spacer.png, 0 kB
ΚΩΣΤΑΣ ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΣ: ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΜΑΣ Εκτύπωση E-mail

  Χαράματα μι σήκουσε μι του ζορ η γιαγιάμ, να πάμι στα Προσήλια.

-Σήκου πλάκιμ κι ρίξε λίγο νιρό στα μούτρασ κι να φύγουμι. Αι πάει γιόμα!!

Ιγώ φόρεσα τα καινούργια σκαρπίνια, κρυφά απ’τη μάναμ.

Παίρνω του γουμάρ απ’του καπίστρ και ξεκινάμι.

Η γιαγιάμ κάνει το σταυρότς κι λέει= - Καλό βράδυ Παναίτσαμ.

Η Αντρέινα στη ρούγα τάιζε τσι κότες μι καλαμπόκι. Την καλημερήσαμι κι μας είπε=

-Καλό κατευόδιο.

Πιο κάτου ήταν η κουρουμπλιά τς Αμαλίας τ’παπά Γρηγόρη

-Αι πλάκιμ, τσάκου κάνα δυο κουρόμπλα, να ξιακουλίσ του στόμαμ !!

Καλημερήσαμι και τη Λέιν τςΑντρουμάχη. Πιράσαμι κι απ’την πλατεία και προσκυνήσαμι στην εκκλησία.

Μιτά κάναμι μια στάσ, στην Τουρία.

-Είμαστι σόι μ’είπε. Και τα είπαν μια ψίχα.

Σταματήσαμι και στην Μαστρουβαγγέλινα. Εκεί η γιαγιά ήπιε καφέ. Την είχε φιλινάδα και έπιασαν του κουβεντουλόι και για λίγο ανακατέψαν ούλου του χουριό.

Όταν θα φεύγαμι, η Μαστρουβαγγέλινα ιμένα μ’έδουκι καλούδια δύο κουκόσιες  και μ’είπε=

-Τα καλά πιδάκια…. δεν λεν τίπουτα σι κανέναν, απ’αυτά π’ακούν. Άκσις ???…

Ιγώ πάω να σπάσου την κουκόσια μι τα δόντιαμ και μι φεύγει του δόντιμ, που από μέρες κουνιόνταν κι βάζου τα κλάματα.

-Αι πλάκιμ, δεν είνι τίπουτα, μ’είπαν, πέταξέτου ουδιδόια, στα κιραμίδια τ’Καραπάν κι πες τρείς φουρές [ Να. Συ δίνου κουκαλένιου κι δώμ σιδιρένιου !!].

Πιο κάτου η Χάϊδου μας είδι και μας χούγιαξι μέσα απ’το γουρνοκούμασο.

-Καλό κατευόδιο Κώτσινα και καλό βράδυ.

Τελευταία καλημερήσαμε την Μαρία τ Κουτσιλιούν και την είπαμε χαιρετίσματα απ την μάνα της τη Βαγγελάκαινα.

Στις Μιλίστρις, είδαμι μια κουπέλλα απ’την Αθήνα, που έκαμι ξεκαλοκαιριό στου Μσινικόλα. Την καλημερήσαμι και όταν κάναμι παρακατούλια η γιαγιά μ’είπι =

-Κάνουν τους προυτιυουσιάνους κι τη στείλαν ξιμπλέτσιουτη στου χουριό και την απουλύσαν κι πλαλάει σαν αδέσπουτη φουράδα.

Ιγώ ξέρου ποιά ήταν !!! (Αλλά δεν σας λέου, να σκάστι, ντιπ !!)

Ύστερα φτάσαμι στα μαντριά. Η Ζντρόλιας άρμιγι τα γίδια κι έβραζι κι κουλιάστρα.

Μας έδωσε από ένα ξύλινο χλιάρ και μας είπι να δοκιμάσουμι λίγο.

Εκεί είδα και τον κούρου απ’τα πρόβατα και πως έπιανι τις γίδις μι την γκλίτσα.

Μιτά φτάσαμι στον Αι Δημήτρη. Εκεί προσκυνήσαμι για πουλή ώρα. Γύρσε και προς την Παναγιά και είπε χίλιες καλές κουβέντες.

Μ’είπε πως ιδώ ήταν μιγάλου βακούφκου, μι πουλλούς καλογήρους και πουλύ πλούτο, αλλά οι παλιαχριάνηδες οι Τούρκοι, μας τα χαλάσαν ούλα.

Εκεί στο λιβάδι, μαζέψαμι λίγα μανιτάρια.

Ιγώ ανέβκα σε μια κρανιά κι τραγούδαγα.

Η γιαγιά μι του γουμάρ προυχώρσι πιο πέρα, στις καστανιές. Εκεί ήταν το κουνάκιτς.

Εκεί καθόνταν πάντα κι αγνάντευε την ανατουλή κι ούλου τον Θεσσαλικό κάμπο.

Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω αυτό του πρωινό.

Η γιαγιά αγνάντευε κι ούλο ευχές έλεγε=

-Να φλάει ου Θιός ούλου τουν κουσμάκι κι ιμάς κουντά.

Ιμένα μου είπι να πάω πιο πέρα, να την φέρω λίγου μιλισσόχουρτο.

Το πήρε, το μύρισε και τόβαλε μπρουστά στα βζιάτς, για να του μυρίζ ούλη τη μέρα.

Φτάσαμι στα Προσήλια κι αρχίσαμι τσι δλιές. Βγάλαμι τα κρουμμύδια. Σκάψαμι την αβραγιά, την αυλακώσαμι και σπείραμι φασουλάκια, χιλιδουνάκια. Τι όμορφα που ήταν !!. Λυπώσαν να τα χώσεις στου χώμα.

Μαζέψαμι κι λίγες ντουμάτις, λίγες κουρφοκουλοκθές, λίγα πασταλάκια και κουμπουκουλόκθα.

Κόψαμι κι του μακιδουνίσ, που όπους άκουσα να λέει, του φάγαν τα σκλιπόνια.

Γι αυτό του ράντισι μι αγίασμα, που είχαμι δίπλα σι μια κουτρόνα θαμμένου στη γη, μέσα σε ένα μπουκάλι. Ανάψαμι φουτιά κι ψήσαμι τα μανιτάρια. Μουσκουβόλσι ούλους η τόπους. Δεν πρόκειται να ξεχάσω πουτέ την νοστιμάδα τους.

Μιτά η γιαγιά έπισι για ένα λουμπέτι, για να ξαπουστάσει.

Ιγώ σκαρφάλουσα ψηλά σι μια καρυδιά κι έπιανα τζιτζίρια. Τάβαζα ένα τσακνάκι στούν κώλου κι τάφνα να φύγουν. (Δεν θέλω να θυμάμαι. Αγριάνθρωπος βλέπεις !!!).

Όταν ξύπνησι που είπι να πάω ν’απουλύσω την στέρνα, για να πουτίσουμι.

Παρόλο που σκιάζουμαν, πήγα. Την στέρνα την τριγυρίζαν, κάτι τρανές καστανιές και στα κλωνάρια τους κρεμόταν κάτι τεράστια αφουρισμένα, που οι ουρές τους ήταν κουλουριασμένες.

Του νιρό, κάποια στιγμή, κόπκι.

-Αι πλάκιμ, σύρι, τήρα του, κανένας αναβαλέους θα του ρούφσι.

Απλώνω να πάρου λίγη λάσπη κι πιάνου μια μπράσκα, τρανή ίσα μι του κιφάλημ.

Τάκανα απάνω μου απ’τουν φόβουμ, ωρέ τρείς και πέντε μι πήγε !!!!!

Αφού ποτίσαμι, μαζέψαμι κι λάχανα να φτιάξουμι πίτα.

Μαζέψαμι κι λίγα ζόχια για το γρούνι. Φουρτώσαμι του γουμάρ κι πάλι για του χουριό.

Σ’ ένα στενό μονοπάτι του γουμάρ, παραπάτσι κι πέφτ τ’ανάσκλα.

Τότε η γιαγιά έβγαλι το τσικί, που είχι χρονικίς στην τσέπη της και μου είπι να κόψω την ίγκλα. Την έκοψα κι του γουμάρ, πάλι σούνγκουρδους.

Του φτιάξαμι ματαπάλι ίγκλα μι τριχιά κι του ματαφουρτώσαμι κι φτάσαμι στου χουριό.

Μόλις μι βλέπει η μάναμ, αντί να με καλουσουρήσ, μι μάλουσι κι μ’είπι=

-Τα ξιντράφκιασις τα κινούργια παπούτσιασ. Να ιδώ τι θα φουρέισ’  ταχιά στην γιουρτή τ’πατέρασ.

Η γιαγιά έφτιαξι την πίτα. Φάγαμι κι πήγαμι για ύπνο.

Θυμάμαι, πως δεν με αφήσαν να κάνω την προσευχή μου στα μουγγά και με αναγκάσαν να την πω δυνατά. Έλεγα =

-         Παναίτσαμ να φλας τουν μπαμπάμ, την μαμάμ, την γιαγιάμ, του Νίκου, του Γιάννη, τουν Κουστάκη, τουν Αγγιλάκη κι ούλα τα καλά πιδάκια. Καλό ξημέρουμα Παναίτσαμ κι ταχιά μ’ υγεία. Αμήν.-

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΣ

ΤΗΛ:  6944 55 2749

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr