληρικού και τότε κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο καγχασμός του Σινγκ.

«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» ρώτησε ο Γκαρθ. Παρόλη του την προσπάθεια για αυτοέλεγχο δεν έλεγξε το θυμό του. Αν ο άλλος το κατάλαβε, το αγνόησε, διότι συνέχιζε να χαμογελάει τείνοντας το χέρι του καθώς κατέβαινε τη ράμπα.

«Πατήρ Μαρκ», είπε. «Της Ιεραποστολικής Αδελφότητας». Χαίρομαι που σας…»

«Είπα τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» η φωνή του Γκαρθ ήταν υπό έλεγχο τώρα, ήρεμη και ψυχρή. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει και να το κάνει γρήγορα ή να μην το κάνει καθόλου.

«Τούτο είναι φανερό», είπε ο πατήρ Μαρκ, συνεχίζοντας με ατσαλάκωτη ακόμη τη καλή του διάθεση. Η ιεραποστολική μας αδελφότητα έχει συγκεντρώσει χρηματικά ποσά για την αποστολή αντιπροσώπων σ’ εξωγήινους κόσμους για πρώτη φορά. Κι εγώ ήμουν αρκετά τυχερός…»

«Πάρε τα μπαγκάζια σου και γύρνα πίσω στο πλοίο. Είσαι ανεπιθύμητος και δεν έχεις καθόλου την άδεια να μείνεις. Θα είσαι παθητικό και δε θα βρεθεί κανείς στον Γουέσκερ να σε φροντίσει. Γύρνα πίσω στο πλοίο».

«Δεν ξέρω ποιος είστε, κύριε, ή γιατί μου λέτε ψέματα», είπε ο ιερωμένος. Εξακολουθούσε να είναι ήρεμος αλλά του έφυγε το χαμόγελο. «Έχω μελετήσει τον γαλαξιακό νόμο και την ιστορία αυτού του πλανήτη πολύ καλά. Δεν υπάρχουν αρρώστιες ούτε άγρια θηρία εδώ για να φοβηθώ κάτι το ιδιαίτερο. Είναι ένας ανοιχτός πλανήτης για όλους και, εκτός κι αν η Διαστημική Εποπτεία αλλάξει το καθεστώς, έχω κάθε δικαίωμα να μείνω εδώ όπως κι εσείς».

Ο άνθρωπος φυσικά είχε δίκιο, αλλά ο Γκαρθ προσπαθούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Μπλόφαρε με την ελπίδα πως ο παπάς δεν ήξερε τα δικαιώματά του. Αυτός όμως τα ήξερε. Δεν του έμεινε άλλη παρά μόνο μια αήθης επιλογή και θα έπρεπε να ενεργήσει ενόσω υπήρχε ακόμη χρόνος.

«Γύρνα πίσω στο πλοίο», φώναξε μην μπορώντας να κρύψει τώρα το θυμό του. Με μια απαλή κίνηση έβγαλε το πιστόλι του από τη θήκη και έτεινε το βαθουλωμένο μαύρο στόμιό του λίγα μόνο εκατοστά από το στομάχι του παπά. Το πρόσωπο του άντρα έγινε κάτασπρο σαν πανί, αλλά έμεινε ακίνητος.

«Τι στο διάβολο κάνεις εκεί, Γκαρθ;» έκανε η σοκαρισμένη στριγκή φωνή του Σινγκ από το μεγάφωνο. «Ο άνθρωπος πλήρωσε τα ναύλα του, γι’ αυτό δεν έχεις κανένα απολύτως δικαίωμα να τον διώξεις από τον πλανήτη».

«Έχω αυτό το δικαίωμα», είπε ο Γκαρθ, σηκώνοντας το πιστόλι του και σημαδεύοντας τον παπά ανάμεσα στα μάτια. «Του δίνω μισό λεπτό να επιστρέψει στο πλοίο, αλλιώς τραβάω τη σκανδάλη».

«Τι να σου πω! Ή τα έχεις εντελώς χαμένα ή κάνεις φάρσα», έκανε τσιριχτά η εξοργισμένη φωνή του Σινγκ. «Αν πρόκειται για φάρσα, είναι κακόγουστη. Και ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να τη γλιτώσεις. Μπορούν δυο να παίξουν σ’ αυτό το παιχνίδι, μόνο που εγώ το παίζω καλύτερα».

Ακούστηκε το βουητό από βαριά ρουλεμάν, και ο πυργίσκος στην πλευρά του πλοίου με τα τέσσερα πυροβόλα, ελεγχόμενος με τηλεχειριστήριο, στόχευσε τον Γκαρθ. «Τώρα – κάτω το πιστόλι και βάλε ένα χεράκι με τις αποσκευές του Πατρός Μαρκ», διέταξε η φωνή από το μεγάφωνο, με κάποιο ίχνος ευθυμίας. «Όσο και να θέλω να βοηθήσω, παλιόφιλε, δεν μπορώ. Θαρρώ πως είναι καιρός να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία να μιλήσεις στον Πατέρα. Εξάλλου εγώ είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του σ’ όλη τη διαδρομή από τη Γη».

Ο Γκαρθ έχωσε το πιστόλι του πίσω στη θήκη με μια έντονη αίσθηση απώλειας. Ο Πατήρ Μαρκ έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος ανακτώντας το αφοπλιστικό του χαμόγελο και κρατώντας στο υψωμένο χέρι του μια βίβλο που έβγαλε από την τσέπη του ράσου του. «Τέκνο μου», είπε.

«Δεν είμαι τέκνο σου», ήταν το μόνο που μπόρεσε ν’ αρθρώσει πνιχτά ο Γκαρθ καθώς τον κατέκλυσε η ήττα του. Έσφιξε τη γροθιά του καθώς ο θυμός του φούντωνε, και το καλύτερο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ανοίξει το χέρι του και να χαστουκίσει τον παπά με την παλάμη του. Κι όμως το χτύπημα τον έριξε φαρδύ πλατύ στο έδαφος και οι σελίδες της βίβλου ανέμισαν τσαλαβουτώντας μέσα στην πηχτή λάσπη.

Ο Ίτιν και οι άλλοι κάτοικοι του Γουέστερ παρακολούθησαν όλα τα συμβάντα με φαινομενικά ασυγκίνητο ενδιαφέρον, κι ο Γκαρθ δεν έκανε καμιά απόπειρα να λύσει τις ανέκφραστες απορίες τους. Ξεκίνησε να πάει στο σπίτι του, αλλά γύρισε και είδε ότι ήσαν ακόμη εκεί ακίνητοι.

«Ένας νεοφερμένος ήρθε», τους είπε. «Θα χρειαστεί βοήθεια με τα πράγματα που έφερε. Αν δεν έχει κάπου να μείνει, μπορείτε να τον βάλετε στη μεγάλη αποθήκη μέχρις ότου βρει ένα μέρος μόνος του».

Τους κοιτούσε να διασχίζουν λικνιστά την πλατεία προς το πλοίο, κατόπιν μπήκε μέσα στο σπίτι του και ένιωσε κάποια ικανοποίηση βροντώντας την πόρτα τόσο δυνατά που ράγισε ένα τζάμι. Ένιωσε επίσης μια παρόμοια οδυνηρή ευχαρίστηση βγάζοντας το άχτι στο να καταναλώσει τα εναπομείναντα μπουκάλια ιρλανδέζικου ουίσκι που τα φύλαγε για εξαιρετική περίσταση. Και η περίσταση ήταν αρκετά εξαιρετική αν και όχι αυτή που είχε στο νου του. Το ουίσκι ήταν καλό και έκαιγε το στόμα του απομακρύνοντας κάπως την άσχημη γεύση που ένιωθε, αλλά όχι όλη. Εάν η τακτική του είχε λειτουργήσει, η επιτυχία θα τα είχε δικαιολογήσει όλα. Όμως είχε αποτύχει και κοντά στην οδύνη της αποτυχίας του έμεινε η έντονη εντύπωση ότι είχε εντελώς γελοιοποιηθεί. Ο Σινγκ είχε εκτοξευθεί χωρίς αποχαιρετισμούς. Και δεν υπήρχε αμφιβολία για την άσχημη εντύπωση που προκάλεσε το όλο θέμα και ο Σινγκ σίγουρα θα μετέφερε κάποιες παράξενες ιστορίες στην ένωση εμπόρων. Λοιπόν, για τούτο θα στενοχωριόταν την επόμενη φορά που ο Γκαρθ θα ανανέωνε τη σύμβαση. Τώρα θα έπρεπε να ετοιμαστεί να συμβιβαστεί με τον ιεραπόστολο. Μισοκλείνοντας τα μάτια του μέσα στη βροχή είδε τον παπά να πασχίζει να στήσει μια πτυσσόμενη σκηνή ενώ παράλληλα ολόκληρος ο πληθυσμός του χωριού στεκόταν σε παρατεταγμένες γραμμές και έβλεπε. Και φυσικά κανείς δεν προσφερόταν να βοηθήσει.

Μέχρι την ώρα που στήθηκε η σκηνή και τα κιβώτια στοιβάχτηκαν μέσα της, σταμάτησε και η βροχή. Η στάθμη του υγρού στο μπουκάλι είχε κατεβεί σημαντικά κι ο Γκαρθ είχε μεγαλύτερη διάθεση τώρα να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη συνάντηση. Ειλικρινά μάλιστα, περίμενε πώς και πώς να συνομιλήσει με τον άντρα. Αν εξαιρεθεί όλο αυτό το απρεπές περιστατικό, μετά από ένα εντελώς μοναχικό έτος οποιαδήποτε ανθρώπινη συντροφιά ήταν καλοδεχούμενη. Θα μου κάνεις παρέα για δείπνο; Τζον Γκαρθ, έγραψε στην πίσω σελίδα ενός παλιού τιμολογίου. Μήπως ο άνθρωπος παραήταν φοβισμένος να έρθει; Πράγμα που απέκλειε την έναρξη κάθε είδους σχέσης. Ανασκαλεύοντας κάτω από την κουκέτα του βρήκε ένα κουτί, αρκετά μεγάλο και έβαλε μέσα το πιστόλι του. Ο Ίτιν φυσικά περίμενε έξω από την πόρτα όταν την άνοιξε, επειδή ήταν ο γύρος του σαν Εισπράκτορας Γνώσεων. Του έδωσε το σημείωμα και το κουτί.

«Τα πας αυτά στον καινούριο άνθρωπο;», είπε.

«Τον καινούριο τον λένε Καινούριο Άνθρωπο;» ρώτησε ο Ίτιν.

«Όχι, δεν τον λένε έτσι!» απάντησε απότομα ο Γκαρθ. «Το όνομά του είναι Μαρκ. Εγώ απλά σου ζητώ να παραδώσεις αυτά, όχι να αρχίσεις το κουβεντολόι».

Όπως πάντα όταν έχανε την ψυχραιμία του, κέρδιζαν οι Γουέσκερ, οι οποίοι έπαιρναν τα πάντα κατά γράμμα. «Εσύ δε θέλεις συζήτηση», είπε ο Ίτιν αργά, «αλλά ο Μαρκ μπορεί να να θέλει συζήτηση. Και οι άλλοι θα με ρωτήσουν πώς τον λέ…». Η φωνή του διακόπηκε καθώς ο Γκαρθ βρόντηξε την πόρτα. Το πράγμα τελικά δεν προχωρούσε έτσι κι αλλιώς διότι την επόμενη φορά που θα έβλεπε τον Ίτιν – μετά από μια μέρα, μια βδομάδα ή ακόμη έναν μήνα – ο μονόλογος θα επαναλαμβανόταν ακριβώς με τη λέξη που διακόπηκε και ο ειρμός της σκέψης θα παρατεινόταν βαρετά μέχρι να ξεφτίσει τελικά. Ο Γκάρθ μουρμούρισε μια βρισιά και διέλυσε στο νερό κάνα δυο από τις πιο εύγευστες συμπυκνωμένες τροφές που του είχαν απομείνει.

«Πέρασε», είπε όταν ακούστηκε ένας απαλός ήχος στην πόρτα. Μπήκε μέσα ο παπάς κρατώντας εμφανώς το κουτί με το πιστόλι.

«Ευχαριστώ για το δάνειο, κύριε Γκαρθ. Εκτιμώ την πρόθεσή σας να μου το στείλετε. Δεν έχω ιδέα για το τι προκάλεσε το ατυχές περιστατικό κατά την άφιξή μου, αλλά θα ήταν καλύτερα να ξεχαστεί εάν πρόκειται να είμαστε μαζί σ’ αυτόν τον πλανήτη επ’ αόριστον».

«Ποτό;» προσφέρθηκε ο Γκαρθ, παίρνοντας το κουτί και δείχνοντας το μπουκάλι πάνω στο τραπέζι. Γέμισε δυο ποτήρια μέχρι πάνω και πρόσφερε το ένα στον παπά. «Περίπου κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα, αλλά σου οφείλω μια εξήγηση για το ό, τι συνέβη εκεί έξω». Συνοφρυώθηκε για ένα δευτερόλεπτο κοιτάζοντας το ποτήρι και κατόπιν το ύψωσε προς τον άλλον. «Το Σύμπαν είναι μεγάλο και θαρρώ πως πρέπει να τα βρούμε όσο καλύτερα μπορούμε. Εις υγείαν της Λογικής».

«Ο Θεός μαζί σου», είπε ο Πατήρ Μαρκ, υψώνοντας κι αυτός το ποτήρι.

«Όχι μαζί μου ή μ’ αυτόν τον πλανήτη», είπε ο Γκαρθ με σθένος. «Κι εδώ βρίσκεται η ουσία του θέματος». ήπιε το ποτήρι μέχρι τη μέση και αναστέναξε.

«Λες τούτο να με σοκάρεις;» ρώτησε ο παπάς μ’ ένα χαμόγελο. «Σε διαβεβαιώνω πως δε σοκάρομαι».

«Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Το εννοούσα εντελώς στην κυριολεξία. Υποθέτω πως είμαι, όπως θα έλεγες, άθεος. Γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καμιά θρησκεία εξ αποκαλύψεως. Κι αυτοί εδώ οι ιθαγενείς, απλοϊκοί και αγράμματοι, όντα της λίθινης εποχής, τα έχουν βγάλει πέρα μέχρι τώρα χωρίς προλήψεις ή οποιαδήποτε ίχνη θεϊσμού. Κι ήλπιζα πως θα συνέχιζαν έτσι».

«Τι είναι αυτά που λες;» είπε ο παπάς κατσουφιάζοντας. «Θέλεις να πεις ότι δεν έχουν θεούς, καμιά πίστη σε μέλλουσα ζωή; Πεθαίνουν και …;»

«Και βέβαια πεθαίνουν και εις χουν απελεύσονται όπως και τα υπόλοιπα ζώα. Έχουν κεραυνούς, δέντρα και νερό χωρίς όμως να πιστεύουν σε θεούς του κεραυνού, στοιχειά δέντρων ή νεράιδες. Δεν έχουν ασχημομούρηδες μικρούς θεούς, ταμπού ή ξόρκια να βασανίζουν και να περιορίζουν τη ζωή τους. Είναι ο μοναδικός πρωτόγονος λαός που έχω ποτέ συναντήσει απαλλαγμένοι από δεισιδαιμονίες και δείχνουν πολύ πιο ευτυχισμένοι και με σώας τα φρένας χάρη σ’ αυτό. Κι εγώ απλώς ήθελα να τους κρατήσω έτσι».

«Ήθελες να τους κρατήσεις μακριά από το Θεό – από τη σωτηρία;» τα μάτια του παπά άνοιξαν διάπλατα αναπηδώντας ελαφρά.

«Όχι», είπε ο Γκαρθ. «Ήθελα να τους κρατήσω μακριά από τις προλήψεις μέχρι που να μάθουν περισσότερα και να σκεφτούν ρεαλιστικά γι’ αυτές χωρίς να απορροφηθούν και ίσως καταστραφούν απ’ αυτές».

«Προσβάλλεις την Εκκλησία, κύριε, με το να την εξισώνεις με τις δεισιδαιμονίες …»

«Σε παρακαλώ πολύ», είπε ο Γκαρθ σηκώνοντας το χέρι του. «Δεν έχω όρεξη για θεολογικές συζητήσεις. Δε νομίζω πως η αδελφότητά σου πλήρωσε τα έξοδα του ταξιδιού απλά και μόνο να επιχειρήσεις να προσηλυτίσεις κι εμένα. Απλά δέξου το γεγονός ότι οι πεποιθήσεις μου αποκτήθηκαν μετά από ώριμη σκέψη, μετά από περίοδο πολλών ετών, και καμιά προπτυχιακή μεταφυσική θα τις αλλάξει. Υπόσχομαι πως δε θα επιχειρήσω να σε προσηλυτίσω στις ιδέες μου – εάν θα υποσχεθείς κι εσύ το ίδιο».

«Σύμφωνοι, κύριε Γκαρθ. Όπως με υπενθύμισες, η αποστολή μου εδώ είναι να σώσω αυτές τις ψυχές, κι αυτό είναι που θα κάνω. Αλλά γιατί θα σ’ ενοχλούσε τόσο πολύ το έργο μου ώστε να μ’ εμποδίσεις να έρθω; Φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να μ’ απειλήσεις με το πιστόλι σου και να με…» διέκοψε ο παπάς και κοίταξε το ποτήρι του.

«Και να σε σκοτώσω;» ρώτησε ο Γκαρθ κατσουφιάζοντας ξαφνικά. «Δεν υπάρχει δικαιολογία γι’ αυτό και θα ήθελα να προσθέσω πως πραγματικά λυπάμαι. Πες το σκέτη αγένεια ή ακόμη χειρότερα ασυγκράτητη οργή. Αν ζήσεις στη μοναξιά αρκετόν καιρό, τότε πιάνεις τον εαυτό σου να συμπεριφέρεται μ’ αυτό τον τρόπο». Κοίταξε συλλογισμένος τα μεγάλα χέρια του, ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι, κι αναπολούσε θύμησες βλέποντας τα σημάδια και τους κάλους που είχαν σχηματιστεί σ’ αυτά. «Ας το ονομάσουμε απογοήτευση ή ματαίωση σκοπού, σ’ έλλειψη πιο δόκιμου όρου. Στη δράση σου πρέπει να είχες την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξεις στα σκοτεινά μέρη του ανθρώπινου νου και να έχεις γνωρίσει μερικά πράγματα για τα κίνητρα και την ευτυχία. Κάνω μια παρά πάνω απ’ ό, τι πρέπει πολυάσχολη ζωή και δε σκέφτηκα ποτέ να κατασταλάξω και να κάνω οικογένεια, αλλά μέχρι τώρα δε μου έχει λείψει. Ίσως η διαρροή ακτινοβολίας έχει φυράνει το μυαλό μου κι έχω αρχίσει να θεωρώ αυτούς τους δασύτριχους και ψαρίσιους Γουέσκερ κάπως σαν παιδιά μου, για τα οποία είμαι τρόπον τινά υπεύθυνος».

«Όλοι μας είμαστε παιδιά Του», είπε ήσυχα ο Πατήρ Μαρκ.

«Να, λοιπόν, μερικά από τα παιδιά του που δεν μπορούν καν να φανταστούν την ύπαρξή Του», είπε ο Γκαρθ, ξαφνικά θυμωμένος με τον εαυτό του που βρέθηκε στην αδυναμία ν’ αφήσει να φανούν πιο εξευγενισμένα συναισθήματα. Όμως ξεχάστηκε αμέσως και, σκύβοντας προς τα μπρος με την ένταση των συναισθημάτων του, είπε: «Δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τη σπουδαιότητα του πράγματος; Ζήσε μ’ αυτούς τους Γουεσκερ για λίγο και θα ανακαλύψεις μια απλή και ευτυχισμένη ζωή που ισοδυναμεί με την κατάσταση χάρης που άνθρωποι σαν κι εσάς κηρύσσετε. Αντλούν ευχαρίστηση από τη ζωή τους και δεν προκαλούν πόνο σε κανέναν. Περιστασιακά εξελίχθηκαν σ’ έναν σχεδόν άγονο κόσμο, γι’ αυτό δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να βγουν από έναν φυσικό πολιτισμό λίθινης εποχής. Όμως διανοητικά είναι εφάμιλλοί μας – ή ίσως καλύτεροι. Έχουν μάθει τη γλώσσα μου κι έτσι εύκολα μπορώ να τους εξηγώ τα όσα πράγματα θέλουν να ξέρουν. Η γνώση και η απόκτησή της τους δίνει πραγματική ικανοποίηση. Μερικές φορές γίνονται εξοργιστικοί διότι κάθε καινούργιο δεδομένο πρέπει να συσχετίζεται με τη δομή όλων των άλλων πραγμάτων, αλλά όσα περισσότερα μαθαίνουν, τόσο γρηγορότερη γίνεται αυτή η συσχέτιση. Κάποια μέρα θα γίνουν σ’ όλα ίσοι με μας, ίσως να μας ξεπεράσουν. Αν – μου κάνεις μια χάρη;»

«Αν περνάει από το χέρι μου».

«Ας τους στην ησυχία τους. Ή μάθε τους αν σου είναι ανάγκη – ιστορία και επιστήμη, φιλοσοφία, νομική, οτιδήποτε θα τους βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουν τις αλήθειες ενός μεγαλύτερου σύμπαντος που ποτέ τους δεν ήξεραν ότι υπήρχε πριν. Μην τους κάνεις όμως να μπερδευτούν με τα μίση σου και τον πόνο, την ενοχή, την αμαρτία και την τιμωρία. Ποιος ξέρει τι ζημιά …»

«Γίνεσαι προσβλητικός, κύριε!» είπε ο παπάς αναπηδώντας. Η κορυφή του γκρίζου κεφαλιού του μόλις έφτανε στο πηγούνι του διαστημοπόρου, κι όμως δεν έδειξε καθόλου φόβο, στο να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε. Ο Γκαρθ, όρθιος κι αυτός τώρα, δεν ήταν πλέον ο μετανοών. Στάθηκαν αντικριστά, πρόσωπο με πρόσωπο, ο ένας με τον άλλον με θυμό, όπως το συνηθίζουν πάντα οι άνθρωποι, άτεγκτοι στην υπεράσπισή τους για ό, τι πιστεύουν πως είναι το σωστό.

«Η προσβολή είναι δική σου», φώναξε ο Γκαρθ. «Ο απίστευτος εγωισμός το να θαρρείς ότι η παράγωγη μικρομυθολογία σου, που πολύ λίγο διαφέρει από τις χιλιάδες υπόλοιπες που ακόμη καταπονούν την ανθρωπότητα, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να βάλει σε σύγχυση τα ακόμη παρθένα μυαλά τους! Δεν καταλαβαίνεις ότι πιστεύουν στην αλήθεια – και δεν έχουν ποτέ ακούσει τι σημαίνει ψέμα. Δεν έχουν μέχρι τούδε ακόμη μάθει να αντιλαμβάνονται πως άλλα είδη μυαλών μπορούν να σκέφτονται διαφορετικά από τα δικά τους. Δε θέλεις να τους απαλλάξεις από …»

«Εγώ θα κάνω το καθήκον μου που είναι το θέλημά Του, κύριε Γκαρθ. Είναι κι αυτά πλάσματα του Θεού κι έχουν ψυχές. Δε θα παραμελήσω το καθήκον μου, που είναι να τους κηρύξω τον λόγο Του για να σωθούν και να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Όταν ο παπάς άνοιξε την πόρτα να φύγει, φύσηξε δυνατός αέρας και την άνοιξε διάπλατα. Ο παπάς χάθηκε μέσα στη σκοτεινιά της μπόρας ενώ η πόρτα χτυπούσε πέρα δώθε και ένα πιτσίλισμα από σταγόνες βροχής παρασύρθηκαν μέσα. Οι μπότες του Γκαρθ άφησαν τις λασπωμένες πατημασιές καθώς έκλεινε την πόρτα, κλείνοντας απ’ έξω τη μορφή του Ίτιν που καθόταν υπομονετικά και αγόγγυστα μέσα στη μπόρα, με τη μόνη ελπίδα να σταθεί για μια στιγμή ο Γκαρθ και να του μεταδώσει κάποια θαυμάσια γνώση από τις τόσες πολλές που κατείχε.

Κατόπιν σιωπηλής συμφωνίας εκείνη η πρώτη νύχτα δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά. Μετά από λίγες μέρες μοναξιάς, που χειροτέρευσε γιατί ο καθένας τους αισθανόταν την εγγύτητα του άλλου, βρέθηκαν να μιλάνε σε προσεκτικά ουδέτερο έδαφος. Ο Γκαρθ με την ησυχία του πακετάρισε και αποθήκευσε το εμπόρευμά του και ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν τελειωμένη κι ότι θα μπορούσε να φύγει οπότε ήθελε. Είχε συγκεντρώσει μια σημαντική ποσότητα από ενδιαφέροντα φαρμακευτικά και άλλα βότανα που θα του προσπόριζαν σημαντικά κέρδη. Επίσης και η λαϊκή τέχνη των Γουέσκερ θα προκαλούσε αίσθηση στην απαιτητική γαλαξιακή αγορά. Τα χειροτεχνήματα υπήρξαν περιορισμένα στον πλανήτη πριν την άφιξή του, ήσαν κυρίως κομμάτια γλυπτικής επίπονα σμιλεμένα σε σκληρό ξύλο με θραύσματα από πέτρα. Αυτός τους εφοδίασε με εργαλεία καθώς και μια ποσότητα από ακατέργαστο μέταλλο από τις δικές του προμήθειες, τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Σε λίγους μήνες οι Γουέσκερ όχι μόνο είχαν μάθει να δουλεύουν με τα καινούρια υλικά αλλά είχαν μεταμορφώσει τα δικά τους σχέδια και μορφές στα πιο αλλόκοτα – αλλά ωραιότατα – τεχνουργήματα που είχε ποτέ δει. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τα βγάλει στην αγορά για να δημιουργήσει μια πρωταρχική ζήτηση, και μετά να επιστρέψει για να εφοδιαστεί εκ νέου. Το μόνο που ήθελαν οι Γουέσκερ ως αντάλλαγμα ήταν βιβλία, εργαλεία και γνώσεις, και με τις δικές τους αποκλειστικά προσπάθειες ήταν βέβαιος ότι θα έμπαιναν στη γαλαξιακή ένωση.

Αυτό ήλπιζε ο Γκαρθ. Αλλά ένας άνεμος αλλαγής φυσούσε μέσα στον εποικισμό που είχε δημιουργηθεί γύρω από το διαστημόπλοιού του. Δεν ήταν πλέον αυτός το κέντρο προσοχής και το σημείο εστίασης της ζωής του χωριού. Μειδίασε όταν σκέφτηκε την πτώση του από την εξουσία, αλλά στο χαμόγελό του υπήρχε πολύ λίγη ευθυμία. Σοβαροί και τακτικοί οι Γουέσκερ έκαναν με τη σειρά τους το καθήκον ως Εισπράκτορες Γνώσης, αλλά η καταγραφή από τους ίδιους των ξηρών γεγονότων ήταν σε οξεία αντίθεση με τον διανοητικό ανεμοστρόβιλο που περιέβαλλε τον παπά.

Εκεί όπου ο Γκαρθ τους έβαζε να δουλεύουν για κάθε βιβλίο και μηχάνημα, ο παπάς τους τα έδινε ελεύθερα. Ο Γκαρθ είχε προσπαθήσει να είναι φειδωλός στην παροχή γνώσεων, που τις παρείχε προοδευτικά, συμπεριφερόμενος προς αυτούς σαν ευφυή αλλά αγράμματα παιδιά. Ήθελε να περπατήσουν πρώτα πριν μπορέσουν να τρέξουν, να ελέγχουν το πρώτο τους βήμα πριν προχωρήσουν στο επόμενο.

Ο Πατήρ Μαρκ απλά τους παρείχε τα οφέλη του χριστιανισμού. Τη μόνη σωματική εργασία που ζήτησε ήταν η ανέγερση ενός ναού, ενός τόπου λατρείας και μάθησης. Περισσότεροι Γουέσκερ είχαν προσέλθει από τα αμέτρητα έλη του πλανήτη και μέσα σε λίγες μέρες κατασκευάστηκε η στέγη, που την στήριζε ένας σκελετός από στύλους. Κάθε πρωί το εκκλησίασμα δούλευε για λίγο στην τοιχοποιία και κατόπιν έσπευδαν μέσα για να διδαχθούν τις πανελπιδοφόρες, τις πανταχού επικρατούσες και τις υπέρ σημαντικές συμπαντικές αλήθειες.

Ο Γκαρθ ποτέ δεν είπε στους Γουέσκερ τις απόψεις του για τα καινούρια ενδιαφέροντά τους, και τούτο κυρίως γιατί ποτέ δεν τον ρώτησαν. Η υπερηφάνεια ή ο αυτοσεβασμός τον εμπόδιζαν ν’ αρπάξει έναν πρόθυμο ακροατή και να του πει τα παράπονά του. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν στο καθήκον του Εισπράκτορα Γνώσης ήταν η σειρά του Ίτιν. Ο Ίτιν ήταν ο ευφυέστερος της ομάδας. Αλλά ο Ίτιν είχε αλλάξει σειρά μετά τον ερχομό του ιεραποστόλου κι ο Γκαρθ δεν μίλησε μαζί του έκτοτε.

Έμεινε έκπληκτος λοιπόν όταν, μετά από δεκαεφτά τριήμερα των Γουέσκερ, βρήκε μια επιτροπή να τον περιμένει στο κατώφλι του όταν βγήκε μετά το πρωινό του. Εκπρόσωπος ήταν ο Ίτιν και το στόμα του ήταν ελαφρά ανοιχτό. Πολλοί από τους Γουέσκερ είχαν κι αυτοί τα στόματά τους ανοιχτά, ένας μάλιστα έδειχνε σαν να χασμουριέται, αποκαλύπτοντας καθαρά τη διπλή σειρά των κοφτερών τους δοντιών και των πορφυρόμαυρων λαιμών τους. Τα στόματά τους έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Γκαρθ για τη σοβαρότητα της συνάντησης: τούτο αποτελούσε μια έκφραση των Γοέσκερ που είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει. Ένα ανοιχτό στόμα έδειχνε κάποια έντονη συγκίνηση: χαρά, λύπη, θυμό, ποτέ δεν ήταν σίγουρος τι πραγματικά ήταν. Οι Γουέσκερ εκ φύσεως ήταν πράοι και δεν έβλεπε συχνά ανοιχτά στόματα για να κρίνει τι τα προκαλούσε. Τώρα όμως ήταν περικυκλωμένος απ’ αυτά.

«Θα μας βοηθήσεις, Τζον Γκαρθ;» είπε ο Ίτιν. «Έχουμε μια απορία».

«Θα σας λύσω ό, τι απορία έχετε», είπε ο Γκαρθ, μ’ ένα μάλλον κακό προαίσθημα. «Τι είναι;»

«Υπάρχει Θεός;»

«Τι εννοείτε με τη λέξη Θεός;» ρώτησε ο Γκαρθ με τη σειρά του. Τι να τους πει;

«Ο Θεός είναι ο ουράνιος Πατέρας μας, ο οποίος μας δημιούργησε και μεριμνά για μας. Στον οποίο προσευχόμαστε να μας βοηθήσει κι αν Σωθούμε θα πάμε σ’ ένα μέρος …»

«Αρκετά», είπε ο Γκαρθ. «Δεν υπάρχει κανείς Θεός».

Όλοι τους άνοιξαν το στόμα τους τώρα, ακόμη και ο Ίτιν, καθώς κοιτούσαν τον Γκαρθ και συλλογίζονταν την απάντησή του. Οι σειρές των ροζ δοντιών τους θα προκαλούσαν τον τρόμο αν δεν γνώριζε αυτά τα πλάσματα τόσο καλά. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είχαν κιόλας μυηθεί στη θρησκεία και τον έβλεπαν σαν έναν αιρετικό αλλά έδιωξε την ιδέα απ’ το μυαλό του.

«Σ’ ευχαριστούμε», είπε ο Ίτιν και γυρνώντας πίσω έφυγαν.

Αν και το πρωινό ήταν ακόμη ψυχρό, ο Γκαρθ παρατήρησε πως τον είχε πιάσει ιδρώτας κι απορούσε γιατί.

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Ο Ίτιν επέστρεψε το ίδιο απόγευμα. «Έρχεσαι στην εκκλησία, σε παρακαλώ;» τον ρώτησε. «Πολλά από τα πράγματα που μελετάμε είναι δύσκολα να τα μάθουμε, αλλά κανένα τόσο δύσκολο όσο τούτο. Θέλουμε τη βοήθειά σου διότι πρέπει ν’ ακούσουμε κι εσένα και τον Πατέρα Μαρκ κατ’ αντιπαράσταση. Και τούτο γιατί αυτός λέει ότι ένα πράγμα είναι αληθινό κι εσύ λες ότι ένα άλλο είναι αληθινό, αλλά και τα δυο δεν μπορεί να είναι αληθινά συγχρόνως. Πρέπει να ανακαλύψουμε τι πραγματικά είναι αληθινό».

«Βεβαίως και θα έρθω», είπε ο Γκαρθ, προσπαθώντας να κρύψει ένα ξαφνικό συναίσθημα αγαλλίασης. Αυτός δεν είχε κάνει τίποτε αλλά οι Γουέσκερ ήρθαν σ’ αυτόν έτσι κι αλλιώς. Θα μπορούσαν ακόμη να υπάρξουν περιθώρια για ελπίδα να μπορέσουν να μείνουν απελευθερωμένοι.

Έκανε ζέστη μέσα στην εκκλησία, και ο Γκαρθ εξεπλάγη από τον αριθμό των παρευρισκομένων Γουέσκερ. Είχαν μαζευτεί περισσότεροι από κάθε άλλη φορά πριν. Υπήρχαν πολλά ανοιχτά στόματα. Ο Πατήρ Μαρκ καθόταν σ’ ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία. Δεν έδειχνε καθόλου χαρούμενος αλλά δεν είπε τίποτε όταν μπήκε ο Γκαρθ. Ο Γκαρθ μίλησε πρώτος.

«Ελπίζω να κατανοείς πως ήταν δική τους ιδέα – πως οι ίδιοι ήρθαν με τη θέλησή τους και μου ζήτησαν να έρθω εδώ».

«Αυτό το ξέρω», είπε ο παπάς καρτερικά. «Κατά διαστήματα γίνονται πολύ δύσκολοι. Αλλά μαθαίνουν και θέλουν να πιστέψουν, και τούτο είναι που έχει σημασία».

«Πάτερ Μαρκ, έμπορε Γκαρθ, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας», είπε ο Ίτιν. «Και οι δυο σας γνωρίζετε πράγματα που δε γνωρίζουμε εμείς. Πρέπει να μας βοηθήσετε να ασπαστούμε τη θρησκεία που για μας δεν είναι εύκολο να το κάνουμε». Ο Γκάρθ ξεκίνησε να πει κάτι, αλλά άλλαξε γνώμη. Ο Ίτιν συνέχισε. «Έχουμε διαβάσει τις βίβλους κι όλα τα βιβλία που μας έδωσε ο Πατήρ Μαρκ κι ένα πράγμα είναι σαφές. Το έχουμε συζητήσει και συμφωνήσαμε όλοι. Αυτά τα βιβλία είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που μας έδωσε ο Έμπορος Γκαρθ. Στα βιβλία του Εμπόρου Γκαρθ υπάρχει το σύμπαν που δεν έχουμε δει και λειτουργεί χωρίς το Θεό, διότι Αυτός δεν αναφέρεται πουθενά. Το έχουμε ψάξει πολύ προσεκτικά. Στα βιβλία του Πατρός Μαρκ αυτός είναι πανταχού παρών και τίποτε δε γίνεται χωρίς Αυτόν. Μια από αυτές τις απόψεις πρέπει να είναι σωστή και η άλλη να είναι λανθασμένη. Δεν ξέρουμε πως μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά αφού ανακαλύψουμε ποιο από τα δυο είναι σωστό, τότε ίσως να μάθουμε. Εάν ο Θεός δεν υπάρχει …»

«Μα φυσικά και υπάρχει, τέκνα μου», είπε ο Πατήρ Μαρκ με μια φωνή γεμάτη θέρμη. «Αυτός είναι ο Ουράνιος Πατέρας μας που μας έπλασε όλους …»

«Ποιος έπλασε το Θεό;» ρώτησε ο Ίτιν και το μουρμουρητό σταμάτησε. Κάθε ένας από τους Γουέσκερ παρακολουθούσε τον Πατέρα Μαρκ μ’ έντονο βλέμμα. Δείλιασε για λίγο κάτω από την επίδραση του βλέμματός του, μετά όμως χαμογέλασε.

«Κανείς και τίποτε δεν έπλασε το Θεό, επειδή Αυτός είναι ο Πλάστης. Πάντοτε υπήρχε ...»

«Εάν Αυτός υπήρχε πάντοτε – γιατί και το σύμπαν να μην μπορεί κι αυτό να υπάρχει πάντοτε; Χωρίς τη μεσολάβηση κανενός δημιουργού;» διέκοψε ο Ίτιν μ’ ένα χείμαρρο λέξεων. Η σπουδαιότητα της ερώτησης ήταν ολοφάνερη. Ο παπάς απάντησε αργά και με απεριόριστη υπομονή.

«Μακάρι οι απαντήσεις να ήταν τόσο απλές, τέκνα μου. Αλλά ακόμη και οι επιστήμονες δε συμφωνούν σχετικά με τη δημιουργία του σύμπαντος. Ενώ αυτοί αμφιβάλλουν – εμείς που έχουμε δει το φως γνωρίζουμε. Μπορούμε να δούμε το θαύμα της δημιουργίας ολόγυρά μας. Και πώς γίνεται να υπάρχει δημιουργία χωρίς Δημιουργό; Και Αυτός είναι εκείνος, ο Πατέρας μας, ο Θεός μας στους Ουρανούς. Καταλαβαίνω πως έχετε αμφιβολίες. Τούτο είναι επειδή έχετε ψυχές και ελεύθερη βούληση. Κι όμως, η απάντηση είναι απλή. Έχετε πίστη, αυτή είναι η μόνη που χρειάζεστε. Απλά πιστέψτε».

«Πώς να πιστέψουμε χωρίς αποδείξεις;».

«Εάν δεν μπορείτε να δείτε ότι τούτος ο κόσμος είναι ο ίδιος μια απόδειξη της ύπαρξής Του, τότε σας λέω ότι η πίστη δε χρειάζεται απόδειξη – αν έχετε πίστη!»

Μια οχλοβοή ξεσηκώθηκε μέσα στην αίθουσα και περισσότερα στόματα των Γουέσκερ ήταν τώρα ανοιχτά καθώς πάσχιζαν να ζορίσουν τις σκέψεις τους μέσα από το μπερδεμένο κουβάρι των λέξεων και να βρουν το νήμα της αλήθειας.

«Μπορείς να μας διαφωτίσεις εσύ, Γκαρθ;» ρώτησε ο Ίτιν και ο ήχος της φωνής του έκανε τη βαβούρα να καταλαγιάσει.

«Εγώ σας λέω να χρησιμοποιήστε την επιστημονική μέθοδο, η οποία μπορεί να εξετάσει όλα τα πράγματα – ακόμη και την ίδια – και να σας δώσει απαντήσεις που να αποδεικνύουν την αλήθεια ή το ψέμα κάθε θεωρίας».

«Και αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε», είπε ο Ίτιν, «έχουμε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα». Κράτησε μπροστά του ένα χοντρό βιβλίο κι ένας κυματισμός από νεύματα διέτρεξε τους θεατές. «Μελετήσαμε τη βίβλο όπως μας είπε να κάνουμε ο Πατήρ Μαρκ, και βρήκαμε την απάντηση. Ο Θεός θα μας κάνει ένα θαύμα, και μ’ αυτό θα αποδείξει ότι μας βλέπει. Και με το σημείο αυτό θα Τον γνωρίσουμε και θα πάμε προς Αυτόν».

«Αυτό είναι αμάρτημα ψευδούς έπαρσης», είπε ο Πατήρ Μαρκ. «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από θαύματα για να αποδείξει την ύπαρξή Του».

«Εμείς όμως χρειαζόμαστε ένα θαύμα!» φώναξε ο Ίτιν, και, παρόλο που δεν ήταν άνθρωπος, υπήρχε ανάγκη στη φωνή του. «Έχουμε διαβάσει σ’ αυτό το βιβλίο για πολλά μικρά θαύματα, για άρτους και ψάρια, κρασί, φίδια – πολλά απ’ αυτά για πολύ ευτελέστερους λόγους. Τώρα το μόνο που θα κάνει είναι ένα θαύμα που να μας φέρει όλους μας κοντά Του – το θαύμα ενός καινούριου κόσμου που θα Τον λατρεύει στο θρόνο Του, όπως μας έχεις πει, Πάτερ Μαρκ. Και μας είπες πόσο σπουδαίο είναι αυτό. Συζητήσαμε το θέμα και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα μόνο θαύμα που αρμόζει καλύτερα στην περίπτωσή μας».

Η ανία από τη θεολογική αυτή διαμάχη του έφυγε του Γκαρθ αμέσως. Στ’ αλήθεια δε σκέφτηκε, αλλιώς θα είχε συνειδητοποιήσει πού οδηγούσε όλο αυτό. Έβλεπε την εικόνα στη βίβλο που κρατούσε ο Ίτιν ανοιχτή και ήξερε προκαταβολικά ποια εικόνα ήταν. Σηκώθηκε από την καρέκλα του σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει και στράφηκε προς τον παπά που ήταν πίσω του.

«Ετοιμάσου!» ψιθύρισε. «Βγες από το πίσω μέρος και τρέξε προς το πλοίο. Εγώ στο μεταξύ θα τους απασχολήσω εδώ. Εμένα δε νομίζω πως θα με πειράξουν».

«Τι θες να πεις; …;» ρώτησε ο Πατήρ Μαρκ ανοιγοκλείνοντας έκπληκτος τα μάτια.

«Φύγε, ανόητε!» είπε ο Γκαρθ συρίζοντας. «Ποιο θαύμα φαντάζεσαι πως εννοούν; Ποιο θαύμα λέγεται ότι προσηλύτισε τον κόσμο στο χριστιανισμό;»

«Όχι!» είπε ο Πατήρ Γκαρθ. «Αδύνατον. Απλά δεν μπορεί …!»

«ΚΟΥΝΗΣΟΥ!» ούρλιαξε ο Γκαρθ, σέρνοντας τον παπά από την καρέκλα του και εκσφενδονίζοντας τον προς τον πίσω τοίχο. Ο Πατήρ Μαρκ σταμάτησε σκοντάφτοντας και στράφηκε προς τα πίσω. Ο Γκαρθ έκανε ένα άλμα προς το μέρος του, ήταν όμως αργά. Τα αμφίβια ήταν μικρόσωμα, αλλά ήταν πάρα πολλά. Ο Γκαρθ όρμησε πάνω τους και η γροθιά του χτύπησε τον Ίτιν και το εκσφενδόνισε πίσω στο πλήθος. Οι υπόλοιποι του επιτέθηκαν καθώς άνοιγε δρόμο προς τον παπά. Άρχισε να τους χτυπά αλλά ήταν σαν να πάλευε με τα κύματα. Τα τριχωτά, μυρωδάτα σώματά τους τον κατέκλυσαν και κυριολεκτικά τον κατάπιαν. Πάλεψε μέχρι που τον καθήλωσαν δένοντάς τον. Αυτός όμως συνέχισε ν’ αντιστέκεται μέχρι που τον χτύπησαν στο κεφάλι και σταμάτησε. Κατόπιν τον έσυραν έξω όπου έμεινε ξαπλωμένος στη βροχή παρακολουθώντας και βρίζοντας.

Όπως είναι φυσικό, οι Γουέσκερ ήταν θαυμάσιοι τεχνίτες και όλα είχαν κατασκευαστεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια σύμφωνα με την εικόνα της βίβλου. Εκεί ήταν και ο σταυρός στην κορυφή ενός μικρού λόφου, τα γυαλιστερά μεταλλικά καρφιά, το σφυρί. Ξεγύμνωσαν τον Πατέρα Μαρκ και τύλιξαν ένα προσεκτικά πτυχωτό πανί γύρω από τα ισχία του. Μετά τον οδήγησαν έξω από την εκκλησία.

Στην όψη του σταυρού παραλίγο να λιποθυμήσει. Κατόπιν όμως κράτησε το κεφάλι του ψηλά και αποφάσισε να πεθάνει όπως έζησε, με πίστη.

Κι όμως ήταν δύσκολο. Ήταν ανυπόφορο ακόμη και για τον Γκαρθ, που μόνο έβλεπε. Άλλο είναι να μιλάς για σταύρωση και να κοιτάζεις τα απαλά σμιλευτά σώματα στο ημίφως της προσευχής και άλλο να βλέπεις έναν άντρα γυμνό, με σχοινιά να κόβουν το δέρμα του και να κρέμεται από ένα ξύλινο δοκάρι. Και να βλέπεις το μυτερό καρφί να υψώνεται και να καρφώνεται στην απαλή σάρκα της παλάμης του, να βλέπεις το σφυρί να ανεβοκατεβαίνει με την ήρεμη περισυλλογή ενός εύστοχου χτυπήματος από έναν τεχνίτη. Μετά ν’ ακούς τα ουρλιαχτά.

Λίγοι είναι γεννημένοι μάρτυρες. Ο Πατήρ Μαρκ δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Με τα πρώτα πλήγματα, το αίμα έτρεξε από τα χείλη του στο σημείο που έσφιγγε τα δόντια του. Κατόπιν άνοιξε το στόμα του διάπλατα, το κεφάλι του ζορίστηκε προς τα πίσω καθώς τα φρικτά λαρυγγικά ουρλιαχτά του έσχιζαν το θόρυβο της βροχής που έπεφτε. Αντηχούσε σαν μια σιωπηλή ηχώ από τις μάζες των παρευρισκομένων Γουέσκερ, διότι όποια συγκίνηση τους έκανε ν’ ανοίγουν τα στόματά τους, έσχιζε τώρα και τα σώματά τους μ’ όλη της τη δύναμη, και οι διαδοχικές σειρές από χάσκοντα σαγόνια αντανακλούσαν την αγωνία του σταυρωμένου παπά.

Κατά σπλαχνικό τρόπο, ο παπάς λιποθύμησε καθώς το τελευταίο καρφί εύρισκε το στόχο του. Αίμα έτρεχε από τις ανοιχτές πληγές και ανακατευόταν με τη βροχή για να στάξει ροζ στα πόδια του καθώς η ζωή του στράγγιζε από το σώμα του. Και την ώρα αυτή, κάπου την ώρα αυτή, πασχίζοντας με λυγμούς να απελευθερωθεί από τα δεσμά του, μουδιασμένος από τα χτυπήματα στο κεφάλι, ο Γκάρθ έχανε κι αυτός τις αισθήσεις του.

Ξύπνησε στη δική του αποθήκη και ήταν σκοτεινά. Κάποιος έκοβε τα πλεκτά σχοινιά με τα οποία τον είχαν δέσει. Η βροχή ακόμη έπεφτε πλατσουρίζοντας απέξω.

«Ίτιν», είπε. Δεν μπορούσε να ήταν άλλος.

«Ναι», του ψιθύρισε η εξωγήινη φωνή. «Οι άλλοι συζητούν στην εκκλησία. Ο Λιν πέθανε αφότου τον χτύπησες στο κεφάλι και ο Ίνον είναι πολύ βαριά. Υπάρχουν μερικοί που λένε πως κι εσένα πρέπει να σε σταυρώσουν, και νομίζω πως θα το κάνουν. Ή ίσως να σε λιθοβολήσουν. Έχουν διαβάσει στη βίβλο που λέει …»

«Ξέρω». Με υπέρμετρη κούραση είπε: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Θα βρεις πολλά τέτοια παρόμοια αν αρχίσεις να ψάχνεις. Είναι θαυμάσιο βιβλίο». Το κεφάλι του πονούσε τρομερά.

«Πρέπει να φύγεις. Μπορείς να πας στο πλοίο σου χωρίς να σε δει κανείς. Αρκετός σκοτωμός έγινε». Κι ο Ίτιν μιλούσε με μια πρωτόγνωρη κούραση.

Ο Γκαρθ με κόπο μπόρεσε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Πίεσε το κεφάλι του στο τραχύ ξύλο του τοίχου μέχρι να του φύγει η ναυτία. «Πέθανε». Το είπε σαν κατάφαση, όχι σαν ερώτηση.

«Ναι, πριν λίγη ώρα. Αλλιώς δε θα μπορούσα να ξεφύγω για να σε δω».

«Και τον έθαψαν βέβαια, ειδεμή δε θα σκέφτονταν να ξαναρχίσουν μ’ εμένα τώρα»

«Και τον ενταφίασαν!» η φωνή του εξωγήινου είχε κάποιον τόνο συγκίνησης, σαν μια ηχώ εκείνης του νεκρού παπά. «Είναι στον τάφο και θα εγερθεί εκ νεκρών. Έτσι είναι γραμμένο ότι θα γίνει. Ο Πατήρ Μαρκ θα είναι τόσο χαρούμενος που όλα έγιναν κατ’ αυτόν τον τρόπο». Η φωνή του σταμάτησε με κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινο αναφιλητό.

Ο Γκαρθ με πολύ κόπο κατευθύνθηκε προς την πόρτα στηριζόμενος στον τοίχο να μην πέσει.

«Το σωστό δεν κάναμε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ίτιν. Δεν πήρε απάντηση. «Θ’ αναστηθεί, Γκαρθ, δε θ’ αναστηθεί;»

Ο Γκαρθ έφτασε στην πόρτα και αρκετό φως ερχόταν από τη λαμπρά φωτιζόμενη εκκλησία για να δει τα ματωμένα χέρια του σφιγμένα πάνω στον παραστάτη. Το πρόσωπο του Ίτιν φαινόταν αχνά δίπλα του, και ο Γκαρθ ένιωσε τα λεπτεπίλεπτα πολυδάχτυλα χέρια του με τα μυτερά νύχια να πιάνουν τα ρούχα του.

«Θ’ αναστηθεί, Γκαρθ, έτσι δεν είναι;»

«Όχι», είπε ο Γκαρθ, «θα μείνει θαμμένος ακριβώς εκεί που τον βάλατε. Τίποτε δε θα συμβεί επειδή πέθανε και θα παραμείνει νεκρός».

Η βροχή έτρεχε σχηματίζοντας αυλάκια πάνω στο γούνινο τρίχωμα του Ίτιν και το στόμα του ήταν τόσο ορθάνοιχτο που φαινόταν σαν να ούρλιαζε ενάντια στη νύχτα. Μόνο με μεγάλη προσπάθεια κατόρθωνε να μιλήσει πιέζοντας τις ξένες του σκέψεις να εκφραστούν σε μια ξένη γλώσσα.

«Άρα δε θα σωθούμε; Δεν θα εξαγνιστούμε;»

«Ήσασταν αγνοί», είπε ο Γκαρθ με μια φωνή που ακουγόταν κάτι μεταξύ λυγμού και γέλιου. «Και τούτο είναι το απαίσιο, άσχημο και βρώμικο που σας συνέβη. Ήσασταν αγνοί. Τώρα είστε …»

«Δολοφόνοι», είπε ο Ίτιν, και το νερό έτρεχε προς τα κάτω από το κατεβασμένο του κεφάλι σχηματίζοντας ρυάκια μέσα στο σκοτάδι.


*Χάρι Χάρισον (Harry Harrison)

Συγγραφέας

Γέννηση: 12 Μαρτίου 1925, Στάμφορντ, Κονέκτικατ, ΗΠΑ

Απεβίωσε: 15 Αυγούστου 2012, Μπράιτον, Ηνωμένο Βασίλειο

Ταινίες: Νέα Υόρκη, έτος 2022 μ.Χ.

Υποψηφιότητες: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερου μυθιστορήματος, Περισσότερα

Βραβεία: Βραβείο Νέμπιουλα Καλύτερου σεναρίου






 
< Προηγ.
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr