Η ιστορία του κρασιού, είναι πάρα πολύ παλιά, μπορεί να πει κανείς, όσο ακόμη και ο άνθρωπος. Η παλαιά Διαθήκη μας λέει, πως μετά τον κατακλυσμό, η κιβωτός του Νώε άραξε στο βουνό της χώρας Αραράτ σημερινή Αρμενία. Στη Βίβλο διαβάζουμε. «Όταν εξέλιπον τα ύδατα από της γης και εξεράνθη η γη, άνθρωποι και ζώα εξήλθον από την κιβωτόν και ήρχισεν ο Νώε να είναι γεωργός και εφύτευσεν αμπελώνα και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη και εγυμνώθη εν τη σκηνή αυτού». Μας το είπε αυτό ο προφήτης των Προφητών Δαυίδ. Έτσι σύμφωνα με τη Βίβλο στη Αρμενία Βρέθηκε ο πρώτος αμπελώνας. Από την Αρμενία μεταδόθηκε σε άλλα μέρη αρχικά σε άγρια μορφή, (αγρία άμπελος) όπως την ονομάζει ο Αισχύλος και στο τέλος της Πέμπτης χιλιετερίδας απλώθηκε στο Αιγαίο και έφτασε και στα μέρη μας. Εδώ βρήκε κατάλληλες και ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες και ευδοκίμησε πάρα πολύ. Οι πρόγονοι μας, πίστευαν πως μια κατσίκα που την είχε στο κοπάδι του ο βοσκός του Βασιλιά της Βοιωτίας Οινέας, ο Στάφυλος, υπήρξε η αφορμή να ανακαλυφτεί το κρασί και να πως: Η κατσίκα έτρωγε τις ρόγες από ένα κλίμα άγριας αμπέλου και έδειχνε μεγάλη ζωντάνια που ξεχώριζε από τις άλλες. Ο Στάφυλος, έκοψε μερικές ρόγες και τις πήγε στον 0ινέα. Έφαγε μερικές και τις βρήκε ενδιαφέρουσες. Διέταξε και μάζεψαν όλες τις ρόγες, τις έστυψε, έκανε το κρασί που το βρήκε υπέροχο ποτό και το έδωσε το όνομα του, το ονόμασε οίνο. Στο δε φυτό έδωσε το όνομα του βοσκού του, για να τον τιμήσει και το ονόμασε Στάφυλο. Και τα τσαμπιά με τις ρόγες σταφύλια. Άλλοι όμως παραδέχονταν πως ο Διόνυσος, Ο θεός της γονιμότητας του κεφιού και του γλεντιού ήταν εκείνος που έμαθε την καλλιέργεια της αμπέλου στον Οινέα, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, επειδή άφησε τη γυναίκα του Αλθαία. που την ερωτεύτηκε σφόδρα, για την ομορφιά της ο Διόνυσος, να κοιμηθεί μαζί του. Ο Αισχύλος ένας σπουδαίος λυρικός ποιητής που έζησε 700 χρόνια π.Χ, συμβούλευσε στους κατοίκους την νήσου Λέσβου να μη φυτεύουν τίποτε άλλο εκτός, από αμπέλι. «Μηδέν άλλον φυτεύσεις πρότερο δέντρον αμπέλω» συνεβούλευεν σε φίλο του. Και οι Ρωμαίοι από παλιά αγαπούσαν το κρασί και φύτευαν αμπέλια. Ο Λατίνος ποιητής Οράτιος συνεβούλευσε στο φίλο του Βάρο, έναν επιφανή νομομαθή που έζησε γύρω στον 1ον μ.Χ αιώνα που του έλεγε. «Βάρε, άλλον φυτώνα μη φυτέψεις πριν από αμπέλι στη μαλακιά γη του Τίβουρου και του Κατίλου τις οχυρώσεις. Όλα σκληρά τα δίνει ο Θεός σε όσους δεν πίνουν κι ούτε ξεχνιούνται οι έγνοιες που μας δαγκώνουν την καρδιά». Και εκείνος επιδόθηκε με ζήλο στην αμπελοκαλλιέργεια.Έτσι λοιπόν ο Νώε ήταν ο πρώτος άνθρωπος που φύτεψε αμπέλι και έφτιαξε κρασί. Ήπιε μάλιστα πάρα πολύ και μέθυσε, γιατί, πως να το κάνουμε, το κρασί είναι τόσο ευχάριστο. (οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου). Αν όμως το κρασί είναι το βάλσαμο της ανθρώπινης καρδιάς, που κάνει τη ζωή πιο γελαστή και χαρούμενη, είναι επίσης και το μοναδικό φάρμακο, που ανακάλυψε το ανθρώπινο μυαλό, για ν' απαλύνει κάπως τη θεϊκή κατάρα που βαραίνει τον άνθρωπο, εξ αιτίας της παρακοής των πρωτοπλάστων. Όταν η Εύα παράκουσε την εντολή του Θεού και έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης του καλού και του κακού, ο Θεός έδιωξε τους πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο και τους καταράστηκε βαριά. «Καταραμένη να είναι η γη, -τους είπε-, με πόνους και με πίκρες να σας δίνει τους καρπούς της». Από τότε οι μέρες έγιναν μαύρες και άραχλες για το δυστυχισμένο άνθρωπο. Παράλληλα όμως, αφού έφαγε τον καρπό της γνώσης, ο άνθρωπος ξύπνησε, του ήρθε η γνώση, πράγμα που πριν δεν το γνώριζε και άρχισε να σκέπτεται πονηρά. Έπρεπε κάτι να βρει, κάποιο φάρμακο να πάρει που να τον γλυκαίνει κάπου-κάπου, για να ξεχνά το πόνο που τον βάραινε απ' τη κατάρα του θεού και να βρίσκει και λίγες στιγμές χαράς και ευτυχίας στη ζωή του, για να τονώνει το σώμα του και το μυαλό του. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής έπιναν αρκετό κρασί πριν γράψουν τις τραγωδίες τους, γιατί η δύναμη του κρασιού ισχυροποιούσε τις εμπνεύσεις των. Έτσι βρήκε το κρασί, που όπως πίστευαν οι προγονοί μας, το χάρισε στον άνθρωπο ο Θεός της άγριας βλάστησης Διόνυσος στην αρχή, το όνομα του οποίου συνδέθηκε σχεδόν αποκλειστικά αργότερα με το ευλογημένο προϊόν του σταφυλιού. Πίστευαν ότι γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν παράνομος καρπός, γιος του Θεού Δία και της θνητής Σεμέλης. Όταν γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο Δίας τον έδωσε στον Ερμή για να τον κρύψει, γιατί φοβόταν την οργή της γυναίκας του της Ήρας. Εκείνος με τη σειρά του, τον παρέδωσε στις νύμφες, κι' εκείνες τον έκρυψαν σε μια σπηλιά. Στην είσοδο της σπηλιάς, υπήρχε μια κληματαριά. O μικρός Διόνυσος, πεινασμένος και ξεχασμένος, όταν ωρίμασαν τα σταφύλια, έκοβε και έτρωγε με την ψυχή του. Πολλές φορές, τα έστυβε στη παλάμη του και έπινε το μούστο. Μεθούσε τότε, γελούσε, πηδούσε, και χόρευε. Ύστερα πρόσφερε το γλυκό χυμό στις Νύμφες κι' αυτές με τη σειρά τους στους καλούς Δαίμονας του δάσους, στους τσοπάνους και σ' όλους τους περαστικούς. Όλοι όσοι έπιναν, έβρισκαν το πιοτό ευχάριστο, γιατί πλημμύριζε η ψυχή τους από ευθυμία, χαρά και ενθουσιασμό και το έριχναν στο τραγούδι και στο γλέντι. Όταν μεγάλωσε, άφησε τη σπηλιά του. Φόρεσε στο κεφάλι του στεφάνι από φύλλα δάφνης και κισσού. Μάζεψε κοντά του, όλα τα καλά δαιμόνια του δάσους, τις Νύμφες, τους Σιληνούς, τους Σάτυρους, τους Aκροβάτες κι έκανε ένα χαριτωμένο θίασο. Όλο αυτό το τσούρμο, κρατώντας αναμμένες δάδες στα χέρια τους και κτυπώντας τύμπανα και κύμβαλα, γυρνούσε πόλεις και χωριά, σκόρπιζε χαρές και γέλια και μάθαινε στο κόσμο να φυτεύει και να καλλιεργεί αμπέλια. Τους μάθαινε να φτιάνουν κρασί, να πίνουν και να μεθούν. Έτσι το κρασί, το βάλσαμο αυτό της ψυχής, μεταδόθηκε σε όλο το κόσμο. Βλέπουμε λοιπόν πως, το κρασί το γνώριζε ο άνθρωπος από τα μυθικά ακόμα χρόνια. Κουκούτσια σταφυλιών που βρέθηκαν μέσα στις σπηλιές ανθρώπων της προϊστορικής εποχής μας οδηγούν στην υπόθεση ότι το κρασί είναι πιο παλιό από την ιστορία, γιατί οι ρίζες της προέλευσης του χάνονται στα βάθη των αιώνων 5.000 χρόνια από σήμερα. Στη χώρα μας δεν είναι γνωστό πότε άρχισε η καλλιέργεια του αμπελιού, ίσως γύρω στο 1500 π.χ. Παραδέχονται ότι οι Έλληνες παρέλαβαν τις κληματόβεργες από τους Φοίνικες που έφτασαν στην Ελλάδα και φυτεύτηκαν πρώτα στη Κρήτη και τη Νάξο και ύστερα στην υπόλοιπη Ελλάδα και κατέκτησε σημαντική θέση στην οικονομία του Κράτους όπως μαρτυρούν και τα πολυάριθμα νομίσματα με απεικονίσεις σταφυλιών. Ποικιλίες σταφυλιών από τις οποίες παράγεται καλό κρασί υπάρχουν πάρα πολλές. Ο Βιργίλιος έγραψε ότι είναι ευκολότερο να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου παρά όλες τις ποικιλίες της αμπέλου. Στους τάφους των Φαραώ της 4ης Δυναστείας (4.000) π.χ. τοιχογραφίες αναπαριστούν έξι διάφορες ποικιλίες κλημάτων και σκηνές τρυγητού και οινοποίησης. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη «λιμνία» γνωστή σήμερα με το όνομα «λημνιό». Αυτές που κατά προτίμηση καλλιεργούνται σήμερα είναι το Αθήρι, Ασύρτικο, Βηλάνα, Μοσχάτο λευκό, Μοσχάτο Αλεξανδρείας, Μπατίκι, Ροδίτης, Σαββατιανό, Αγιωργίτικο, Λημνιό, Μαντηλαριά, Μαυροδάφνη, Μοσχάτο Αμβούργου, και από τις ξένες ποικιλίες το Syrak και Chardonay. To αμπέλι αναφέρεται στις Μυθολογίες πολλών αρχαίων λαών. Πολλά ευρήματα και αναφορές που βρίσκομε σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων μας πληροφορούν ότι υπήρχε πριν ακόμη τη μεγάλη περίοδο των παγετώνων και υπήρχε μάλιστα ακόμη και στις πολικές περιοχές. Αργότερα το συναντάμε στις εύκρατες περιοχές του Καυκάσου, που τις θεωρούν αρκετοί συγγραφείς σαν πατρίδα του αμπελιού. Υποστηρίζουν ότι ο Καύκασος, η Μεσοποταμία και η Αίγυπτος υπήρξαν γι' αυτούς οι κοιτίδες της αμπελουργίας και φυσικά η πατρίδα του κρασιού. O Όμηρος μας μιλάει για αρκετά είδη οίνων, που τα θεωρεί, όχι μόνο ευχάριστα σαν ποτά, αλλά και σαν φάρμακο. Στους προγόνους μας το κρασί άρεσε πάρα πολύ. Έκαναν χάριν αυτού, πολλές γιορτές και πανηγύρια που λάτρευαν το θεό του κρασιού Διόνυσο. Έπιναν του σκασμού και μεθοκοπούσαν. Έκαναν μάλιστα και αγώνες οινοποσίας, στους οποίους έπαιρναν μέρος το μεγαλύτερα ποτήρια της αρχαιότητας, ακόμη και βασιλιάδες. Στη διάρκεια του γλεντιού, ακούγονταν κάποτε η φωνή του Κήρυκα. (Όστις με την έναρξη της σάλπιγκος, πρώτος πίει την χόαν (*) Δοχείο κρασιού των προγόνων μας) λαμβάνει από τας χείρας Κτησιφώντος ασκόν οίνου). Πολλά έχουν γράψει οι αρχαίοι ποιητές και συγγραφείς για τα Συμπόσια, τις γιορτές, τα πανηγύρια και τα γλεντοκόπια των προγόνων μας. Η πόση γι' αυτούς, δεν ήταν μόνο συνήθεια, είχε γίνει πάθος. Έπιναν όχι μόνο οι γέροντες και οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες και τα παιδιά. Ποτέ τους όμως, εκτός από τις γιορτές οινοποσίας, δεν έπιναν κρασί χωρίς νερό. Έπρεπε ο οίνος να είναι (κεκραμένος δια ύδατος) δηλαδή ανάμεικτος με νερό. Από δω φαίνεται πήρε και τη νεότερη ονομασία του κρασί γιατί ή λέξη κρασί, θα πει ανακάτωμα. Για τους αρχαίους, δεν ήταν μόνο ποτό υγιεινό το κρασί, αλλά και παυσίπονο και παυσίλυπο και φάρμακο αντισηπτικό με το οποίο έπλυναν τις πληγές τους, γι' αυτό και το ύμνησαν τόσο πολύ.Ένας, από τους πολλούς αρχαίους υμνητές του, ο Ανακρέοντας γράφει: «Μόνο τρεις κρατήρες γεμίζω με κρασί για τους φρόνιμους. Τον μεν έναν, τον πρώτον, τον πίνουν χάριν υγείας, τον δε δεύτερον, χάριν του έρωτος και της ηδονής, τον τρίτον για να κοιμηθούν. Γι' αυτό, όταν τον πιουν αυτόν οι γνωστικοί, πάνε στα σπίτια τους. ο τέταρτος, φέρνει καυγάδες και βρισιές, ο πέμπτος, βοή και φασαρία». Με τον Ανακρέοντα δεν συμφωνεί ο Γ. Σουρής που στο (Μεθύσι)του γράφει:/Παιδί μου έλα. Φέρε Ρετσίνα , απ' τη βαρέλα./Φέρε κλαρίνα, μεζέδες, φρούτα, βιολιά, λαγούτα./ Ν' αρχίσω το χορό, να γλεντήσω, να χαρώ. Ο Μαρκίνας καλεί τους σκλάβους και τους ραγιάδες στο κρασοπότι με τους παρακάτω στίχους: Σκλάβοι κι' απόκληροι Ραγιάδες,/ελάτε να γίνουμε όλοι μαζί, Σουλτάνοι απόψε/ και Μαχαραγιάδες, με μια κανάτα κόκκινο κρασί. Στα πανηγύρια παρουσιάζεται η ευκαιρία να το γευθούν οι κρασοπατέρες για να χαρούν, να αστειευτούν, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Έτσι θα ευφρανθεί η καρδούλα τους και θα πάρουν καινούργιες δυνάμεις να συνεχίσουν το δύσκολο δρόμο της ζωής, γιατί όπως προαναφέραμε ο οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπων. Και ευφραίνει όχι μόνον τις καρδιές των ανθρώπων, αλλά και των θεών, αφού κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το κρασί έχει θεϊκή προέλευση. Ο Δίας ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, αυτός που τόσο λατρεύτηκε απ' τους προγόνους μας και που ήταν πολύ φοβερός, αλλά και άτιμος και τσιλιμπουδιάρης, έπινε με το τολούμι. Νέκταρ, το έλεγαν οι Θεοί. Ο Δίας είχε βέβαια τη μόνιμη κατοικία του στον Όλυμπο, αλλά διατηρούσε και γκαρσονιέρες στο Δίο της Πιερίας, κάτω από τον Όλυμπο, και όταν έτσουζε μερικές χόες κρασί και έρχονταν στο κέφι συναντούσε κρυφά και απόκρυφα απ' τη γυναίκα του την Ήρα τις άλλες θεές και τις Νεράιδες που του άρεσαν, καθώς και τις βασιλοπούλες και τις ωραιότερες γυναίκες των Θνητών. Σε ένα τέτοιο δρομολόγιο, στο δρόμο προς την Κρήτη συνάντησε τη Συμέλη. Τόσο τον άρεσε που μεταμορφώθηκε μπροστά της σαν ένα πανέμορφο βασιλόπουλο. Τη θαύμασε και ζήτησε ένα ποτήρι κρασί. Το ήπιε και τσιλιμπουρδιάρισε μαζί της. Καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Διόνυσος, ο θεός της αμπέλου και του κρασιού όπως πιο πάνω γράψαμε. Η γυναίκα του η Ήρα, που με το δίκαιο της ήταν υπερβολικά ζηλιάρα και τον παρακολουθούσε στενά, έμαθε τα σχετικά με τη Συμέλη. Τη βρήκε και στη συζήτηση η Συμέλη την εκμυστηρεύτηκε πως ήταν έγκυος από κάποιο βασιλόπουλο. Δεν γνώριζε η καημενούλα με ποιον είχε να κάνει. Η πονηρή Ήρα της είπε όταν την ξαναεπισκεφτεί, πρώτα να τον πείσει να δώσει όρκο στα ύδατα της στυγός, που ήταν απαράβατος όρκος των θεών και αφού ορκισθεί να του ζητήσει να παρουσιασθεί μπροστά του αυτός που είναι στην πραγματικότητα.Έτσι και έγινε κι ο Δίας παρουσιάστηκε μπροστά της με όλη τη μεγαλοπρέπεια, με αστραπές, βροντές και κεραυνούς και αφού πρώτα έβγαλε το βρέφος από τα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του για να συμπληρωθεί ο χρόνος της κύησης, την κατέκαυσε. Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης, έσχισε το μηρό του, πήρε το παιδί και το τοποθέτησε σε μια σπηλιά που η είσοδος της ήταν καλυμμένη με μια τεράστια κληματαριά γεμάτη από σταφύλια. Από αυτά τρέφονταν ο μικρός Διόνυσος και έτσι αγάπησε το αμπέλι και τα προϊόντα του και ανακηρύχτηκε όταν μεγάλωσε θεός προστάτης του σταφυλιού και του κρασιού. Όταν μεθούσε κι' αυτό το έκανε συχνά, σκόρπιζε ευθυμία, χαρές και γέλια στους συντρόφους του γι' αυτό και πρόγονοι μας τον καλούσαν πάντα στα συμπόσια τους να τους κάνει συντροφιά και να πιει μαζί του την αθάνατη ρετσίνα. Ο Ανακρέοντας συχνά τον τραγουδούσε με τη Λύρα του που τελείωνε με την επωδό: Διόνυσε έλα στη γιορτή μα/ Γλεντζέδων παρέες , θεός η ρετσίνα./ Μακριά απ' της ζωής τη ρουτίνα. Η πρώτη δουλειά του Νώε όπως αναφερθήκαμε πιο πάνω, ήταν να φυτέψει αμπέλι. Λένε πως τότε πέρασε μπροστά του ο διάβολος και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Πήρε κρυφά από το Νώε από τα ζώα της Κιβωτού ένα αρνί, ένα λιοντάρι, έναν πίθηκο και ένα γουρούνι, τα έσφαξε πήρε το αίμα το ανακάτεψε και πότισε μ' αυτό τις κληματόβεργες. Από τότε όταν ο άνθρωπος τρώει τα σταφύλια είναι ήσυχος. Σαν αρνάκι. Όταν πιει λίγο κρασάκι, παίρνει δυνάμεις, γίνεται παλικαράς (λιονταρίζει). Όταν πιει κάτι παραπάνω, μασάει τις λέξεις του και στραβώνει τη μούρη του, (πιθηκίζει), και όταν το παρατραβήξει, μεθοκοπάει, γίνεται φέσι κατά το κοινώς λεγόμενο και κυλιέται καταγής σαν γουρούνι. Γι αυτό και το Κοράνι λέγει ότι υπάρχει ένας διάβολος σε κάθε ρόγα σταφυλιού και δεν το συμπαθούν οι Τούρκοι. Εμείς όμως δεν ασπαζόμεθα το Κοράνιο. Είμαστε Χριστιανοί και η θρησκεία μας όχι μόνο το επιτρέπει, αλλά και μας προτείνει να το πίνουμε. «Πίετε εξ αυτού πάντες», το είπε και ο Θεάνθρωπος. Πίνετε λοιπόν αγαπητοί μου αναγνώστες άλλα πάντοτε εν μέτρω. Το κρασάκι είναι ευλογημένο από την Παναγία και από τον Πανάγαθο Γιο της. Η Παναγία θέλησε κάποτε να μεταλάβει. Κρασί όμως δεν υπήρχε. Οι Άγγελοι έτρεξαν να το προμηθευτούν. Έτρεχαν παντού και ρωτούσαν τα ζώα, τα πουλιά, τα ερπετά, όλα τα πετούμενα, ακόμα και τον τζίτζικα. Αλλά όλα αυτά αδιαφόρησαν. Ο τζίτζικας μάλιστα θύμωσε γιατί τον διέκοψαν το μονότονο τραγούδι του. Πήραν έτσι στενοχωρημένοι το δρόμο του γυρισμού, όταν είδαν μπροστά τους ένα αγριόκλημα γεμάτο σταφύλια, σκαρφαλωμένο πάνω σ' ένα πανύψηλο δέντρο. Του είπαν πως η Παναγία θέλει μερικά σταφύλια να κάνει κρασί για να μεταλάβει. Το κλήμα χαμήλωσε στη γη και είπε: Ολόκληρο να με κόψετε και να με πάτε στη μητέρα του Χριστού. Η Παναγία που έμαθε αυτό το ευλόγησε. Το ευλόγησε και ο Χριστός στο γάμο της Κανά στη Γαλιλαία και έτσι το σταφύλι ανακηρύχτηκε ο βασιλιάς των φρούτων και το κρασάκι, το ευλογημένο αυτό υγρό, που παρηγορεί, ηρεμεί, εμπνέει και απελευθερώνει τη σκέψη μας ανακηρύχτηκε ο βασιλιάς των ποτών, το νέκταρ των θεών. Γι' αυτό τώρα πιέτε αγαπητοί μου. Πιέτε πάντες και ευφρανθείτε, αλλά να το πίνετε να μην σας πίνει. Να το πίνετε να ενθουσιάζεστε και να ξεχνάτε τα βάσανα και τους καημούς της ζωής, όπως λέει στους παρακάτω στίχους και ο μεγάλος μας κρασοπατέρας Γεώργιος Σουρής./Τώρα μονάχα το κρασί μας κατενθουσιάζει/ μέρες και νύχτες το'χουμε για μόνη συντροφιά,/και τη στιγμή που ο Ρωμιός του γλυκοκατεβάζει/ αμέσως συλλογίζεται και την Αγιά-Σοφιά.
|