spacer.png, 0 kB
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΤΣΗΣ: ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Εκτύπωση E-mail

  ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ

                                                 Του Χρήστου Μηλίτση

Βρισκόμαστε χρονολογικά κοντά στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και όπως πίστευαν οι παλαιοί, οι καλικάντζαροι,, τα παγανά, ζουν και θριαμβεύουν πάνω στη γη. Αρκετοί είναι ακόμα και μεγάλοι που βρίσκονται ιδίως στα ορεινά χωριά που δεν μπορεί κανείς να τους βγάλει την ιδέα ότι  αυτά αποτελούν σήμερα μυθεύματα. Συνέβησαν στα περασμένα, συμπτωματικά, ορισμένα γεγονότα τις μέρες αυτές  που τα απέδωσαν στα παγανά. Ας αναφερθούμε σε μερικά: O Κώστας ο Ραφτόπουλος ήταν σπουδαίος κυνηγός. Όλοι στο χωριό του το γνώριζαν  και το παραδέχονταν αυτό. Και δεκάρα να με βάλουν στο στόχαστρο θα τη χτυπήσω έλεγε, και πολύ περηφανεύονταν για την επίδοση του αυτή. Έτσι δεν έλειπε ποτέ το θήραμα από το σπίτι του. Πότε χηνάρια, πότε πάπιες και πότε μπεκάτσες, ακόμα και κοσσύβια κρατούσε  αρκετά. Ετούτη τη χρονιά, που συνέβη το γεγονός, ο χειμώνας ήταν βαρύς. Είχαν πέσει χιόνια αρκετά και υπήρχαν πάρα πολλά θηράματα. Μήνας Δεκέμβριος στο τελευταίο του δεκαήμερο, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Ήταν σαρακοστή και όπως κάθε καλός χριστιανός, έτσι και ο Κώστας  νήστευε, και κάθε μέρα τα θηράματα που σκότωνε γινότανε και πιο πολλά. Ψυγείο δεν υπήρχε. Τα ξεφτέριαζε ,τα καθάριζε, τα αλάτιζε και τα κρεμούσε στο πατάρι της κουζίνας  που ήταν αταβάνωτη. Το έχουν στο αίμα τους σχεδόν οι περισσότεροι κυνηγοί να περηφανεύονται και πολλές φορές να ψεύδονται για τις επιτυχίες τους στο κυνήγι., Όμως ο Ραφτόπουλος δεν ψεύδονταν έλεγε σαν έρχονταν σε κουβέντα  με τους χωριανούς του, «τόσες πάπιες, τόσα χηνάρια, τόσες μπεκάτσες έχω κρεμασμένες στο πατάρι της κουζίνας μου και πάει λέγοντας. Έτσι το έμαθαν όλοι στο χωριό. Αυτό δεν το βγήκε σε καλό και από τη γλώσσα του, έπαθε ότι έπαθε, όπως θα δούμε στη συνέχεια.  Εκτός  από τη γλώσσα του, που πήγαινε ροδάνι, είχε και ένα ακόμα μεγάλο κουσούρι. Πίστευε στους Καλικάντζαρους, στα Παγανά, όπως τους λένε στα χωριά και τους φοβούνταν τρομερά. Άκουγε και έπαιρνε μέρος στις κουβέντες που γίνονταν γύρω απ' αυτά και μάλιστα  μια φορά είχε πει στο παπά του χωριού, ότι κάποτε, στα περασμένα, μέσα στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, είδε μια νύχτα με τα μάτια του δυο καλικάντζαρους κακομούτσουνους με μεγάλα σουβλιρά δόντια και γαϊδουρίσια αυτιά, που είχαν μακρινές ουρές και τον φοβέριζαν. Έκανα το σταυρό μου, συνέχισε, και τη στιγμή εκείνη μεταμορφώθηκαν σε μαύρα γουρούνια  και εξαφανίστηκαν αμέσως από μπροστά μου.

  -Σιώπα καημένε Κώστα, μην τα πιστεύεις αυτά.

 -Τι λες Παπαγιώργη, να σε πιστέψω πως δεν υπάρχουν παγανά;

 -Ναι, αυτά που σου λέω, φαντασιώσεις είναι, και τίποτε παραπάνω.

 -Τότε γιατί τρέχετε του Σταυρού στα σπίτια του κοσμάκη και τα κυνηγάτε με την αγιαστούρα σας; Κόκαλο ο Παπαγιώργης, έμεινε άναυδος. Έφυγε και δεν έδωσε συνέχεια στην υπόθεση. Δυο μέρες και θα έρχονταν η μεγάλη γιορτή. Ο κουτσός παγανός σύμφωνα με τη παράδοση ανέβηκε πάνω στη γη, από κάτω, από τα τάρταρα και περίμενε και τους άλλους. Την άλλη μέρα έφτασαν και άλλοι πολλοί. Γέμισαν οι ρεματιές, οι βατιώνες, οι στενόδρομοι και τα στενοσόκακα κάθε χωριού. Οι πιο τολμηροί βρήκαν στέγη στις αχυρώνες, ακόμα και στα υπόγεια των σπιτιών με σκοπό να προκαλέσουν ζημιές. Η κυρά Σταμάτω, η γυναίκα του, σαν βράδιασε, με μια κεραμίδα στο χέρι θυμιάτιζε και προσπαθούσε να διώξει τα παγανά από το σπίτι της. Δυο τρία κάρβουνα αναμμένα πάνω στη κεραμίδα και λίγο θυμίαμα που αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα, Τα θεωρούσε πολύ ικανά για την αποτροπή κάθε κακού που μπορούσαν να τη δημιουργήσουν οι καλικάντζαροι. Έτρεχε από γωνιά σε γωνιά στο σπίτι. Κατέβηκε στο στάβλο με τα ζώα, πήγε και στο υπόγειο, θυμιάτισε και το εικόνισμα που είχε από πριν ανάψει ένα καντηλάκι και γυρίζοντας απόθεσε την κεραμίδα στο τζάκι. Έξω το χιόνι είχε στρωθεί για τα καλά. Μεγάλη ησυχία επικρατούσε παντού και σκοτάδι απλώνονταν ολόγυρα. Δυο-τρία κούτσουρα στημένα όρθια στο τζάκι λαμπίριζαν, σπινθηροβολούσαν και σκόρπιζαν ολόγυρα ζεστασιά. Κοντά στο τζάκι ο κ. Ραφτόπουλος και η κ. Σταμάτω παρακολουθούσαν περίεργα τις φλογίτσες που αναβοσβήνανε και σιγομορμούριζαν. Αναλαμπές ξεχύνονταν πότε-πότε και σπάθιζαν το σκοτάδια που υπήρχαν στα απόμερα μέρη του δωματίου. Το ηλεκτρικό δεν υπήρχε στα χωριά την εποχή εκείνη. Ένα καζοκάντηλο που ήταν κρεμασμένο σε ένα καρφί στο μέσα μέρος από το τζάκι το είχαν σβήσει. Πήρε τη μασιά στα χέρια του και σκάλιζε τη φωτιά. Σπίθες αρκετές ανέβηκαν στο τζάκι και η φλόγα δυνάμωσε αρκετά. Άνοιξε τις παλάμες του, τις τέντωσε μπροστά στο τζάκι και απολάμβανε τη θαλπωρή, τη ζεστασιά μέσα στο σπίτι, ενώ έξω το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Έξαφνα ένας θόρυβος ακούστηκε πάνω στη σκεπή κοντά στο τζάκι. Τρομοκρατήθηκαν και οι δυο. Ιδρώτας κρύος έπιασε το Ραφτόπουλο. Φούντωσε το κεφάλι του. Το μυαλό του πήγε αμέσως στους καλικάντζαρους. Παγανά-παγανά, είπε σιγανά. Τινάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο, πήρε τη γυναίκα του από το χέρι, έβαλε το δείχτη του δεξιού χεριού του κάθετα στο στόμα του, σήμα στη γυναίκα του να μη μιλήσει και της πάρουν τη φωνή. Πότε πήγαν στη ρεβατοκάμαρα, ούτε που κατάλαβαν. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι,σφιχταγκαλιάστηκαν και κουκου λώθηκαν να μην τους δούνε τα παγανά και τους κακομεταχειριστούν. Έτσι  δυο παμπόνηροι συγχωριανοί του, που γνώριζαν τα καθέκαστα,ανέβηκαν με σκάλα στη σκεπή. Έβγαλαν μερικά κεραμίδια, βάλανε όλα τα θηράματα στα σακίδια τους  και εξαφανίστηκαν. Άντε  να τον κάνεις τώρα το Ραφτόπουλο να πιστέψει πως δεν υπάρχουν παγανά!. Μια άλλη ιστορία μας λέγει για τη Μάρω, Αυτή πήγε παραμονή Χριστουγέννων στο μύλο. Άλεσε το γέννημα, το φόρτωσε στο γαϊδουράκι, ανέβηκε και αυτή πανωσάμαρα και γύριζε στο σπίτι. Στο δρόμο βρέθηκαν οι καλικάντζαροι την άρπαξαν, την πήγαν σε μια έρημη καλύβα και κακοπάθησε όλη τη νύχτα. Την άφησαν όταν λάλησαν τα κοκόρια και όταν πήγε στο σπίτι της διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Το πιο σπουδαίο όμως είναι με το γάτο καλικάντζαρο. Σε ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας,τη παραμονή των Χριστουγέννων δυο αδέρφια έσφαξαν τα γουρούνια τους. Τα έγδαραν και τα κρέμασαν  στα ματέρια  του σπιτιού. Είχαν όμως έναν γάτο μεγάλο και ζημιάρη. Σκέφτηκαν λοιπόν και το κρέμασαν ένα μικρό κουδουνάκι να τον ακούσουν τη νύχτα αν θα πήγαινε να ξεψαχνίσει το γουρούνι. Πράγματι τη νύχτα έκανε το γιουρούσι του, άκουσαν το κουδούνι και τον κυνήγησαν. Ο φίλος μας (καλικάντζαρος), όμως πήγε σε άλλη γειτονιά και ρίχθηκε με όρεξη στο κρεμασμένο γουρούνι του Ανέστη. Όταν άκουσε το κουδούνι ο Ανέστης, πήρε ένα ξύλο  και πήγε να κυνηγήσει τον παγανό. Νύχτα ήταν βαθιά σκοτάδια είδε τα ορθάνοιχτα μάτια του γάτου που γιάλιζαν και φοβήθηκε. Ωστόσο  πέταξε το ξύλο και ο γάτος ανέβηκε πάνω στα μαδέρια.. Ο Ανέστης έτρεξε να τον προλάβει στην εξώθυρα. Ο καλικάντζαρος γάτος, σαν τον έκλεισε τη πόρτα πήδησε στον ώμο του και έγινε άφαντος. Τρέχει κοντά του ο Ανέστης και στη βιασύνη του πάτησε ένα φκιάρι που ήταν μπροστά του και κτυπήθηκε με το στειλιάρι στο κεφάλι του. Πίστεψε πως τον κτύπησε ο Καλικάντζαρος και ειδοποίησε τον παπά να πηγαίνει στο σπίτι του να διαβάσει για να φύγει ο καλικάντσαρος.. Στο καφενείο ύστερα από λίγες μέρες μαθεύτηκε το γεγονός και έγινε βούκινο στο χωριό.


 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr