ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΕΝΙΚΟΛΑ
Γράφει ο Χρήστος Μηλίτσης
Νταής Κωνσταντίνος (καπεταν Τσιαρας)
Με εντυπωσίασε το γεγονός όταν πρόσφατα βρέθηκα σε ένα χωριό της Καβάλας, που στη πλατεία του σε μια περίοπτη θέση είδα μια ταμπέλα που έγραφε –Πλατεία Μακεδονομάχου Κων/νου Νταή (καπετάν Τσιάρα)-.Συγκινήθηκα πάρα πολύ και ένοιωσα μεγάλη Εθνική υπερηφάνεια, γιατί Ο στρατηγός Κ. Νταής κατάγεται από το χωριό μου. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω μερικά πράγματα από τη ζωή και το έργο του για να τον γνωρίσουν oi χωριανοί μας για να νοιώσουν τα ίδια με εμένα συναισθήματα. Ο στρατηγός γεννήθηκε στο Μεσενικόλα το 1883. Τελείωσε το δημοτικό σχολειό και το σχολαρχείο που υπήρχε τότε στο χωριό μας Αποφοίτησε από τη Σχολή αξιωματικών Λάρισας, σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-13. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Πατρίδα στα δύσκολα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα .Έζησε τα ταραχώδη χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Τη περίοδο εκείνη η Βουλγαρία με την ανοχή των Τούρκων που κατείχαν τη Μακεδονία επιχείρησε με τις γνωστές τρομοκρατικές ομάδες των κομιτατζήδων που με το φόβο, τη φωτιά και το μαχαίρι προσπαθούσαν να εκφοβίσουν τους Έλληνες Μακεδόνες αποβλέποντες στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Μεταχειρίστηκαν διάφορα εκφοβιστικά μέσα, με δολοφονίες, εκβιασμούς, πυρπολήσεις ναών, με λεηλασίες Ελληνικών καταστημάτων, και σφαγές δασκάλων, γιατρών και ιερέων, κάτω από τα όμματα και με την ανοχή των Τούρκων, να προσαρτήσουν στο Βουλγαρικό Κράτος τις Επαρχίες Καστοριάς, Καϊλαρίων, Βοδινών, Βεροίας Θεσσαλονίκης ακόμα και την Χαλκιδική με απώτερων σκοπό να έχουν διέξοδο στο Αιγαίο. Στην προσπάθεια αυτή των Βουλγάρων αντιτάχθηκε ο κλήρος με επικεφαλής το γενναίο Ιεράρχη Καστοριάς Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, και με τη συμμετοχή και άλλων αρχιερέων της περιοχής. Παπάδες και δάσκαλοι κάτω από αντίξοες συνθήκες, περιφρονώντας τις αγριότητες και τη βάρβαρη συμπεριφορά των Βουλγάρων στάθηκαν δίπλα στους Μακεδόνες και έκαναν το παν για να κρατήσουν ψηλά το Εθνικό φρόνημα των Μακεδόνων. Ύστερα από τα βασανιστήρια αυτά ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη να στείλει Ελληνικά αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία. ’Έτσι το 1902 άρχισαν οι πρώτες ένοπλες ομάδες τη δράση τους με Μακεδόνες αρχηγούς που στη πορεία ενισχύθηκαν από Λάκωνες και Κρήτες αντάρτες. Λίγο αργότερα όταν γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Λάμπρος Κορομηλάς, άρχισε η αποστολή Ελλήνων αξιωματικών με ανοχή της Ελληνικής Κυβέρνησης. Τότε μαζί με άλλους αξιωματικούς στάλθηκε στη Μακεδονία και Κων/νος Νταής, λοχαγός Τον Ιούνιο του 1915, ζήτησε με αίτηση του από το Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, να έρθει στη περιοχή του Παγγαίου και να συγκροτήσει αντάρτικο σώμα Μακεδονομάχων. Κατάφερε να εφοδιασθεί με το απαραίτητο νιφούζι, (ταυτότητα) και με το Ψευδώνυμο Σπινάρης Ευστράτιος από το χωριό Πλακάδου Μυτιλήνης προσκολλήθηκε στην υπηρεσία του προξενείου Καβάλας και στις 15 Αυγούστου έφτασε στη Δράμα. Εκεί συναντήθηκε με το Στυλιανό Μαυρομιχάλη, το Μητροπολίτη Δράμας Χριστόφορο και τον αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή Χατζησταύρου και αποφασίστηκε να εμφανισθεί με την ιδιότητα του επιθεωρητού Δημοτικών σχολείων για να μπορεί να έρχεται με περισσότερη ευκολία σε επαφή με τους κατοίκους των γύρω χωριών και να κάνει έτσι καλύτερα τη δουλειά του. Οργάνωσε επιτροπές στα χωρά που υπήρχε το Ελληνικό στοιχείο και τις ανέθεσε να παρακολουθούν και να αντιδρούν στη Βουλγαρική προπαγάνδα και να επιστρατεύουν νέους για αντάρτικα σώματα. Το 1907 οι Τουρκικές, αρχές μπήκαν στα ίχνη της οργάνωσης. Απέλασαν το Μητροπολίτη Χρυσόστομο, ο αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής μόλις πρόλαβε να αποδράσει. Ο Νταής συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη Μυτιλήνη, όπου φυλακίζεται. Παρέμεινε τρεις περίπου μήνες φυλακισμένος. Κατόρθωσε να αποδράσει και πήγε στην Αθήνα. Ύστερα από λίγο καιρό ξαναεμφανίστηκε στη Μακεδονία, αλλά συνελήφθηκε και πάλι και φυλακίστηκε, γιατί εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί ο πραγματικός Σπηναρίδης που ήταν καταζητούμενος για φόνο. Τον δήρανε ανελέητα και υπέστη αρκετά βασανιστήρια τα οποία κλόνισαν την υγεία του. Κατόρθωσε να αποδράσει από τη φυλακή και εισήχθηκε σε Νοσοκομείο της Αθήνας. ‘Ύστερα από ένα μήνα, ξανανεβαίνει στα παλιά λημέρια του Παγγαίου. Αναλαμβάνει την αρχηγεία της στρατιάς της Ανατολικής Μακεδονίας με το ψευδώνυμο Καπετάν Τιάρας και άρχισε τη δράση του μέχρι τον Ιούνιο του 1908.Συγκρότησε σώμα με γενναία παλικάρια που ορκίστηκαν στο σπίτι του Γεωργίου Καραμανλή, πατέρα του Κωνσταντίνου που ήταν το χρονικό εκείνο διάστημα πρόκριτος των Σερρών, να προστατέψουν τα Ελληνικά χωριά από τους βανδαλισμούς των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, και να τους εμποδίσουν να κατεβούν στις πεδιάδες της Δράμας και της Καβάλας. Έδωσαν αρκετές νικηφόρες μάχες στη Νικήσιανη, Ηλιοκώμη, Κεφαλάρι και Δοξάτο. Από τις 15 Αυγούστου του 1905 μέχρι το Ιούνιο του 1908 που έδρασε στη περιοχή της Δράμας, ξεκαθάρισε ολόκληρη την περιοχή, από τους κομιτατζήδες βουλγάρους. Τρανή απόδειξη της επιτυχίας του είναι ότι στις περιοχές Δράμας και Καβάλας δεν μπόρεσε να δράσει το βουλγαρικό κομιτάτο, ούτε να εγκατασταθεί Βούλγαρος στη Περιοχή. Ο ηρωικός θάνατος του Παύλου Μελά γίνεται αφορμή να ανάψει η θρυαλλίδα και να εκραγεί ο ελληνικός ενθουσιασμός υπέρ της Μακεδονίας μας. Πολιτικοί, διπλωμάτες, κληρικοί, στρατιωτικοί με την ανοχή της Κυβέρνησης κατευθύνουν τον αγώνα και σαμποτάρουν τα υποχθόνια σχέδια των Βουλγάρων. Αρκετές ομάδες εθελοντών από ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο και από τη Κύπρο μας ακόμη, καταφτάνουν στη Μακεδονία και μάχονται ηρωικά για να σώσουν τη Ελληνικότητα στη πονεμένη περιοχή και να φέρουν τη λευτεριά της. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε σαν πράκτορας στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών μέχρι τέλους Αυγούστου του 1909, οπότε η Ελληνική Κυβέρνηση ανακάλεσε όλους τους Έλληνας αξιωματικούς από την Τουρκική Επικράτεια. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας πολιτεύτηκε και εξελέγη βουλευτής Καβάλας. Και γεννάται ευλόγως το ερώτημα. Η Μακεδονία έκανε το καθήκον της και με τις πράξεις της αποθανάτισε το χωριανό μας στρατηγό κ. Νταή (καπετάν Τσιάρα). Εμείς οι Μεσενικολίτες τι κάναμε;.
Γαβριήλ Διονυσιάτης, κατά κόσμο Καζάσης Γεώργιος, γεννήθηκε στο Μεσενικόλα το έτος 1887. Πολύ μικρός σε ηλικία 17 ετών, έμαθε ότι είχε αρχίσει ο Μακεδονικός αγώνας. Έτσι τον άλλο χρόνο όταν έγινε 18 ετών, έφυγε από το χωριό, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Ύστερα από καιρό μάθανε ότι ήταν στο ανταρτικό, στη Μακεδονία στο σώμα του καπετάν Γαρέφη, που δρούσε στην Έδεσσα και στην Γευγελή. Ο Γαρέφης τον είχε πρωτοπαλίκαρο και ξεψυχώντας στην αγκαλιά του τον άφησε εντολή να πηγαίνει στις Μηλιές του Βόλου και να δώσει στη μάνα του το δαχτυλίδι του. Αφού εκτέλεσε την εντολή αυτή γύρισε για λίγο στο χωριό. Εκεί ένα βράδυ, ύστερα από επιμονή του παπά και του δάσκαλου του χωριού, καταστενοχωρημένος και γιομάτος συγκίνηση τους εξιστόρησε τα πάντα σχετικά με τον ηρωικό, αλλά και άδικο θάνατο του αρχηγού του, διότι όπως είπε, τον σκοτώσανε τα παιδιά του, κατά λάθος δικό του. Είχε πει στους δυο συντρόφους του που πήρε μαζί του, αν ιδούν και ξεπεταχτεί κάποιος απ’ το καλύβι να ρίξουν στο ψητό. Είχε ξεχάσει την εντολή που είχε δώσει και όταν μπήκε και λιάνισε με τα χέρια του τους αρχηγούς των κομιτατζήδων, Λούκα και Καρατάσωφ, πετάχτηκε έξω από την καλύβα και οι σύντροφοι τον νόμισαν για Βούλγαρο και τον πλήγωσαν βαριά. Eνας από τους δύο ήτανε ο Διονυσιάτης, γι’ αυτό το πήρε κατάκαρδα. Έφυγε από το χωριό πολύ γρήγορα και βρέθηκε ξανά στη Μακεδονία, πρωτοπαλίκαρο του Καπετάν Χρήστου Καραπάνου, χωριανού του, Μεσενικολίτη ανθυπολοχαγού που ανέλαβε το σώμα του Γαρέφη. Στο δεύτερο Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο βρέθηκε στο ευζωνικό σύνταγμα του 3/40 του Βελισαρίου ακόλουθος και πολυβολητής κοντά του, που στην Άνω Τσουμαγιά ξεψύχησε στην αγκαλιά του και αυτός, και τον έκλαψε πικρά. Όταν απολύθηκε από το στράτευμα, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και πήγε στο Άγιο- Όρος. Χειροτονήθηκε στην αρχή καλόγερος στη Μονή Διονυσίου και μέσα σε λίγα χρόνια, χάρις στη εξυπνάδα του και τη μόρφωση που απόκτησε εκεί, αναδείχτηκε Ηγούμενος της Μονής. Από τη θέση του αυτή υπηρέτησε το συμφέροντα της αυτόνομης Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους πάρα πολύ. Αρκετές φορές διετέλεσε αντιπρόσωπος της Μονής του στην ιερή Επιστασία στις Καρυές. Για πολλά χρόνια διετέλεσε πρωτοεπιστάτης και μπορεί μετά βεβαιότητας να πει κανείς Υπουργός των Εξωτερικών της αυτόνομης Πολιτείας του ¨Αγίου-Όρους, για αρκετές δεκαετίες. Σαν Ηγούμενος στη αρχή και σαν εκπρόσωπος της ιεράς Επιστασίας αργότερα, είχε πολλές γνωριμίες με αρκετές προσωπικότητες και της πολιτικής και της Εκκλησιαστικής και γενικά της πολιτικής ζωής της χώρας. Αν και αυτοδίδακτος, καλλιέργησε πολύ τα γράμματα. Στο χωριό είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, στο Άγιο-Όρος απέκτησε, όπως λένε, πανεπιστημιακή μόρφωση. Δεν ασχολείτο κάτ’ αποκλειστικότητα μόνο με τα εκκλησιαστικά αλλά διάβαζε και λογοτεχνικά βιβλία. Ασχολήθηκε μάλιστα και με τη συγγραφή. Έγραψε Ιστορικές μελέτες γύρω από την επανάσταση της Θεσσαλίας του 1897 και λογοτεχνικά διηγήματα για τα οποία τιμήθηκε με κρατικό βραβείο. Έγραψε επίσης αρκετά για το Μοναστήρι της Κορώνας, όπου επισημαίνει τις αιτίες της πτώχευσης του, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στον τότε Μητροπολίτη Ευθύμιο Πλατή και στον Ηγούμενο του Μοναστηριού Ιάκωβο Κοτρούμπα. Ο Γαβριήλ σε ολόκληρη τη ζωή του υπήρξε υπόδειγμα για τους πνευματικούς πατέρες του Aγίου – Όρους. Ήταν πάντοτε γελαστός, καταδεκτικός και γλυκομίλητος. Τύπος ασκητικός και λιτοδίαιτος, γι’ αυτό και έζησε τόσα χρόνια. Αποδήμησε εις Κύριον σε ηλικία 96 ετών το 1983. Υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες όχι μόνο του Μεσενικόλα και της γύρω περιοχής, αλλά ολοκλήρου του Ελλαδικού χώρου.
ΚΡΑΝΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
Γεννήθηκε στο Μεσενικόλα το έτος 1885. ‘Έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε πολλές μάχες στο Μακεδονικό αγώνα. Τιμήθηκε για τις εξαιρετικές υπηρεσίες του προς τη Πατρίδα. Μετά την αποστράτευση του ήρθε στο Μεσενικόλα και ασχολήθηκε με τις αμπελουργικές του εργασίες. Υπήρξε τίμιος και εξαιρετικός οικογενειάρχης. Αρέσκετο να διηγείται ιστορίες γύρω από τα περιστατικά του Μακεδονικού αγώνα.
Στο Μακεδονικό αγώνα πολέμησαν και από το χωριό μου, το Μεσενικόλα πέντε χωριανοί μας Μακεδονομάχοι. Αυτοί είναι, εκτός από τον Νταής Κωνσταντίνο (Καπετάν Τσιάρα) Υποστράτηγο τον Γαβριήλ Διονυσιάτη κατά κόσμον Γεώργιο Καζάση, και το λοχία Στυλιανό Κρανιά, ο Καραπάνος Χρήστος υποστράτηγος, Ο Αντώνης Σταφυλάς Συνταγματάρχης ο και ο Ευθυμίου Χαρίλαος στρατιώτης.