spacer.png, 0 kB
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΤΣΗΣ: ΑΣΤΕΙΟΙ ΤΥΠOΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ Εκτύπωση E-mail

 

Σε κάθε χωριό υπάρχουν τύποι που με τα χωρατά και τα αστεία τους ξεχωρίζουν από τους άλλους κατοίκους του χωριού. Ένα τέτοιος τύπος ήταν ο Γιαννάκης Λαδιάς.

Τ’ αστεία του δεν είχαν όρια. Κανέναν στο χωριό δεν άφηνε απείραχτο.

Από μικρός ακόμη 13ων χρονών παιδί, έπαιζε ξεβράκωτος με τα παιδιά της γειτονιάς και δεν τον ένοιαζε για το σχολείο. Η μάνα του, (όπως το διηγούνταν ο ίδιος) τον φώναζε: Έλα βρε Γιαννάκη μ’ να βάλ’ς το βρακί  σ’ και να πας στο δάσκαλο, και αυτός, απαντούσε, με μισόλογα

-        Ούτε βακί βάνω, ούτε δάκαλο πηγαίνω

Όταν μεγάλωσε κάποτε, μια μέρα Κυριακή, μόλις σχόλασε η εκκλησιά και το καφενείο του Καζάση ήταν γεμάτο κόσμο, μπαίνει στην πόρτα ο Γιαννάκης.

  -       Το μάθατε ρε χωριανοί τι έγινε με τον Κιτσαρά; (έτσι έλεγαν το Χρήστο Κορώνη)

-          Τι ορέ Γιαννάκη!

    -          Παλάβωσε και πήγαν στη Κορώνα να τον δέσουν.

Την ώρα εκείνη να και ο Κιτσαράς έρχονταν από κάτω. Φευγάτε γρήγορα θα σας σκοτώσ’ και όρμησε σα σίφουνας στη πόρτα. Όλοι τον ακολούθησαν και στη στιγμή άδειασε το καφενείο και έγινε πανζουρλισμός.  Η γυναίκα του ήταν πολύ θρήσκα. Άναβε το κανδήλι από το Σάββατο και έκαιγε μέχρι το πρωί. Όταν κοιμούνταν η Γιαννάκαινα, πήγαινε και έσβηνε το κανδήλι. (Άϊντε κοιμθήτε πουτσαράδες μ’ (παλικαριά μ’ εννοούσε), έλεγε στους Αγίους, σας στράβωσε όλη τη νύχτα η παλαβιάρα η Γιαννάκαινα.

Κάποτε πήγε στην Αθήνα να επισκεφτεί τα παιδιά του που ζούσαν και πρόκοψαν αρκετά εκεί. Μόλις κατέβηκε από το τρένο και πήρε το λεωφορείο ο εισπράκτορας σαν το είδε μεγαλόκορμο χωριάτη και να φορά μεγάλα τσαρούχια με φούντες  στα  πόδια του τον κοίταξε με θαυμασμό και  θέλησε να τον πειράξει.

-          Εσύ μπάρμπα θα πληρώσεις δυο εισιτήρια.

-          Γιατί γιέ μ’;

-          Ένα για σένα και ένα για τα τσαρούχια σ’.

-          Αν είναι έτσι, του λέει, κόψε κ’ ένα και για αυτά, και έδειξε με τα χέρια του αυτά που δεν λέγονται. Σκεφτείτε τι σαματάς  και τι γέλια έγιναν στο λεωφορείο.

Ένας άλλος τύπος ο Στάθης Σύψας, έκανε και το ντελάλη στο χωριό. Κάποια μέρα φώναξε:- Ε.εεεε χωριανοί απαγορεύεται το ψάρεμα στη λίμνη μ’ αγκιόστρια (αγκίστρια) ήθελε να πει. Την άλλη μέρα ο πρώτος που ψάρευε ήταν αυτός και οι χωροφύλακες τον έφεραν δεμένο στο χωριό. O Γιάννης Κατοίκος κάποτε τα έβαλε με τον Αποσκίτη. Έβρεξε και είχε κατεβάσει πολύ νερό το ποταμάκι. Πήγε να περάσει και το νερό τον πήρε το τσαρούχι. Μάνιασε τραβούσε πέτρες στο ποτάμι. Πήρε ένα ξύλο έδερνε το νερό και έλεγε. Να κερατά  Αποσκίτ’. Παίρν’  τσαρούχια εσύ, ε να! να! να! και συνέχιζε να ρίχνει με θυμό πέτρες στο νερό. Εκείνος όμως που έχει αφήσει τα περισσότερα αστεία στο χωριό Είναι ο Γιώργος Μανιώτης. Ήταν αγροφύλακας, έκανε και το ντελάλη στο χωριό. Ψευδός και σχεδόν πάντα μεθυσμένος. Μια μέρα όταν γίνονταν δημοπρασία για τα εκκλησιαστικά χωράφια που ήταν στη θέση Τσαρπατσούλια της Νεβρόπολης αντί για Τσαρπατσούλια έλεγε, πουτσούλια. Έχει άλλος κύριοι, πουτσούλα μία, πουτσούλα δύο, κλίν’ η δημοπρασία. Μια μέρα πήγε στη χήρα Μήτσαινα Νταΐνα να κόψει τη γκουρλίτσα που είχε το γουρούνι. Γύρισε αργά το βράδυ μεθυσμένος. Η γυναίκα τον ρώτησε που ήταν και άργησε και είπε Λακωνικά (Γρούν’ γκουρλίτσα, Μήτσαινα Νταΐνα, μεζέ πατσί, κατοστάρ’ κρασί). Άλλη μια φορά που τον έβαλαν να φωνάξει πως την άλλη μέρα Κυριακή θα ερχόνταν να βγάλει λόγο ο Πρωτοσύγκελος, ο Μανιώτης φώναζε θα βγάλ’ λόγο, ο Πρωτοΐσκιος. Όταν ένα άλλο βράδυ έγινε μια αγροζημία και ο νοικοκύρης του είπε ποιος την έκανε απήντησε. Μαύρο, γκέσο μπλάρ’ μακριά ουρά τσιουκάν’. Και σε μια άλλη αγροζημία που έγινε από άλογο, φαινότανε από τις πατημασιές, ο Μανιώτης έλεγε ότι την έκαναν τα βόδια του Σκαμαγκούλη. Μα τα χνάρια είναι απ’ άλογο του είπε ο νοικοκύρης. Αυτός το χαβά του, βόδια Σκαμαγκούλ’ σ’

 

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr