spacer.png, 0 kB
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΙΑΝΟΣ:ΤΟ ΤΑΜΑ Εκτύπωση E-mail

ΤΟ ΤΑΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓIΑ ΤΗΝ ΣΠΗΛΙΩΤΙΣΣΑ

Να βγω ψηλά στου Σιρμενίκ και στου Γκαβέλ τις ράχες

Να βρω χιλιόχρονο έλατο, στη ρίζα του να κάτσω

Να βοτανίσω τη καρδιά, τις πίκρες, τα φαρμάκια

Να θυμηθώ τα νιάτα μου και μάτσο να τα δέσω

 

Οι γονείς μου μόλις απόκτησαν το τέταρτο παιδί, αγόρι και αυτό, σύνολο τέσσερα αγόρια, η μάναμ έταξι να μας πάει στην Παναγιά την σπηλιώτισσα, να μας έχει ούλα γερά. Ένα πρωινό του Αυγούστου, πολύ νωρίς θάταν η ώρα τρεις μι τέσσιρις, μας ξύπνησαν μι του ζόρι, φουρτόσαμι του γουμάρι και μας βάλαν τα δυό στου σαμάρι και το τρίτο πισουκάπλα. Η μάναμ ζαληκώθηκε το μικρό αδελφό μου στις πλάτες, ήταν ακόμα φασκιουμένος.

Θυμάμαι, με τον φακό στα χέρια ο πατέρας μου περπατούσε μπροστά για να μας φέγγει του δρόμου. Είναι πολύ μακριά μας είπαν, του βράδυ θα φτάσουμι πρώτα ου Θεός. Ήταν ακόμα νύχτα όταν φτάσαμι στην Νευρόπολη. Στα Σκλήθρα σταματήσαμι να πάρουμε λίγες καλαμπουκές για του γουμάρ. Πήραμι και λίγα ξυλαγγράκια. Με τον φακό τα μαζεύαμι. Η μάναμ πήγε στουν Αμπλα να γεμίσει την βιτσέλα νιρό και ου πατέραςμ την  φωνάζ:

-Να βγαζ ,μπουρμπουλήθρες η βιτσέλα, να μη μπει μέσα κάνα άγανου.

Και συνεχίσαμι του δρόμου. Όταν φτάσαμι στου Σιρμενίκ άρχιζε να χαράζει. Οι πρώτες ηλιαχτίδες αρχίζουν να βγαίνουν και να φωτίζουν αυτό το υπέροχο τοπίο, που θα μου μείνει αξέχαστο.

Μια γριούλα μαντλικουμένη βαράει τα γίδια για του λόγγου.

Ρουτάμι:Πάμι καλά για τη σπλιά, γιαγιά?

-Ισα παν, στη διχάλα θα κάνιτε ζερβά, όχι κατούν Αη Λιά.

Αι δεν θα χαθείτι. Βοήθειά σας κιόλας.

Χάραμα κι ανηφορίζουμε σιγά σιγά μέσα σε κάτι θεόρατα ελάτια και οξιές.

Όλα μου φαίνονταν παράξενα.

Αφού έφιξε για τα καλά, αρχίσαμι να βλέπουμι και άλλους χωριανούς.

Όσο  περνούσι η ώρα τόσους και περισσότερους. Πότε τους περνούσαμι και πότε μας προσπερνούσαν. Καλημέρα σας και βοήθειά σας, μας λέγαν ούλοι.

Κοντά μας ήταν δυο μεγαλοκοπέλες που τούχαν τάμα κι αυτές να παντρευτούν. Σιούλου του δρόμου ήταν άπαβες. Δεν βγάζαν του σκασμό, όπως ψιθύρισε  κάποιος.

Από μακριά γνώριζαν τους χωριανούς…..

Ποιος είνι αυτός μαρί, έλεγε η μία

Η Κωστάκς τσιΑντιγόν τσιΧαρίκλου

Αυτές πάλι, ποιες είνι?

Ούι, ντιπ δεν βλιέπς μαρί, οι θυγατέρις  τΠλάνη και οι τρεις

Κι αυτές οι άλλες οι πουλές?

Η Βασίλου, η Αρετή, η Τσιβούλα, η Ουργή και η Ολυμπιάδα, απού σιαπάν, πέντι αδελφές είνι θα τούχαν ταμένου κι αυτές. Περπατώντας σαπάν σαπάν μέσα σ’αυτά τα θεόρατα έλάτια, τι αλπές συναντήσαμι, τι λύκους μέχρι κι αγριογούρουνο μι εννιά γουρνόπλα. Ντου φώναζε ου ένας, ντου ου άλλους. Εγώ κατουρήθκα απτου φόβουμ.

Μιτά βγήκαμι απ του δάσους, στην κορυφή στου Γκαβέλ. Στου Φαλακρό κάναμι μια στάση, να ξαπουστάσουμι κι να πάρουμι και μια μπουκουσιά.

Σιγά σιγά ηρχόνταν κι άλλοι χωριανοί=

Oυ Γιουργαλός, η Ντραγάτς, η Σκλάς, ου Διμηρτζής, η Αμαλία τσΚεντ, οι Λαδέοι, η Πινελιά μι την αδελφήτς τη Χρυσάνθη, η Θουμάς η Κάτσιανους, η Μαριάνθη του Ποδηματά (που μας είπε ότι όταν ξετσίμπλιαζι τ’αμπέλι, βρήκε ένα φίδι μια ουργιά κι μένα ανατσουτσουρώθκι η τρίχαμ από του φόβουμ) η Φανιώ, η Τουρία, η Τσακούμς, η Χαλιαμούρδας, η Μιχάλς η Νούσιας, η θκιάμ η Λόπα μι του μπάρμπαμ του Μήτρου, η Τασιά μι τούν Αντώνη (που μας έλεγε συνέχεια πικαστάρια ) και άλλοι που δεν τους θυμάμι. Καθήσαμι όλοι μαζί και έβγαλε ο καθένας ότι είχε για φαΐ. Βλέπεις νυστεύαμι κιόλας για να κοινωνήσουμι.

Ανταλλάξαμι ότι είχε ο καθένας

-Έλα πάρι σίκου απτσοί Λυκομαγούλες κι μίλου απτ Αλί και λίγες ράγες απού σταφύλια απτούν Ασφέντομου.

-Ένας είχε κράνια. +Τι είνι αυτά, ρωτά μια κοπέλα

-Αλπουπουρδές, λέει ο Διμιρτζής, πάρι κάνουν καλό.

-Που κάνουν καλό, ρωτά μια άλλη

-Στούν κριτσιλιάγγου, απαντά:

-Αφού τελειώσαμι, σηκωθήκαμι ένας ένας να συνεχίσουμι του γολγοθά.

-Ου τι καλά που είνι ιδώ στην κουρφή, ματαγινιέσαι.

-Ούι, απου δω βλιέπς  όλου τον κόσμου, λέει κάποια.

Αρχίσαμι να κατηφορίζουμι κι ήταν πιο εύκουλα. Περάσαμι ποτάμια, γεφύρια, ράχες, έλατα, οξιές. Θα μου μείνουν αξέχαστα εκείνα τα αυγολίθια που κατέβαζαν τα ποτάμια με μεγάλη ορμή. Περάσαμι πολλά χωριά που δεν τα ξέρω, ανεβήκαμι, κατεβήκαμι δρόμους ατελείωτους. Όλη μέρα απουστάσαμι πάρα πολύ. Κάποια στιγμή πετάγεται κάποια και φουνάζ= -Νάτου νάτου.

Κοιτάζου, τι να δω. Στην κορφή ενός βουνού ήτο το μοναστήρι. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα έφτανα εκεί πάνω. Σουρούπουσι και κοντοφτάνουμι. Ζώα και άνθρωποι ο ένας πίσω απ  τουν άλλο, σ’ένα πολύ στενό μονοπάτι, που ίσα ίσα περνούσι του γουμάρι. Εμείς καβάλα. Αυτό που βλέπαν τα μάτια μου, δεν περιγράφεται. Μια απότομη χαράδρα που όταν την  έβλεπες σ΄έπιανε ρίγος και τρόμος. Τον κόσμο από ψηλά τον έβλεπες σαν τσιόνια. Ακούω μια φωνή να λέει:

Ούι, αν κουρδουκιλιστούμι απου δω, ιουνία η μνήμη!!

Και ΄ένας άλλος λέει:

Αν κουρδουκλιστείς απου δω, αϊ αί παππούς Σταθόπουλος.

Δεν ξέρω τι εννοούσε….

Νύχτα πλέον φτάσαμι στου μοναστήρι. Στούν αυλόγυρο ξιφουρτώσαμι.

Δένουμι του γουμάρι σι μια πέτρα, του δίνουμι και λίγες καλαμπουκιές.

Βλέπεις είχαν προτεραιότητα τα ζώα. Το ξισαμαρώσαμι και βάλαμι του σαμάρι  τανάσκλα κι’ η μάναμ απήθουσι τον μικρό αδελφόμ μέσα στο σαμάρι για να κοιμηθεί. (Αυτός ο μικρός αδελφόςμ δεν είναι άλλος από τον Αγγελάκου). Μιτά στρώσαμι την παλιά βιλέντζα απού κατ, πάνω στις πέτρες και την καινούργια κατακόκκινη (τη θυμάμαι ) για να σκεπαστούμι. Φάγαμι ελιές και ψωμί. Νύχτα πλέον, όλα μι του φακό τα κάναμι.

Μετά πήραμε τα τάματα και τα πήγαμΙ στην Παναγιά. Τι λάδι, τι κεριά, λουκάνκα, τραχανά, σταφύλια, αρνιά, βιλέτζες, ούλα για την Παναγιά. Θυμάμαι κάποια τάματα που μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση : Ένας είχε φέρει ομοίωμα ποδιού από κερί, άλλος ένα κεφάλι κέρινο. Μια είχε πέντε ζωνάρια κερί καμωμένο στο χέρι. Το τύλιγε τρουίρου ίρου από την Παναγιά για μην την πονεί η μέση, όπως είπε. Μία είχε ένα δέμα πράσα. Την είπε κάποιος:  -Τρώει η Παναίτσα πράσα , Πιρσεφόνη?

-Αι σα πέρα ρε , μη μι κουλαίζ!!

Μετά μπήκαμι στην εκκλησία. Θυμάμι μια χαμηλή πόρτα, που όλοι σκύβαν για να μπούν και μέσα ήταν θεοσκότεινα. Κάποιος είπε αστειευόμενος: Δεν έχουν γκαζουκάντλα να τ’ανάψουν?

Προσευχηθήκαμι σιωπηλά και μετά πήγαμι για ύπνο, γιατί στις τέσσερις το πρωί θα χτυπούσαν οι καμπάνες να πάμι στη λειτουργία και να κοινωνήσουμε κιόλας. Πέσαμι για ύπνο, άλλοι τανάσκλα και άλλοι τ’απίστουμα πάνου στις πέτρες. Εμένα μου φαίνονταν όλα παράξενα και ο ύπνος πού να με πιάσει. Άκουγα τα γουμάρια δίπλα μου να κλωτσάνε, να γκαρίζουν. Τους ανθρώπους να ροχαλίζουν, άλλοι να παραμιλάν, να προσεύχονται, άλλες να παραπονιένται για τον τόπο που στρώσαν, ότι είχε πέτρες, άλλοι αστειεύονταν, κάποιος αερίστηκε και αμέσως άκουσα μια φωνή να λέει: Κότσιαλου……. Και άλλα πολλά.

Με δυό ώρες νύχτα ακόμη, χτύπησε η καμπάνα. Σηκωθήκαμι, νυφτήκαμι και πήγαμι με μεγάλη ευλάβεια να εκκλησιαστούμι. Ήταν πάρα πολύς κόσμος και κάποια είπε :

-Ούρεεε κόσμος, απ’ούλα τα βιλαέτια ήρθαν. Μετά κοινωνήσαμι. Ξημέρωσε πλέον, ένα πολύ ωραίο χάραμα με άλλου είδους κελαηδίσματα  και ήχους. Πολύ δροσιά και μια αλλιώτικη,  καταπληκτική θέα. Πλέον δεν νηστεύαμε, ανοίξαμε το κλειδοπίνακο με το τυρί και το τσαλαφούτι. Είχαμι και κιφτέδες και κλουτσουτρόπτα. Φάγαμι κι το ευχαριστηθήκαμι. Μετά πήγαμι για τελευταία φορά στην εκκλησιά και προσκοινήσαμι και πήραμι το δρόμο του γυρισμού. Δεν ξέρω  γιατί, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα από τον γυρισμό. Φαίνεται ήμουν κουρασμένος. Θυμάμαι νύχτα ήταν που γυρίσαμε σπίτι μας και μας περίμενε η γιαγιά η Κατσιανίνα με δύο πίττες:

-Ιλάτε πλάκιαμ να ξαπουστάστι. Σας έκανα κι λαχανόπτα και γαλατόπτα. Βοήθειά σας, να είστε καλά να του ματακάνιτι αυτό του τάμα.

Βοήθειά σας

 

 

Κώστας Ηλία Κάτσιανος

6944552749  

 
< Προηγ.   Επόμ. >
spacer.png, 0 kB

© 2007 www.mesenikolas.gr | Developed and Hosted by Kataskevi eshop Plushost.gr | Supported by Fatsimare.gr