spacer.png, 0 kB
Kώστας Κάτσιανος: ΓΟΥΡΝΟΧΑΡΑ Εκτύπωση E-mail

ΓΟΥΡΝΟΧΑΡΑ

Από νωρίς την άνοιξη, ο πατέρας μου αγόραζε ένα γουρνάκι απ την Καρδίτσα και τόβαζε μέσα σ’ένα τσουβάλι κι τούφιρνε καβάλα στου γουμάρ.

Αυτό, ούλου γκουρλίτσα ήταν, αλλά ήταν κι όμουρφου. Πότε ήταν μαύρου, πότε άσπρου. Μια χρονιά έφιρε ένα καψαλό. Η μάνα’μ είπι .

Τι με την έφερες εδώ την γιδοκόκκινη ?? Σώθκι ου κόσμους να πάρς ένα άσπρου       γρούνι ?? Το ταΐζαμι ούλου του χρόνου, ούλα τα πλύματα. Του φθινόπουρου, του φέρναμι κι τα κολοκύθια απ την Νεβρόπουλη, τα βράζαμι κι του δίναμι για να παχύνει. Του είχαμι σ’ ένα μικρό χώρου, στου γουρνουκούμασου, όπως το λέγαμι, για να μην κινείται πουλύ και χάνει θερμίδες και ούλου του κουμανταρίζαμι για να παχύνει και να μας φτιάξ πουλλά λουκάνκα κι λίπα. Ότι είχαμι για πέταμα ούλα στου γρούνι. Του φωνάζαμι .. -Μπις-μπις.. Κι αυτό ερχόταν γκουρλίζουντας για φαί. Θα περνούσε τσ’ εκατό ουκάδες, γιατί στου τέλους, δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, του σφάζαμι.

Φωνάζαμι και τον μπάρμπα μου τουν Μήτρου να βοηθήσ. Του χάϊδευαν στην κλιά κι αυτό κουλτουμπούσι στου πλάι.

Τότι του πιάναν απ τα πουδάρια και του χώναν του μαχαίρ στου λιμό. Αυτό ούρλιαζι κι βαζουκουπούσι ου τούπους. Αλλά μόλις έμπιχναν του μαχαίρ, άρχιζι να γουργουρίζ …            Το αίμα πιταγόταν τσαμπούνα, μέτρα μακριά.

Ο μπάρμπας’μ, μας έλιγε :

·         Άϊ κάντε σιαπέρα, παλιουσιουϊάδις. Θα σας λιρώσουν τα αίματα. Ιμείς, πού να φύγουμι, εκεί μπάστακες να πάρουμι την φούσκα…. Το μόνο Χριστουγεννιάτικου παιγνίδι. Γι αυτό το περιμέναμι με λαχτάρα.

  Μια χρονιά ου πατέρας’μ έκανι τουν παλληκαρά κι ήθιλε να του σφάξ μόνος’τ.                      Τρούχσι του τσικούρ στ’ αμόνι, του έβαλι στούν ύπνου κι πάει να του βαρέσ στου σταυρό, στην κορυφή στου κιφάλι. Αλλά αυτό κατάλαβι κι κουνήθκι κι δεν του πέτχι. Τόρξι κάνα δυό τσικουριές, αυτό απήδσι από έναν τοίχο, τρία μέτρα ύψους, το αίμα να παένει τσαμπούνα κι ου πατέρας’μ να του κυνηγάει απου πίσου μι του τσικούρ.

 Του πρόφτασι στην γουνία του Βαγγελόπουλου, που είναι σήμερα, τότε του Καρακατσάνη κι του τιλίουσι.

 Του σβάρνσι στην αυλή μας, ούλα μόνος’τ, τιλεύκι γιατί δεν ήθιλε να φωνάξει κανέναν να τον βοηθήσει.

  Η μάνα’μ έβαλι, σε μια κεραμίδα κάρνα αναμμένα και λιβάνι κι του θυμιάτσι, να παν ούλα καλά.

  Πρώτη δλιά, έκοψι του πουδάρ του μπρουστινό κι τόβαλι στου στόμα απ’ του γρούνι.        ( Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το κάναν, για να μείνει το στόμα ανοικτό, για να πλυθεί καλά)

  Η γιαγιά καθόταν δίπλα στου κωλουκάτσ κι ούλου διάταζι .. 

  –Να κόψεις κι την ουρά Λία’μ κι να την βράεις μαρή νύφ, μαζί μι του κιφάλι, για να πείξ ου πατσάς. 

  –Ναι , υπουργέ, έλεγε ου πατέρας’μ, ότι πεις ισύ.

 Μιτά άρχισι να του γδέρνει. Ήθελε τρόπου. Πρώτον να μη του τρυπήσ του τουμάρ κι δεύτιρου να μη μείνει λίπος στου τουμάρ.

  Η μάνα’μ έβραζι του καζάνι μι του νιρό κι έβαλι μέσα του κιφάλι να του ζιματήσ, για να του καθαρίσ από τις τρίχες.

Μιτά του ξέκλιαζι. Του έβγαζι τα εντόσθια, τα οποία κάναμαν την πρώτη γουρνουχαρά με την τηγανιά.

  Του τιμάχιζι στα τέσσιρα. Κάθε κουμμάτ έπριπε να έχ κι απου ένα πουδάρ, για να του κρεμάσ στα τσιγκέλια και ν’ αρχίσει το ξιπάστουμα.

 Να του κόψουμι μικρά κομματάκια ούλου του λίπους, να του βράσουμι στου καζάνι, για να φτιάξουμι λίπα κι τσιγαρίδις. 

 Ούλου του ψαχνό του κόβαμι κουμματάκια κι του στουμπούσαμι μι του τσικράκι, για να φτιάξουμι τα λουκάνκα. Τα αλατοπιπερώναμι, ρίχναμι μπόλικα πράσα, κόβαμι κι φλούδις απου πουρτουκάλια, βάζαμι κι κόλιαντρου, που έσπιρνε η μάνα’μ στα προυσήλια γι αυτή την δλιά, το αφήναμι λίγο ν’ αργάσει, τ’ ανακατεύαμι κι μιτά αρχινούσαμι του γέμισμα.    Μι του δάχλου του σμπρώχναμι να γεμίσει του έντιρου.

  Η γιαγιά, πάλι…. 

  –Να μην αφήνιτι κινό. Στουμπώστι του καλά, γιατί άμα κρατήσει αέρα μέσα, θα βρουμάει κλανίλα.

  Αφού τα φτιάναμι ούλα, τα κριμούσαμι σε μια τέμπλα κι τ’ αφήναμι να στραγγίσουν. Μιτά ανάβαμι άχυρα απού κατ και τα καπνίζαμι, για να στεγνώσουν καλά, να έχουμι ούλου του χρόνου να χλαπακιάζουμι.

 Αυτά έπριπε να κρατήσουν μέχρι τουν τρυγητή, έλιγε η γιαγιά.

Πρίν απ τ’ Αι Γιαννιού δεν μας αφήναν να τα δοκιμάσουμι.

 Έπριπε πρώτα να περάσ’ ου Παπακώστας να τ’ αγιάσ’ κι να φύγουν  τα παγανά κι τα καρκαντζούλια κι μιτά να φάμι...

  Τώρα που τα γράφω αυτά, μα την Παναγιά, μι πέφτουν τα σάλια, που σκέφτομαι την νοστιμιά, που είχαν εκείνα τα λουκάνικα. Ψήναμε ένα δίμοιρο και μοσχοβολούσε  ούλου του χουριό.  

Μικρό όμορφο χωριό, τρανές χαρές μου χάρισες…..!!

Κώστας Ηλία Κάτσιανος

Τηλ= 69 44 55 2749

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr