spacer.png, 0 kB
Γιώργος Κρανιάς:ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΚΙΟΠΟΥΛΟΥ. Εκτύπωση E-mail

Ο γιατρός Γιάννης Γακιόπουλος σαν άνθρωπος ενσάρκωσε στο έπακρο τον αλτρουισμό προς όλους τους άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα προς τους συγχωριανούς του Μεσενικολίτες , αλλά και προς όλους τους άλλους φτωχούς κατοίκους των χωριών της περιοχής μας.

Ήταν για όλους μας ο παθολόγος, αλλά και ο παιδίατρος, ο καρδιολόγος, ο δερματολόγος, ήταν τελικά ο γενικός μας γιατρός που μας περιέθαλπε πάντοτε δωρεάν. Όλοι θυμόμαστε το ευγενικό σπρώξιμό του προς την έξοδο του ιατρείου του εκεί στην οδό Αζά, όταν στο τέλος της επίσκεψης, ο πατέρας έβγαζε το τσαλακωμένο κατοστάρικο από την τσέπη, και την καθιερωμένη του φράση:

-Δεν ντρέπεσαι, δεν ντρέπεσαι; Θέλεις να κόψουμε την καλημέρα;

Όταν ανέβαινε στο χωριό, πρόθυμα, με τα ακουστικά του και το πιεσόμετρο έτρεχε να εξετάσει στα σπίτια, τους αρρώστους και να δώσει την πολύτιμη συμβουλή του.

Ο Γιάννης Γακιόπουλος ήξερε από φτώχεια γιατί και ο ίδιος από μια πολύ φτωχή οικογένεια του χωριού μας ξεκίνησε, για να γίνει τελικά ο άνθρωπος και ο επιστήμονας με τη μεγάλη προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο.

Με το σημείωμά μου αυτό φέρνω στο φως μια άγνωστη ιστορία, που ο ίδιος μου διηγήθηκε όσο ζούσε και που δείχνει, και η ιστορία αυτή, το μεγαλείο της ψυχής του.

Ο Γιάννης Γακιόπουλος σπούδασε στην Αθήνα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, αντιμετωπίζοντας συνθήκες ανείπωτης φτώχειας. Έκανε τις πιο δύσκολες δουλειές για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα χρήματα. Δεν λιποψύχησε μπροστά σε καμία δυσκολία. Μέχρι και το καθάρισμα στάβλων από τις κοπριές αναλάμβανε.

Μέσα λοιπόν σε εκείνες τις δύσκολες συνθήκες στα χρόνια του εμφυλίου, ήρθε στην Αθήνα και τον συνάντησε ο Μεσενικολίτης γεωπόνος Δημοσθένης Κρανιάς αδελφός του δικηγόρου Τηλέμαχου Κρανιά και του μετέπειτα Λυκειάρχη και μεγάλου δάσκαλου της φιλολογίας Απόστολου Κρανιά.

Ο Δημοσθένης Κρανιάς υπήρξε επίσης λαμπρός επιστήμονας και υπηρετούσε τα χρόνια εκείνα στη γεωργική υπηρεσία του Αγρινίου. Υπήρξε στέλεχος του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης και γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Αιτωλοακαρνανίας του ΚΚΕ. Για τη δραστηριότητά του αυτή καταδικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο ερήμην, σε θάνατο. Παρόλα αυτά διέφυγε τη σύλληψη και κρυμμένος μέσα σε ένα φορτηγό φορτωμένο με μπάλες καπνού έφτασε από το Αγρίνιο στην Αθήνα. Εκεί μη έχοντας κατάλυμα, βρήκε τον Γιάννη, του εξήγησε επακριβώς ποια ήταν η κατάστασή του και του ζήτησε να τον κρύψει στο σπίτι του.

Ο Γιάννης ήξερε από την αρχή ότι σε περίπτωση που ανακαλύπτονταν η πράξη του, θα ακολουθούσε με βεβαιότητα και ο ίδιος τον Δημοσθένη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το Γ’ ψήφισμα ήταν σε πλήρη ισχύ στην ανώμαλη εκείνη εποχή, εποχή στην οποία η ζωή δεν είχε καμία αξία. Πίσω στο χωριό τον περίμεναν μια πάμφτωχη οικογένεια και δυο ανύπαντρες αδερφές, που τον είχαν μεγάλη ανάγκη.

Παρόλα αυτά δε δίστασε στιγμή. Εξήγησε στον Δήμο, όπως τον έλεγε, ότι συγκατοικεί με τον επίσης συγχωριανό μας φοιτητή τότε της Γεωπονικής Νίκο Κρανιά, πρώτο ξάδερφο του Δήμου και τον κάλεσε να μείνει μαζί τους.

Από τη στιγμή αυτή άρχισε μια πολύμηνη περίοδος μεγάλης αγωνίας. Συχνά στη γειτονιά η αστυνομία έκανε έρευνες στα σπίτια για τη σύλληψη καταζητούμενων αριστερών. Σε κάθε τέτοια αναστάτωση το αίμα των παιδιών πάγωνε. Ευτυχώς πάντα κάποιον άλλον γύρευαν.

Μια μέρα εισβάλει στο σπίτι ένας αστυνομικός. Ο Δημοσθένης πρόλαβε και κρύφτηκε όπως έκανε πάντα στην περίπτωση των ανεπιθύμητων επισκέψεων.

-Πόσοι μένετε εδώ; Ρωτάει αυστηρά ο αστυνομικός.

-Δύο μένουμε, απαντά ο Γιάννης, αλλά αμέσως η ψυχή του σφίγγεται. Στο τραπέζι, που μόλις είχαν στρώσει, έχουν τρία πιάτα και τρία πιρούνια. Ευτυχώς ο αστυνομικός δεν το προσέχει και φεύγει άπρακτος.

Κάπως έτσι πέρασαν οι μήνες, και ήρθε το χαρτί στον Γιάννη να πάει στο στρατό. Κουβέντιασαν λοιπόν με τον Δημοσθένη και ο Δημοσθένης αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα που κατασκεύασε μέσα σε μια νύχτα μόνος του.

Έτσι λοιπόν με την κάλυψη για άλλη μια φορά του Γιάννη, ο Δημοσθένης κατάφερε να φύγει από την Αθήνα και να φτάσει στις γραμμές των ανταρτών στο Γράμμο, όπου κατά μία πληροφορία έγινε πολιτικός επίτροπος μεγάλης μονάδας του ΔΣΕ.

Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου βρέθηκε στη Τασκένδη, όπου έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου, διάσημος στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα για τις πρωτοποριακές του έρευνες και δημοσιεύσεις σχετικά με την επιστήμη του. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή στην Τασκένδη ένα πρωί, την ώρα που ετοιμαζόταν για να πάει στο μάθημα στο Πανεπιστήμιο.

Ο Γιάννης ακολούθησε το δικό του δρόμο. Παρουσιάστηκε στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του και βρέθηκε βέβαια και αυτός στη Μακρόνησο για να «αναμορφωθεί εθνικά». Εκεί πέρασε όλα τα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια των Μακρονησιωτών. Έφτασαν στο σημείο να του πετάξουν στη θάλασσα το βιβλίο της Παθολογίας, που είχε καταφέρει να αγοράσει κυριολεκτικά με αίμα. Εκεί στη Μακρόνησο εκτός από τους πολλούς Μεσενικολίτες είχε την ευκαιρία να συναντήσει και αρκετούς μετέπειτα διάσημους Έλληνες όπως τους Θεοδωράκη, Ρίτσο, Κατράκη τον μετέπειτα υπουργό Απόστολο Λάζαρη με τον οποίο έμεναν στην ίδια σκηνή αλλά και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο, για τον οποίο πάντα έλεγε γελώντας ότι του είχαν δώσει μια χλαίνη, που σέρνονταν σαν ράσο, αφού όπως είναι γνωστό ο Κανελλόπουλος ήταν πολύ κοντός.

Ο Γιάννης με υπομονή και αξιοπρέπεια ξεπέρασε και αυτή τη μεγάλη δοκιμασία και μετά την απόλυσή του ήλθε στην Καρδίτσα, όπου έζησε μια ζωή γεμάτη από προσφορά στον άνθρωπο και στην κοινωνία γενικότερα. Η απώλειά του αφήνει ένα μεγάλο κενό, αλλά μας κάνει ταυτόχρονα όλους τους Μεσενικολίτες περήφανους για την κοινή μας καταγωγή με αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο.

Εδώ σαν επιμύθιο ταιριάζει ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού η ρήση του ποιητή και γιατρού Τάκη Σινόπουλου στο ποίημά του «ο καιόμενος»:

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι απλά χειροκροτούνε…

             

               Τάκης Σινόπουλος: Ο καιόμενος

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

               Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr